Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα πουλί. Στολισμένο με δύο τέλειες φτερούγες και λαμπερό, χρωματιστό και υπέροχο φτέρωμα. Ήταν δηλαδή ένα ζώο φτιαγμένο για να πετάει ελεύθερο και να αιωρείται στον ουρανό, δίνοντας χαρά σε όποιον το παρατηρούσε.
Μια μέρα, μια γυναίκα είδε το πουλί και το ερωτεύτηκε. Έμεινε να κοιτάζει το πέταγμά του με το στόμα ανοιχτό από τη σαστιμάρα, με την καρδιά της να γοργοχτυπάει και τα μάτια της να λάμπουν από συγκίνηση. Την κάλεσε να πετάξει μαζί του και ταξίδεψαν μαζί στον ουρανό μέσα σε απόλυτη αρμονία.
Η γυναίκα θαύμαζε, υμνούσε και λάτρευε το πουλί. Αλλά τότε σκέφτηκε: Μπορεί να θέλει να γνωρίσει μακρινούς τόπους και βουνά! Και η γυναίκα αισθάνθηκε φόβο. Φόβο μην το ξανανιώσει αυτό με άλλο πουλί. Και αισθάνθηκε φθόνο, φθόνο για την ικανότητα του πουλιού να πετάει. Και αισθάνθηκε μοναξιά.
Και σκέφτηκε: Θα στήσω παγίδα. Την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί το πουλί, δε θα ξαναφύγει. Το πουλί που ήταν και αυτό ερωτευμένο, επέστρεψε την επόμενη μέρα, έπεσε στην παγίδα και κλείστηκε στο κλουβί. Κάθε μέρα η γυναίκα κοιτούσε το πουλί. Ήταν το αντικείμενο του πάθους της και το έδειχνε στις φίλες της, που σχολίαζαν: «Μα εσύ τα έχεις όλα».
Όμως άρχισε να γίνεται μια παράξενη μεταμόρφωση: αφού είχε το δικό της πουλί και δε χρειαζόταν πια να το κατακτήσει, έχανε το ενδιαφέρον της. Το πουλί, χωρίς να μπορεί να πετάξει και να εκφράζει το νόημα της ζωής του, άρχισε να μαραζώνει, να χάνει τη λάμψη του, να ασχημαίνει και η γυναίκα δεν του έδινε πλέον την προσοχή της, μόνο το τάιζε και φρόντιζε το κλουβί του.
Μια ωραία μέρα, το πουλί πέθανε. Η γυναίκα λυπήθηκε πολύ και το σκεφτόταν συνέχεια. Αλλά δεν θυμόταν το κλουβί, θυμόταν μόνο τη μέρα που το είδε για πρώτη φορά, να πετάει ευχαριστημένο στα σύννεφα. Αν παρατηρούσε τον εαυτό της, θα ανακάλυπτε ότι αυτό που τη συγκινούσε τόσο πολύ στο πουλί ήταν η ελευθερία του, η ενέργεια που εξέπεμπαν οι φτερούγες του, όχι το ίδιο του το σώμα.
Χωρίς το πουλί και η δική της ζωή έχασε το νόημά της και ο θάνατος ήρθε να χτυπήσει την πόρτα της. «Γιατί ήρθες;» ρώτησε τον θάνατο. «Για να μπορέσεις να ξαναπετάξεις μαζί του στα ουράνια», αποκρίθηκε ο θάνατος. Αν το είχες αφήσει να φύγει και πάντα να επιστρέφει, θα το αγαπούσες και θα το θαύμαζες ακόμη περισσότερο. Τώρα όμως χρειάζεσαι εμένα για να μπορέσεις να το ξαναδείς».
Μια μέρα, μια γυναίκα είδε το πουλί και το ερωτεύτηκε. Έμεινε να κοιτάζει το πέταγμά του με το στόμα ανοιχτό από τη σαστιμάρα, με την καρδιά της να γοργοχτυπάει και τα μάτια της να λάμπουν από συγκίνηση. Την κάλεσε να πετάξει μαζί του και ταξίδεψαν μαζί στον ουρανό μέσα σε απόλυτη αρμονία.
Η γυναίκα θαύμαζε, υμνούσε και λάτρευε το πουλί. Αλλά τότε σκέφτηκε: Μπορεί να θέλει να γνωρίσει μακρινούς τόπους και βουνά! Και η γυναίκα αισθάνθηκε φόβο. Φόβο μην το ξανανιώσει αυτό με άλλο πουλί. Και αισθάνθηκε φθόνο, φθόνο για την ικανότητα του πουλιού να πετάει. Και αισθάνθηκε μοναξιά.
Και σκέφτηκε: Θα στήσω παγίδα. Την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί το πουλί, δε θα ξαναφύγει. Το πουλί που ήταν και αυτό ερωτευμένο, επέστρεψε την επόμενη μέρα, έπεσε στην παγίδα και κλείστηκε στο κλουβί. Κάθε μέρα η γυναίκα κοιτούσε το πουλί. Ήταν το αντικείμενο του πάθους της και το έδειχνε στις φίλες της, που σχολίαζαν: «Μα εσύ τα έχεις όλα».
Όμως άρχισε να γίνεται μια παράξενη μεταμόρφωση: αφού είχε το δικό της πουλί και δε χρειαζόταν πια να το κατακτήσει, έχανε το ενδιαφέρον της. Το πουλί, χωρίς να μπορεί να πετάξει και να εκφράζει το νόημα της ζωής του, άρχισε να μαραζώνει, να χάνει τη λάμψη του, να ασχημαίνει και η γυναίκα δεν του έδινε πλέον την προσοχή της, μόνο το τάιζε και φρόντιζε το κλουβί του.
Μια ωραία μέρα, το πουλί πέθανε. Η γυναίκα λυπήθηκε πολύ και το σκεφτόταν συνέχεια. Αλλά δεν θυμόταν το κλουβί, θυμόταν μόνο τη μέρα που το είδε για πρώτη φορά, να πετάει ευχαριστημένο στα σύννεφα. Αν παρατηρούσε τον εαυτό της, θα ανακάλυπτε ότι αυτό που τη συγκινούσε τόσο πολύ στο πουλί ήταν η ελευθερία του, η ενέργεια που εξέπεμπαν οι φτερούγες του, όχι το ίδιο του το σώμα.
Χωρίς το πουλί και η δική της ζωή έχασε το νόημά της και ο θάνατος ήρθε να χτυπήσει την πόρτα της. «Γιατί ήρθες;» ρώτησε τον θάνατο. «Για να μπορέσεις να ξαναπετάξεις μαζί του στα ουράνια», αποκρίθηκε ο θάνατος. Αν το είχες αφήσει να φύγει και πάντα να επιστρέφει, θα το αγαπούσες και θα το θαύμαζες ακόμη περισσότερο. Τώρα όμως χρειάζεσαι εμένα για να μπορέσεις να το ξαναδείς».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου