Συνειδητοποιώντας τη μοναδικότητα σου μέσα στον κόσμο, θα αναγκαστείς να δεχτείς ότι είσαι πάντα μόνος. Ναι, μόνος!
Κανείς άλλος δεν μπορεί ποτέ να αισθανθεί όπως αισθάνεσαι εσύ, είτε βρίσκεσαι ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους, είτε κάνεις έρωτα με κάποιον, είτε βρίσκεσαι μόνος σου, κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο. Η αναπόδραστη «υπαρξιακή μοναξιά» σου σημαίνει ότι η ανθρώπινη ύπαρξή σου είναι αναπόδραστα θεμελιωμένη πάνω στο γεγονός ότι υπάρχεις μόνος σου, με τα μοναδικά συναισθήματα και τις σκέψεις σου.
Η αναγνώριση της υπαρξιακής μοναξιάς σου μπορεί να είναι κάτι οριακά απελευθερωτικό ή απόλυτα υποδουλωτικό, ανάλογα με το πώς αποφασίζεις να τη χρησιμοποιήσεις. Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν αλλάζει. Μπορείς, ωστόσο, να την κάνεις μια απελευθερωτική εμπειρία, βάζοντάς την να δουλέψει για λογαριασμό σου.
Δείτε την περίπτωση του Ρ, ενός διευθυντικού στελέχους σαράντα έξι χρόνων.
Η συνάντηση του Ρ με την πραγματικότητα της υπαρξιακής του μοναξιάς ήρθε ξαφνικά. Ένα βράδυ στο σαλόνι του σπιτιού του και κοίταζε τη γυναίκα του, που διάβαζε την εφημερίδα της απορροφημένη, αγνοώντας τον στρόβιλο των σκέψεων μέσα στο κεφάλι του. Ξαφνικά αισθάνθηκε μέσα του το αλλόκοτο συναίσθημα πως αυτόν τον άνθρωπο, που ζούσε μαζί του επί είκοσι τέσσερα χρόνια, δεν τον γνώριζε καν, πως ήταν σαν μια ξένη, που καθόταν στο σαλόνι του. Έτσι συνειδητοποίησε για πρώτη φορά πως το πρόσωπο αυτό δε θα γνώριζε ποτέ τις εσωτερικές σκέψεις του Ρ.
Το συναίσθημα αυτό ήταν πολύ εξωπραγματικό για τον Ρ και, μην ξέροντας τι να το κάνει Έπρεπε κάτι να κάνει γι’ αυτό, να χωρίσει δηλαδή ή να φύγει. Όταν πλησίασε όμως, τη θεμελιακή αλήθεια του τι σημαίνει να είσαι ανθρώπινο πλάσμα, έμαθε να βλέπει αυτή την υπαρξιακή μοναξιά του από μια εντελώς διαφορετική σκοπιά – μια σκοπιά απελευθερωτική αν θέλετε. Δεδομένου ότι η γυναίκα του δε θα αισθανόταν ποτέ αυτό που αισθανόταν αυτός, μπορούσε να πάψει να της ζητά να τον καταλαβαίνει και να «είναι μαζί του» πάντοτε. Ταυτόχρονα συνειδητοποίησε πως η γυναίκα του ήταν κι αυτή υπαρξιακά μόνη και πως μπορούσε ν’ ανακουφιστεί από το βάρος τής προσπάθειας να είναι «ένα» μαζί της και να νιώθει όπως κι εκείνη, πράγμα που του δημιουργούσε ανώφελη ενοχή, όταν δεν τα κατάφερνε. Εξοπλισμένος με τη γνώση αυτή μπορούσε να σταματήσει πια αυτή τη θανάσιμη και αυτοδιαλυτική αναζήτηση ενός ανθρώπου, που θα αισθανόταν όμοια μ’ αυτόν. Μπορούσε, δηλαδή, να αρχίσει να κινεί μόνος του τα νήματά του. Παράλληλα, μπορούσε να εγκαταλείψει τις ανεδαφικές προσδοκίες του από τη γυναίκα του και να την ξαλαφρώσει κι εκείνη.
Μέσα σε ελάχιστο διάστημα ο Ρ αισθάνθηκε ξαναγεννημένος — μόνο και μόνο επειδή ελευθερώθηκε από την παράλογη απαίτηση να συγκατοικήσει με κάποιον άλλον, μέσα στο μοναδικό σώμα και πνεύμα του.
Έχει σημασία να δούμε πώς θα μπορούσε ο Ρ να μετατρέψει αυτή τη συνειδητοποίηση της υπαρξιακής μοναξιάς σε καταστροφή, όπως το κάνουν πολλοί, λέγοντας μέσα τους πως είναι αιχμάλωτοι της ανθρώπινης μοίρας τους και ότι ποτέ κάνεις δε θα τους καταλάβει. Ήδη. πριν έρθει να με δει, συνήθιζε να παραπονιέται ότι η γυναίκα του «δεν τον καταλαβαίνει» και η ξαφνική του διαίσθηση, ότι ήταν κατά κάποιο τρόπο μια «ξένη», θα μπορούσε να επιδεινώσει τη συμπεριφορά αυτή και να κάνει την κατάσταση αφόρητη. Καθώς, όμως, εξετάζαμε μαζί την υπαρξιακή μοναξιά, ο Ρ συνειδητοποίησε πόσο μάταιο ήταν να προσπαθεί να ενώσει κάποιον εσωτερικά μαζί του και ότι, ενώ είναι δυνατό οι άνθρωποι να μοιραστούν πολλά πράγματα και να έρθουν πολύ κοντά, η καθαρή αλήθεια είναι ότι δεν μπορούν να γνωριστούν παρά επιφανειακά. Η εσωτερική ύπαρξη του καθενός είναι απρόσιτη, εξαιτίας αυτής ακριβώς της ανθρώπινης υπόστασής του.
Η υπαρξιακή μοναξιά μπορεί ν’ αποτελέσει πηγή μεγάλης δύναμης, όσο και πηγή μεγάλων διαταραχών. Κάθε φορά που νιώθετε τον πειρασμό να χρησιμοποιήσετε τη ζωή των άλλων σαν πρότυπο για τη δίκη σας, θυμηθείτε τι έγραφε ο Νορβηγός δραματουργός του 19ου αιώνα Ερρίκος Ίψεν: «Ο πιο δυνατός άνθρωπος στον κόσμο είναι εκείνος που είναι πιο μόνος».
Αυτό μπορείτε να το ερμηνεύσετε σαν μια στάση εγωιστική και αντικοινωνική ή μπορεί να εξετάσετε τι υπαγορεύουν οι παράμετροι της δικής σας πραγματικότητας. Το γεγονός είναι ότι οι άνθρωποι που επηρέασαν πιο πολύ την ανθρωπότητα, που βοήθησαν το μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, είναι αυτοί που προτίμησαν να συμβουλευτούν τα προσωπικά τους συναισθήματα, αντί να κάνουν αυτό που τους έλεγαν οι άλλοι να κάνουν. Από την άποψη αυτή, δύναμη σημαίνει να πάψεις να προσπαθείς να κάνεις τους άλλους να αισθανθούν αυτό που αισθάνεσαι εσύ και να υποστηρίζεις αυτό που πιστεύεις.
Για να ξαναγυρίσω στον Ρ: εξακολουθεί να θυμάται τη στιγμή εκείνη στο σαλόνι του σπιτιού του σαν μια από τις πιο σημαντικές της ζωής του, γιατί όχι μόνο τον ώθησε στη συμβουλευτική θεραπεία και του έδωσε την ελευθερία να σταματήσει τη μόνιμη, αλλά εντελώς ανώφελη προσπάθεια του να κάνει τη γυναίκα του και τα παιδιά του να αισθανθούν όπως εκείνος, αλλά του έδωσε και τη δύναμη να είναι ο εαυτός του, μ’ έναν τρόπο πιο ισχυρό και θετικό. Εξακολουθεί να πιστεύει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι απόλυτα αυτόνομος, ώστε να μπορεί να λειτουργήσει σαν αντικοινωνικός ερημίτης· τώρα, όμως, ξέρει ακόμη, έχοντάς το βιώσει, ότι μέσα μας είμαστε νησιά μοναδικά και πως, όταν συνειδητοποιήσουμε την ιδέα αυτή, μπορούμε -αν θέλουμε – να χτίσουμε γέφυρες προς τους άλλους, αντί να στήνουμε φράγματα, απογοητευμένοι κάθε φορά που διαπιστώνουμε ότι οι άλλοι δεν είναι σαν κι εμάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου