Ο ΑΓΡΟΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΣΤΟΣ
Ο αγρότης είναι ανιστόρητος...ο αιώνιος άνθρωπος, ανεξάρτητα από κάθε πολιτισμό. Προηγείται κάθε πολιτισμού, επιβιώνει και μετά την παρακμή κάθε πολιτισμού, χωρίς συνείδηση, αναπαραγόμενος από γενιά σε γενιά... μια μυστική ψυχή, μια ξερή και πρακτικά προσανατολισμένη διάνοια... Η πόλη είναι πνεύμα. Η μεγαλούπολη είναι το "ελεύθερο πνεύμα".
Η αστική τάξη, η τάξη του πνεύματος, αρχίζει με μια εξέγερση κατά των φεουδαρχικών δυνάμεων του αίματος και της παράδοσης, ανατρέπει θρόνους και περιορίζει δικαιώματα στο όνομα του Λόγου και προπάντων στο όνομα του "λαού", εννοώντας πλέον μόνο τον λαό των πόλεων. Η πόλη δεν σημαίνει μόνο πνεύμα αλλά και χρήμα.
Το έδαφος είναι κάτι πραγματικό και φυσικό, το χρήμα κάτι αφηρημένο και τεχνητό.
Η ΚΟΣΜΟΠΟΛΗ, Η ΠΟΛΙΣ - ΤΕΡΑΣ
Τελικά δημιουργείται το τεράστιο σύμβολο και "δοχείο" του εντελώς απελευθερωμένου πνεύματος, η κοσμόπολη, το κέντρο στο όποιο εστιάζεται απολύτως η πορεία της παγκόσμιας ιστορίας: εκείνες οι πολύ λίγες γιγαντιαίες πόλεις όλων των ώριμων τεχνικών πολιτισμών που προγράφουν και αχρηστεύουν ολόκληρη τη μητέρα γη του πολιτισμού τους αποκαλώντας την επαρχία.
Ο πέτρινος κολοσσός η "κοσμόπολη" σημαδεύει το τέλος της πορείας ζωής κάθε μεγάλου πολιτισμού. Ο πολιτισμένος άνθρωπος, που ψυχικά έχει διαμορφωθεί από την ύπαιθρο, κυριεύεται από την ίδια του τη δημιουργία, την πόλη, η οποία γίνεται έμμονη ιδέα του και τον κάνει εκτελεστικό της όργανο και τελικά θύμα της. Αυτή η πέτρινη μάζα είναι η απόλυτη πόλη. Η εικόνα της, όπως σχεδιάζεται με τη μεγαλόπρεπη ομορφιά της στον φωτεινό κόσμο του ανθρώπινου ματιού, περιέχει ολόκληρο τον υπέροχο συμβολισμό θανάτου ενός οριστικού "προϊόντος του γίγνεσθαι".
Όμως καμία αθλιότητα, κανένας εξαναγκασμός, ούτε καν η σαφής διάγνωση αυτής της τρελής εξέλιξης δεν μειώνουν την ελκυστικότητα αυτών των δαιμονικών μορφωμάτων. Ο τροχός του πεπρωμένου κυλάει προς το τέλος, η γέννηση της πόλης τραβάει προς το μέρος της τον θάνατο.
Η σχέση ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος, ανάμεσα στο αγροτόσπιτο και το οικοδομικό τετράγωνο είναι ανάλογη με εκείνη μεταξύ της ψυχής και της ευφυΐας, μεταξύ του αίματος και της πέτρας.
Αλλά δεν είναι τυχαίο ότι ο χρόνος είναι μια λέξη που δηλώνει τη μη αντιστρεψιμότητα. Εδώ όλα τραβούν μπροστά, τίποτε δεν γυρίζει πίσω. Ο αγροτικός κόσμος γέννησε κάποτε την αγορά, την περιφερειακή πόλη και την έθρεψε με το αίμα του.
Τώρα η γιγαντιαία πόλη ξεζουμίζει την ύπαιθρο, αχόρταγη, απαιτώντας και καταπίνοντας συνεχώς νέα ρεύματα ανθρώπων, ώσπου θα αποκάμει και θα πεθάνει μέσα σε μια σχεδόν ακατοίκητη πια έρημο. Όποιος έχει υποκύψει μια φορά σε όλη την αμαρτωλή ομορφιά αυτού του τελευταίου θαύματος ολοκλήρωσης της ιστορίας δεν πρόκειται να απελευθερωθεί από αυτή. Πρωτογενείς λαοί μπορούν να αποδεσμευθούν από τη γη τους και να ξενιτευτούν. Οι πνευματικοί νομάδες δεν μπορούν να το κάνουν πια.
Η νοσταλγία για τη μεγάλη πόλη είναι ίσως πιο έντονη από κάθε άλλη. Πατρίδα είναι για αυτούς κάθε Μεγαλόπολη, ξενιτειά είναι ήδη το επόμενο χωριό.
Προτιμούν να πεθάνουν στο οδόστρωμα παρά να επιστρέψουν στην ύπαιθρο.
Ακόμα και η αηδία από αυτό το μεγαλείο, η κούραση από τα πολύχρωμα φώτα, το taedium vitae (σιχασιά της ζωής) που στο τέλος καταλαμβάνει μερικούς, δεν μπορεί να τους απελευθερώσει. Κουβαλούν μαζί τους την πόλη στα βουνά και στη θάλασσα. Έχασαν μέσα τους την ύπαιθρο και έξω δε μπορούν να τη βρουν.
Η διανοητική ένταση γνωρίζει μόνο μια, τη χαρακτηριστική για τη μεγαλούπολη μορφή αναψυχής: τη χαλάρωση, τη "διασκέδαση". Το γνήσιο παιχνίδι, η χαρά της ζωής, η ευχαρίστηση, η μέθη γεννήθηκαν απο τον κοσμικό ρυθμό και η ουσία τους δεν είναι πλέον κατανοητή. Αλλά η αντικατάσταση της πιο εντατικής πρακτικής σκέψης από το αντίθετό της, το συνειδητό χάζεμα, η αντικατάσταση της πνευματικής έντασης των δυνάμεων από τη σωματική ένταση του αθλητισμού, της σωματικής έντασης από την αισθησιακή της ψυχαγωγίας και την πνευματική ένταση της "διέγερσης" του παιχνιδιού και του στοιχήματος, η αντικατάσταση της καθαρής λογικής της καθημερινής εργασίας απο τον συνειδητά απολαμβανόμενο μυστικισμό- όλα αυτά επαναλαμβάνονται σε όλες τις κοσμοπόλεις των τεχνικών πολιτισμών.
Κινηματογράφος, εξπρεσιονισμός, θεοσοφία, αγώνες πυγμαχίας, χοροί νέγρων, πόκερ και στοιχήματα στον ιππόδρομο- όλα αυτά τα ξαναβρίσκουμε στη Ρώμη, και ένας γνώστης θα έπρεπε κάποτε να επεκτείνει την έρευνα στις ινδικές, κινέζικες και αραβικές κοσμοπόλεις.
Και τώρα από το γεγονός ότι η ύπαρξη χάνει όλο και πιο πολύ τις ρίζες της και η εγρήγορση γίνεται όλο και πιο τεταμένη προκύπτει τελικά το φαινόμενο που αθόρυβα προετοιμαζόταν από καιρό για να αναδυθεί ξαφνικά στο άπλετο φως της ιστορίας και να θέσει τέρμα σε όλο αυτό το δράμα: η στειρότητα του τεχνικά πολιτισμένου ανθρώπου.
Εδώ δεν πρόκειται για κάτι που θα μπορούσε να κατανοηθεί με καθημερινούς αιτιώδεις συλλογισμούς, λόγου χάρη φυσιολογικά, όπως προσπάθησε να κάνει η επιστήμη. Εδώ έχουμε οπωσδήποτε μια μεταφυσική στροφή προς τον θάνατο. Ο τελευταίος άνθρωπος των κοσμοπόλεων δεν θέλει πια να ζήσει: ως άτομο θέλει ασφαλώς αλλά όχι ως τύπος, ως πλήθος. Σε αυτόν τον συνολικό χαρακτήρα σβήνει ο φόβος του θανάτου.
Ο ΒΑΘΥΣ ΔΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΝΗΣΙΟΥ ΑΓΡΟΤΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΙΩΝΙΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ
Εκείνο που καταλαμβάνει τον γνήσιο αγρότη με μια βαθιά κι ανεξήγητη αγωνία, η σκέψη ότι μπορεί να εκλείψει η οικογένεια και το όνομα, έχει χάσει το νόημά του.
Την επιβίωση του συγγενικού αίματος μέσα στον ορατό κόσμο ο άνθρωπος της Μεγαλόπολης δεν την αισθάνεται πια ως καθήκον του αίματος, τη μοίρα του να είναι ο τελευταίος δεν την αισθάνεται πια ως μοιραία καταστροφή.
Τα παιδιά δεν εκλείπουν μόνον επειδή έγινε αδύνατο να τα έχει κανείς, αλλά προπάντων επειδή η οξυμμένη στο έπακρο ευφυΐα δεν βρίσκει πλέον λόγους για την ύπαρξή τους.
Ας συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στην ψυχή ενός αγρότη που είναι ριζωμένος επί αμέτρητες γενιές στο πάτριο έδαφός του ή που κατέλαβε αυτή τη γη για να "κολλήσει" εκεί με το αίμα του. Έχει ριζώσει ως εγγονός προγόνων και ως πρόγονος μελλοντικών εγγονών. Το σπίτι του, η ιδιοκτησία του: αυτά δεν σημαίνουν μια φευγαλέα συνύπαρξη σώματος και κτήματος για λίγα χρόνια, αλλά έναν διαρκή και βαθύ δεσμό μεταξύ της αιώνιας γης και του αιώνιου αίματος.
Μόνον έτσι, μόνον από την εδραιωμένη εγκατάσταση υπό μια μυστικιστική έννοια, λαμβάνουν οι μεγάλες εποχές των κύκλων, η τεκνοποιία, η γέννηση και ο θάνατος, εκείνη τη μεταφυσική μαγεία που αποτυπώνεται συμβολικά στα ήθη και τη θρησκεία όλων των εδραίων αγροτικών πληθυσμών. Όλα αυτά δεν υπάρχουν για τον "τελευταίο άνθρωπο".
Η μεγάλη στροφή γίνεται όταν στην καθημερινή σκέψη ενός εξαιρετικά πολιτισμένου πληθυσμού υφίστανται "λόγοι" για την ύπαρξη παιδιών
.
Η φύση δεν γνωρίζει λόγους. Όπου υπάρχει πραγματική ζωή, κυριαρχεί μια εσωτερική οργανική λογική, ένα απρόσωπο στοιχείο, μια ορμή, που είναι εντελώς ανεξάρτητη απο την εγρήγορση και τις αιτιώδεις σχέσεις της και δεν παρατηρούνται διόλου από αυτή. Ο πλούτος των γεννήσεων στους πρωτογενείς πληθυσμούς είναι ένα φυσικό φαινόμενο, για την ύπαρξη του οποίου κανένας δεν κάνει σκέψεις, πόσο μάλλον για τον ωφέλιμο η βλαβερό χαρακτήρα του. Όταν για ζητήματα της ζωής γενικά εμφανίζονται στη συνείδηση λόγοι, η ζωή έχει γίνει ήδη αμφίβολη.
Το πρωτογενές θηλυκό, η αγρότισσα, είναι μητέρα.
Αυτή η λέξη περικλείει ολόκληρο τον προορισμό της, που τον λαχταράει απο τα παιδικά της χρόνια. Τώρα όμως εμφανίζεται η ιψενική γυναίκα, η συντρόφισσα, η ηρωίδα μιας ολόκληρης κοσμοπολιτικής λογοτεχνίας, από το βορειοευρωπαικό δράμα μέχρι το παρισινό μυθιστόρημα.
Αντί για παιδιά έχει ψυχικές συγκρούσεις, ο γάμος είναι ένα πρόβλημα καλλιτεχνικής βιοτεχνίας και το ζητούμενο είναι η "αμοιβαία κατανόηση". Είναι εντελώς αδιάφορο αν μια Αμερικανίδα δεν βρίσκει επαρκείς λόγους για τα παιδιά της, επειδή δεν θέλει να χάσει καμία εποχή του έτους, η μια Παριζιάνα, επειδή φοβάται μήπως την εγκαταλείψει ο εραστής της, η μια ηρωίδα του Ιψεν, επειδή "ανήκει στον εαυτό της".
Όλες ανήκουν στον εαυτό τους και όλες είναι στείρες.
Το ίδιο γεγονός συνδεδεμένο με τους ίδιους "λόγους" το ξαναβρίσκουμε στην αλεξανδρινή και τη ρωμαϊκή και με αυτονόητο τρόπο σε κάθε άλλη τεχνικά πολιτισμένη κοινωνία.
Η πολυτεκνία, την αξιοσέβαστη εικόνα της οποίας μπορούσε ακόμη να συνθέσει ο Γκαίτε στον Βέρθερο, γίνεται κάτι επαρχιακό. Στις πόλεις ο πολύτεκνος πατέρας είναι μια γελοιογραφία-ο Ιψεν δεν την ξέχασε, τη συναντούμε στην Κωμωδία της αγάπης του.
Ο τελευταίος άνθρωπος των κοσμοπόλεων δεν θέλει πια να ζήσει: ως άτομο θέλει ασφαλώς, αλλά όχι ως τύπος, ως πλήθος.
Η Δύση είναι θνήσκουσα, γερασμένη, εκφυλισμένη μέσα στην ανωτερότητα του τεχνικού πολιτισμού της και απανθρωποποιημένη μέσα στην εκλεπτυσμένη παρακμή της.
Κανείς δεν αναρωτιόταν μέχρι πριν λίγα χρόνια για το αν πρέπει να κάνει παιδιά.
Είναι σαν ο τεχνικά πολιτισμένος άνθρωπος να αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα των πάντων, την ματαιότητα της Ύπαρξης.
Είναι τυχαίος όλος αυτός ο μηδενισμός, η πεποίθηση οτι δεν αξίζει τίποτα να θυσιαστείς για αυτό, η σιωπηλή κι αδιατάρακτη πορεία μας προς τον θάνατο, η κατάφαση του αφανισμού μας, η σχεδόν μηδενική αντίσταση απέναντι σε αυτούς που σκοτώνουν μαζικά και αδίστακτα εμάς, τους γέροντες και τα παιδιά;
Η Πόλη σκότωσε την ανθρώπινη επαφή.
Στην Πόλη όμως δεν είσαι ποτέ μόνος, πάντα φωνές, κορναρίσματα, μηχανήματα, πάντα αυτή η ακανόνιστη και δυσαρμονική στο νυχτερινό αυτί παρηγοριά να έγινε το απαραίτητό μας νανούρισμα, στην ύπαιθρο θα αισθανθείς την απόλυτη σιωπή, για αυτό και πολλοί σήμερα λένε ότι δυσκολεύονται να κοιμηθούν χωρίς θόρυβο.
Στην Πόλη απλά μιλάμε, μιλάμε για να μην ακούμε τον άλλον, μιλάμε για να μη νιώθουμε μοναξιά.
Οι απαγορεύσεις από τα παλιότερα Καθεστώτα, ενίσχυαν την Επιθυμία.
Το σημερινό Καθεστώς αντιλήφθηκε ότι αν αφεθεί ελεύθερη η Επιθυμία δίχως περιορισμούς και συντηρητισμούς, τότε πεθαίνει κι έτσι ο Άνθρωπος δίχως Επιθυμία, είναι ευκολότερο να ελεγχθεί.
Τα απολιθωμένα συνθήματά μας, τα επαναστατικά τραγούδια μας, παρόντα σε οποιαδήποτε εκδήλωση, δεν είναι παρά μια τελετουργία απώθησης του θανάτου, είναι πιο νεκρά κι απ' τον θάνατο.
Ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός είναι νεκρός, κι αυτή τη στιγμή δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να διαχειρίζεται τις μεταθανάτιες στιγμές του.
Η κατάληξη του τεχνικού ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι ο άθεος ηδονοθήρας, ο κυνηγός του Στιγμιαίου Τίποτα, ο ανήσυχος Αισθητιστής που διαπερνάει και διαπερνιέται από τα εξής στάδια:
Μπορώ να έχω ό,τι θέλω.
Γιατί να μη μπορώ να έχω ό,τι θέλω;
Αν δε μπορώ να έχω ό,τι θέλω, θέλω να πεθάνω.
Οι Πολιτισμοί και οι Αυτοκρατορίες που κατέρρευσαν ανά τους αιώνες, κατέρρευσαν πρώτα από μέσα κι ύστερα εμφανίστηκε ο εξωτερικός εχθρός για να τους αποτελειώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου