Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (1223-1296)

ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
ὦ γῆς μέγιστα τῆσδ᾽ ἀεὶ τιμώμενοι,
οἷ᾽ ἔργ᾽ ἀκούσεσθ᾽, οἷα δ᾽ εἰσόψεσθ᾽, ὅσον δ᾽
1225 ἀρεῖσθε πένθος, εἴπερ ἐγγενῶς ἔτι
τῶν Λαβδακείων ἐντρέπεσθε δωμάτων.
οἶμαι γὰρ οὔτ᾽ ἂν Ἴστρον οὔτε Φᾶσιν ἂν
νίψαι καθαρμῷ τήνδε τὴν στέγην, ὅσα
κεύθει, τὰ δ᾽ αὐτίκ᾽ ἐς τὸ φῶς φανεῖ κακὰ
1230 ἑκόντα κοὐκ ἄκοντα. τῶν δὲ πημονῶν
μάλιστα λυποῦσ᾽ αἳ φανῶσ᾽ αὐθαίρετοι.
ΧΟ. λείπει μὲν οὐδ᾽ ἃ πρόσθεν ᾔδεμεν τὸ μὴ οὐ
βαρύστον᾽ εἶναι· πρὸς δ᾽ ἐκείνοισιν τί φής;
ΕΞ. ὁ μὲν τάχιστος τῶν λόγων εἰπεῖν τε καὶ
1235 μαθεῖν, τέθνηκε θεῖον Ἰοκάστης κάρα.
ΧΟ. ὦ δυστάλαινα, πρὸς τίνος ποτ᾽ αἰτίας;
ΕΞ. αὐτὴ πρὸς αὑτῆς. τῶν δὲ πραχθέντων τὰ μὲν
ἄλγιστ᾽ ἄπεστιν· ἡ γὰρ ὄψις οὐ πάρα.
ὅμως δ᾽, ὅσον γε κἀν ἐμοὶ μνήμης ἔνι,
1240 πεύσῃ τὰ κείνης ἀθλίας παθήματα.
ὅπως γὰρ ὀργῇ χρωμένη παρῆλθ᾽ ἔσω
θυρῶνος, ἵετ᾽ εὐθὺς ἐς τὰ νυμφικὰ
λέχη, κόμην σπῶσ᾽ ἀμφιδεξίοις ἀκμαῖς·
πύλας δ᾽, ὅπως εἰσῆλθ᾽, ἐπιρράξασ᾽ ἔσω,
1245 καλεῖ τὸν ἤδη Λάιον πάλαι νεκρόν,
μνήμην παλαιῶν σπερμάτων ἔχουσ᾽, ὑφ᾽ ὧν
θάνοι μὲν αὐτός, τὴν δὲ τίκτουσαν λίποι
τοῖς οἷσιν αὐτοῦ δύστεκνον παιδουργίαν.
γοᾶτο δ᾽ εὐνάς, ἔνθα δύστηνος διπλοῦς
1250 ἐξ ἀνδρὸς ἄνδρα καὶ τέκν᾽ ἐκ τέκνων τέκοι.
χὥπως μὲν ἐκ τῶνδ᾽ οὐκέτ᾽ οἶδ᾽ ἀπόλλυται·
βοῶν γὰρ εἰσέπαισεν Οἰδίπους, ὑφ᾽ οὗ
οὐκ ἦν τὸ κείνης ἐκθεάσασθαι κακόν,
ἀλλ᾽ εἰς ἐκεῖνον περιπολοῦντ᾽ ἐλεύσσομεν.
1255 φοίτα γὰρ ἡμᾶς ἔγχος ἐξαιτῶν πορεῖν,
γυναῖκά τ᾽ οὐ γυναῖκα, μητρῴαν δ᾽ ὅπου
κίχοι διπλῆν ἄρουραν οὗ τε καὶ τέκνων.
λυσσῶντι δ᾽ αὐτῷ δαιμόνων δείκνυσί τις·
οὐδεὶς γὰρ ἀνδρῶν, οἳ παρῆμεν ἐγγύθεν.
1260 δεινὸν δ᾽ ἀύσας ὡς ὑφηγητοῦ τινος
πύλαις διπλαῖς ἐνήλατ᾽, ἐκ δὲ πυθμένων
ἔκλινε κοῖλα κλῇθρα κἀμπίπτει στέγῃ.
οὗ δὴ κρεμαστὴν τὴν γυναῖκ᾽ εἰσείδομεν,
πλεκταῖς ἐώραις ἐμπεπλεγμένην. ὃ δέ,
1265 ὅπως ὁρᾷ νιν, δεινὰ βρυχηθεὶς τάλας,
χαλᾷ κρεμαστὴν ἀρτάνην. ἐπεὶ δὲ γῇ
ἔκειτο τλήμων, δεινὰ δ᾽ ἦν τἀνθένδ᾽ ὁρᾶν.
ἀποσπάσας γὰρ εἱμάτων χρυσηλάτους
περόνας ἀπ᾽ αὐτῆς, αἷσιν ἐξεστέλλετο,
1270 ἄρας ἔπαισεν ἄρθρα τῶν αὑτοῦ κύκλων,
αὐδῶν τοιαῦθ᾽, ὁθούνεκ᾽ οὐκ ὄψοιντό νιν
οὔθ᾽ οἷ᾽ ἔπασχεν οὔθ᾽ ὁποῖ᾽ ἔδρα κακά,
ἀλλ᾽ ἐν σκότῳ τὸ λοιπὸν οὓς μὲν οὐκ ἔδει
ὀψοίαθ᾽, οὓς δ᾽ ἔχρῃζεν οὐ γνωσοίατο.
1275 τοιαῦτ᾽ ἐφυμνῶν πολλάκις τε κοὐχ ἅπαξ
ἤρασσε περόναις βλέφαρα. φοίνιαι δ᾽ ὁμοῦ
γλῆναι γένει᾽ ἔτεγγον, οὐδ᾽ ἀνίεσαν
φόνου μυδώσας σταγόνας, ἀλλ᾽ ὁμοῦ μέλας
ὄμβρος χάλαζά θ᾽ αἱματοῦσσ᾽ ἐτέγγετο.
1280 τάδ᾽ ἐς δυοῖν ἔρρωγεν οὐ μόνου κάρα
ἀλλ᾽ ἀνδρὶ καὶ γυναικὶ συμμιγῆ κακά.
ὁ πρὶν παλαιὸς δ᾽ ὄλβος ἦν πάροιθε μὲν
ὄλβος δικαίως, νῦν δὲ τῇδε θἡμέρᾳ
στεναγμός, ἄτη, θάνατος, αἰσχύνη, κακῶν
1285 ὅσ᾽ ἐστὶ πάντων ὀνόματ᾽, οὐδέν ἐστ᾽ ἀπόν.
ΧΟ. νῦν δ᾽ ἔσθ᾽ ὁ τλήμων ἔν τινι σχολῇ κακοῦ;
ΕΞ. βοᾷ διοίγειν κλῇθρα καὶ δηλοῦν τινα
τοῖς πᾶσι Καδμείοισι τὸν πατροκτόνον,
τὸν μητρός, αὐδῶν ἀνόσι᾽ οὐδὲ ῥητά μοι,
1290 ὡς ἐκ χθονὸς ῥίψων ἑαυτόν, οὐδ᾽ ἔτι
μενῶν δόμοις ἀραῖος, ὡς ἠράσατο.
ῥώμης γε μέντοι καὶ προηγητοῦ τινος
δεῖται· τὸ γὰρ νόσημα μεῖζον ἢ φέρειν.
δείξει δὲ καὶ σοί. κλῇθρα γὰρ πυλῶν τάδε
1295 διοίγεται· θέαμα δ᾽ εἰσόψῃ τάχα
τοιοῦτον οἷον καὶ στυγοῦντ᾽ ἐποικτίσαι.

***
ΕΞΑΓΓΕΛΟΣ
Ω χιλιοτιμημένες κεφαλές
αυτής της χώρας,
τί πρόκειται ν᾽ ακούσετε
και τί θα δείτε,
τί πένθος θα σηκώσετε στους ώμους σας,
αν συμπονάτε την πατρίδα σας
κι αν αγαπάτε το παλάτι του Λαβδάκου.
Θαρρώ κανένας ποταμός
ούτε κι ο Ίστρος ούτε κι ο Φάσις
δε θα μπορέσουν να ξεπλύνουν
με καθαρτήριον ύδωρ
τη στέγη αυτή
κι όσα δεινά σκεπάζει·
ούτε κι αυτά που μόλις τώρα
θα φανούν στο φως της μέρας·
1230 πράξεις συνειδητές, εκούσιες
κι όχι συμβάντα συμπτωματικά.
Μας θλίβουν πιο πολύ τα πάθη
που τα προξένησαν επιλογές συνειδητές.
ΧΟΡ. Δε λείπει τίποτα
απ᾽ όσα ξέρουμε
για να συμπληρωθεί με στεναγμούς
της συμφοράς ο κύκλος.
Τί περισσεύει να μας πει ακόμη;
ΕΞΑ. Αν βιάζεστε να μάθετε
με συντομία θα το πω.
Η Ιοκάστη πέθανε.
ΧΟΡ. Η δύσμοιρη γυναίκα!
Και με ποιό τρόπο χάθηκε;
ΕΞΑ. Αυτοκτόνησε.
Όμως δεν υποπτεύεσαι
τα πιο φρικτά συμβάντα,
γιατί δεν τα ᾽δες με τα μάτια σου.
Μ᾽ όσα κουρέλια μνήμης σώθηκαν
θα βάλω στη σειρά
1240 τα πάθη της τρισάθλιας.
Όταν την πύλη πέρασε
και μπήκε στο παλάτι ταραγμένη,
πορεύτηκε στο νυφικό κοιτώνα κατ᾽ ευθείαν,
ενώ ξερίζωνε και με τα δυο της χέρια
τα μαλλιά της.
Μπήκε και βρόντηξε τη θύρα πίσω της.
Ύστερα κάλεσε τον πεθαμένο Λάιο,
θυμήθηκε τη γέννα του παιδιού του,
το πώς αυτό τον έστειλε στον τάφο
κι έμεινε πίσω μόνη της
να δέχεται στον κόλπο της
τα σπέρματα του γιου της
και τέκνα να γεννά μαγαρισμένα.
Την κλίνη καταράστηκε θρηνώντας,
εκεί που γέννησε από τον άντρα της
τον άντρα της
1250 κι απ᾽ το παιδί της τα παιδιά της.
Πώς χάθηκε κατόπιν, δεν το ξέρω·
ουρλιάζοντας ορμά μες στο παλάτι ο Οιδίπους.
Τον βλέπαμε να γυροφέρνει πέρα δώθε
και δεν μπορούσαμε να δούμε το χαμό της.
Εκείνος τρέχει επάνω μας,
ζητάει μαχαίρι
και τη γυναίκα του
—όχι τη σύζυγο— τη μάνα του ζητά,
τη γη που σπάρθηκε διπλά
και φύτρωσε διπλά
τον ίδιο και τα τέκνα του.
Κι ενώ σα λυσσασμένος άφριζε
κάποιος θεός θαρρείς
τον οδηγούσε.
Άλλος κανείς απ᾽ τους παρόντες
δεν τολμούσε.
1260 Έβγαλε φοβερή κραυγή
και σαν να τον ωθούσε κάποιος
χίμηξε σίφουνας στη δίφυλλη τη θύρα,
λυγάει το μάνταλο στη βάση του
κι ορμάει στο δωμάτιο.
Είδαμε τη γυναίκα κρεμασμένη
από στριφτή θηλιά πλεχτή.
Όταν την είδε βρυχάται δεινά
και κόβει της κρεμάλας το σκοινί.
Την ξάπλωσε στο δάπεδο
και τότε πλήγωσε τα μάτια μας η φρίκη.
Από το φόρεμά της τράβηξε
και ξήλωσε
τις χρυσοποίκιλτες αγκράφες
που στόλιζαν τη ζώνη της
κι από ψηλά και απανωτά κτυπώντας
1270 τις μπήγει μες στις κόγχες των ματιών του,
φωνάζοντας ποτέ τους να μη δουν
τα πάθη του
και τις φρικτές του πράξεις.
Τώρα μες στο σκοτάδι πια θα βλέπουν
εκείνους που δεν έπρεπε
κι εκείνους που λαχτάριζαν να δουν
και δεν θ᾽ αξιωθούν ποτέ
να τους γνωρίσουν.
Παραληρούσε, καταριόταν και προσεύχονταν
κι απανωτά πολλές φορές
με τις αγκράφες τρύπαγε τα βλέφαρα
και ράντιζαν τα γένια του
οι ματωμένοι του βολβοί
που δεν ξερνάγαν μόνο
αίμα πηκτό σα δάκρυα
μα σαν αιμάτινη βροχή
και σα χαλάζι μαύρο
σαν πίδακες περίχυναν τα πάντα.
1280 Τέτοια δεινά προξένησαν οι δυο τους
κι όχι ο ένας μοναχά
και στα δεινά, γυναίκα κι άντρας, έσμιξαν.
Τα παλαιά του παρελθόντος μεγαλεία,
μα τώρα στεναγμός, κατάρα, θάνατος,
ντροπή κι όλο το πλήθος των ονομάτων
που δίνουν ήχο στη συμφορά.
Δε λείπει τίποτα.
ΧΟΡ. Και τώρα ο δύστυχος ημέρεψε;
Ο πόνος του μαλάκωσε;
ΕΞΑ. Ουρλιάζει τις θύρες ν᾽ ανοίξουν
και να δείξουν σ᾽ όλους τους Καδμείους,
τον πατροκτόνο, της μάνας τον…—
δεν επιτρέπεται να πω
τα λόγια της ντροπής που ξεστομίζει,
και λέει πως τον εαυτό του
1290 έξω απ᾽ τη χώρα θα πετάξει
και πως καταραμένος δε θα μείνει στο παλάτι,
αφού με τις κατάρες τις δικές του δέθηκε.
Όμως χρειάζεται να τον στηρίξει κάποιος.
Τα βάσανα που τον παιδεύουν
είναι δυσβάσταχτα.
Μα θα τον δεις και συ.
Ανοίγουν τα θυρόφυλλα
και θ᾽ αντικρίσεις τώρα θέαμα
που προξενεί τον οίκτο
ακόμη και στον μισητό εχθρό.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου