Σήμερα η κατάθλιψη είναι μία ασθένεια της μόδας, μάλιστα εμφανίζεται σχεδόν ως η πληγή του αιώνα. Η «ανάδειξή» της προκύπτει από έναν συνδυασμό συγκυριών: αφενός βρισκόμαστε σε έναν πολιτισμό που καθορίζεται κυρίως από τον Λόγο της επιστήμης, η οποία με την ευρηματικότητα που την χαρακτηρίζει παράγει και το λεγόμενο «χάπι της ευτυχίας» και αφετέρου, με την φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση η ζωή έχει μετατραπεί σε μία αδιάκοπη κούρσα ιλιγγιώδους ταχύτητας.
Ο καταθλιπτικός από την άλλη, με την ίδια του την ύπαρξη διασπείρει την ανησυχία, αφού «δεν το παλεύει αρκετά», «εγκαταλείπει την προσπάθεια» και κινείται ενάντια στο πνεύμα της εποχής που δίνει την εντολή: «προχώρα προς τα μπρος», «απλά κάν’ το», κτλ. Δημιουργείται λοιπόν το εξής παράδοξο: ενώ ο σύγχρονος πολιτισμός δεν μπορεί να αγαπά τους καταθλιπτικούς, είναι ο ίδιος που παράγει ολοένα και περισσότερους, παράγει δηλαδή όλο και περισσότερο αυτό που απωθεί.
Άλλωστε η επιστήμη έχει να προσφέρει μία λύση, αφού βρήκε τον ένοχο για τη γένεση της κατάθλιψης και ο οποίος δεν είναι παρά το μονοαμινικό έλλειμμα της σεροτονίνης.
Έτσι, η συγκεκριμένη διαταραχή της «διάθεσης» δεν είναι το σύμπτωμα ενός ανθρώπου, εφόσον μπορούμε πλέον να αναζητήσουμε την αιτία της στην ανόργανη ύλη και να την αντιμετωπίσουμε αφού εξοπλίσουμε κατάλληλα τον οργανισμό. Με αυτόν τον τρόπο παρακάμπτεται το ίδιο το άτομο και απαλλάσσεται από οποιοδήποτε ηθικό σφάλμα ή αίσθημα ενοχής για την ίδια του την διάθεση. Δεν ευθύνεται το ίδιο το άτομο που είναι καταθλιπτικό, αλλά οι διακυμάνσεις των ποσοστών συγκέντρωσης των νευροδιαβιβαστών στο σώμα του. Οι συνταγές της ψυχότροπης ευτυχίας υπόσχονται την επιθυμητή ανάκαμψη από την «αδηφάγο» κατάθλιψη, όμως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει Η κατάθλιψη στον ενικό.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολλές καταθλιπτικές καταστάσεις οι οποίες εμφανίζονται με διάφορες παραλλαγές, γεγονός που καθιστά δύσκολο έναν ενιαίο ορισμό που να τις ενοποιεί όλες. Ο ψυχικός πόνος είναι διαφορετικός στην περίπτωση μίας απώλειας, όπως της εργασίας, του γονιού, του συντρόφου, στην περίπτωση της διάγνωσης μίας χρόνιας οργανικής ασθένειας, της αυτοκατηγόριας του ατόμου λόγω της ανεπάρκειάς του να ανταποκριθεί σε ένα ιδανικό που έχει θέσει στην ζωή του, της αντίδρασής του απέναντι στους φρενήρεις ρυθμούς της σύγχρονης ζωής… Με τον γενικό έως και κοινότοπο όρο «κατάθλιψη» ισοπεδώνεται κάθε διάκριση ανάμεσα στη φυσιολογική ψυχική οδύνη του πένθους και την πλήρη παραίτηση του ατόμου από κάθε επιθυμία για ζωή. Παρόλα αυτά, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα άτομα μπορεί εξίσου να απευθυνθούν στον γιατρό ζητώντας να τους συνταγογραφήσει φάρμακα γιατί θεωρούν τον εαυτό τους σε κατάθλιψη.
Κάτω από την ομπρέλα του όρου «κατάθλιψη» ομαδοποιούνται πολλοί κλινικοί τύποι και συμπτώματα που εκτείνονται σε ένα πολύ ευρύ φάσμα: οι κρίσεις πανικού που ξεσπούν ως άγχος εγκατάλειψης, η τοξικομανία ως μία αγνόηση του Άλλου, η υποχονδρία ως ενδοστρέφεια στον εαυτό που καθηλώνεται σε ένα υποτιθέμενο άρρωστο όργανο, η αϋπνία και η ανορεξία που υπονομεύουν την ίδια την ζωτική ομοιόσταση του ατόμου… Μπορεί ακόμη το άτομο να μην εκφράζει καν ένα παράπονο για όλα αυτά που βιώνει, να είναι έρμαιο μία απάθειας χωρίς ούτε ένα αίτημα. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η αναδίπλωση στον εαυτό μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα νέκρωσης με αναστολή κάθε είδους δράσης, ακόμη και στο πέρασμα στην αυτοκτονία, δηλαδή την ίδια την αφάνιση του ατόμου. Παραλλάζοντας μία φράση του Φρόυντ, είναι σαν η σκιά του θανάτου να έχει πέσει πάνω στο άτομο.
Υπάρχει όμως και μία άλλη δυνατή απάντηση στο ερώτημα για το αίτιο του πόνου μου. Η απάντηση αυτή είναι η «δίωξη». Για την οδύνη μου φταίει πάντα ένας Άλλος που με διώκει, ένας «υπέρμετρα κακός Άλλος» που απεργάζεται διαρκώς σενάρια καταστροφής μου. Και επειδή η δίωξη προϋποθέτει πάντα έναν άλλον, όταν αυτός δεν υπάρχει, το άτομο πολύ απλά τον εφευρίσκει.
Το γεγονός αυτό οδηγεί, σύμφωνα με τον Φρόϋντ και τον Λακάν, στα «παράδοξα του αιθήματος της ενοχής». Ένα πρώτο παράδοξο είναι ότι αρκεί ένα οδυνηρό γεγονός (π.χ. να χαθεί ένας αγαπημένος συγγενής ή ακόμη και να αρρωστήσει το ίδιο το άτομο), για το οποίο το άτομο δεν φέρει αντικειμενικά καμμία ευθύνη, για να εκδηλωθεί ένα υπέρμετρο αίσθημα ενοχής: το άτομο θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο, προσωπικά υπεύθυνο, για κάθε καταστροφή.
Ένα δεύτερο παράδοξο είναι ότι με βάση την εμπειρία υπάρχει ένα αξιοσημείωτο χάσμα ανάμεσα στις ένοχες πράξεις και το αίσθημα της ενοχής. Με άλλα λόγια, υπάρχουν ένοχες πράξεις για τις οποίες το άτομο δεν νιώθει ίχνος μεταμέλειας, ενώ από την άλλη μπορεί το άτομο να αισθάνεται ένοχο και να μέμφεται τον εαυτό του χωρίς να έχει διαπράξει καμμία επιλήψιμη πράξη. Και τέλος, ένα άλλο παράδοξο είναι ότι η «ενοχή είναι ανίσχυρη»: το άτομο ομολογεί την ενοχή του αλλά τίποτε δεν εγγυάται ότι θα επωμιστεί τις ευθύνες του. Συμβαίνει μάλιστα το αντίθετο, όπως έχει αναφέρει ο Λακάν: το να «αισθάνεται ένοχος είναι ένδειξη πως είναι έτοιμος να ‘νίψει τας χείρας του’ πραγματικά».
Όλα αυτά τα παράδοξα του αισθήματος ενοχής μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ίδια η ενοχή δεν είναι τόσο ένα αίσθημα δικαιολογημένο ή μη, όσο μία θέση που αποδίδει το άτομο για τον εαυτό του στον κόσμο: ό,τι και να συμβεί, είναι το ίδιο υπεύθυνο.
Η ενοχή με άλλα λόγια, είναι μία αρχή νοηματοδότησης, δηλαδή ένας τρόπος για να μπορεί να δίνει μία εξήγηση σε ό,τι του συμβαίνει στην ζωή.
Ειδικά στον σύγχρονο κόσμο, όπου βομβαρδιζόμαστε με κάθε τρόπο από την προστακτική «Απολαύστε», «η απόλαυση λειτουργεί παραδόξως κατ’ ουσίαν ως ηθικό καθήκον: οι άνθρωποι αισθάνονται ένοχοι όχι επειδή παραβιάζουν ηθικές απαγορεύσεις επιδιδόμενοι σε παράνομες απολαύσεις, αλλά επειδή αδυνατούν να απολαύσουν». Το να είναι λοιπόν κανείς θλιμμένος είναι αφύσικο και η κατάθλιψη δείχνει την αδυναμία του ατόμου απέναντι στη νέα ηθική υποχρέωση να είναι ευτυχισμένο.
Αναμφίβολα, τα αισθήματα πληρότητας και χαράς που μόνο η αγάπη προκαλεί. Μπροστά στην αγάπη υποχωρούν τα αισθήματα λύπης, απογοήτευσης και κενότητας που χαρακτηρίζουν την καταθλιπτική θέση. Η έξοδος από μια τέτοια καταθλιπτική θέση, η εκ νέου ανάδυση στην επιφάνεια της χαράς και της ορμητικής επιθυμίας για ζωή δεν είναι, όμως, κάτι που το άτομο θα μπορούσε να επιτύχει από μόνο του: προϋποθέτει την ύπαρξη ενός άλλου, αγαπημένου προσώπου, που νοηματοδοτεί εκ νέου τη ζωή του ατόμου και το ανασύρει από τα λιμνάζοντα νερά της κατάθλιψης, μέσα στα οποία απλώς ανακυκλώνεται η σχέση του με τον θλιμμένο, απογοητευμένο και ένοχο εαυτό του.
Ο καταθλιπτικός από την άλλη, με την ίδια του την ύπαρξη διασπείρει την ανησυχία, αφού «δεν το παλεύει αρκετά», «εγκαταλείπει την προσπάθεια» και κινείται ενάντια στο πνεύμα της εποχής που δίνει την εντολή: «προχώρα προς τα μπρος», «απλά κάν’ το», κτλ. Δημιουργείται λοιπόν το εξής παράδοξο: ενώ ο σύγχρονος πολιτισμός δεν μπορεί να αγαπά τους καταθλιπτικούς, είναι ο ίδιος που παράγει ολοένα και περισσότερους, παράγει δηλαδή όλο και περισσότερο αυτό που απωθεί.
Η δυσφορία του σύγχρονου πολιτισμού
Εδώ που τα λέμε, πώς να μην λυγίσει κανείς μπροστά στη δυσφορία που του επιφυλάσσει ο σύγχρονος πολιτισμός; Η υπερκόπωση του ανταγωνισμού, η ακόρεστη δίψα της μαζικής κατανάλωσης, ο ατομικισμός που έχει αναχθεί σε υπέρτατη αξία, η υποβάθμιση των κοινωνικών δεσμών, η τυραννία της αρχής της απόλαυσης που επιβάλλει την «ευτυχία παντού και πάντα», η γενικευμένη απώλεια του νοήματος, το ατέρμονο κυνήγι του χρόνου, η υπερπληθώρα των ready made αντικειμένων που φέρνουν τελικά την πλήξη είναι ορισμένα μόνο από τα σημεία των καιρών που οδηγούν τις «ωραίες ψυχές» στο να καταθλίβονται. Έτσι, κάθε ανεπάρκεια σε σχέση με την υποχρέωση να είναι κανείς ευτυχισμένος, αφού «σημασία έχει πάνω από όλα να περνάμε καλά», θα ονομάζεται εφεξής «κατάθλιψη» που χρήζει ιατρικής και ψυχολογικής παρέμβασης.Δεν υπάρχει Η κατάθλιψη στον ενικό
Καθώς λοιπόν η θλίψη είναι ντροπή, αδικαιολόγητη και κατά συνέπεια παθολογική, τι άλλο απομένει σε αυτόν που την αισθάνεται από το να απευθυνθεί στον ειδικό ψυχικής υγείας, ακόμη και να ζητήσει χημική αγωγή.Άλλωστε η επιστήμη έχει να προσφέρει μία λύση, αφού βρήκε τον ένοχο για τη γένεση της κατάθλιψης και ο οποίος δεν είναι παρά το μονοαμινικό έλλειμμα της σεροτονίνης.
Έτσι, η συγκεκριμένη διαταραχή της «διάθεσης» δεν είναι το σύμπτωμα ενός ανθρώπου, εφόσον μπορούμε πλέον να αναζητήσουμε την αιτία της στην ανόργανη ύλη και να την αντιμετωπίσουμε αφού εξοπλίσουμε κατάλληλα τον οργανισμό. Με αυτόν τον τρόπο παρακάμπτεται το ίδιο το άτομο και απαλλάσσεται από οποιοδήποτε ηθικό σφάλμα ή αίσθημα ενοχής για την ίδια του την διάθεση. Δεν ευθύνεται το ίδιο το άτομο που είναι καταθλιπτικό, αλλά οι διακυμάνσεις των ποσοστών συγκέντρωσης των νευροδιαβιβαστών στο σώμα του. Οι συνταγές της ψυχότροπης ευτυχίας υπόσχονται την επιθυμητή ανάκαμψη από την «αδηφάγο» κατάθλιψη, όμως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει Η κατάθλιψη στον ενικό.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολλές καταθλιπτικές καταστάσεις οι οποίες εμφανίζονται με διάφορες παραλλαγές, γεγονός που καθιστά δύσκολο έναν ενιαίο ορισμό που να τις ενοποιεί όλες. Ο ψυχικός πόνος είναι διαφορετικός στην περίπτωση μίας απώλειας, όπως της εργασίας, του γονιού, του συντρόφου, στην περίπτωση της διάγνωσης μίας χρόνιας οργανικής ασθένειας, της αυτοκατηγόριας του ατόμου λόγω της ανεπάρκειάς του να ανταποκριθεί σε ένα ιδανικό που έχει θέσει στην ζωή του, της αντίδρασής του απέναντι στους φρενήρεις ρυθμούς της σύγχρονης ζωής… Με τον γενικό έως και κοινότοπο όρο «κατάθλιψη» ισοπεδώνεται κάθε διάκριση ανάμεσα στη φυσιολογική ψυχική οδύνη του πένθους και την πλήρη παραίτηση του ατόμου από κάθε επιθυμία για ζωή. Παρόλα αυτά, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα άτομα μπορεί εξίσου να απευθυνθούν στον γιατρό ζητώντας να τους συνταγογραφήσει φάρμακα γιατί θεωρούν τον εαυτό τους σε κατάθλιψη.
«Το άκρον άωτον της αλλοτρίωσης δηλαδή: να ασπάζεται κανείς σε αυτόν τον βαθμό την επιβαλλόμενη νόρμα!»
Η πραγματική έννοια της κατάθλιψης
Για αυτό συχνά ο όρος «κατάθλιψη» δημιουργεί σύγχυση και ειδικότερα όταν περιορίζεται στο αίσθημα της θλίψης. Ένα στεναχωρημένο άτομο δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχει και κατάθλιψη.«Απόδειξη: μπορούμε να μιλήσουμε για ένα άτομο που δεν υπήρξε ποτέ στην ζωή του καταθλιπτικό, αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν άνθρωπο για τον οποίο η λέξη θλίψη δεν θα είχε κανένα νόημα και ο οποίος δεν θα μπορούσε να τη συνδέσει με καμμία προσωπική του εμπειρία.»Η θλίψη στην ουσία είναι αναπόφευκτη και πρόκειται για ένα συναίσθημα που κανέναν δεν αφήνει ανέγγιχτο. Στην κατάθλιψη από την άλλη, «υπάρχει εκ των πραγμάτων πάντα κάτι περισσότερο από την απλή διάσταση του συναισθήματος». Εδώ, πλήττεται η ίδια η ζωτικότητα του ατόμου, έχει μείνει «δίχως ενέργεια», «δεν έχει πια κουράγιο και δυνάμεις», έχει παραιτηθεί από την ίδια τη ζωή με μία εντυπωσιακή αδιαφορία. Η αδυναμία της θέλησης δεν περιορίζεται πλέον μόνο στο συναίσθημα, αλλά έχει περάσει και στην πράξη καθώς η αδράνεια έχει εμποτίσει όλο του το είναι, τόσο την ψυχή του όσο και το σώμα του.
Κάτω από την ομπρέλα του όρου «κατάθλιψη» ομαδοποιούνται πολλοί κλινικοί τύποι και συμπτώματα που εκτείνονται σε ένα πολύ ευρύ φάσμα: οι κρίσεις πανικού που ξεσπούν ως άγχος εγκατάλειψης, η τοξικομανία ως μία αγνόηση του Άλλου, η υποχονδρία ως ενδοστρέφεια στον εαυτό που καθηλώνεται σε ένα υποτιθέμενο άρρωστο όργανο, η αϋπνία και η ανορεξία που υπονομεύουν την ίδια την ζωτική ομοιόσταση του ατόμου… Μπορεί ακόμη το άτομο να μην εκφράζει καν ένα παράπονο για όλα αυτά που βιώνει, να είναι έρμαιο μία απάθειας χωρίς ούτε ένα αίτημα. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η αναδίπλωση στον εαυτό μπορεί να οδηγήσει σε φαινόμενα νέκρωσης με αναστολή κάθε είδους δράσης, ακόμη και στο πέρασμα στην αυτοκτονία, δηλαδή την ίδια την αφάνιση του ατόμου. Παραλλάζοντας μία φράση του Φρόυντ, είναι σαν η σκιά του θανάτου να έχει πέσει πάνω στο άτομο.
Ποιός ευθύνεται για τη δυστυχία
Ένα ερώτημα λοιπόν που ανακύπτει είναι: μα ποιος επιτέλους ευθύνεται για όλη αυτήν την δυστυχία; Κι εδώ ακριβώς έρχεται κανείς αντιμέτωπος με το αίσθημα της ενοχής. Ένας συνήθης τρόπος νοηματοδότησης της δυστυχίας είναι το άτομο να λέει «όλα είναι δικό μου σφάλμα». Το άτομο αποδέχεται την δυστυχία ως συνέπεια δικών του επιλογών ή παραλείψεων, με αποτέλεσμα να τοποθετείται στην θέση του ενόχου, ο πόνος του έτσι αποκτά νόημα αφού αναγνωρίζει τον εαυτό του ως μοναδικό αίτιο του πόνου του. Στην περίπτωση αυτή, το αφόρητο αίσθημα της κατάθλιψης κατά κάποιον τρόπο αναδιπλασιάζεται καθώς συνοδεύεται επιπλέον από ένα αφόρητο αίσθημα ενοχής μέσω του οποίου το άτομο αναλαμβάνει την ευθύνη του υποτιθέμενου σφάλματός του.Υπάρχει όμως και μία άλλη δυνατή απάντηση στο ερώτημα για το αίτιο του πόνου μου. Η απάντηση αυτή είναι η «δίωξη». Για την οδύνη μου φταίει πάντα ένας Άλλος που με διώκει, ένας «υπέρμετρα κακός Άλλος» που απεργάζεται διαρκώς σενάρια καταστροφής μου. Και επειδή η δίωξη προϋποθέτει πάντα έναν άλλον, όταν αυτός δεν υπάρχει, το άτομο πολύ απλά τον εφευρίσκει.
Η πραγματική έννοια της ενοχής
Ας επιστρέψουμε όμως στην εξέταση του αισθήματος της ενοχής που κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ. Η κλινική εμπειρία έχει δείξει ότι το αίσθημα ενοχής συνήθως υπερβαίνει κάθε χωροχρονικό εντοπισμό και διευρύνεται τόσο ώστε εντέλει να καταλαμβάνει όλη την ψυχική ζωή του ατόμου.Το γεγονός αυτό οδηγεί, σύμφωνα με τον Φρόϋντ και τον Λακάν, στα «παράδοξα του αιθήματος της ενοχής». Ένα πρώτο παράδοξο είναι ότι αρκεί ένα οδυνηρό γεγονός (π.χ. να χαθεί ένας αγαπημένος συγγενής ή ακόμη και να αρρωστήσει το ίδιο το άτομο), για το οποίο το άτομο δεν φέρει αντικειμενικά καμμία ευθύνη, για να εκδηλωθεί ένα υπέρμετρο αίσθημα ενοχής: το άτομο θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο, προσωπικά υπεύθυνο, για κάθε καταστροφή.
Ένα δεύτερο παράδοξο είναι ότι με βάση την εμπειρία υπάρχει ένα αξιοσημείωτο χάσμα ανάμεσα στις ένοχες πράξεις και το αίσθημα της ενοχής. Με άλλα λόγια, υπάρχουν ένοχες πράξεις για τις οποίες το άτομο δεν νιώθει ίχνος μεταμέλειας, ενώ από την άλλη μπορεί το άτομο να αισθάνεται ένοχο και να μέμφεται τον εαυτό του χωρίς να έχει διαπράξει καμμία επιλήψιμη πράξη. Και τέλος, ένα άλλο παράδοξο είναι ότι η «ενοχή είναι ανίσχυρη»: το άτομο ομολογεί την ενοχή του αλλά τίποτε δεν εγγυάται ότι θα επωμιστεί τις ευθύνες του. Συμβαίνει μάλιστα το αντίθετο, όπως έχει αναφέρει ο Λακάν: το να «αισθάνεται ένοχος είναι ένδειξη πως είναι έτοιμος να ‘νίψει τας χείρας του’ πραγματικά».
Όλα αυτά τα παράδοξα του αισθήματος ενοχής μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ίδια η ενοχή δεν είναι τόσο ένα αίσθημα δικαιολογημένο ή μη, όσο μία θέση που αποδίδει το άτομο για τον εαυτό του στον κόσμο: ό,τι και να συμβεί, είναι το ίδιο υπεύθυνο.
Η ενοχή με άλλα λόγια, είναι μία αρχή νοηματοδότησης, δηλαδή ένας τρόπος για να μπορεί να δίνει μία εξήγηση σε ό,τι του συμβαίνει στην ζωή.
Ειδικά στον σύγχρονο κόσμο, όπου βομβαρδιζόμαστε με κάθε τρόπο από την προστακτική «Απολαύστε», «η απόλαυση λειτουργεί παραδόξως κατ’ ουσίαν ως ηθικό καθήκον: οι άνθρωποι αισθάνονται ένοχοι όχι επειδή παραβιάζουν ηθικές απαγορεύσεις επιδιδόμενοι σε παράνομες απολαύσεις, αλλά επειδή αδυνατούν να απολαύσουν». Το να είναι λοιπόν κανείς θλιμμένος είναι αφύσικο και η κατάθλιψη δείχνει την αδυναμία του ατόμου απέναντι στη νέα ηθική υποχρέωση να είναι ευτυχισμένο.
Το αντίδοτο της κατάθλιψης
Τι επομένως μπορεί να λειτουργήσει ως αντίδοτο στην κατάθλιψη;Αναμφίβολα, τα αισθήματα πληρότητας και χαράς που μόνο η αγάπη προκαλεί. Μπροστά στην αγάπη υποχωρούν τα αισθήματα λύπης, απογοήτευσης και κενότητας που χαρακτηρίζουν την καταθλιπτική θέση. Η έξοδος από μια τέτοια καταθλιπτική θέση, η εκ νέου ανάδυση στην επιφάνεια της χαράς και της ορμητικής επιθυμίας για ζωή δεν είναι, όμως, κάτι που το άτομο θα μπορούσε να επιτύχει από μόνο του: προϋποθέτει την ύπαρξη ενός άλλου, αγαπημένου προσώπου, που νοηματοδοτεί εκ νέου τη ζωή του ατόμου και το ανασύρει από τα λιμνάζοντα νερά της κατάθλιψης, μέσα στα οποία απλώς ανακυκλώνεται η σχέση του με τον θλιμμένο, απογοητευμένο και ένοχο εαυτό του.
«Αυτός ή αυτή που αγαπώ με βγάζει με την κυριολεκτική έννοια "εκτός εαυτού". Με αναγκάζει να βγω έξω από εμένα, να υπερβώ τον εαυτό μου, να στραφώ πέρα από το εγώ μου και να κοιτάξω αλλού, προς μία κατεύθυνση που ενδέχεται να είναι τελείως αντίθετη.»Η αγάπη αναδεικνύεται έτσι ως η μόνη αυθόρμητη και κατά κάποιο τρόπο φυσική θεραπεία της κατάθλιψης. Δικαίως λοιπόν η αγάπη, το καλύτερα διανεμημένο πράγμα στον κόσμο, είναι σήμερα αυτό που ο καθένας αναζητά περισσότερο από οτιδήποτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου