ΙΠ. πάτερ, μένος μὲν ξύντασις τε σῶν φρενῶν
δεινή· τὸ μέντοι πρᾶγμ᾽, ἔχον καλοὺς λόγους,
985 εἴ τις διαπτύξειεν οὐ καλὸν τόδε.
ἐγὼ δ᾽ ἄκομψος εἰς ὄχλον δοῦναι λόγον,
ἐς ἥλικας δὲ κὠλίγους σοφώτερος·
ἔχει δὲ μοῖραν καὶ τόδ᾽· οἱ γὰρ ἐν σοφοῖς
φαῦλοι παρ᾽ ὄχλωι μουσικώτεροι λέγειν.
990 ὅμως δ᾽ ἀνάγκη, ξυμφορᾶς ἀφιγμένης,
γλῶσσάν μ᾽ ἀφεῖναι. πρῶτα δ᾽ ἄρξομαι λέγειν
ὅθεν μ᾽ ὑπῆλθες πρῶτον ὡς διαφθερῶν
οὐκ ἀντιλέξοντ᾽. εἰσορᾶις φάος τόδε
καὶ γαῖαν· ἐν τοῖσδ᾽ οὐκ ἔνεστ᾽ ἀνὴρ ἐμοῦ,
995 οὐδ᾽ ἢν σὺ μὴ φῆις, σωφρονέστερος γεγώς.
ἐπίσταμαι γὰρ πρῶτα μὲν θεοὺς σέβειν
φίλοις τε χρῆσθαι μὴ ἀδικεῖν πειρωμένοις
ἀλλ᾽ οἷσιν αἰδὼς μήτ᾽ ἐπαγγέλλειν κακὰ
μήτ᾽ ἀνθυπουργεῖν αἰσχρὰ τοῖσι χρωμένοις,
1000 οὐκ ἐγγελαστὴς τῶν ὁμιλούντων, πάτερ,
ἀλλ᾽ αὑτὸς οὐ παροῦσι κἀγγὺς ὢν φίλοις.
ἑνὸς δ᾽ ἄθικτος, ὧι με νῦν ἔχειν δοκεῖς·
λέχους γὰρ ἐς τόδ᾽ ἡμέρας ἁγνὸν δέμας.
οὐκ οἶδα πρᾶξιν τήνδε πλὴν λόγωι κλύων
1005 γραφῆι τε λεύσσων· οὐδὲ ταῦτα γὰρ σκοπεῖν
πρόθυμός εἰμι, παρθένον ψυχὴν ἔχων.
καὶ δὴ τὸ σῶφρον τοὐμὸν οὐ πείθει σ᾽· ἴτω·
δεῖ δή σε δεῖξαι τῶι τρόπωι διεφθάρην.
πότερα τὸ τῆσδε σῶμ᾽ ἐκαλλιστεύετο
1010 πασῶν γυναικῶν; ἢ σὸν οἰκήσειν δόμον
ἔγκληρον εὐνὴν προσλαβὼν ἐπήλπισα;
μάταιος ἆρ᾽ ἦν, οὐδαμοῦ μὲν οὖν φρενῶν.
ἀλλ᾽ ὡς τυραννεῖν ἡδὺ τοῖσι σώφροσιν;
†ἥκιστά γ᾽, εἰ μὴ† τὰς φρένας διέφθορεν
1015 θνητῶν ὅσοισιν ἁνδάνει μοναρχία.
ἐγὼ δ᾽ ἀγῶνας μὲν κρατεῖν Ἑλληνικοὺς
πρῶτος θέλοιμ᾽ ἄν, ἐν πόλει δὲ δεύτερος
σὺν τοῖς ἀρίστοις εὐτυχεῖν ἀεὶ φίλοις·
πράσσειν τε γὰρ πάρεστι, κίνδυνός τ᾽ ἀπὼν
1020 κρείσσω δίδωσι τῆς τυραννίδος χάριν.
ἓν οὐ λέλεκται τῶν ἐμῶν, τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἔχεις·
εἰ μὲν γὰρ ἦν μοι μάρτυς οἷός εἰμ᾽ ἐγὼ
καὶ τῆσδ᾽ ὁρώσης φέγγος ἠγωνιζόμην,
ἔργοις ἂν εἶδες τοὺς κακοὺς διεξιών·
1025 νῦν δ᾽ ὅρκιόν σοι Ζῆνα καὶ πέδον χθονὸς
ὄμνυμι τῶν σῶν μήποθ᾽ ἅψασθαι γάμων
μηδ᾽ ἂν θελῆσαι μηδ᾽ ἂν ἔννοιαν λαβεῖν.
ἦ τἄρ᾽ ὀλοίμην ἀκλεὴς ἀνώνυμος
[ἄπολις ἄοικος, φυγὰς ἀλητεύων χθόνα,]
1030 καὶ μήτε πόντος μήτε γῆ δέξαιτό μου
σάρκας θανόντος, εἰ κακὸς πέφυκ᾽ ἀνήρ.
τί δ᾽ ἥδε δειμαίνουσ᾽ ἀπώλεσεν βίον
οὐκ οἶδ᾽, ἐμοὶ γὰρ οὐ θέμις πέρα λέγειν·
ἐσωφρόνησε δ᾽ οὐκ ἔχουσα σωφρονεῖν,
1035 ἡμεῖς δ᾽ ἔχοντες οὐ καλῶς ἐχρώμεθα.
ΧΟ. ἀρκοῦσαν εἶπας αἰτίας ἀποστροφὴν
ὅρκους παρασχών, πίστιν οὐ σμικράν, θεῶν.
***
ΙΠΠ. Πατέρα, η μάνητά σου και το ξέπαρμα
του νου σου φοβερά. Κι όμως το πράμα
κι αν σηκώνει ομορφόλογα, δεν είναι
καθόλου δίκιο, αν το καλοεξετάσεις.
Εγώ ᾽μαι αδέξιος να μιλάω σε κόσμο,
αλλά σε λιγοστούς και συνομήλικους
τα καταφέρνω πιο καλά. Κι έτσ᾽ είναι!
Μπροστά στους γνωστικούς οι τιποτένιοι
τα χάνουν, μα στον όχλο κελαηδάνε.
990 Όμως ανάγκη, αφού με βρήκε τέτοια
κακοτυχιά, τη γλώσσα μου να λύσω.
Και πρώτ᾽ από την πλάγια σου φοβέρα
θ᾽ αρχίσω, πως χωρίς ν᾽ αντιμιλήσω
θα με χαλάσεις! Κοίτα το ηλιοφώς,
κοίτα τη χώρα! Μες σ᾽ αυτά κανένας
δε γεννήθηκεν —όσο κι αν τ᾽ αρνιέσαι—
από μένα πιο φρόνιμος. Και πρώτα
ξέρω τα θεία να σέβομαι, κατόπι
να ᾽χω φίλους που τ᾽ άδικο μισούνε
και ντρέπονται να κάνουν ή να λένε
πράματα αισχρά και μήτε ανταποδίνουν
το κακό σ᾽ όσους το ᾽χουνε συνήθειο.
1000 Τους φίλους μου δεν τους γελάω, πατέρα.
Τίμιος είμαι κοντά τους ή μακριά τους.
Κι ένα πράμα ποτέ μου δεν το γνώρισα!
Αυτό που τώρα εσύ με κακοβάνεις:
τη γυναίκα! Το σώμα μου ως τα σήμερα
αμόλευτο. Δεν ξέρω αυτήν την πράξη
παρά από ζωγραφιές κι από κουβέντες.
Δε μου αρέσουν αυτά, δεν τα προσέχω!
Γιατί κρατώ παρθένα την ψυχή μου.
Η αγνότητά μου αν δε σε πείθει, τότε
πρέπει εσύ να μου δείξεις πώς εχάλασα.
Μήπως ήταν απ᾽ όλες τις γυναίκες
1010 η ομορφότερη᾽ ή μήπως και στοχάστηκα
να τηνε παντρευτώ κι έτσι να γίνω
του θρόνου κληρονόμος; Αλλά τόσον
είμαι μωρός, χωρίς κουκούτσι γνώση;
Ή θα μου πεις γλυκό το βασιλίκι;
Για γνωστικούς, καθόλου! Όσοι αγαπάνε
να μοναρχεύουν, το μυαλό τους χάλασε!
Εγώ ένα πράμα θέλω: να πρωτεύω
στα ελληνικά αγωνίσματα και να ᾽μαι
στην πολιτεία ο δεύτερος, με φίλους
γκαρδιακούς, για να χαίρομαι τη ζήση
κι ό,τι θέλω να κάνω, χωρίς κίντυνο,
1020 κι αυτό ᾽ναι πιο γλυκό απ᾽ το βασιλίκι.
Όλα σου τά ειπα κι ένα λείπει, ετούτο:
αν είχα κάποιον που να μαρτυρήσει
ποιός είμαι κι αν με τούτη ζωντανή
κρινόμουν, τότε θα ᾽βλεπες ξετάζοντας
τα πράματα, (όχι λόγια) αν είμαι φταίχτης.
Και τώρ᾽ αμώνω εγώ τον όρκιο Δία,
στη Μάνα γης, πως τόσο δα δεν άγγιξα
το στεφάνι σου μήτε το βουλήθηκα
μηδέ μου πέρασε απ᾽ το νου ποτές.
Καταραμένος κι άτιμος να πέθαινα
(αλήτης δώθε κείθε, άπατρης, άστεγος)
1030 και μήτε γης και πέλαο να δεχτούνε
το κουφάρι μου, αν είμ᾽ εγώ κακός.
Αν από κάποιο φόβο αυτή σκοτώθηκε,
δεν το ξέρω και δε μου πέφτει λόγος.
Αν δεν μπόρεσε να ᾽ναι φρόνιμη, όμως
φρόνιμα έπραξε! Εμένα η φρονιμάδα μου
καθόλου δε μου βγήκε σε καλό!
ΚΟΡ. Τα λόγια σου την κατηγόρια γκρέμισαν,
κι έδωσες όρκους, την πιο πλέρια απόδειξη!
δεινή· τὸ μέντοι πρᾶγμ᾽, ἔχον καλοὺς λόγους,
985 εἴ τις διαπτύξειεν οὐ καλὸν τόδε.
ἐγὼ δ᾽ ἄκομψος εἰς ὄχλον δοῦναι λόγον,
ἐς ἥλικας δὲ κὠλίγους σοφώτερος·
ἔχει δὲ μοῖραν καὶ τόδ᾽· οἱ γὰρ ἐν σοφοῖς
φαῦλοι παρ᾽ ὄχλωι μουσικώτεροι λέγειν.
990 ὅμως δ᾽ ἀνάγκη, ξυμφορᾶς ἀφιγμένης,
γλῶσσάν μ᾽ ἀφεῖναι. πρῶτα δ᾽ ἄρξομαι λέγειν
ὅθεν μ᾽ ὑπῆλθες πρῶτον ὡς διαφθερῶν
οὐκ ἀντιλέξοντ᾽. εἰσορᾶις φάος τόδε
καὶ γαῖαν· ἐν τοῖσδ᾽ οὐκ ἔνεστ᾽ ἀνὴρ ἐμοῦ,
995 οὐδ᾽ ἢν σὺ μὴ φῆις, σωφρονέστερος γεγώς.
ἐπίσταμαι γὰρ πρῶτα μὲν θεοὺς σέβειν
φίλοις τε χρῆσθαι μὴ ἀδικεῖν πειρωμένοις
ἀλλ᾽ οἷσιν αἰδὼς μήτ᾽ ἐπαγγέλλειν κακὰ
μήτ᾽ ἀνθυπουργεῖν αἰσχρὰ τοῖσι χρωμένοις,
1000 οὐκ ἐγγελαστὴς τῶν ὁμιλούντων, πάτερ,
ἀλλ᾽ αὑτὸς οὐ παροῦσι κἀγγὺς ὢν φίλοις.
ἑνὸς δ᾽ ἄθικτος, ὧι με νῦν ἔχειν δοκεῖς·
λέχους γὰρ ἐς τόδ᾽ ἡμέρας ἁγνὸν δέμας.
οὐκ οἶδα πρᾶξιν τήνδε πλὴν λόγωι κλύων
1005 γραφῆι τε λεύσσων· οὐδὲ ταῦτα γὰρ σκοπεῖν
πρόθυμός εἰμι, παρθένον ψυχὴν ἔχων.
καὶ δὴ τὸ σῶφρον τοὐμὸν οὐ πείθει σ᾽· ἴτω·
δεῖ δή σε δεῖξαι τῶι τρόπωι διεφθάρην.
πότερα τὸ τῆσδε σῶμ᾽ ἐκαλλιστεύετο
1010 πασῶν γυναικῶν; ἢ σὸν οἰκήσειν δόμον
ἔγκληρον εὐνὴν προσλαβὼν ἐπήλπισα;
μάταιος ἆρ᾽ ἦν, οὐδαμοῦ μὲν οὖν φρενῶν.
ἀλλ᾽ ὡς τυραννεῖν ἡδὺ τοῖσι σώφροσιν;
†ἥκιστά γ᾽, εἰ μὴ† τὰς φρένας διέφθορεν
1015 θνητῶν ὅσοισιν ἁνδάνει μοναρχία.
ἐγὼ δ᾽ ἀγῶνας μὲν κρατεῖν Ἑλληνικοὺς
πρῶτος θέλοιμ᾽ ἄν, ἐν πόλει δὲ δεύτερος
σὺν τοῖς ἀρίστοις εὐτυχεῖν ἀεὶ φίλοις·
πράσσειν τε γὰρ πάρεστι, κίνδυνός τ᾽ ἀπὼν
1020 κρείσσω δίδωσι τῆς τυραννίδος χάριν.
ἓν οὐ λέλεκται τῶν ἐμῶν, τὰ δ᾽ ἄλλ᾽ ἔχεις·
εἰ μὲν γὰρ ἦν μοι μάρτυς οἷός εἰμ᾽ ἐγὼ
καὶ τῆσδ᾽ ὁρώσης φέγγος ἠγωνιζόμην,
ἔργοις ἂν εἶδες τοὺς κακοὺς διεξιών·
1025 νῦν δ᾽ ὅρκιόν σοι Ζῆνα καὶ πέδον χθονὸς
ὄμνυμι τῶν σῶν μήποθ᾽ ἅψασθαι γάμων
μηδ᾽ ἂν θελῆσαι μηδ᾽ ἂν ἔννοιαν λαβεῖν.
ἦ τἄρ᾽ ὀλοίμην ἀκλεὴς ἀνώνυμος
[ἄπολις ἄοικος, φυγὰς ἀλητεύων χθόνα,]
1030 καὶ μήτε πόντος μήτε γῆ δέξαιτό μου
σάρκας θανόντος, εἰ κακὸς πέφυκ᾽ ἀνήρ.
τί δ᾽ ἥδε δειμαίνουσ᾽ ἀπώλεσεν βίον
οὐκ οἶδ᾽, ἐμοὶ γὰρ οὐ θέμις πέρα λέγειν·
ἐσωφρόνησε δ᾽ οὐκ ἔχουσα σωφρονεῖν,
1035 ἡμεῖς δ᾽ ἔχοντες οὐ καλῶς ἐχρώμεθα.
ΧΟ. ἀρκοῦσαν εἶπας αἰτίας ἀποστροφὴν
ὅρκους παρασχών, πίστιν οὐ σμικράν, θεῶν.
***
ΙΠΠ. Πατέρα, η μάνητά σου και το ξέπαρμα
του νου σου φοβερά. Κι όμως το πράμα
κι αν σηκώνει ομορφόλογα, δεν είναι
καθόλου δίκιο, αν το καλοεξετάσεις.
Εγώ ᾽μαι αδέξιος να μιλάω σε κόσμο,
αλλά σε λιγοστούς και συνομήλικους
τα καταφέρνω πιο καλά. Κι έτσ᾽ είναι!
Μπροστά στους γνωστικούς οι τιποτένιοι
τα χάνουν, μα στον όχλο κελαηδάνε.
990 Όμως ανάγκη, αφού με βρήκε τέτοια
κακοτυχιά, τη γλώσσα μου να λύσω.
Και πρώτ᾽ από την πλάγια σου φοβέρα
θ᾽ αρχίσω, πως χωρίς ν᾽ αντιμιλήσω
θα με χαλάσεις! Κοίτα το ηλιοφώς,
κοίτα τη χώρα! Μες σ᾽ αυτά κανένας
δε γεννήθηκεν —όσο κι αν τ᾽ αρνιέσαι—
από μένα πιο φρόνιμος. Και πρώτα
ξέρω τα θεία να σέβομαι, κατόπι
να ᾽χω φίλους που τ᾽ άδικο μισούνε
και ντρέπονται να κάνουν ή να λένε
πράματα αισχρά και μήτε ανταποδίνουν
το κακό σ᾽ όσους το ᾽χουνε συνήθειο.
1000 Τους φίλους μου δεν τους γελάω, πατέρα.
Τίμιος είμαι κοντά τους ή μακριά τους.
Κι ένα πράμα ποτέ μου δεν το γνώρισα!
Αυτό που τώρα εσύ με κακοβάνεις:
τη γυναίκα! Το σώμα μου ως τα σήμερα
αμόλευτο. Δεν ξέρω αυτήν την πράξη
παρά από ζωγραφιές κι από κουβέντες.
Δε μου αρέσουν αυτά, δεν τα προσέχω!
Γιατί κρατώ παρθένα την ψυχή μου.
Η αγνότητά μου αν δε σε πείθει, τότε
πρέπει εσύ να μου δείξεις πώς εχάλασα.
Μήπως ήταν απ᾽ όλες τις γυναίκες
1010 η ομορφότερη᾽ ή μήπως και στοχάστηκα
να τηνε παντρευτώ κι έτσι να γίνω
του θρόνου κληρονόμος; Αλλά τόσον
είμαι μωρός, χωρίς κουκούτσι γνώση;
Ή θα μου πεις γλυκό το βασιλίκι;
Για γνωστικούς, καθόλου! Όσοι αγαπάνε
να μοναρχεύουν, το μυαλό τους χάλασε!
Εγώ ένα πράμα θέλω: να πρωτεύω
στα ελληνικά αγωνίσματα και να ᾽μαι
στην πολιτεία ο δεύτερος, με φίλους
γκαρδιακούς, για να χαίρομαι τη ζήση
κι ό,τι θέλω να κάνω, χωρίς κίντυνο,
1020 κι αυτό ᾽ναι πιο γλυκό απ᾽ το βασιλίκι.
Όλα σου τά ειπα κι ένα λείπει, ετούτο:
αν είχα κάποιον που να μαρτυρήσει
ποιός είμαι κι αν με τούτη ζωντανή
κρινόμουν, τότε θα ᾽βλεπες ξετάζοντας
τα πράματα, (όχι λόγια) αν είμαι φταίχτης.
Και τώρ᾽ αμώνω εγώ τον όρκιο Δία,
στη Μάνα γης, πως τόσο δα δεν άγγιξα
το στεφάνι σου μήτε το βουλήθηκα
μηδέ μου πέρασε απ᾽ το νου ποτές.
Καταραμένος κι άτιμος να πέθαινα
(αλήτης δώθε κείθε, άπατρης, άστεγος)
1030 και μήτε γης και πέλαο να δεχτούνε
το κουφάρι μου, αν είμ᾽ εγώ κακός.
Αν από κάποιο φόβο αυτή σκοτώθηκε,
δεν το ξέρω και δε μου πέφτει λόγος.
Αν δεν μπόρεσε να ᾽ναι φρόνιμη, όμως
φρόνιμα έπραξε! Εμένα η φρονιμάδα μου
καθόλου δε μου βγήκε σε καλό!
ΚΟΡ. Τα λόγια σου την κατηγόρια γκρέμισαν,
κι έδωσες όρκους, την πιο πλέρια απόδειξη!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου