Η κριτική αυτή αναζήτηση, αν και γεννά σοβαρές επιφυλάξεις, φέρνει στην επιφάνεια ορισμένες παραμελημένες αλήθειες.
Πρώτον, τα γεγονότα της ιστορίας ποτέ δεν φτάνουν έως εμάς «καθαρά»- δεν υπάρχουν και δεν μπορούν να υπάρχουν σε καθαρή μορφή, αφού πάντοτε διαθλώνται στο μυαλό εκείνου που τα καταγράφει. Συνεπώς, όταν εξετάζουμε ένα έργο ιστορίας, πρωταρχικό μας μέλημα δεν πρέπει να είναι τα γεγονότα που περιγράφονται, αλλά ο ιστορικός που το έγραψε, θα χρησιμοποιήσω το παράδειγμα του Τζ.Μ. Τριβέλιαν, του μεγάλου Βρετανού ιστορικού το όνομα του οποίου φέρουν αυτές οι παραδόσεις. Στην αυτοβιογραφία του ο ίδιος αναφέρει ότι στο σπίτι του μεγάλωσε «σύμφωνα με μια παράδοση που ακολουθούσε τις βασικές κατευθύνσεις των Ουίγων, και μάλιστα σε υπερβολικό θα μπορούσε να πει κανείς βαθμό». Δεν νομίζω, άλλωστε, ότι ο Τριβέλιαν θα διαφωνούσε αν τον αποκαλούσα τον πιο πρόσφατο κρίκο στη μακρά σειρά των μεγάλων Βρετανών φιλελεύθερων ιστορικών που θήτευσαν στις παραδόσεις του κόμματος των Ουίγων — δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος ανάγει το οικογενειακό του δέντρο, μέσω του Τζωρτζ Ότο Τριβέλιαν, στον μέγιστο αναμφισβήτητα ιστορικό αυτής της παράδοσης, τον Μακώλεϊ.
Το πιο περίτεχνο και ώριμο έργο του Τζ.Μ. Τριβέλιαν, England under Queen Αnne (Η Αγγλία στα χρόνια της βασίλισσας Άννας), γράφτηκε με δεδομένο αυτό ακριβώς το υπόβαθρο έτσι, μόνον αν διαβαστεί στο συγκεκριμένο πλαίσιο μπορεί να αποκαλύψει στον αναγνώστη το πλήρες νόημά του και την πλήρη σημασία του. Αν κανείς (ακολουθώντας το παράδειγμα ορισμένων ανυπόμονων αναγνωστών αστυνομικών μυθιστορημάτων) διαβάσει πρώτα το τελευταίο κεφάλαιο, θα βρει στις τελευταίες σελίδες του Γ’ τόμου την καλύτερη, κατά τη γνώμη μου, σύνοψη αυτού που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ερμηνεία της ιστορίας από τους Ουίγους».
Αν και η ερμηνεία αυτή των γεγονότων κατά τη βασιλεία της Άννας δεν είναι ίσως η μοναδική δυνατή, πρόκειται για έγκυρη και, στα χέρια του Τριβέλιαν, γόνιμη ερμηνεία. Ωστόσο, για να την εκτιμήσουμε σε όλη της την έκταση, πρέπει να καταλάβουμε τι ακριβώς κάνει ο ιστορικός. Γιατί, όπως υποστηρίζει ο Κόλινγκγουντ, αν ο ιστορικός πρέπει να αναπλάσει νοητικά ό,τι συνέβη στο μυαλό των πρωταγωνιστών του, ο αναγνώστης πρέπει και αυτός με τη σειρά του να αναπλάσει τι συμβαίνει στο μυαλό του ιστορικού. Πριν αρχίσετε να μελετάτε τα γεγονότα, μελετήστε τον ιστορικό. Όταν διαβάζετε ένα ιστορικό έργο, έχετε πάντοτε τον νου σας να ακούσετε τον βόμβο από το μυαλό του ιστορικού· αν δεν ακούτε τίποτα, ή εσείς είστε κουφός στις λεπτές αποχρώσεις των τόνων ή ο συγγραφέας είναι μονότονος. Στην πραγματικότητα, τα γεγονότα δεν είναι σαν τα ψάρια στον πάγκο του ψαρά, αλλά σαν ψάρια που κολυμπούν σε απέραντη, και καμιά φορά δυσπρόσιτη, θάλασσα. Το τι θα «πιάσει» ο ιστορικός εξαρτάται κυρίως από το σημείο που επιλέγει για να ψαρέψει και από τα σύνεργα που χρησιμοποιεί – σε συνάρτηση πάντοτε και με το είδος ψαριού που θέλει να πιάσει. Σε γενικές γραμμές, ο ιστορικός θα περιλάβει στο έργο του το είδος εκείνο γεγονότων που επιθυμεί. Ιστορία σημαίνει ερμηνεία.
Το δεύτερο σημείο έχει σχέση με την ανάγκη του ιστορικού να κατανοήσει μέσω της φαντασίας του πώς σκέφτονταν οι άνθρωποι που τον απασχολούν. Ο 19ος αιώνας ήταν φτωχός σε έργα μεσαιωνικής ιστορίας τον απωθούσαν υπερβολικά οι προλήψεις του Μεσαίωνα και οι βαρβαρότητες στις οποίες αυτές ωθούσαν, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να κατανοήσει μέσω της φαντασίας τον μεσαιωνικό άνθρωπο. Ο Μπούρκχαρτ έγραφε επικριτικά για τον Τριακονταετή Πόλεμο: «Είναι σκανδαλώδες μια πίστη, είτε πρόκειται για καθολικούς είτε για προτεστάντες, να θέτει την επιβίωσή της σε ανώτερη μοίρα από την ακεραιότητα ενός έθνους». Για τον φιλελεύθερο ιστορικό του 19ou αιώνα, που ανατράφηκε με την πεποίθηση ότι είναι σωστό και αξιέπαινο να σκοτώνει κανείς για να υπερασπιστεί την πατρίδα του αλλά κακό και στενοκέφαλο να σκοτώνει για να υπερασπιστεί τη θρησκεία του, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσει τη νοοτροπία και τον ψυχισμό όσων πολέμησαν στον Τριακονταετή Πόλεμο. Με λίγα λόγια δεν μπορεί να γραφτεί ιστορία παρά μόνον αν ο ιστορικός πετύχει κάποιου είδους επικοινωνία και επαφή με τον τρόπο σκέψης εκείνων για τους οποίους γράφει.
Ένα τρίτο σημείο είναι ότι μπορούμε να δούμε και να κατανοήσουμε το παρελθόν μόνο με τα μάτια του παρόντος. Ο ιστορικός ανήκει στην εποχή του, είναι δεμένος μαζί της. Οι ίδιες οι λέξεις που χρησιμοποιεί (δημοκρατία, αυτοκρατορία, πόλεμος, επανάσταση) έχουν τρέχουσες συνεκδοχές, από τις οποίες κανείς δεν μπορεί να τις αποσπάσει. Αρκετοί μελετητές της αρχαίας ιστορίας συνηθίζουν να χρησιμοποιούν λέξεις όπως πόλις ή plebs στο —ελληνικό και λατινικό αντίστοιχα— πρωτότυπο, ώστε να αποφύγουν αυτήν ακριβώς την παγίδα. Όμως το πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται. Πρόκειται για ιστορικούς που ζουν στο παρόν και που δεν μπορούν να «ταξιδέψουν» στο παρελθόν, έστω και αν χρησιμοποιούν ασυνήθιστες ή απαρχαιωμένες λέξεις και εκφράσεις. Όπως, αντίστοιχα, δεν Θα αρκούσε να φορέσει κανείς χλαμύδα ή τήβεννο για να γράψει καλύτερη ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας ή της Ρώμης. Οι όροι με τους οποίους οι Γάλλοι ιστορικοί διαφορετικών εποχών έχουν περιγράψει το παρισινό πλήθος, που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στη Γαλλική Επανάσταση (le peuple, les sans-culottes, la canaille, les bras-nus), αποτελούν, για όσους γνωρίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού, μανιφέστα πολιτικής τοποθέτησης και ερμηνείας των γεγονότων από πολύ συγκεκριμένη σκοπιά.
Ο ιστορικός είναι τελικά υποχρεωμένος να διαλέξει. Η χρήση της γλώσσας δεν του αφήνει περιθώρια να είναι ουδέτερος- ούτε πρόκειται για ζήτημα ορολογίας και μόνον. Τα τελευταία εκατό χρόνια, οι αλλαγές της ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη έχουν μεταβάλει ριζικά τη στάση των Βρετανών ιστορικών απέναντι στον Φρειδερίκο τον Μεγάλο. Οι αλλαγές στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ καθολικισμού και προτεσταντισμού έχουν επίσης αλλάξει ριζικά τη στάση των ιστορικών απέναντι σε μορφές όπως ο Λούθηρος, ο Λογιόλα ή ο Κρόμγουελ. Αρκεί έστω και επιδερμική γνώση του έργου των Γάλλων ιστορικών των τελευταίων σαράντα χρόνων για να αντιληφθεί κανείς πόσο η στάση τους απέναντι στη Γαλλική Επανάσταση έχει επηρεαστεί από τη Ρωσική Επανάσταση του 1917. Ο ιστορικός δεν ανήκει στο παρελθόν· ανήκει στο παρόν. Ο καθηγητής Τρέβορ-Ρόπερ έχει γράψει ότι ο ιστορικός «οφείλει να αγαπά το παρελθόν». Έχω τις επιφυλάξεις μου για αυτό. Η αγάπη για το παρελθόν εύκολα μπορεί να αποτελεί έκφραση μιας ρομαντικής νοσταλγίας για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες άλλων εποχών, σύμπτωμα ότι έχουμε χάσει την πίστη μας στο παρόν και το μέλλον, το ενδιαφέρον μας για ό,τι συμβαίνει ή θα συμβεί. Θα προτιμούσα μιαν άλλη επιγραμματική διατύπωση, η οποία κάνει λόγο για την ανάγκη να αποφύγουμε τον εναγκαλισμό των «παγωμένων χεριών του παρελθόντος». Αποστολή του ιστορικού δεν είναι ούτε να αγαπήσει το παρελθόν ούτε να χειραφετηθεί από αυτά, αλλά να το γνωρίσει εις βάθος και να το αξιοποιήσει σαν κλειδί για την κατανόηση του παρόντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου