Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ: Διθύραμβοι (3.67-3.132)

Διθύραμβος III - Ἠίθεοι ἢ Θησεὺς ‹Κηΐοις εἰς Δῆλον›

κλύε δ᾽ ἄμεμπτον εὐχὰν μεγασθενὴ[ς [στρ. β]
Ζεύς, ὑπέροχόν τε Μίνῳ φύτευσε
τιμὰν φίλῳ θέλων
70 παιδὶ πανδερκέα θέμεν,
ἄστραψέ θ᾽· ὁ δὲ θυμάρμενον
ἰδὼν τέρας χέρας πέτασσε
κλυτὰν ἐς αἰθέρα μενεπτόλεμος ἥρως
εἶρέν τε· «Θησεῦ, τάδ᾽ ἐ‹μὰ›
75 μὲν βλέπεις σαφῆ Διὸς
δῶρα· σὺ δ᾽ ὄρνυ᾽ ἐς βα-
ρύβρομον πέλαγος· Κρονί[δας
δέ τοι πατὴρ ἄναξ τελεῖ
Ποσειδὰν ὑπέρτατον
80 κλέος χθόνα κατ᾽ ἠΰδενδρον.»
ὣς εἶπε· τῷ δ᾽ οὐ πάλιν
θυμὸς ἀνεκάμπτετ᾽, ἀλλ᾽ εὐ-
πάκτων ἐπ᾽ ἰκρίων
σταθεὶς ὄρουσε, πόντιόν τέ νιν
85 δέξατο θελημὸν ἄλσος.
τάφεν δὲ Διὸς υἱὸς ἔνδοθεν
κέαρ, κέλευσέ τε κατ᾽ οὖ-
ρον ἴσχεν εὐδαίδαλον
νᾶα· μοῖρα δ᾽ ἑτέραν ἐπόρσυν᾽ ὁδόν.

90 ἵετο δ᾽ ὠκύπομπον δόρυ· σόει [αντ. β]
νιν βορεὰς ἐξόπιν πνέουσ᾽ ἀήτα·
τρέσσαν δ᾽ Ἀθαναίων
ἠϊθέων ‹–› γένος, ἐπεὶ
ἥρως θόρεν πόντονδε, κα-
95 τὰ λειρίων τ᾽ ὀμμάτων δά-
κρυ χέον, βαρεῖαν ἐπιδέγμενοι ἀνάγκαν.
φέρον δὲ δελφῖνες {ἐν} ἁλι-
ναιέται μέγαν θοῶς
Θησέα πατρὸς ἱππί-
100 ου δόμον· ἔμολέν τε θεῶν
μέγαρον. τόθι κλυτὰς ἰδὼν
ἔδεισε‹ν› Νηρέος ὀλ-
βίου κόρας· ἀπὸ γὰρ ἀγλα-
ῶν λάμπε γυίων σέλας
105 ὧτε πυρός, ἀμφὶ χαίταις
δὲ χρυσεόπλοκοι
δίνηντο ταινίαι· χορῷ δ᾽ ἔτερ-
πον κέαρ ὑγροῖσι ποσσίν.
εἶδέν τε πατρὸς ἄλοχον φίλαν
110 σεμνὰν βοῶπιν ἐρατοῖ-
σιν Ἀμφιτρίταν δόμοις·
ἅ νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν,

κόμαισί τ᾽ ἐπέθηκεν οὔλαις [επωδ. β]
ἀμεμφέα πλόκον,
115 τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ
δῶκε δόλιος Ἀφροδίτα ῥόδοις ἐρεμνόν.
ἄπιστον ὅ τι δαίμονες
θέλωσιν οὐδὲν φρενοάραις βροτοῖς·
νᾶα πάρα λεπτόπρυμνον φάνη· φεῦ,
120 οἵαισιν ἐν φροντίσι Κνώσιον
ἔσχασεν στραταγέταν, ἐπεὶ
μόλ᾽ ἀδίαντος ἐξ ἁλὸς
θαῦμα πάντεσσι, λάμ-
πε δ᾽ ἀμφὶ γυίοις θεῶν δῶρ᾽, ἀγλαό-
125 θρονοί τε κοῦραι σὺν εὐ-
θυμίᾳ νεοκτίτῳ
ὠλόλυξαν, ἔ-
κλαγεν δὲ πόντος· ἠίθεοι δ᾽ ἐγγύθεν
νέοι παιάνιξαν ἐρατᾷ ὀπί.
130 Δάλιε, χοροῖσι Κηΐων
φρένα ἰανθεὶς
ὄπαζε θεόπομπον ἐσθλῶν τύχαν.

***
Πρόθυμ᾽ άκουσε τη δέηση τούτη ο Δίας, [στρ. β]
που μεγάλη η δύναμή του· ένα σημάδι
δίνει εξαίσιο, φανερό σημάδι για όλους
70 πως πολύ τιμά το γιο του: ευθύς αστράφτει.
Το σημάδι, που η καρδιά του
λαχταρούσε, μόλις είδε ο Μίνωας τότε,
του πολέμου αυτός ο βράχος, στο λαμπρό
ουρανό τα χέρια υψώνει και λέει:
«Ολοκάθαρο το δώρο βλέπεις, νά,
που μου κάνει ο Δίας, Θησέα·
στο βαρύβροντο εσύ τώρα πέλαο πήδα·
και μια δόξα τρισμεγάλη, που όλη η γη
η πολύδεντρη θ᾽ ακούσει,
80 θα σου δώσει ο γιος του Κρόνου ο Ποσειδώνας.»
Έτσι μίλησε. Δε λύγισε η καρδιά
του Θησέα· ολόρθος στέκει στη γερτή
κουπαστή, κι ευθύς ορμά· καλοσυνάτη
του πελάου τον αγκαλιάζει η απλωσιά.
Όταν το ᾽δε ο γιος του Δία, μες στην ψυχή του
ξάφνιασμα ένιωσε μεγάλο
και προστάζει να κρατήσουν το καράβι
τ᾽ ωριοστόλιστο στον άνεμο αντικρύ.
Όμως άλλον τότε δρόμο ανοίγει η Μοίρα.

90 Δρόμο πήρε, γοργοκίνητο, το πλοίο· [αντ. β]
απ᾽ την πρύμη πνέει βοριάς κι εμπρός το σπρώχνει·
οι Αθηναίοι εκείνοι, οι νέοι κι οι νέες, σαν είδαν
το Θησέα τους να βουτά στο πέλαο μέσα,
τρόμο νιώσανε μεγάλο,
στ᾽ απαλά τους μάτια ανάβρυσαν τα δάκρυα,
συμφορά πως θά ᾽ρθει πρόσμεναν βαριά.
Μα δελφίνια θαλασσόζωα το Θησέα
τον τρανό στο σπίτι οδήγησαν γοργά
του αλογόθεου, του γονιού του·
100 όταν μπήκε στο θεϊκό παλάτι εκείνο,
ο ήρωας δείλιασε· είδε εκεί τις ξακουστές
κόρες του άρχοντα Νηρέα,
που απ᾽ τα μέλη τους τα υπέροχα μια λάμψη
ξεχυνόταν, ίδια φλόγα από φωτιά,
που τριγύρω απ᾽ τα μαλλιά τους λαμπερές
ανεμίζανε χρυσόπλεχτες κορδέλες
και με πόδια απαλοσάλευτα χορό
γύρω σέρνανε, αναγάλλια της ψυχής τους.
Και είδε στο θαυμάσιο σπίτι
110 τη σεβάσμια γελαδόματη Αμφιτρίτη,
του πατέρα του γυναίκα αγαπητή.
Μ᾽ ένα ντύμα πορφυρό τον ντύνει εκείνη.

Και τα σγουρά του η θεά [επωδ. β]
μ᾽ ένα στεφάνι πανέμορφο στόλισε
μ᾽ ένα στεφάνι που το ίσκιωναν ρόδα·
η δολοπλέχτρα Αφροδίτη τής το ᾽καμε δώρο στο γάμο της.
Πράξη καμιά των θεών
δεν τη λογιάζουν για απίστευτη οι φρόνιμοι·
δίπλα στου πλοίου τη χυτή
πρύμη ο Θησέας απ᾽ το κύμα ξεπρόβαλε.
120 Ω, της Κνωσού το στρατάρχη!
Μαύρες του νου που του τύλιξαν έγνοιες,
μέσ᾽ απ᾽ τα κύματα ο άλλος σα βγήκε στεγνός,
και τα θεϊκά στο κορμί του στραφτάλιζαν δώρα!
Από αναγάλλια πρωτόφαντη
οι λαμπερόθρονες κόρες ξεφώνισαν,
βούιξε το πέλαγο,
κι από κοντά οι κοπελιές και τ᾽ αγόρια παιάνα τραγούδησαν
με τις γλυκές τους φωνές.
130 Δήλιε θεέ,
αν η καρδιά σου από τους τζιώτικους τούτους χορούς αναγάλλιασε,
δώσε, θεόσταλτα εμείς να χαρούμε αγαθά.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου