[2.3.1] Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἐς Γόρδιον παρῆλθε, πόθος λαμβάνει αὐτὸν ἀνελθόντα ἐς τὴν ἄκραν, ἵνα καὶ τὰ βασίλεια ἦν τὰ Γορδίου καὶ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ Μίδου, τὴν ἅμαξαν ἰδεῖν τὴν Γορδίου καὶ τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης τὸν δεσμόν. [2.3.2] λόγος δὲ περὶ τῆς ἁμάξης ἐκείνης παρὰ τοῖς προσχώροις πολὺς κατεῖχε, Γόρδιον εἶναι τῶν πάλαι Φρυγῶν ἄνδρα πένητα καὶ ὀλίγην εἶναι αὐτῷ γῆν ἐργάζεσθαι καὶ ζεύγη βοῶν δύο· καὶ τῷ μὲν ἀροτριᾶν, τῷ δὲ ἁμαξεύειν τὸν Γόρδιον. [2.3.3] καί ποτε ἀροῦντος αὐτοῦ ἐπιστῆναι ἐπὶ τὸν ζυγὸν ἀετὸν καὶ ἐπιμεῖναι ἔστε ἐπὶ βουλυτὸν καθήμενον· τὸν δὲ ἐκπλαγέντα τῇ ὄψει ἰέναι κοινώσοντα ὑπὲρ τοῦ θείου παρὰ τοὺς Τελμισσέας τοὺς μάντεις· εἶναι γὰρ τοὺς Τελμισσέας σοφοὺς τὰ θεῖα ἐξηγεῖσθαι καί σφισιν ἀπὸ γένους δεδόσθαι αὐτοῖς καὶ γυναιξὶν καὶ παισὶ τὴν μαντείαν. [2.3.4] προσάγοντα δὲ κώμῃ τινὶ τῶν Τελμισσέων ἐντυχεῖν παρθένῳ ὑδρευομένῃ καὶ πρὸς ταύτην εἰπεῖν ὅπως οἱ τὸ τοῦ ἀετοῦ ἔσχε· τὴν δέ, εἶναι γὰρ καὶ αὐτὴν τοῦ μαντικοῦ γένους, θύειν κελεῦσαι τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ, ἐπανελθόντα ἐς τὸν τόπον αὐτόν. καὶ, δεηθῆναι γὰρ αὐτῆς Γόρδιον τὴν θυσίαν ξυνεπισπομένην οἱ αὐτὴν ἐξηγήσασθαι, θῦσαί τε ὅπως ἐκείνη ὑπετίθετο τὸν Γόρδιον καὶ ξυγγενέσθαι ἐπὶ γάμῳ τῇ παιδὶ καὶ γενέσθαι αὐτοῖν παῖδα Μίδαν ὄνομα. [2.3.5] ἤδη τε ἄνδρα εἶναι τὸν Μίδαν καλὸν καὶ γενναῖον καὶ ἐν τούτῳ στάσει πιέζεσθαι ἐν σφίσι τοὺς Φρύγας, καὶ γενέσθαι αὐτοῖς χρησμὸν, ὅτι ἅμαξα ἄξει αὐτοῖς βασιλέα καὶ ὅτι οὗτος αὐτοῖς καταπαύσει τὴν στάσιν. ἔτι δὲ περὶ αὐτῶν τούτων βουλευομένοις ἐλθεῖν τὸν Μίδαν ὁμοῦ τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ καὶ ἐπιστῆναι τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτῇ ἁμάξῃ. [2.3.6] τοὺς δὲ ξυμβαλόντας τὸ μαντεῖον τοῦτον ἐκεῖνον γνῶναι ὄντα, ὅντινα ὁ θεὸς αὐτοῖς ἔφραζεν, ὅτι ἄξει ἡ ἅμαξα· καὶ καταστῆσαι μὲν αὐτοὺς βασιλέα τὸν Μίδαν, Μίδαν δὲ αὐτοῖς τὴν στάσιν καταπαῦσαι, καὶ τὴν ἅμαξαν τοῦ πατρὸς ἐν τῇ ἄκρᾳ ἀναθεῖναι χαριστήρια τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ τῇ πομπῇ. πρὸς δὲ δὴ τούτοις καὶ τόδε περὶ τῆς ἁμάξης ἐμυθεύετο, ὅστις λύσειε τοῦ ζυγοῦ τῆς ἁμάξης τὸν δεσμόν, τοῦτον χρῆναι ἄρξαι τῆς Ἀσίας. [2.3.7] ἦν δὲ ὁ δεσμὸς ἐκ φλοιοῦ κρανίας καὶ τούτου οὔτε τέλος οὔτε ἀρχὴ ἐφαίνετο. Ἀλέξανδρος δὲ ὡς ἀπόρως μὲν εἶχεν ἐξευρεῖν λύσιν τοῦ δεσμοῦ, ἄλυτον δὲ περιιδεῖν οὐκ ἤθελε, μή τινα καὶ τοῦτο ἐς τοὺς πολλοὺς κίνησιν ἐργάσηται, οἱ μὲν λέγουσιν, ὅτι παίσας τῷ ξίφει διέκοψε τὸν δεσμὸν καὶ λελύσθαι ἔφη· Ἀριστόβουλος δὲ λέγει ἐξελόντα τὸν ἕστορα τοῦ ῥυμοῦ, ὃς ἦν τύλος διαβεβλημένος διὰ τοῦ ῥυμοῦ διαμπάξ, ξυνέχων τὸν δεσμόν, ἐξελκύσαι ἔξω τοῦ ῥυμοῦ τὸ‹ν› ζυγόν. [2.3.8] ὅπως μὲν δὴ ἐπράχθη τὰ ἀμφὶ τῷ δεσμῷ τούτῳ Ἀλεξάνδρῳ οὐκ ἔχω ἰσχυρίσασθαι. ἀπηλλάγη δ᾽ οὖν ἀπὸ τῆς ἁμάξης αὐτός τε καὶ οἱ ἀμφ᾽ αὐτὸν ὡς τοῦ λογίου τοῦ ἐπὶ τῇ λύσει τοῦ δεσμοῦ ξυμβεβηκότος. καὶ γὰρ καὶ τῆς νυκτὸς ἐκείνης βρονταί τε καὶ σέλας ἐξ οὐρανοῦ ἐπεσήμηναν· καὶ ἐπὶ τούτοις ἔθυε τῇ ὑστεραίᾳ Ἀλέξανδρος τοῖς φήνασι θεοῖς τά τε σημεῖα καὶ τοῦ δεσμοῦ τὴν λύσιν.
***
[2.2.4] Στο μεταξύ ο Πρωτέας, ο γιος του Ανδρόνικου, συνέπεσε να έχει συγκεντρώσει πολεμικά πλοία από την Εύβοια και την Πελοπόννησο κατά διαταγήν του Αντίπατρου, για να προστατεύσει τα νησιά και την ίδια την Ελλάδα, αν, όπως διαδιδόταν, έπλεαν εναντίον τους οι βάρβαροι. Όταν λοιπόν πληροφορήθηκε ο Πρωτέας ότι ο Δατάμης είχε αγκυροβολήσει με δέκα πλοία κοντά στη Σίφνο, ο ίδιος με δεκαπέντε απέπλευσε μέσα στη νύχτα από τη Χαλκίδα που βρίσκεται στον Εύριπο. [2.2.5] Αφού λοιπόν προσορμίστηκε την αυγή στη νήσο Κύθνο, στάθμευσε εκεί όλη τη μέρα με σκοπό να συγκεντρώσει ασφαλέστερες πληροφορίες για τα δέκα περσικά πλοία και συγχρόνως να επιτεθεί νύχτα στους Φοίνικες, ώστε να τους προκαλέσει μεγαλύτερο φόβο. Μόλις όμως βεβαιώθηκε ότι ο Δατάμης με τα πλοία του ήταν αγκυροβολημένος στη Σίφνο, έπλευσε εναντίον του, ενώ ακόμη ήταν νύχτα, και, μόλις χάραζε, επιτέθηκε απροσδόκητα και συνέλαβε οκτώ περσικά πλοία με τα πληρώματά τους. Ο Δατάμης όμως με δύο τριήρεις, μόλις έγινε η πρώτη σύγκρουση, ξέφυγε από τα πλοία του Πρωτέα και έφθασε σώος στον υπόλοιπο περσικό στόλο.[2.3.1] Όταν ο Αλέξανδρος έφθασε στο Γόρδιο, κυριεύθηκε από μεγάλη επιθυμία να ανέβει στην ακρόπολη, όπου ήταν τα ανάκτορα του Γορδίου και του γιου του Μίδα, για να δει την άμαξα του Γορδίου καθώς και τον ζυγόδεσμο της άμαξας. [2.3.2] Για την άμαξα εκείνη κυκλοφορούσε ανάμεσα στους γείτονες μια πολύ διαδεδομένη παράδοση: ο Γόρδιος ήταν ένας άνθρωπος φτωχός, καταγόμενος από τους παλιούς Φρύγες, που είχε μικρή έκταση καλλιεργήσιμης γης και δυο ζευγάρια βόδια· με το ένα όργωνε το χωράφι του και το άλλο το έζευε στην άμαξα. [2.3.3] Ενώ λοιπόν κάποια μέρα όργωνε το χωράφι του, ένας αετός κάθισε πάνω στον ζυγό και εξακολούθησε να κάθεται σε αυτόν ως την ώρα που ξέζεψε τα βόδια του. Ο Γόρδιος ταράχτηκε από την εμφάνιση του αετού και πήγε να ανακοινώσει το θεϊκό σημάδι στους μάντεις Τελμισσείς· γιατί οι Τελμισσείς γνώριζαν καλά να εξηγούν τα θεϊκά σημάδια, επειδή είχε παραχωρηθεί στους ίδιους, στις γυναίκες και στα παιδιά τους από γενιά σε γενιά το χάρισμα της μαντείας. [2.3.4] Ενώ λοιπόν πλησίαζε σε ένα χωριό των Τελμισσέων, συνάντησε ένα κορίτσι που έπαιρνε νερό και της διηγήθηκε, πώς έγινε η εμφάνιση του αετού· εκείνη λοιπόν, που καταγόταν επίσης από το μαντικό γένος, του υπέδειξε να προσφέρει θυσία στον Δία τον βασιλιά, ξαναγυρίζοντας στο ίδιο μέρος. Ο Γόρδιος την παρακάλεσε να τον ακολουθήσει και να του υποδείξει, πώς να κάμει τη θυσία· αυτός πράγματι πρόσφερε τη θυσία κατά τον τρόπο που τον συμβούλευσε η κόρη, την παντρεύτηκε και απέκτησε μαζί της έναν γιο που τον ονόμασαν Μίδα. [2.3.5] Και ήταν πια άνδρας ο Μίδας, ωραίος και ευγενικός, όταν οι Φρύγες ταλαιπωρούνταν από εμφύλια διαμάχη· τους δόθηκε τότε χρησμός ότι μια άμαξα θα τους φέρει βασιλιά και ότι αυτός θα καταπαύσει τη διαμάχη τους. Και ενώ ακόμη συσκέπτονταν για το ζήτημα αυτό, ήρθε ο Μίδας μαζί με τον πατέρα και τη μητέρα του και παρουσιάστηκε στη λαϊκή συνέλευση με την άμαξά του. [2.3.6] Ερμηνεύοντας οι Φρύγες τον χρησμό κατάλαβαν ότι ο Μίδας ήταν ο άνδρας που τους είχε πει ο θεός ότι θα τον έφερνε η άμαξα· ανακήρυξαν λοιπόν βασιλιά τους τον Μίδα· αυτός τους σταμάτησε την εμφύλια διαμάχη και αφιέρωσε την άμαξα του πατέρα του στην ακρόπολη ως ευχαριστήρια προσφορά στον Δία τον βασιλιά, γιατί έστειλε τον αετό. Κυκλοφορούσε ακόμα η εξής παράδοση σχετικά με την άμαξα: Όποιος θα έλυνε τον ζυγόδεσμό της, αυτός ήταν πεπρωμένο να εξουσιάσει την Ασία. [2.3.7] Ο ζυγόδεσμος αυτός ήταν κατασκευασμένος από φλοιό κρανιάς και δεν φαινόταν ούτε η αρχή ούτε το τέλος του. Ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να βρει τρόπο να λύσει τον ζυγόδεσμο, αλλά δεν ήθελε να τον αφήσει και άλυτο, μήπως αυτό προκαλέσει κάποια αναταραχή στον κόσμο. Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ότι χτύπησε με το ξίφος του τον ζυγόδεσμο, τον έκοψε και είπε ότι τον έλυσε· ο Αριστόβουλος όμως λέει ότι ο Αλέξανδρος, αφού αφαίρεσε από τον άξονα τον μικρό πάσσαλο, που ήταν ένα ξύλινο καρφί περασμένο πέρα-πέρα μέσα στον άξονα για να συγκρατεί τον ζυγόδεσμο, τράβηξε τον ζυγόδεσμο έξω από τον άξονα. [2.3.8] Εγώ πάντως δεν είμαι σε θέση να βεβαιώσω, με ποιό τρόπο έλυσε ο Αλέξανδρος τον ζυγόδεσμο. Αυτός όμως και η συνοδεία του απομακρύνθηκαν από την άμαξα με την πεποίθηση ότι είχε εκπληρωθεί ο χρησμός ο σχετικός με το λύσιμο του ζυγόδεσμου. Και πράγματι εκείνη τη νύχτα βροντές και αστραπές το επιβεβαίωσαν· γι᾽ αυτό την επόμενη μέρα ο Αλέξανδρος πρόσφερε θυσία στους θεούς που φανέρωσαν τα θεϊκά σημάδια και το λύσιμο του ζυγόδεσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου