Ο Χώρος στη «φιλοσοφική σκέψη» (είτε στον εμπειρικό στοχασμό, είτε στην «μεθοδική» ερμηνεία της πραγματικότητας), από την αρχαιότητα, γινόταν αντιληπτός σαν «οντότητα που περιέχει», σαν ένα πραγματικό φυσικό πλαίσιο, εντός του οποίου υπάρχουν τα πράγματα… Ο Χώρος με άλλα λόγια, είναι Αυθυπόστατος, Απόλυτος, Άμορφος, και «Οντολογικά» Πρότερος των πάντων…
Έτσι ο Χώρος έχει Φυσική Ύπαρξη και αποτελεί από μόνος του μία οντότητα (ανεξάρτητα από το αν υπάρχουν ή όχι τα «πράγματα»). Με αυτή την έννοια ταυτίζεται με την Φύση, την Φύση που θα γεννήσει τα πάντα, θα τα περιέχει… ενώ τα «πράγματα» (καταστάσεις και οντότητες) αναδύονται από την Φύση, ολοκληρώνονται στην Φύση, και καταλύονται γινόμενα έτσι ένα με την Φύση…
Στην καθαρά φιλοσοφική (αφηρημένη) έννοιά του ο Χώρος ταυτίζεται με την Κενότητα, που δεν είναι η «κενότητα του τίποτα», αλλά το πλαίσιο εντός του οποίου αναδύεται το υπάρχον. Έτσι, με αυτή ην έννοια, ο Χώρος ταυτίζεται με το Αρχέγονο «Χάος», την Πρώτη Αρχή, και στην «Θεογονία» του Ησίοδου, και στην «Ορφική Θεογονία». Αυτό το «Χάος», που θα «προσδιορισθεί» αργότερα σαν Απεριόριστο Αχανές, Άχρονο, Χωρίς Ιδιότητες, θα ταυτιστεί με τον «Θεό» της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, και των «Ορφικών» ιδιαίτερα…
Από την στιγμή όμως που ο άνθρωπος στρέφεται από τον Χώρο στα αντικείμενα, για να προσδιορίσει την θέση τους και την σχέση τους με άλλα αντικείμενα, η «έννοα του χώρου» αλλάζει, ο χώρος γίνεται μετρήσιμος και μπορεί να περιγραφεί από ένα σύστημα γεωμετρικών συντεταγμένων. Έτσι, γεννιέται στην Αρχαία Ελλάδα (στην αρχαιοελληνική σκέψη) ο «γεωμετρικός χώρος», η γεωμετρία…
Έτσι, λοιπόν, πλάι στην έννοια του Απόλυτου Χώρου, του θεωρητικού, του νοητού, του «μυστικιστικού», που κατάγεται από την αρχαία σκέψη που «ταυτίζει» τον Χώρο με την Φύση, το Θεό, εισάγεται στους κλασσικούς χρόνους η δεύτερη έννοια του χώρου, του χώρου που αντιλαμβάνεται και μετρά ο άνθρωπος προσδιορίζοντας την θέση και την σχέση των αντικειμένων μεταξύ τους, ο γεωμετρικός χώρος… Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι πως, και οι δύο έννοιες του Χώρου (και του χώρου) έχουν αρχαιοελληνική καταγωγή… Στην συνέχεια θα καταλάβουμε, γιατί επιμένουμε σε αυτό…
Για τους Αρχαίους Έλληνες (και την αρχαιοελληνική σκέψη) ο Χώρος (η Φύση, ο Θεός) είναι Ενιαίος, και η μόνη Πραγματική Ιδιότητά του είναι η Κενότητα (η Άγνωστη Κενότητα που «Περιέχει» Εν Δυνάμει τα πάντα, κι από την Οποία Αναδύονται τα πάντα…)… Εντός του «Ενιαίου Χώρου» «συμβαίνουν» όλα…
Στον σχετικό περιορισμένο γεωμετρικό χώρο (της ανθρώπινης αντίληψης) το αρχαίο χάσμα (η απόσταση των πραγμάτων μεταξύ τους) νοείται σαν «κενό», σαν φυσική οντότητα… Όταν ο Παρμενίδης έλεγε ότι το «κενό» δεν είναι φυσική οντότητα, δεν υπάρχει, κι ότι όλα ανήκουν στον Ενιαίο Χώρο του Όντος αναφερόταν στον Απόλυτο Φυσικό Χώρο που τα «περιέχει» όλα… Αντίθετα, όσοι υποστήριζαν την ύπαρξη του «κενού», σαν φυσικής οντότητας, αναφερόταν στον ανθρώπινο μετρήσιμο γεωμετρικό χώρο (δηλαδή σε μία ανθρώπινη νοητική κατασκευή, «περιγραφή» του χώρου που αντιλαμβανόμαστε)… Με άλλα λόγια οι αρχαίοι φιλόσοφοι ούτε «σύγχυση» (των εννοιών) έκαναν, ούτε «διαφωνούσαν» μεταξύ τους, απλά αναφέρονταν σε «διαφορετικά» πράγματα.. Μόνο, μερικοί «αμόρφωτοι» σύγχρονοι «σοφοί» και «ερμηνευτές», ανακαλύπτουν σύγχυση και διαφωνίες (στην αρχαιοελληνική σκέψη), εκεί που δεν υπάρχουν…
Στα νεότερα χρόνια, ο Νεύτων, υιοθέτησε την πρώτη έννοια (αρχαιοελληνικής καταγωγής) του «απόλυτου» χώρου («απαλλαγμένη» από τα «μυστικιστικά» της στοιχεία, και περιορισμένη μόνο στον υλικό φυσικό χώρο), για να ερμηνεύσει την πραγματικότητα… κι ως ένα σημείο την περιγράφει επαρκώς…
Ο Αϊνστάιν στην θεωρία του της σχετικότητας, υιοθέτησε την δεύτερη έννοια (αρχαιοελληνικής καταγωγής) του «σχετικού χώρου»… Και οι δύο, και ο Νεύτωνας και ο Αϊνστάιν έχουν (εν μέρει) δίκιο…
Ειδικότερα για τον Αϊνστάιν, ο χώρος ορίζεται, υποστασιοποιείται, κι έχει έννοια, από την θέση και την διάταξη των αντικειμένων. Προφανώς, πρόκειται εδώ για μία καθαρά μαθηματική έννοια του χώρου που μπορεί να έχει επιστημονική και πρακτική σημασία, αλλά αναφέρεται σε ένα κλειστό σύστημα αντίληψης του ανθρώπου (της συνηθισμένης σχετικής συνείδησής του), δεν είναι η «απόλυτη αλήθεια»…
Για την Φιλοσοφία όμως, «υπάρχουν», πολλά, περισσότερα, πράγματα από όσα αντιλαμβάνεται η (συνηθισμένη) ανθρώπινη σκέψη… Το βασικό ερώτημα για την Φιλοσοφία, είναι «Που», Πως», «Γιατί», αναδύθηκαν τα αντικείμενα… «Τι» είναι τα αντικείμενα, και «Ποια» Σχέση έχουν με την «Πηγή» τους…
Αυτό το «Απροσδιόριστο» και «μη-μετρήσιμο» «Που», είναι ο «Αρχαίος Φιλοσοφικός Χώρος», που ταυτίζεται με το «Χάος», την Φύση, τον Θεό… Η επιστήμη δεν μπορεί και δεν έχει τίποτα να πει γι' Αυτόν τον «Χώρο»… Η επιστήμη μπορεί να χρησιμοποιεί τα «μέτρα» της και να «μετρήσει» την πραγματικότητα και τα αντικείμενα, μόνο όταν αντιμετωπίζει συγκεκριμένα αντικείμενα… Κι αυτό που «δομεί», είναι, πάντα, μία νοητική σύλληψη, μία κατασκευή, μία περιγραφή… δεν είναι η Πραγματικότητα, ούτε η «απόλυτη αλήθεια»…
Ο «Κόσμος»
Ο «Κόσμος» νοείται σαν ο Ενιαίος Χώρος («ταυτίζεται», και είναι η Φύση, η Θεότητα), που μεταβάλλεται, αλλάζει, κινείται, «εσωτερικά»… Έτσι όλα είναι Φύση, Ξεδιπλώνονται από την Φύση, Εξελίσσονται μέσα στην Φύση, κι Ολοκληρώνονται, Ταυτίζονται με την Φύση, στη Φύση…
Αυτή η «εσωτερική μεταβολή» είναι η «δημιουργία», κι αυτή είναι η μοναδική πραγματικότητα…
Έτσι, δικαιώνεται (και αποκτά σημασία) ο «παλαιός λόγος» (ορφικής προέλευσης) που διασώζει ο Πλάτωνας (Νόμοι, Δ, VII, 715, E): «ο μεν δη Θεός αρχήν και τελευτήν και μέσα των όντων απάντων έχει».
Κι ο Αριστοτέλης, ο μαθητής του, (στο αποδιδόμενο σε αυτόν σύγγραμμα «Περί κόσμου», VII, 401), το λέει τελείως καθαρά:
«Ζεὺς πρῶτος εγένετο, Ζεὺς ὕστατος ἀρχικέραυνος·
Ζεὺς κεφαλή, Ζεὺς μέσα, Διὸς δ' ἐκ πάντα τέτυκται»…
Η εσωτερική κίνηση της Φύσης είναι «κυκλική», κι η δημιουργία χάνεται και ξαναγεννιέται σε μία αιώνια παλιγγενεσία (σε μία αιώνια επιστροφή)…
Με άλλα λόγια, δεν διαχωρίζεται η Πραγματικότητα, η Θεότητα, από την δημιουργία, κι ο χρόνος είναι κυκλικός κι όχι ευθύγραμμος, (σαν την «μέρα», σαν το «έτος», την «περιστροφή του γαλαξία», του «σύμπαντος», της «δημιουργίας»…).
Στην μετέπειτα φιλοσοφική σκέψη (Παρμενίδης, Πλάτωνας, κλπ), ο Ενιαίος Χώρος (η Φύση, η Θεότητα) θα ταυτιστεί με το «Είναι» (το «τελείως είναι»), ενώ η «εσωτερική μεταβολή του Είναι», η δημιουργία, με το «γίγνεσθαι»…
Στην πραγματικότητα, «Είναι» και «γίγνεσθαι», δεν διαφέρουν. Το «Είναι» έχει ένα απόλυτο χαρακτήρα, που δεν χάνεται ποτέ, ενώ το «γίγνεσθαι» είναι η δραστηριότητα, οι «τρόποι», οι «αλλαγές» του «Είναι» (που είναι σχετικές, και πάντως προσωρινές πραγματικότητες, μέσα στην Απεραντοσύνη του Άχρονου…).
Αιώνες αργότερα οι χριστιανοί «φιλόσοφοι» θα «διαχωρίσουν» (αυθαίρετα και τεχνητά και επιπόλαια) την Πραγματικότητα (την Θεότητα) από την δημιουργία, «δημιουργώντας» ένα «οντολογικό» και «πρακτικό» αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στην Θεότητα και την (δημιουργημένη) φύση, τον άνθρωπο… Από την άλλη αναγκάστηκαν να «μιλήσουν» για μία δημιουργία (όχι από την Προϋπάρχουσα Φύση, την Ανεξάντλητη Πηγή των πάντων αλλά για μία δημιουργία) εκ του «μηδενός»… Ενώ θεώρησαν τον χρόνο (μέσα σε αυτή την δημιουργία) ευθύγραμμο…
Πρόκειται εδώ, για αυθαίρετες θεωρίες (και φαντασιώσεις), που ήδη είχαν «επισημάνει» πολλοί από τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους… «θεωρίες» που δεν «ανταποκρίνονται» στα πράγματα… (δικό τους πρόβλημα…).
Το «κοσμοείδωλο»
Οι Αρχαίοι Έλληνες, αντιλαμβάνονταν την Ύπαρξη, σαν Ενιαίο Χώρο… Μέσα σε Αυτόν τον Ενιαίο Υπαρξιακό Χώρο (είτε τον ονομάσουμε «Χώρο», «Κόσμο», «Φύση», «Θεότητα», ή όπως αλλιώς…), διακρίνονταν, όταν μετρούσαμε την πραγματικότητα με ανθρώπινη αντίληψη και μέτρα, διάφορες «περιοχές»… που όμως πάντα «εντάσσονται» μέσα στον «Ενιαίο Χώρο», και «συνδέονται», «οντολογικά» και «πρακτικά» με την «Μία Φύση»…
Οι «Περιοχές» της Ύπαρξης (στον «οντολογικό χαρακτήρα» τους, και στην «θεολογική έννοιά» τους, αντίστοιχα) είναι:
Άχρονο ή Ζευς (και Δηώ, Δήμητρα,- προκοσμική «γαία» - σαν «Άχρονη Φύση»)
Παγκόσμιο Πνεύμα, ή Διόνυσος Ζαγρέας (της Δήμητρας, ή της Κόρης, ή της Περσεφόνης, σαν της «Μίας Φύσης»)
Νους, ή Διόνυσος (της Σεμέλης, σαν «Ανώτερης Πραγματικής Φύσης»)
Ψυχή, ή Βάκχος (της «Δήμητρας» ή της «Σεμέλης», σαν «Υπερφύσης»)… και «ψυχή», ή Κόρη (της «Δήμητρας»)
Ψυχή (υλική ψυχή, ψυχοσωματική «συνεργασία» Ψυχής και σώματος), εγώ, ή Περσεφόνη (της «Δήμητρας»)
Διάνοια, εσωτερικός νους, ή Άρτεμις
Εξωτερικός νους, αίσθηση, ή Απόλλωνας
Σώμα, ή Δήμητρα (στην υλική μορφή της).
Ο «ιερός χώρος»
Εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι θεωρούσαν κάποιους τόπους ιερούς, έφτιαχναν «βωμούς» και «τεμένη», κι αργότερα, ύψωσαν ναούς…
Αυτό που κάνει ένα τόπο ιερό, δεν είναι κάποια ιδιότητα του χώρου, αλλά το γεγονός της «ιεροφάνειας», το ότι σε αυτόν τον χώρο Αποκαλύπτεται το Υπερκόσμιο, η Θεότητα… Στην πραγματικότητα όμως η ιεροφάνεια, το γεγονός ότι ο χώρος καθίσταται μία «πύλη» που ενώνει το κοσμικό με το Υπερβατικό, δεν είναι εγγενής ιδιότητα του χώρου… εξαρτάται από την «διαδικασία» που ακολουθεί ο άνθρωπος για να επικοινωνήσει με το Άγνωστο. Αν η διαδικασία (προσευχή, τελετή, κλπ…) οδηγεί πραγματικά στο Βίωμα του Αόρατου, ο χώρος «λειτουργεί», διαφορετικά όχι. Με αυτή την έννοια αυτό που «παίζει ρόλο» είναι η «ενέργεια του ανθρώπου», όχι ο τόπος αυτός καθ’ εαυτός. Έτσι, ολόκληρος ο κόσμος, κάθε τόπος, μπορεί να «χρησιμοποιηθεί», και τότε καθίσταται ιερός. Με άλλα λόγια η «χρήση» ενός τόπου σαν ιερού είναι τελείως «αυθαίρετη» (ως προς «εξωτερικούς παράγοντες»), αλλά «ισχύει» εφ’ όσον «λειτουργεί»… Ο άνθρωπος «δημιουργεί» τους ιερούς χώρους, δεν υπάρχουν ιεροί χώροι αυτοί καθ’ εαυτοί (από μόνοι τους)… Αυτό ισχύει και για τόπους όπου «δραστηριοποιήθηκαν» κάποιοι «μεγάλο» ή «άγιοι» άνθρωποι…
Έχει λάθος ο Ελιάντε (μεγάλος θρησκειολόγος και καθηγητής, παλιότερα, στο πανεπιστήμιο, στο Σικάγο) όταν λέει ότι: «η εκδήλωση του ιερού επιβάλλεται στον άνθρωπο έξωθεν»… Έξωθεν; Από «Που;»… Η «έννοια» της Θεότητας, και του «ιερού» είναι περιορισμένη και «σχηματική» στις μελέτες του Ελιάντε (προφανώς επειδή «δεσμεύονταν» από «χριστιανικές» αντιλήψεις…).
Ο Θεός Είναι το Όλον, Ενιαίος Συνειδησιακός Χώρος, και τα περιλαμβάνει όλα… δεν υπάρχει «έξωθεν»… Προφανώς, μόνο μία συνείδηση περιορισμένη, «απομονωμένη» από την Οντολογική Βάση της, «κλεισμένη» στον μικρό προσωπικό αντιληπτικό χώρο της, σχηματίζει την έννοια του «έξωθεν»… Αλλά μία «τέτοια συνείδηση» δεν μπορεί να είναι «αυθεντική θρησκευτική συνείδηση». Μία «αυθεντική θρησκευτική συνείδηση» αντιλαμβάνεται τον Θεό, σαν την Οντολογική Βάση της, σαν Υπερσύνολο Ύπαρξης, Πατέρα και Καταφύγιο της περιορισμένης ύπαρξης… Ο Θεός δεν είναι το «αντικείμενο» (του νου), «απέναντί» μας. Αυτός ο «Θεός» είναι μία ανθρώπινη κατασκευή, ένα «είδωλο», που κατά παράβαση της «εντολής» του Μωυσή (στον «Δεκαλογό» του) κατασκεύασαν οι «ιουδαίοι» και κληρονόμησαν οι «εβραΐζοντες χριστιανοί»… Είναι δικαίωμα του Ελιάντε να υιοθετεί μία τέτοια άποψη για τον Θεό, αλλά είναι δική μας υποχρέωση να την «απορρίψουμε»…
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη (θρησκειολογική και επιστημονική) ανακρίβεια από την φράση του Ελιάντε (στην «Πραγματεία πάνω στην ιστορία των θρησκειών»), που λέει ότι: «ο (ιερός) χώρος ποτέ δεν έχει «εκλεγεί» από τον άνθρωπο, τον ανακαλύπτει απλώς»… ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει… άσχετα με το τι «υποστηρίζουν» εκ των υστέρων οι άνθρωποι…
Τα «Ιερά» της Αρχαίας Ελλάδας είναι «ιερά» επειδή λειτουργούν σαν Πύλες του Υπερβατικού (Προς το Υπερβατικό), όχι επειδή οι ίδιοι οι τόποι είναι ιεροί…
Οι φράχτες, τα πέτρινα αναχώματα, που διαχωρίζουν τον ιερό χώρο από τον υπόλοιπο χώρο, (τον περιβάλλοντα τον ιερό χώρο), είναι μία ανθρώπινη κατασκευή που «σημασιοδοτεί» την χρήση του χώρου, τίποτα άλλο… Δεν σημαίνει καθόλου την «βέβαιη και μόνιμη παραμονή της θεότητας» στο εσωτερικό του περιβόλου (του τεμένους). αυτό είναι ειδωλολατρία. Ούτε η βεβήλωση του χώρου (από «ιερόσυλους», κι αργότερα, με την επικράτηση του χριστιανισμού, από «καλούς χριστιανούς που αγαπούν τον πλησίον τους»…) σημαίνει αναγκαστικά την απομόνωση του κοσμικού χώρου από το Υπερκόσμιο. Όλα αυτά είναι προλήψεις…
Η Αληθινή Θρησκεία (του Βιώματος του Υπερβατικού, όπως είναι η Αρχαιοελληνική Θρησκεία) δεν «καταστρέφεται» με εξωτερικά μέσα… Μπορεί οι «χριστιανοί του Παύλου» να επικράτησαν πολιτικά (επειδή αυτό εξυπηρετούσε τους βυζαντινούς αυτοκράτορες), μπορεί οι «καλοί χριστιανοί» να γκρέμισαν τους ναούς και να «κατακρεούργησαν» Έλληνες φιλοσόφους (όπως την Υπατία στην Αλεξάνδρεια), όμως η Ελληνική Θρησκεία «ζει» μέσα στην νου (στην φιλοσοφική σκέψη και γλώσσα, με τις «αρχαιοελληνικές έννοιες», μέσα στην ψυχή, μέσα στην «καρδιά» των Ελλήνων (όσων «Γνήσιων Ελλήνων» έχουν απομείνει στην «Πόλη», όπου μπήκαν οι «οχτροί»…
Ο «Ιερός Χώρος» δεν «λειτουργεί» αυτόματα και μηχανιστικά. Αυτό το γνώριζαν οι Αρχαίοι Έλληνες. Γι’ αυτό και τα «Μυστήριά» τους απαιτούσαν πνευματική προσπάθεια κι εσωτερική μεταμόρφωση (ψυχοσωματική κάθαρση, ψυχική απάθεια, καθαρότητα του νου, πνευματική ενότητα, Ομοίωση με τον Θεό)… Αντίθετα οι (πολιτικά) επικρατήσαντες «χριστιανοί» με τα «μυστήριά» τους, που είναι («κακές απομιμήσεις» των Αρχαίων Μυστηρίων, όπως θα αποδείξουμε στην συνέχεια… και) τελείως εξωτερικές, υλικές, τελετές (άσχετα από τον «αυθαίρετο», «θεωρητικό» συμβολισμό που τους αποδίδουν οι «ιερουργοί» τους), δεν μπορούν να επιτύχουν ούτε καν «ηθική» δικαίωση… Ακόμα και σήμερα, όλα τα εγκλήματα, πολέμους, οικονομική εκμετάλλευση, κλπ… «καλοί χριστιανοί» τα «κάνουν»…
Ο «Μαγικός Κύκλος» που (εδώ και χιλιάδες χρόνια) χρησιμοποιήθηκε στην μαγικοθρησκευτική σκέψη και τελετουργία, χρησιμοποιείται και στον (εμπρόθετο) καθαγιασμό χώρων, σαν «ιερών»… Αυτή η δραστηριότητα είναι απλά αποτέλεσμα της ταύτισης (εξ’ αιτίας σύγχυσης στα αρχαία χρόνια…) της Πραγματικότητας με την «σκέψη» (την αντίληψη που έχουμε για την Πραγματικότητα), και την «επιθυμία» μας, μία πράξη «μαγική», ένδειξη μη εξελιγμένης συνείδησης και θρησκευτικής αντίληψης…
Το «Αρχέτυπο» του «Ιερού Χώρου», είναι ακριβώς ο χώρος στον οποίο καταργούνται τα όρια και ο διαχωρισμός ανάμεσα στο κοσμικό και το Υπερκόσμιο, δηλαδή ο «μη – χώρος»… Με αυτή την έννοια οποιοσδήποτε χώρος μπορεί να «αναδειχθεί» σε «ιερό χώρο»… Η επανάληψη του «Αρχετύπου», η κατασκευή ενός χώρου σαν ιερού, η ανακήρυξή του δηλαδή σε «μη – χώρο», σε Πύλη προς το Υπερβατικό, μπορεί να γίνει και να ξαναγίνει άπειρες φορές… Κι ακόμα (το πιο σημαντικό) «Ιερός Χώρος» είναι όλη η δημιουργία (και κάθε χώρος που θα «επιλεγεί»)… Επεκτείνοντας αυτή την αντίληψη (αφού όλη η δημιουργία είναι ιερός χώρος) κατανοούμε ότι δεν χρειάζεται καν να επιλέξουμε κάποιο ιδιαίτερο χώρο για να λατρεύσουμε τον Θεό… ο Θεός λατρεύεται παντού, οπουδήποτε…
Ο Διόνυσος υπήρξε ο κατ’ εξοχήν «άπολις» Θεός, ο Θεός χωρίς ναούς. Λατρευόταν οπουδήποτε, και στο ύπαιθρο, σε αυτοσχέδιους κι όχι μόνιμους βωμούς (όταν γίνονταν τελετουργίες)… Αργότερα του αφιερώθηκαν ναοί, όταν οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν εύκολα εκτός πόλης… για την διευκόλυνση της διεξαγωγής των εορτών…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου