ΧΟ. σὲ τὰν ἐναύλοις ὑπὸ δενδροκόμοις [στρ. α]
μουσεῖα καὶ θάκους ἐνί-
ζουσαν ἀναβοάσω,
τὰν ἀοιδοτάταν
ὄρνιθα μελωιδὸν
1110 ἀηδόνα δακρυόεσσαν,
ἔλθ᾽ ὦ διὰ ξουθᾶν γενύων ἐλελιζομένα
θρήνων ἐμοὶ ξυνεργός,
Ἑλένας μελέους πόνους
τὸν Ἰλιάδων τ᾽ ἀει-
1115 δούσαι δακρυόεντα πότμον
Ἀχαιῶν ὑπὸ λόγχαις,
ὅτ᾽ ἔδραμε ῥόθια πολιὰ βαρβάρωι πλάται
ὃς ἔμολεν ἔμολε μέλεα Πριαμίδαις ἄγων
Λακεδαίμονος ἄπο λέχεα
1120 σέθεν, ὦ Ἑλένα, Πάρις αἰνόγαμος
πομπαῖσιν Ἀφροδίτας.
πολλοὶ δ᾽ Ἀχαιῶν δορὶ καὶ πετρίναις [ἀντ. α]
ῥιπαῖσιν ἐκπνεύσαντες Ἅι-
δαν μέλεον ἔχουσιν,
ταλαινᾶν ἀλόχων
κείραντες ἔθειραν,
1125 ἄνυμφα δὲ μέλαθρα κεῖται·
πολλοὺς δὲ πυρσεύσας φλογερὸν σέλας ἀμφιρύταν
Εὔβοιαν εἷλ᾽ Ἀχαιῶν
μονόκωπος ἀνὴρ πέτραις
Καφηρίσιν ἐμβαλών,
1130 Αἰγαίαις ἐνάλοις δόλιον
ἀκταῖς ἀστέρα λάμψας·
ἀλίμενα δ᾽ ὅρια μέλεα βαρβάρου στολᾶς
τότ᾽ ἔσυτο πατρίδος ἀποπρὸ χειμάτων πνοᾶι
γέρας οὐ γέρας ἀλλ᾽ ἔριν
1135 Δαναῶν Μενέλας ἐπὶ ναυσὶν ἄγων
εἴδωλον ἱερὸν Ἥρας.
ὅτι θεὸς ἢ μὴ θεὸς ἢ τὸ μέσον [στρ. β]
τίς φησ᾽ ἐρευνάσας βροτῶν;
1140 μακρότατον πέρας ηὗρεν ὃς τὰ θεῶν ἐσορᾶι
δεῦρο καὶ αὖθις ἐκεῖσε καὶ πάλιν ἀμφιλόγοις
πηδῶντ᾽ ἀνελπίστοις τύχαις.
σὺ Διὸς ἔφυς, ὦ Ἑλένα, θυγάτηρ·
1145 πτανὸς γὰρ ἐν κόλποις σε Λή-
δας ἐτέκνωσε πατήρ·
κἆιτ᾽ ἰαχήθης καθ᾽ Ἑλλανίαν
προδότις ἄπιστος ἄδικος ἄθεος· οὐδ᾽ ἔχω
†τί τὸ σαφὲς ὅτι ποτ᾽ ἐν βροτοῖς τὸ τῶν θεῶν
ἔπος ἀλαθὲς εὗρον†.
1150 ἄφρονες ὅσοι τὰς ἀρετὰς πολέμωι [ἀντ. β]
λόγχαισί τ᾽ ἀλκαίου δορὸς
κτᾶσθ᾽, ἀμαθῶς θανάτωι πόνους καταλυόμενοι.
1155 εἰ γὰρ ἅμιλλα κρινεῖ νιν αἵματος, οὔποτ᾽ ἔρις
λείψει κατ᾽ ἀνθρώπων πόλεις·
†αἳ Πριαμίδος γᾶς ἔλιπον θαλάμους†,
ἐξὸν διορθῶσαι λόγοις
1160 σὰν ἔριν, ὦ Ἑλένα.
νῦν δ᾽ οἱ μὲν Ἅιδαι μέλονται κάτω,
τείχεα δὲ †φλογερὸς† ὥστε Διὸς ἐπέσυτο φλόξ,
ἐπὶ δὲ πάθεα πάθεσι φέρεις †ἀθλίοις
συμφοραῖς αἰλίνοις†.
***
ΧΟΡ. Εσύ που μέσα στα πυκνά
σύδεντρα ζεις και πέτεσαι, αηδόνα,
εσένα κράζω γλυκοκέλαδο πουλί
1110 με τη λυπητερή λαλιά·
τον κόκκινο φουσκώνοντας λαιμό σου
βοήθα να μοιρολογήσω
τα πάθη της Ελένης· κλάψε
τον πόνο και τα δάκρυα
των γυναικών της Τροίας
γι᾽ αυτούς που θέρισε κοντάρι ελληνικό,
όταν το πέλαγο αρμενίζοντας
με το βαρβαρικό σκαρί του
ο Πάρης, του χαμού ο γαμπρός,
ήρθε με συνοδειά την Κύπριδα
στους Πριαμίδες φέρνοντας
1120 γάμο συφοριασμένο από τη Σπάρτη,
εσένα, Ελένη, εσένα.
Με πετροβόλημα και με κοντάρι
πλήθος χαθήκαν οι Αχαιοί
και κατοικούν στον άραχλο Άδη τώρα·
οι δύστυχες γυναίκες τους πενθώντας
έκοψαν τα μαλλιά· απομείναν
έρμα τα σπίτια, δίχως άντρες·
κι αυτός που πάτησε μονάχος
τη θαλασσόζωστη Εύβοια, λαμπρές
φωτιές ανάβοντας στου Καφηρέα τα βράχια,
1130 ναύτες πολλούς ξολόθρεψε, καθώς
τις δολερές ζυγώναν λάμψεις του γιαλού.
Άνεμοι θυμωμένοι τον Μενέλαο διώξαν
αλάργα από τον κάβο του Μαλέα,
όταν γυρνούσε στην πατρίδα φέρνοντας
τ᾽ ομοίωμα της Ήρας, του πολέμου
βραβείο ή κάλλιο την αιτία
να σφάζονται για χρόνια οι Δαναοί.
Τί ᾽ναι θεός, τί μη θεός,
και τί ᾽ναι ανάμεσά τους;
Ποιός θα το πει θνητός πως το ᾽βρε,
καιρό πολύ εξετάζοντας τα πάντα,
1140 μια και το βλέπει, εδώ κι εκεί
των θεών οι γνώμες να πηδούν
και πάλι στο ενάντιο να γυρνάνε
ανέλπιστα κι αλόγιαστα;
Ελένη, είσαι του Δία θυγατέρα·
σαν άσπρος κύκνος ο γονιός σου
στον κόρφο σ᾽ έσπειρε της Λήδας.
Ύστερα σ᾽ όλη την Ελλάδα σε είπαν
άδικη, άπιστη, άθεη, προδότρα·
μες στους ανθρώπους δεν υπάρχει
τίποτα σίγουρο· στων θεών μόνο
1150 τα λόγια βρήκα την αλήθεια.
Ανέμυαλοι όσοι αποζητούν τη δόξα
με λόγχες και με δυνατά
στον πόλεμο κοντάρια,
λογιάζοντας αστόχαστα πως έτσι
θα πάψουν των θνητών τις συμφορές·
γιατί αν το δίκιο σου ζητάς με το αίμα,
η αμάχη δεν θα λείψει από τον κόσμο·
γι᾽ αυτήν οι Πριαμίδες πήγαν
κάτω στη γης, ενώ μπορούσαν
μονάχα με τα λόγια, Ελένη,
1160 τέλος να δώσουνε στην έχθρα.
Τώρα στον Άδη ᾽ναι βαθιά χωμένοι,
τα κάστρα τους φωτιά τα ᾽χει σαρώσει
σαν κεραυνός του Δία κι εσύ
πέρασες βάσανα και βάσανα
που αβάσταχτους σηκώσαν θρήνους.
μουσεῖα καὶ θάκους ἐνί-
ζουσαν ἀναβοάσω,
τὰν ἀοιδοτάταν
ὄρνιθα μελωιδὸν
1110 ἀηδόνα δακρυόεσσαν,
ἔλθ᾽ ὦ διὰ ξουθᾶν γενύων ἐλελιζομένα
θρήνων ἐμοὶ ξυνεργός,
Ἑλένας μελέους πόνους
τὸν Ἰλιάδων τ᾽ ἀει-
1115 δούσαι δακρυόεντα πότμον
Ἀχαιῶν ὑπὸ λόγχαις,
ὅτ᾽ ἔδραμε ῥόθια πολιὰ βαρβάρωι πλάται
ὃς ἔμολεν ἔμολε μέλεα Πριαμίδαις ἄγων
Λακεδαίμονος ἄπο λέχεα
1120 σέθεν, ὦ Ἑλένα, Πάρις αἰνόγαμος
πομπαῖσιν Ἀφροδίτας.
πολλοὶ δ᾽ Ἀχαιῶν δορὶ καὶ πετρίναις [ἀντ. α]
ῥιπαῖσιν ἐκπνεύσαντες Ἅι-
δαν μέλεον ἔχουσιν,
ταλαινᾶν ἀλόχων
κείραντες ἔθειραν,
1125 ἄνυμφα δὲ μέλαθρα κεῖται·
πολλοὺς δὲ πυρσεύσας φλογερὸν σέλας ἀμφιρύταν
Εὔβοιαν εἷλ᾽ Ἀχαιῶν
μονόκωπος ἀνὴρ πέτραις
Καφηρίσιν ἐμβαλών,
1130 Αἰγαίαις ἐνάλοις δόλιον
ἀκταῖς ἀστέρα λάμψας·
ἀλίμενα δ᾽ ὅρια μέλεα βαρβάρου στολᾶς
τότ᾽ ἔσυτο πατρίδος ἀποπρὸ χειμάτων πνοᾶι
γέρας οὐ γέρας ἀλλ᾽ ἔριν
1135 Δαναῶν Μενέλας ἐπὶ ναυσὶν ἄγων
εἴδωλον ἱερὸν Ἥρας.
ὅτι θεὸς ἢ μὴ θεὸς ἢ τὸ μέσον [στρ. β]
τίς φησ᾽ ἐρευνάσας βροτῶν;
1140 μακρότατον πέρας ηὗρεν ὃς τὰ θεῶν ἐσορᾶι
δεῦρο καὶ αὖθις ἐκεῖσε καὶ πάλιν ἀμφιλόγοις
πηδῶντ᾽ ἀνελπίστοις τύχαις.
σὺ Διὸς ἔφυς, ὦ Ἑλένα, θυγάτηρ·
1145 πτανὸς γὰρ ἐν κόλποις σε Λή-
δας ἐτέκνωσε πατήρ·
κἆιτ᾽ ἰαχήθης καθ᾽ Ἑλλανίαν
προδότις ἄπιστος ἄδικος ἄθεος· οὐδ᾽ ἔχω
†τί τὸ σαφὲς ὅτι ποτ᾽ ἐν βροτοῖς τὸ τῶν θεῶν
ἔπος ἀλαθὲς εὗρον†.
1150 ἄφρονες ὅσοι τὰς ἀρετὰς πολέμωι [ἀντ. β]
λόγχαισί τ᾽ ἀλκαίου δορὸς
κτᾶσθ᾽, ἀμαθῶς θανάτωι πόνους καταλυόμενοι.
1155 εἰ γὰρ ἅμιλλα κρινεῖ νιν αἵματος, οὔποτ᾽ ἔρις
λείψει κατ᾽ ἀνθρώπων πόλεις·
†αἳ Πριαμίδος γᾶς ἔλιπον θαλάμους†,
ἐξὸν διορθῶσαι λόγοις
1160 σὰν ἔριν, ὦ Ἑλένα.
νῦν δ᾽ οἱ μὲν Ἅιδαι μέλονται κάτω,
τείχεα δὲ †φλογερὸς† ὥστε Διὸς ἐπέσυτο φλόξ,
ἐπὶ δὲ πάθεα πάθεσι φέρεις †ἀθλίοις
συμφοραῖς αἰλίνοις†.
***
ΧΟΡ. Εσύ που μέσα στα πυκνά
σύδεντρα ζεις και πέτεσαι, αηδόνα,
εσένα κράζω γλυκοκέλαδο πουλί
1110 με τη λυπητερή λαλιά·
τον κόκκινο φουσκώνοντας λαιμό σου
βοήθα να μοιρολογήσω
τα πάθη της Ελένης· κλάψε
τον πόνο και τα δάκρυα
των γυναικών της Τροίας
γι᾽ αυτούς που θέρισε κοντάρι ελληνικό,
όταν το πέλαγο αρμενίζοντας
με το βαρβαρικό σκαρί του
ο Πάρης, του χαμού ο γαμπρός,
ήρθε με συνοδειά την Κύπριδα
στους Πριαμίδες φέρνοντας
1120 γάμο συφοριασμένο από τη Σπάρτη,
εσένα, Ελένη, εσένα.
Με πετροβόλημα και με κοντάρι
πλήθος χαθήκαν οι Αχαιοί
και κατοικούν στον άραχλο Άδη τώρα·
οι δύστυχες γυναίκες τους πενθώντας
έκοψαν τα μαλλιά· απομείναν
έρμα τα σπίτια, δίχως άντρες·
κι αυτός που πάτησε μονάχος
τη θαλασσόζωστη Εύβοια, λαμπρές
φωτιές ανάβοντας στου Καφηρέα τα βράχια,
1130 ναύτες πολλούς ξολόθρεψε, καθώς
τις δολερές ζυγώναν λάμψεις του γιαλού.
Άνεμοι θυμωμένοι τον Μενέλαο διώξαν
αλάργα από τον κάβο του Μαλέα,
όταν γυρνούσε στην πατρίδα φέρνοντας
τ᾽ ομοίωμα της Ήρας, του πολέμου
βραβείο ή κάλλιο την αιτία
να σφάζονται για χρόνια οι Δαναοί.
Τί ᾽ναι θεός, τί μη θεός,
και τί ᾽ναι ανάμεσά τους;
Ποιός θα το πει θνητός πως το ᾽βρε,
καιρό πολύ εξετάζοντας τα πάντα,
1140 μια και το βλέπει, εδώ κι εκεί
των θεών οι γνώμες να πηδούν
και πάλι στο ενάντιο να γυρνάνε
ανέλπιστα κι αλόγιαστα;
Ελένη, είσαι του Δία θυγατέρα·
σαν άσπρος κύκνος ο γονιός σου
στον κόρφο σ᾽ έσπειρε της Λήδας.
Ύστερα σ᾽ όλη την Ελλάδα σε είπαν
άδικη, άπιστη, άθεη, προδότρα·
μες στους ανθρώπους δεν υπάρχει
τίποτα σίγουρο· στων θεών μόνο
1150 τα λόγια βρήκα την αλήθεια.
Ανέμυαλοι όσοι αποζητούν τη δόξα
με λόγχες και με δυνατά
στον πόλεμο κοντάρια,
λογιάζοντας αστόχαστα πως έτσι
θα πάψουν των θνητών τις συμφορές·
γιατί αν το δίκιο σου ζητάς με το αίμα,
η αμάχη δεν θα λείψει από τον κόσμο·
γι᾽ αυτήν οι Πριαμίδες πήγαν
κάτω στη γης, ενώ μπορούσαν
μονάχα με τα λόγια, Ελένη,
1160 τέλος να δώσουνε στην έχθρα.
Τώρα στον Άδη ᾽ναι βαθιά χωμένοι,
τα κάστρα τους φωτιά τα ᾽χει σαρώσει
σαν κεραυνός του Δία κι εσύ
πέρασες βάσανα και βάσανα
που αβάσταχτους σηκώσαν θρήνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου