Τα σύμβολα ξυπνούν το προσωπικό βίωμα και το μετατρέπουν σε πνευματική πράξη, σε μια μεταφυσική αντίληψη του κόσμου. Μπροστά από ένα οποιοδήποτε φανερό σύμβολο του κοσμικού χώρου και της κοσμολογικής ζωής, ένας άνθρωπος βρίσκει την πρόσβαση στην ύψιστη πνευματικότητα, επειδή κατανοώντας το σύμβολο είναι σε θέση να ζήσει το παγκόσμιο. Η θρησκευτική θεώρηση του κόσμου και η ιδεολογία της, επιτρέπουν στον άνθρωπο να αξιολογήσει όλο αυτό το προσωπικό του βίωμα και να το ‘ανοίξει’ προς το παγκόσμιο.»
«Ο μύθος συνδέει τις πράξεις των υπερανθρώπινων οντοτήτων με την εκδήλωση των ιερών δυνάμεων που αντιπροσωπεύουν, οπότε αποτελεί ένα εξαιρετικό μοντέλο έρευνας για όλες τις σημαντικές ανθρώπινες δραστηριότητες».
Ο Μίρτσεα Ελιάντε (13 Μαρτίου 1907 – 22 Απριλίου 1986) ήταν Ρουμάνος ιστορικός της θρησκείας, λογοτέχνης, φιλόσοφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγο. Γεννήθηκε στη Βουκουρέστι της Ρουμανίας και σπούδασε ιστορία (1925-1928). Στο διάστημα 1928-1932 ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Καλκούτα στο αντικείμενο της θρησκειολογίας, όπου μελέτησε και τα σανσκριτικά. Το 1933 ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του με μια εργασία στην πρακτική της Γιόγκα, η οποία μόλις τρία χρόνια μετά, θα μεταφραζόταν στη Γαλλική προκαλώντας μεγάλο αντίκτυπο στους ευρωπαϊκούς ακαδημαϊκούς κύκλους.
Μετά από αυτό αρχίζει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία, ενώ λόγω του παγκοσμίου πολέμου την διακόπτει για να διοριστεί μορφωτικός ακόλουθος στο Λονδίνο (1940-1941) και στη Λισσαβόνα (1941-1945). Διορίζεται καθηγητής θρησκειολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (1945-1956) και το 1956 το Πανεπιστήμιο του Σικάγο τον προσκαλεί για να διδάξει σε αυτό. Πέθανε στις 23 Απριλίου του 1986. Ο Mιρτσέα Ελιάντε υπήρξε διευθυντής τριών θρησκειολογικών περιοδικών, ”ΆZalmoxis”, ”Antaios”, ”History of Religions” και εκδότης της δεκαεξάτομης ”Encyclopedia of Religion”.
Ο Ρούντολφ Όττο και η απριορική προσέγγιση του ”ιερού” επηρεάζει τη σκέψη του Mιρτσέα Ελιάντε. Προκειμένου να ερευνήσει το θρησκευτικό φαινόμενο συνδυάζει δύο μεθόδους, τη μορφολογική και την ιστορική. Την πρώτη την εμπνέεται από τον Γκαίτε και με αυτήν εντοπίζει ορισμένες ”κοσμικές” (τοπικές ή βιολογικές, δηλαδή ουρανός, νερό, γη, λίθοι, αλλά και εκδηλώσεις της ανθρώπινης ζωής) ιεροφάνειες, εμφανίσεις του ιερού και του αγίου.
Τα πράγματα του φυσικού κόσμου και οι ανθρώπινες πράξεις δεν είναι αυτόνομα αλλά συνιστούν ιεροφάνειες στο βαθμό που μετέχουν σε μια υπερβατική πραγματικότητα. Το βασικό θρησκευτικό φαινόμενο του ιερού δεν είναι προϊόν εξέλιξης, αλλά σταθερό στοιχείο της ανθρώπινης συνείδησης, λέει ο Ελιάντε. Η θρησκεία έχει δύο διαστάσεις, μια ”εμπειρική” και μια ”υπερβατική”. Η πρώτη ερμηνεύεται φαινομενολογικά και ιστορικά, η δεύτερη είναι απροσπέλαστη και μόνο ”θεολογικά” κατανοημένη.
Η άποψη ότι οι μύθοι αποτελούν βαθιά κρυμμένες αλήθειες εξηγείται προγραμματικά στο έργο του και κυριαρχεί σε μεγάλο ποσοστό στη σύγχρονη μελέτη της θρησκείας. Το έργο του άσκησε ιδιαίτερη επίδραση στο λεξιλόγιο της συγκριτικής θρησκειολογίας. Έκανε προγραμματική χρήση των εννοιών ”κόσμος” και ”χρόνος” ως εργαλείων της ιστορίας και της φαινομενολογίας της θρησκείας. Πέτυχε να προσδιορίσει τη ριζική τομή μεταξύ εκκλησίας και θρησκείας, ιουδαιοχριστιανικής πίστης και θρησκευτικότητας.
Στα μειονεκτήματα που του προσάπτουν ανθρωπολόγοι και θρησκειολόγοι είναι η ανδροκεντρική προκατάληψη στο έργο του, οι πρακτικές της απομόνωσης και αποϊστορικοποίησης των μυθολογικών και θρησκευτικών φαινομένων που μελετά. Ο μη αναγωγισμός που υιοθετεί, δηλώνεται κι από τον ίδιο, «Ένα θρησκευτικό φαινόμενο θα αναγνωριστεί ως τέτοιο μόνο εάν συλληφθεί στο δικό του επίπεδο, δηλαδή αν μελετηθεί ως κάτι θρησκευτικό. Το να προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε την ουσία ενός τέτοιου φαινομένου με τα μέσα της φυσιολογίας, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, των οικονομικών, της γλωσσολογίας, της τέχνης ή οποιασδήποτε άλλης επιστήμης, είναι λάθος. Χάνει το μοναδικό και μη αναγώγιμο στοιχείο -το στοιχείο του ιερού.»
Γιά τους αρχαίους Έλληνες, μύθος σήμαινε «παραμύθι» «θρύλος» «φαντασιακή διήγηση» «ομιλία» και τελικά κατέληξε να σημαίνει «κάτι φανταστικό που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει».
Οι πρώτοι Έλληνες Φιλόσοφοι είχαν κατακρίνει και απορρίψει τους Ομηρικούς ύμνους ως φανταστικές επινοήσεις και μυθεύματα. Ο Ξενοφάνης [6ος-5ος αιώνας π.κ.ε.] απέρριψε την αθανασία των Θεών όπως περιγράφεται από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Επιπλέον επέκρινε την ανθρωπομορφική απεικόνιση των Θεών [Ανθρωπομορφισμός]. «Εάν τα βοοειδή, τα άλογα ή τα λιοντάρια είχαν χέρια, και ήταν ικανά να ζωγραφίσουν με τα χέρια τους και να κάνουν δουλειές όπως ο άνθρωπος, τα άλογα θα ζωγράφιζαν τους θεούς με μορφή αλόγου, ομοίως τα βοοειδή και θα έκαναν τα σώματά των θεών με μορφή που να μοιάζει στα ίδια».
Σε αυτή την κριτική της Ομηρικής μυθολογίας εκείνο που φανερώνεται είναι η προσπάθεια να αποδεσμευτεί η έννοια της Θεότητας από την ανθρωπομορφική της απεικόνιση που γίνεται ποιητική αδεία. Ωστόσο, η μυθολογία του Ομήρου και του Ησιόδου συνέχισαν να ενδιαφέρουν την ελίτ σε όλα τα μέρη του Ελληνιστικού κόσμου. Δεν λαμβάνονταν όμως οι μύθοι αυτολεξεί, αυτό που ανιχνευόταν πλέον ήταν σημασία «των κρυφών τους νοημάτων». Οι Στωικοί ανέπτυξαν την αλληγορική ερμηνεία της Ομηρικής μυθολογίας και γενικά όλων των θρησκευτικών παραδόσεων.
Για παράδειγμα, όταν ο μύθος αναφέρει ότι ο Ζευς δέσμευσε την Ήρα, αυτό κατά την αλληγορική ερμηνεία σημαίνει ότι ο αιθέρας είναι το όριο του αέρα και ούτω καθεξής. Μια άλλη πολύ επιτυχής ερμηνεία ήταν ο ευημερισμός, που ονομάστηκε έτσι από τον Ευήμερο το Μεσσήνιο [Αρχές του 3ο αιώνα π.κ.ε.]: ο οποίος απέδειξε ότι οι Θεοί ήταν αρχαίοι βασιλείς που είχαν Θεοποιηθεί. Κατά συνέπεια οι μύθοι αντιπροσώπευαν κάποια συγκεχυμένη μνήμη ή μία φανταστική μεταμόρφωση κατορθωμάτων αρχέγονων βασιλέων. Οι χριστιανοί απολογητές [χριστιανοί συγγραφείς που προσπάθησαν να υπερασπιστούν το χριστιανισμό από τις επικρίσεις του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού] δανείστηκαν [τους βόλευε άλλωστε] αυτήν την Ελληνιστική ερμηνεία της μυθολογίας. Γι’ αυτούς οι μύθοι ήταν φανταστικές ιστορίες, γεμάτες ψεύδη και παραλογισμούς κι έπρεπε να απορριφθούν ως απεχθείς. [σε αντίθεση με την ιερά Βίβλο, που είναι γεμάτη γεγονότα!! ανθρωποθυσίες, αιμομιξίες, κτηνοβασίες, κοπρολαγνείες και λοιπά “ηρωικά ανδραγαθήματα” !]
Μόλις πριν το 1985 οι Δυτικοί λόγιοι ανακάλυψαν την πρωταρχική, αληθινή έννοια του μύθου. Η επιστημονική μελέτη της μυθολογίας ήταν ήδη δημοφιλής το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα μέσα από τα έργα των Max Muller, του Andrew Lang και του Sir James Frazer. Για τον Muller η μυθολογία ήταν μια «ασθένεια της γλώσσας». Ο Lang ισχυρίστηκε ότι οι μύθοι απορρέουν από μία προσωποποίηση των φυσικών δυνάμεων ή φαινομένων, μια νοητική διαδικασία χαρακτηριστική του ανιμιστικού σταδίου του πολιτισμού. Ο Frazer αντιμετώπιζε τους μύθους ως παρερμηνείες ανθρώπινων ή φυσικών φαινομένων. Στην αρχή του αιώνα [εννοεί τον 20ο αι.] ο Φρόιντ και ο Γιουνγκ έδωσαν μια νέα ώθηση στη μελέτη των μύθων εντοπίζοντας και τονίζοντας τις εντυπωσιακές ομοιότητες των μύθων με τον κόσμο του υποσυνείδητου.
Μύθος -μια Αληθινή Ιστορία
Η νέα, καλοπροαίρετη προσέγγιση του μύθου χρωστά πολλά στα αποτελέσματα της σύγχρονης εθνολογίας. Η επιστημονική μελέτη των αρχαϊκών κοινωνιών για τις οποίες η μυθολογία είναι ή ήταν μέχρι πρόσφατα ζωντανή, έχει αποκαλύψει ότι ο μύθος για τον Αρχέγονο Άνθρωπο είναι μια Αληθινή Ιστορία και πέρα από αυτό, μια ιστορία που αντιμετωπίζει ως πολυτιμότατο θησαυρό, επειδή θεωρεί ιερή, υποδειγματική και σημαντική.
Κάτω από αυτή τη νέα αξία που έχει πάρει ο όρος «μύθος» στη σύγχρονη γλώσσα, αποκτά διφορούμενη σημασία. Η λέξη χρησιμοποιείται αφενός με την παλιά έννοια την κληρονομημένη από τους Έλληνες που σημαίνει «φαντασία» ή «πλάνη» και αφετέρου με το νόημα που είναι οικείο στους ιστορικούς των θρησκειών, εκείνο της «ιερής παράδοσης, αρχέγονης αποκάλυψης, υποδειγματικού μοντέλου».
Γενικά μπορεί να πει κανείς ότι σε κάθε περίπτωση που έχουμε πρόσβαση σε μία παράδοση που παραμένει ακόμα ζωντανή, ο οποιοσδήποτε μύθος της εξιστορεί τον τρόπο με τον οποίο κάτι ήρθε σε ύπαρξη. Αυτό το «κάτι» μπορεί να είναι ο κόσμος ή ο άνθρωπος ή ένα είδος ζώου ή ένας κοινωνικός θεσμός. Ο μύθος τότε είναι πάντα η αναφορά μιας «δημιουργίας», το πώς παράχθηκε κάτι και πώς άρχισε να υπάρχει. Ο μύθος περιγράφει μόνο εκείνο το οποίο πραγματικά συνέβη. Αυτοί που δρουν στους μύθους είναι υπερφυσικά όντα.
Είναι γνωστοί αρχικά από αυτό που έκαναν στις απαρχές του χρόνου. Ως εκ τούτου οι μύθοι φανερώνουν τη δημιουργική τους δραστηριότητα και αποκαλύπτουν την ιερότητα (ή απλά την υπερφυσικότητα) των έργων τους. Η παρέμβαση των υπερφυσικών όντων είναι που έκανε τον κόσμο αυτό που είναι σήμερα. Ο μύθος θεωρείται ιερή ιστορία και ως εκ τούτου αληθινή ιστορία, επειδή πάντα ασχολείται με πραγματικότητες. Ο μύθος ο οποίος μας λέει πώς φτιάχτηκε ο κόσμος είναι ΑΛΗΘΙΝΟΣ, επειδή η ύπαρξη του κόσμου είναι εκεί για να το αποδείξει, ο μύθος της καταγωγής του θανάτου είναι εξίσου ΑΛΗΘΙΝΟΣ, επειδή η θνητότητα του ανθρώπου τον αποδεικνύει, και ούτω καθεξής.
Επειδή ο μύθος σχετίζει πράξεις υπερφυσικών όντων με την εκδήλωση των ιερών τους δυνάμεων, γίνεται μιμητικό πρότυπο για όλες τις σημαντικές ανθρώπινες δραστηριότητες. «Πρέπει να κάνουμε ότι έκαναν και οι Θεοί στην αρχή», διακηρύσσει ένα πασίγνωστο Βραχμανικό κείμενο. «Ήταν έτσι που οι (Μυθικοί Ηρωες) Πρόγονοι έκαναν, και εμείς κάνουμε το ίδιο», δηλώνουν οι Κάι της Νέας Γουινέας.
Όσα συνέβησαν αρχικά, μπορούν να επαναληφθούν με τη δύναμη των τελετουργιών. Γι’ αυτό είναι ουσιαστική η γνώση των μύθων. Ενθυμούμενοι τους μύθους, διαπράττοντας τους ξανά συμβολικά, ο άνθρωπος των αρχαϊκών κοινωνιών επαναλαμβάνει ουσιαστικά τη δράση των Θεών, των Ηρώων ή των Προγόνων στην απαρχή του χρόνου. Να παραθέσω μόνο ένα παράδειγμα: Μια ορισμένη φυλή ζει ψαρεύοντας επειδή στους μυθικούς καιρούς ένα Υπερφυσικό Ον δίδαξε τους προγόνους τους να πιάνουν και να μαγειρεύουν ψάρια. Ο μύθος λέει την ιστορία του πρώτου ψαρέματος και έτσι, αποκαλύπτει μιαν υπερανθρώπινη δράση, διδάσκει τους ανθρώπους τον τρόπο να την εκτελέσουν και τελικά εξηγεί γιατί αυτή η ιδιαίτερη φυλή πρέπει να προμηθεύεται την τροφή της με αυτόν τον τρόπο. Για τον αρχαϊκό άνθρωπο, [κι όχι για το εκφυλισμένο ανθρώπινο ζώο των τσιμεντουπόλεων] ο μύθος είναι ζήτημα πρωταρχικής σημασίας, τον αφορά άμεσα στην ύπαρξή του πάνω στη γη.
Τα Μεγάλα Θέματα
Αυτή η υπαρξιακή λειτουργία του μύθου εξηγεί γιατί ένα πλήθος σημαντικών θεμάτων είναι κοινά σε διάφορες μυθολογίες. Οι κοσμογονικοί μύθοι (που περιγράφουν τη δημιουργία του σύμπαντος) και οι μύθοι της καταγωγής για παράδειγμα βρίσκονται παντού. Ομοίως είναι πολύ διαδεδομένο θέμα η καταστροφή ενός παλαιού κόσμου και η δημιουργία ενός νέου. Παγκοσμίως εμφανίζονται μύθοι δημιουργίας της ανθρωπότητας, αν και η επιμέρους ιστορία μπορεί να ποικίλλει: Οι πρώτοι άνθρωποι δημιουργήθηκαν από τη Μάνα Γη και τον Πατέρα Ουρανό ή από μία αμφίφυλη Θεότητα ή πλάσθηκαν από τη γη ή από ένα δημιουργό και ούτω καθεξής.
Αλλά κάθε μυθική αναφορά οποιασδήποτε καταγωγής προϋποθέτει και συνεχίζει την Κοσμογονία – την ιστορία της δημιουργίας του κόσμου. Η δημιουργία του κόσμου, η Κοσμογονία, είναι η υπέρτατη δημιουργία οπότε στέκει ως υποδειγματικό πρότυπο για κάθε είδους δημιουργία. Αυτός είναι κι ο λόγος που η υπέροχη ιστορία των δυναστειών στο Θιβέτ ξεκινάει επαναλαμβάνοντας για άλλη μια φορά τη γέννηση του κόσμου από ένα αυγό. Αντίστοιχα και οι Πολυνησιακές γενεαλογικές ψαλμωδίες αρχίζουν με τον ίδιο τρόπο.
Οι τελετουργικές αυτές ψαλμωδίες συντίθενται από τους βάρδους όταν η πριγκίπισσα είναι έγκυος και δίνονται στους χορευτές χούλα να τις μάθουν απέξω. Οι χορευτές, άντρες και γυναίκες, χορεύουν και απαγγέλλουν την ψαλμωδία συνεχώς μέχρι να γεννηθεί το παιδί. Έτσι η εμβρυολογική ανάπτυξη του μελλοντικού αρχηγού μοιάζει να συνοδεύεται από μια ανακεφαλαίωση της κοσμογονίας, την ιστορία του κόσμου, την ιστορία της φυλής. Η κυοφορία ενός μελλοντικού αρχηγού στέκει αφορμή για μια συμβολική αναδημιουργία του κόσμου.
Η περιοδική ανανέωση του κόσμου μέσω συμβολικής επανάληψης της κοσμογονίας συναντιέται σε πολλούς πρωτόγονους κι αρχαϊκούς λαούς. Στη Μεσοποταμία η δημιουργία του κόσμου επαναλαμβανόταν τελετουργικά κατά τη διάρκεια της γιορτής του Νέου Έτους. Μια σειρά από τελετές αναπαριστούσαν τη μάχη μεταξύ του Θεού Μαρντούκ και της Τιαμάτ, τη νίκη του Θεού, και τις εργασίες του για τη δημιουργία του Κόσμου. Το «Ποίημα της Δημιουργίας» [Enuma elish] απαγγελλόταν μέσα στο ναό. Παρόμοια η κοσμογονία επαναλαμβανόταν συμβολικά και αλλού σε σημαντικές ή κρίσιμες στιγμές, όπως για παράδειγμα στην Αίγυπτο και στα Φίτζι κατά τη διαδικασία της προετοιμασίας και ανακήρυξης ενός νέου ηγεμόνα.
Το Τέλος του Κόσμου
Οι μύθοι των κατακλυσμών του κόσμου είναι εξαιρετικά διαδεδομένοι μεταξύ των αρχέγονων λαών. Διηγούνται την καταστροφή του κόσμου και την εξόντωση της ανθρωπότητας εκτός από ένα μοναδικό ζευγάρι ή ελάχιστους επιζώντες. Αυτοί οι μύθοι υπαινίσσονται, άλλοτε με καθαρό κι άλλες φορές πιο σκιώδη τρόπο, την αναγκαιότητα για την ανανέωση του σύμπαντος κι εκφράζουν την αρχαϊκή, παγκόσμια ιδέα του σταδιακού εκφυλισμού του κόσμου που για αυτό χρειάζεται περιοδική καταστροφή κι αναδημιουργία.
Ο μύθος του τέλους του κόσμου είναι δημοφιλής στην αρχαία Ινδία, τη Μεσοποταμία, την Περσία και την Ελλάδα. Στην ιουδαιοχριστιανική θεωρία το τέλος του κόσμου θα συμβεί μόνο μία φορά, ακριβώς όπως η κοσμογονία συνέβη μόνο μια φορά. Ο κόσμος που θα επανεμφανιστεί μετά την καταστροφή θα είναι και πάλι ο κόσμος που δημιούργησε ο ίδιος ο Θεός στην απαρχή του χρόνου, όμως εξαγνισμένος, αναγεννημένος και αποκαταστημένος στην αρχική του δόξα. Αυτός ο επίγειος παράδεισος δε θα καταστραφεί ποτέ ξανά ούτε θα έχει τέλος.
Επαναποκτημένος Παράδεισος
Ειδικά αυτός ο τύπος μύθου -της καταστροφής του Κόσμου- είναι που αναδεικνύει πόσο αναγκαία είναι η μυθολογία για τους ανθρώπους της σύγχρονης εποχής. Οι μύθοι της εσχατολογίας είναι στο κέντρο αμέτρητων «κοινοτήτων»-κινήσεων που πιστεύουν σε δόγματα προφητικού χαρακτήρα μια από τις οποίες είναι η δημοφιλής “Oceanian Cargo Cult” [Στα νησιά Της Μελανησίας ανατολικά από την Αυστραλία]. Αυτές οι κοινότητες προαναγγέλλουν την καταστροφή του κόσμου και την επανάκτηση από τη φυλή ένος είδος παραδείσου: Οι νεκροί θα αναστηθούν, δε θα υπάρχει ούτε θάνατος ούτε αρρώστια. Αλλά πριν από αυτήν τη νέα δημιουργία -ή επανόρθωση του παραδείσου- θα προηγηθεί σειρά κοσμικών καταστροφών. Η γη θα συγκλονίζεται από σεισμούς, θα πέφτουν πύρινες βροχές, τα βουνά θα γκρεμίστούν γεμίζοντας τις κοιλάδες, λευκοί και όσοι αυτόχθονες δεν έχουν προσχωρήσει στη λατρεία θα εξοντωθούν.
Σε αυτό το πνεύμα το 1923 ο προφήτης Ρονοβούρο της νήσου Εσπιρίτο Σάντο [Νήσος Αγίου Πνεύματος στις Νέες Εβρίδες] προφήτευε μια καταστροφική πλημμύρα που θα γίνει πριν την επιστροφή των νεκρών οι οποίοι θα καταφθάσουν με φορτηγά πλοία που επιπλέον θα φέρουν μαζί τους ρύζι και άλλα τρόφιμα. Το 1933, στην κοιλάδα του Μάρκχαμ στη Νέα Γουινέα ένας άντρας ονόματι Μαραφί διακήρυσσε ότι πριν την επιστροφή των νεκρών θα γίνει κοσμικός κατακλυσμός κι ότι την επόμενη ημέρα θα διαπιστωθεί ότι οι νεκροί έχουν έρθει φέρνοντας πλούσια δώρα ώστε να μην υπάρχει ανάγκη για τους ανθρώπους να δουλέψουν ποτέ ξανά.
Παρόμοιες προφητείες εμφανίστηκαν στο Κονγκό το 1960 όταν η χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε. Σε μερικά χωριά οι κάτοικοι ρίξανε τις στέγες από τις καλύβες τους ώστε να περάσει ο χρυσός που οι πρόγονοι θα έστελναν ως βροχή. Αλλού επιτράπηκε η καταστροφή κάθε δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, εκτός από τους δρόμους προς το κοιμητήριο, γιατί από αυτούς θα περνούσαν οι πρόγονοι που θα κατευθύνονταν προς το χωριό. Ακόμη και οργιαστικές υπερβολές απέκτησαν νόημα μιας και σύμφωνα με το μύθο, από την αυγή της Νέας Εποχής όλες οι γυναίκες θα είναι από κοινού ζευγάρια με όλους τους άντρες.
Σενάριο Σούπερ Ηρώων
Ένα ακόμη παράδειγμα του ρόλου της μυθολογίας για το σύγχρονο άνθρωπο είναι το εξαιρετικά διαδεδομένο μοτίβο του μύθου του Ήρωα. Σύμφωνα με αυτό ο Ήρωας εγκαταλείπεται αμέσως μετά τη γέννησή του διότι μια προφητεία αναφέρει ότι το βρέφος αποτελεί κίνδυνο για τον πατέρα του που συνήθως πρόκειται για βασιλιά. Το παιδί σώζεται από ζώα ή βοσκούς και το βυζαίνει ένα θηλυκό ζώο ή μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής. Όταν μεγαλώνει επιχειρεί ασυνήθιστες περιπέτειες -σκοτώνει τέρατα, υπερνικά το θάνατο, και ούτω καθεξής-. Αργότερα βρίσκει τους γονείς του, εκδικείται εναντίον του πατέρα ή του θείου που τον εκδίωξε και τελικά αναγνωρίζεται, επιτυγχάνει κοινωνική θέση και φόρο τιμής. Οι κίνδυνοι και οι δοκιμασίες του Ήρωα (τέρατα και δαίμονες, καθόδος στην κόλαση, κ.τ.λ.) που αντιμετώπισε έχουν χαρακτήρα μυητικό. Υπερπηδώντας όλα τα εμπόδια ο νέος άντρας αποδεικνύει ότι έχει ξεπεράσει την ανθρώπινη υπόσταση και ανήκει στο εξής σε μία τάξη ημιθεϊκών υπάρξεων.
Πολλοί επικοί θρύλοι και λαϊκοί μύθοι χρησιμοποιούν και επαναυϊοθετούν τα υψηλά δραματικά σενάρια της μύησης του Ήρωα (όπως, ο Ζίγκφριντ, ο Αρθούρος, ο Ρομπέν των Δασών). Επιπλέον ο μύθος του Ήρωα επιβιώνει στους θρύλους πολλών μεσαιωνικών βασιλέων αλλά και στην αύρα του Αναμορφωτή, του Επαναστάτη, του Πολιτικού Μάρτυρα, του Αρχηγού Κόμματος. Ακόμη στις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες αναγνωρίζει κανείς τη νοσταλγία για Ήρωες και ηρωικά ανδραγαθήματα για παράδειγμα στον «Σούπερμαν» ή στην τεράστια δημοτικότητα των αστυνομικών μυθιστορημάτων με την παραδειγματική μάχη μεταξύ Καλού και Κακού, μεταξύ Ήρωα (πχ. του Ντετέκτιβ) και κακοποιού ο οποίος είναι η σύγχρονη ενσάρκωση του Δαίμονα.
Τι είναι το Ιερό
«Ιερό» για την θρησκευτική σκέψη είναι το σημείο ή το αντικείμενο στο οποίο κάποια δεδομένη στιγμή εκδηλώθηκε η παρουσία του μεταφυσικού, της θεότητας, καθαγιάζοντας το και καθιστώντας το «σημείο επαφής» του Θεϊκού με το Κοσμικό. Με άλλα λόγια το «Ιερό» είναι το «ρήγμα» και η «είσοδος» του μεταφυσικού στο φυσικό κόσμο, το σημείο ή το αντικείμενο εκείνο το οποίο εμφορείται από την «δύναμη» του «θεϊκού» που το κατοίκησε και το κατοικεί. Κάποια στιγμή η θεότητα, το «θεϊκό», εμφανίζεται σε ένα σημείο και εκείνο το σημείο αποτελεί πλέον για τους πιστούς «Ιερό» χώρο, «Ιερό» αντικείμενο κ.α. έως ότου κάτω από κάποιες ορισμένες συνθήκες αποιεροποιηθεί.
Πρέπει μάλιστα το «Ιερό» σαν συναίσθημα αλλά και σαν μια από τις πλέον σημαντικές ενέργειες της ανθρώπινης ψυχής υφίσταται «μεταβιβάσεις» από το ένα αντικείμενο στο άλλο, όπως ο ανθρώπινος έρωτας. Ένα οποιοδήποτε αντικείμενο μπορεί να είναι «ιερό» για την ανθρώπινη ψυχή, για παράδειγμα ένα δένδρο, μια πηγή, ένα μέρος, μια πέτρα, και κατόπιν, για άγνωστες αιτίες, το συγκεκριμένο αντικείμενο να υποστεί μια αποιεροποίηση.
Μ’ όλα ταύτα το συναίσθημα του «ιερού» δεν χάνεται από την ψυχή αλλά υπόκειται σε μια μεταβολή ή μετάθεση επάνω σε ένα άλλο αντικείμενο. Όταν και αυτό το αντικείμενο με την σειρά του αποιεροποιηθεί τότε το συναίσθημα του «Ιερού» μπορεί να υποστεί μια νέα μεταφορά επάνω σε ένα άλλο αντικείμενο, για παράδειγμα στον Θεό, ή στην απρόσωπη αρχή του Βραχμανισμού ή στο μεταφυσικό κενό του Βουδισμού.
Αλλά και τέτοιου είδους αντικείμενα μπορούν να αποιεροποιηθούν, και τότε το συναίσθημα του «Ιερού» περνά ξανά επάνω σε άλλα αντικείμενα, τα οποία μπορεί να είναι η ηθική συνείδηση, τα ιδανικά της ανθρωπότητας και άλλα. Αυτή η «διαδικασία μετάθεσης», μολονότι δεν ακολουθεί πάντοτε την σειρά των παραδειγμάτων που αναφέραμε, ωστόσο συμβαίνει πάντοτε έτσι ώστε να ο άνθρωπος να μην μπορεί να ζήσει χωρίς ιερά αντικείμενα.
Το συναίσθημα του «ιερού» εμφανίζει μια ενέργεια όπως και ο έρωτας και υπόκειται όπως και αυτός στην μεταβίβαση από το ένα αντικείμενο στο άλλο. Εμφανίζει μια ενέργεια από την οποία ο άνθρωπος κυριαρχείται. Λίγο τολμηρά θα μπορούσαμε να πούμε ότι το συναίσθημα του «Ιερού» που εδράζεται στην ανθρώπινη οντότητα και γίνεται φανερό ως μυστήριο και αποκάλυψη παίζει σχεδόν τον ίδιο ρόλο για την ύπαρξη του ανθρώπου που παίζει και ο έρωτας για την ευτυχία του.
Γι’ αυτό τον λόγο, σύμφωνα μάλιστα με την γνώμη των περισσοτέρων μελετητών, το αίσθημα του «Ιερού» εμφανίζεται από τις αρχές της ανθρώπινης θρησκευτικότητας και αποτελεί ένα από τα πιο σταθερά στοιχεία της. Πρόκειται ίσως για το αρχαιότερο στοιχείο της θρησκευτικής ζωής και για κάποιους μελετητές όπως ο Ρούντολφ Όττο έφτασε να θεωρείται -τραβηγμένα βέβαια- ως ο πυρήνας της οποιαδήποτε θρησκευτικότητας μέσα στους αιώνες.
Κάθε φανέρωση του «ιερού» στον άνθρωπο αποτελεί μια ιεροφάνεια. Στην ιστορία της θρησκευτικής σκέψης του ανθρώπου μπορούμε να βρούμε πάρα πολλές ιεροφάνειες σε αντικείμενα που αποτελούν στοιχεία του φυσικού μας χώρου, όπως για παράδειγμα πέτρες, δένδρα, βουνά, πηγές, ποτάμια, τοποθεσίες κ.λ.π. Μόλις όμως εκδηλωθεί το «Ιερό» σε κάποιο αντικείμενο, μολονότι εκείνο φαινομενικά συνεχίζει να διατηρεί την αρχική φυσική του μορφή (της πέτρας ή του δένδρου για παράδειγμα), για τον πιστό, για τον άνθρωπο στον οποίο αποκαλύπτεται αυτή η ιεροφάνεια, το συγκεκριμένο αντικείμενο αποκτά μια «κοσμική ιερότητα» γίνεται κάτι το «εντελώς άλλο» μεταβαλλόμενο σε μια «υπερφυσική πραγματικότητα».
Έτσι ο πιστός [αμόρφωτος και ενεργούμενος] που έχει δεχθεί, δηλ. έχει ΣΥΜΦΩΝΗΣΕΙ την αποκάλυψη της ιερόφανειας προσπαθεί να έρθει σε επαφή και μάλιστα λατρευτική με το αντικείμενο στο οποίο εκδηλώθηκε η μεταφυσική δύναμη προκειμένου να γίνει και ο ίδιος κοινωνός αυτής της δύναμης που πιστεύει [δεν γνωρίζει] πως είναι θεϊκή. Προσκυνά και λατρεύει λοιπόν την πέτρα ή το δέντρο σαν στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, ψάχνοντας το θεϊκό που εκδηλώθηκε σε αυτά και τα «ιεροποίησε». [πιασ’ τ’αυγό και κούρευτο και κάν ‘του και χωρίστρα]
Θέα του «ιερού» και «ιερό ρίγος»
Προκειμένου τώρα να πλησιάσει ο αμαθής κι ανίδεος άνθρωπος τον ιερό χώρο ή το ιερό αντικείμενο απαιτείται εκ μέρους του μια ιδιαίτερη προετοιμασία. Αυτό οφείλεται στο ότι το «Ιερό» το ίδιο προκαλεί μια ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση, όπως εκείνη που αισθάνεται ο άνθρωπος όσες φορές πιστεύει ότι βρίσκεται ενώπιον μιας θεϊκής παρουσίας. Στην παρουσία του ιερού αντικειμένου ο άνθρωπος αισθάνεται να διαπερνάται από ένα συναίσθημα ανατριχίλας και υποτίμησης της ίδιας του της υπάρξεως. Αυτό το συναίσθημα του «ιερού ρίγους» έχει το δυνατότητα να τον θέτει, ή τουλάχιστον να τον κάνει να νιώθει ότι βρίσκεται, σε αληθινή σχέση με μια θεϊκή πραγματικότητα.
Αυτό το αίσθημα του ιερού ή του θεϊκού μπορεί να γίνει αισθητό από την πλειονότητα των ανθρώπων, περισσότερο από κάποιους και λιγότερο απο κάποιους άλλους, ανάλογα με την ψυχοσύνθεση του καθενός. Ας δούμε τις ψυχικές καταστάσεις, τις οποίες το «Ιερό» αντικείμενο προκαλεί στον άνθρωπο. Για την ανθρώπινη ψυχή το «Ιερό» είναι «trementum», δηλαδή τρομερό, παράδοξο. Ο τρόμος που προκαλείται στον άνθρωπο από το ιερό αντικείμενο είναι ένα ιδιαίτερο συναίσθημα, το οποίο μπορεί να έχει τις δικές του διαβαθμίσεις και αποχρώσεις, αλλά είναι ισόβαθμο με τα άλλα συναισθήματα.
Ο ιερός τρόμος είναι αισθητός κυρίως στις δαιμονικές μορφές της θρησκείας, αλλά ούτε οι πιο υψηλές πίστεις, στους Θεούς, δεν στερούνται του συναισθήματος του ειδεχθούς και του φοβερού. Το αίσθημα του ιερού τρόμου εξευγενίζεται μόνον στις ανώτερες θρησκείες, αλλά δεν εξαφανίζεται. Το ιερό αντικείμενο είναι επίσης μεγαλοπρεπές, με την έννοια ότι εν τη παρουσία του ο άνθρωπος αισθάνεται ένα απόλυτο τίποτα, μειωμένος και σχεδόν εξουθενωμένος. Στο «Ιερό» αποδίδεται και μια ιδιαίτερη ενέργεια, εντελώς εξαιρετική και συνάμα ανύπαρκτη. Κάποιες φορές αυτή η ενέργεια έχει μια μοναδική ορμητικότητα: οι μυστικιστές μιλούν για παράδειγμα περί μιας αλλοίωσης εκ μέρους του Θεού.
Αισθάνονται ως αναλωμένοι και φλεγόμενοι από την αγάπη του Θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο το «Ιερό» συνοδεύεται επίσης και από συναισθήματα έκπληξης, θαυμασμού και απορίας, από το συναίσθημα ότι είναι θαυμάσιο και θελκτικό. Αυτό το περιγραφόμενο ως πολύ περίπλοκο συναίσθημα του «Ιερού», φέρνει πραγματικά σε επαφή με μια ιερά πραγματικότητα. Το «Ιερό» αποτελεί μια ιδιαίτερη κατηγορία, εξαιρετικά υπερβατικής φύσης, μια κατηγορία η οποία με την μεσολάβηση του συναισθήματος θέτει ενώπιον μιας ιεράς πραγματικότητας.
Εξαιτίας αυτού αλλά κυρίως εξαιτίας του γεγονότος ότι συναντάται σε κάθε μορφή θρησκευτικότητας ορισμένοι θρησκειολόγοι έφτασαν να υποστηρίξουν, ότι το «Ιερό» είναι ο ίδιος ο πυρήνας ή η ουσία της θρησκευτικότητας. Παρότι το «Ιερό» αποτελεί ένα από τα πλέον σταθερά και αμετάβλητα στοιχεία της ανθρώπινης θρησκευτικότητας, ωστόσο η ουσία της θρησκείας είναι υπεράνω από την ενδεχόμενη μεταβλητότητα ακόμα και όλων των στοιχείων τα οποία την απαρτίζουν.
Στην πραγματικότητα η ουσία της θρησκείας δεν συνίσταται σε ένα από τα στοιχεία της, που πιθανώς να βρισκόταν και μεταξύ των μεταβλητών, αλλά σε μια σταθερή σχέση μεταξύ των διαφόρων στοιχείων, επειδή όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία μπορούν να είναι μεταβλητά. Είναι προφανές μάλιστα ότι όλα τα στοιχεία τα οποία συμμετέχουν στην θρησκευτική συγκρότηση μπορούν να είναι μεταβλητά διότι οι αντιδράσεις του ανθρώπου απέναντι στην φύση εξαρτώνται συχνά περισσότερο από οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές διαφορές δηλαδή από την ιστορία και επειδή το ανθρώπινο πνεύμα δεν αντιδρά προς τα φυσικά φαινόμενα πάντοτε με τον ίδιο τρόπο. Η ουσία ωστόσο ενός σύνθετου φαινομένου, όπως η θρησκεία που υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές, δεν είναι απαραιτήτως ταυτόσημη με ένα από τα στοιχεία της, ούτε καν του «Ιερού» που φέρεται ως το πλέον σταθερό.
Αναγνωρίζουμε ότι το «Ιερό» είναι ένα από τα λιγότερα μεταβαλλόμενα στοιχεία των θρησκειών, [δηλ. παγιωμένο κι άρα ΝΕΚΡΟ] ή ακόμα και ένα στοιχείο το οποίο προκύπτει πάντοτε ως συνθετικό της θρησκείας. Αλλά εάν η ουσία της θρησκείας περιορίζεται σε αυτό το στοιχείο, τότε οι πιο πραγματικές θρησκείες θα πρέπει να ήσαν εκείνες στις οποίες το συναίσθημα του «ιερού» εμφανίζεται καταθλιπτικά με την πλέον πρωτόγονη και τρομακτική έννοια αυτού του όρου.
Εάν η ουσία της θρησκείας θα συνέπιπτε απόλυτα με το στοιχείο του «Ιερού», θα είμαστε αναγκασμένοι να παραδεχτούμε ότι όλες οι θρησκείες διέπονται από υψηλά μεταφυσικά και ηθικά μοτίβα, ακόμα και εκείνες που κατέχουν το «Ιερό» μόνο σε μια μορφή υποτονική. Εάν δεχθούμε το «ιερό» ως πυρήνα της θρησκευτικότητας υποχρεωνόμαστε να προσεγγίσουμε τις θρησκείες αποκλειστικά με την προοπτική του «Ιερού», και οι συνέπειες είναι καταστροφικές. Όλες οι μεγάλες θρησκείες ή η κατεξοχήν μεταφυσική θρησκευτικότητα θα έπρεπε αναπόφευκτα να υποστεί μια σοβαρή υποτίμηση. Το «Ιερό» δεν μπορεί λοιπόν να λογαριάζεται ως η ουσία ή ως ο πυρήνας της θρησκείας. Στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα από τα πιο σταθερά και αμετάβλητα στοιχεία του θρησκευτικού φαινομένου.
Το «Ιερό» ως μαγικό
Αν εξετάσουμε το «Ιερό» με την μη προσιτή στο λογικό πλευρά της θρησκείας αφήνοντας κατά μέρος το ορθολογικό και θεωρητικό στοιχείο της τότε πρέπει να το ταυτίσουμε στην πραγματικότητα με το μαγικό και με κάποιες άλλες αποχρώσεις πιο υποτονικές αυτού. Κατά συνέπεια η πιο αυθεντική θρησκευτική ζωή θα βρισκόταν μεταξύ εκείνων των ανθρώπων που κυριαρχούνταν κατά τρόπο βασανιστικό από την μαγική νοοτροπία.
Είναι φανερό όμως ότι το «Ιερό» είναι μια παραλλαγή, μια υποτονική εκδοχή του μαγικού. Στις διάφορες θρησκείες μάλιστα συνδυάζεται και με στοιχεία πιο λογικά και πιο ηθικά. (εάν βέβαια το «Ιερό» αποτελούσε τον πυρήνα της θρησκείας τότε αυτός ο συνδυασμός θα νόθευε την θρησκεία ακριβώς στην ουσία της.) Δεν αμφισβητούμε ότι στην ψυχή των πρωτογόνων που είναι ολοκληρωτικά κυριευμένη από την μαγική νοοτροπία, το συναίσθημα του «Ιερού» έχει μια δύναμη πρωταρχική. Αλλά σε θρησκείες όπως αυτές το μαγικό (ιερό) δεν εισέρχεται ως ένα στοιχείο περιβεβλημένο με αυτόνομες δυνάμεις.
Το μαγικό (ιερό) εμφανίζεται στην θρησκεία, σε κάθε θρησκεία, σαν ένα συνθετικό στοιχείο ενός ολοκλήρου συμπλέγματος από δημιουργήματα μεταφυσικά και μυθολογικά μιας ιδιαίτερης μορφής. Η θρησκευτικότητα διαχωρίζεται από το «μαγικό» συναίσθημα. Το «Ιερό», αντίθετα ως συστατικό της θρησκείας ανυψώνεται ως συνθετικός παράγοντας σε μια σύνθεση από πνευματικά δημιουργήματα, τα οποία επιδιώκουν να αποτελέσουν μια μεγαλειώδης αποκάλυψη του κοσμικού μυστηρίου.
Με άλλα λόγια το «Ιερό», όσο σταθερό να είναι σαν παράγοντας, καταλαμβάνει χώρο σε κάθε θρησκεία μόνο σαν στοιχείο ενσωματωμένο σε ένα στυλ, ένα όραμα, και υποκείμενο εξ’ αιτίας αυτού σε νοηματικές τροποποιήσεις. Μεταξύ του μαγικού, από το οποίο κυριαρχείται η πρωτόγονη νοοτροπία, και του «Ιερού» που εισέρχεται σαν ένα εξαρτώμενο στοιχείο στο –πνευματικό σύμπλεγμα μιας θρησκείας η διαφορά είναι ολοφάνερη. Όπως ακριβώς στην περίπτωση που κάποια όμορφη εικόνα από την φυσική τάξη των πραγμάτων περνά ζωγραφιζόμενο στην αισθητική τάξη των έργων τέχνης. Τα στοιχεία της φυσικής ομορφιάς δεν περνούν ποτέ tale quale σε ένα πραγματικό έργο τέχνης, αλλά υποβάλλονται σε αληθινή μεταβολή όσον αφορά την σημασία, την έννοια και τον ρόλο τους, αφομοιώνονται δηλαδή σε ένα ορισμένο στυλ, κάτι που αποτυπώνεται στα πνευματικά δημιουργήματα.
Το «Ιερό» ως «οντολογικό κέντρο»
Μολονότι για τον θρησκευόμενο άνθρωπο όλος ο κόσμος μέσα στον οποίον ζει αποτελεί έναν καθαγιασμένο χώρο, (και κατά συνέπεια όλες οι πράξεις του σχετίζονται με την ιερότητα του χώρου), ωστόσο σε αυτόν τον κόσμο υπάρχουν ορισμένα μέρη τα οποία έχουν δεχθεί την εκδήλωση της θεϊκής δύναμης, δηλαδή την «ιεροφάνεια», και τα οποία ονομάζονται «ιερά». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Παλαιάς Διαθήκης όπου ο Θεός προστάζει τον Μωυσή να μην πλησιάσει άλλο το μέρος και να βγάλει τα σανδάλια του «γιατί ο τόπος όπου στέκεσαι είναι ιερός» (3 Έξοδος, 3,5).
Το «Ιερό» που εκδηλώνεται μέσω της ιεροφάνειας αποτελεί για την ανθρώπινη σκέψη την απόλυτη πραγματικότητα, το οντολογικό κέντρο του κόσμου. Δεν επιλέγει ο άνθρωπος αυτόν τον χώρο αλλά το θεϊκό εμφανίζεται σε αυτόν και τον ιεροποιεί τον καθιστά δηλαδή «ιερό» μέσω της συνεχούς παρουσίας του. Το «ιερό» αποτελεί για τον θρησκευόμενο άνθρωποι το σημείο που μπορεί να έλθει σε επαφή με το μεταφυσικό και να μεταβεί από το κοσμικό στο ιερό σύμπαν.
Είναι ο χώρος που έχει εισβάλει το ιερό στην κοσμική πραγματικότητα, η «κλίμακα μεταξύ ουρανού και γης», μεταξύ θεϊκού και ανθρώπινου. Η χριστιανική εκκλησία είχε πάντοτε αυτήν την αντίληψη και όχι άδικα. Πόσοι άραγε δεν έχουν νιώσει τέτοια συναισθήματα, έστω υποσυνείδητα, την στιγμή που λοξοδρομούν από το πολυάνθρωπο και πολύβουο πεζοδρόμιο κάποιας κεντρικής λεωφόρου και μπαίνουν σε έναν ναό. Ακόμα και σε έναν εντελώς άθρησκο άνθρωπο αλλάζει ασυνείδητα η διάθεση του και νιώθει με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο την «ιερότητα» ή έστω την ιδιαιτερότητα του χώρου. Με άλλα λόγια νιώθει ότι μπήκε «κάπου αλλού», σίγουρα σε ένα μέρος που μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου του γεννά διαφορετικά συναισθήματα από αυτά που ένιωθε έως εκείνη την στιγμή. [αυτό το ‘κάπου αλλού’ δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι κάτι προς το συμφέρον του ή κάτι καλό]
Το «Ιερό» ως χώρος «ιεροφάνειας» αποτελεί για τον θρησκευόμενο άνθρωπο μνήμη και αίσθηση του «χαμένου παραδείσου» για να χρησιμοποιήσουμε την χριστιανική ορολογία. Νοσταλγώντας να ζήσει σε ένα κόσμο που να είναι καθαρός και άγιος, όπως όταν βγήκε από τα χέρια του Δημιουργού, όπως ήταν ο παράδεισος από τον οποίο εκδιώχθηκε και ζητώντας ταυτόχρονα την προστασία του θεϊκού φροντίζει να κτίζει την κατοικία του γύρω και κοντά στο σημείο της ιεροφάνειας, στο «ιερό».
Επιλέγοντας να διαμένει κοντά στο «ιερό» εκδηλώνει επίσης και την επιθυμία του να βρίσκεται σε επαφή μαζί του. Στο σημείο όπου συναντάται το θεϊκό με το κοσμικό, στο κέντρο, βρίσκεται πάντοτε για την θρησκευόμενο άνθρωπο ο κόσμος. Το «ιερό» είναι το κέντρο του κόσμου και εκείνος επιζητεί να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο κοντά στο κέντρο του κόσμου. Η κατοικία του ανθρώπου είναι πάντοτε ιερή και αποτελεί μια απεικόνιση του κόσμου που είναι θεϊκή δημιουργία. Προκειμένου μάλιστα να έχει χρονική διάρκεια η κατοικία του και να μην ερημωθεί ή καταστραφεί πρέπει να αποκτήσει πνεύμα, ψυχή. Έτσι λοιπόν θυσιάζει στα θεμέλια του οικοδομήματος μια ζωντανή ύπαρξη με σκοπό η ψυχή, το πνεύμα του θυσίου, να περάσει στο οικοδόμημα ζωντανεύοντας το. Ο άνθρωπος χτίζει το δικό του σύμπαν μιμούμενος την θεϊκή κοσμογονία. Έτσι το «Ιερό» γίνεται ένας υπαρξιακός και όχι απλώς γεωμετρικό χώρος, ένας χώρος που επιτρέπει επαφές με το μεταφυσικό. [άλλωστε εκπορεύεται από τον ΑΕΤΟ – ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ]
Όλα τα σύμβολα και τα τυπικά που συνδέονται με τον ναό την πόλη και το σπίτι σχετίζονται τελικά με το αρχικό βίωμα του ιερού χώρου. Έτσι κάθε οικισμός και κάθε πόλη έχει τα ιερά της, τους τόπους Θεοφανείας της, τα μέρη που το Θεϊκό εισήλθε στο Κοσμικό. Κάθε τοπική Ιεροφάνεια και κάθε καθαγιασμός του χώρου ισούται με μια κοσμογονία. Σε αρχαιότερους ή σε πιο φυσιολογικούς λαούς το «ιερό» μπορεί να είναι ένα βουνό, μια πηγή, ένα δένδρο, ένας πάσσαλος, ένα μενχίρ ή ένα τοτέμ.
Σε πιο εκφυλισμένους μη φυσιολογικούς λαούς ο «άξονας του κόσμου» παρουσιάζεται ως ναός, ως ιερός χώρος και τόπος λατρείας. Ωστόσο ο συμβολισμός παραμένει ο ίδιος. Σύμφωνα με τον θρύλο άγγελοι [ποιός ήρθε;] ορίζουν το μέρος στο οποίο πρέπει να χτιστεί η Αγία Σοφία και οι Βυζαντινοί έχοντας την ως κέντρο αναφοράς δημιουργούν γύρω της τον κόσμο τους. Ο ναός ως απεικόνιση του ουράνιου αρχέτυπου της «ουρανίου Ιερουσαλήμ» και ως ιερός χώρος καθαγιάζει συνέχεια την Πόλη, την αυτοκρατορία αλλά και ολόκληρη την χριστιανική οικουμένη. Μέσα σε αυτόν προσφέρεται η χάρη στους πιστούς και ο ίδιος ο ναός απαλλαγμένος από κάθε γήινη φθορά ως «ιερό» προσφέρει την προστασία του στους πιστούς.
Και όταν η πόλη πέφτει στα χέρια των εχθρών οι κάτοικοι πάντα ζητούν καταφύγιο μέσα στον ναό της Αγίας Σοφίας. Κάλλιστα θα σκεφτεί κάποιος, τι θα μπορούσε άραγε να σταματήσει τον βάρβαρο επιδρομέα μπροστά στις πύλες της εκκλησίας και βάση ποιας λογικής χιλιάδες κόσμου συγκεντρώνεται αυθόρμητα εκεί επιζητώντας την σωτηρία του από την σφαγή. Η μόνη απάντηση είναι η βαθιά συναίσθηση του «Ιερού χώρου» και η αναζήτηση εκεί της μεταφυσικής, της θεϊκής προστασίας. Ο βυζαντινός πιστός καταφεύγει στο κέντρο αναφοράς του στην σημείο επαφής του με το Θείο. Εκεί που ο Θεός φανερώθηκε, στον ιερό του χώρο.
Δυστυχώς όμως, για τον ασιάτη κατακτητή ο χώρος εκείνος είναι ήδη αποιεροποιημένος και τον κατακτά μέσω της ημισελήνου, του δικού του ιερού συμβόλου, αποδίδοντας τον στον Αλλάχ. Με άλλα λόγια μετατρέπει την περιοχή σε «δική του», «δημιουργώντας την εκ νέου», δηλαδή «καθαγιάζοντας» την με τα δικά του σύμβολα στο όνομα του δικού του Θεού. Σύμφωνα με τον Ελιάντε με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος έστω ασυνείδητα μιμείται την θεϊκή πράξη της κοσμογονίας θέλοντας να ορίσει τον δικό του χώρο. Χρησιμοποιεί μάλιστα ως «Ιερό» και «άνοιγμα προς το υπερβατικό» το ιερό του προηγούμενου κατοίκου το οποίο καθιερώνει εκ νέου στον δικό του Θεό. [τι ‘χες Γιάννη, τι ‘χα πάντα]
Το «Ιερό» και κοσμικό
Η θρησκεία αποτελεί μια ανθρώπινη πολιτισμική εκδήλωση του ανθρωπίνου φαντασιακού και πηγάζει από την τάση της ανθρώπινης ύπαρξης να ανακαλύψει τα μυστήρια, στον ορίζοντα των οποίων ο άνθρωπος τοποθετείται με την δύναμη και την κλίση του πεπρωμένου. Αυτή η τάση προέρχεται από την φύση του ανθρώπινου όντος και συνεπώς είναι αδιαχώριστη από αυτό. Ο άνθρωπος αυτοπραγματώνεται μόνο όταν ακολουθήσει το φυσικό του πεπρωμένο, με το οποίο είναι πλήρως αλληλέγγυος και βρίσκεται ΜΑΚΡΥΑ από τις οργανωμένες θρησκείες.
Η θρησκεία εκκοσμικεύεται κι εκφυλίζεται σε τέτοιο σημείο που χάνει κάθε μυστήριο. Γίνεται μια απλή ιδεοληψία ή ηθικολογία που δεν έχει καμία σχέση με την φυσική αρχέγονη θρησκεία που έχει ως βασικό συνθετικό της στοιχείο το «Ιερό». Τότε ο Θεός του αμόρφωτου πιστού διαχωρίζεται από τον αφηρημένο Θεό των φιλοσόφων που είναι πιο πολύ μια έννοια ή μια φυσική αλληγορία. Ο Θεός του πιστού είναι μια φοβερή δύναμη που τον ταπεινώνει και τον φέρνει στο επίπεδο του δούλου, η οποία εκδηλώνεται μέσω του «Ιερού».
Όλες οι αποκαλύψεις του «Ιερού» συνιστούν το Θεϊκό το οποίο είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από την φυσική πραγματικότητα και μπροστά στο οποίο ο άνθρωπος νιώθει εκμηδενισμένος, νιώθει «στάχτη και σκόνη» όπως έλεγε ο Αβραάμ στον Θεό. Το «Ιερό» δηλαδή αποτελεί την αντίθεση του κοσμικού. Πάντα θα υπάρχουν «ιερά αντικείμενα» και «ιεροί τόποι», σημεία όπου έγιναν «ιεροφάνειες» και τα κατοίκησε η υπέρτατη δύναμη του Θεϊκού αποκαλυπτόμενη στους ανθρώπους.
Σήμερα ο άνθρωπος είναι αποϊεροποιημένος και στην συνείδηση του έχει αποιεροποιήσει ολόκληρο το σύμπαν. Ούτε οι πράξεις του αλλά ούτε και η σκέψη του έχουν καμιά μεταφυσική αναφορά πλέον. Ο αποϊερωποιημένος άνθρωπος παρουσιάζει στοιχεία θρησκευτικής αξιολόγησης του κόσμου. Περιοχές όπως η πατρίδα, το τοπίο της πρώτης αγάπης κ.α. αποτελούν για τον πλήρως άθρησκο άνθρωπο τους «ιερούς τόπους» του προσωπικού του σύμπαντος. Το «ιερό» έστω και με αυτόν τον τρόπο συνεχίζει να εκδηλώνεται σε μια εποχή που έχει αρνηθεί την μεταφυσική. Όπως πολύ σωστά λέει ο Μίρτσεα Ελιάντε, η ανθρώπινη ύπαρξη είναι προσανατολισμένη προς το μυστήριο και προς το ιερό και ακόμα και ο φανερά άθρησκος άνθρωπος διατηρεί στο βάθος της ύπαρξης του μια θρησκευτικά μεταφυσική προσανατολισμένη συμπεριφορά, αρκεί να βρίσεται μακριά από τις οργανωμένες εκκλησίες.
Οι αντιδράσεις του ανθρώπινου ζώου απέναντι στην ΦΥΣΗ, εξαρτώνται από τον πολιτισμό του, από οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές ιδεοληψίες, είναι γνωστό ότι το ανθρώπινο ζώο με την αρρώστια της εγωπάθειας και του ανθρωποκεντρισμού του, θεωρεί ότι η Φύση είναι προέκταση του ασήμαντου εαυτού του και της απύθμενης άγνοιας του, με ολέθρια αποτελέσματα για τον -όποιο- πολιτισμό καταφέρνει να φτιάξει.
Βρισκόμαστε ένα κλικ πριν τον Τελικό Όλεθρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου