Αν διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, σε ποιο σημείο του εξελικτικού δέντρου εμφανίστηκε;
Διαθέτουν τα κυανοφύκη ή τα βακτήρια ελεύθερη βούληση, ή μήπως η συμπεριφορά τους είναι αυτόματη και εντός της επικράτειας των φυσικών νόμων;
Περιορίζεται η ελεύθερη βούληση σε όλους τους πολυκύτταρους οργανισμούς ή μόνο στα θηλαστικά;
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ένας χιμπαντζής ασκεί την ελεύθερη βούλησή του όταν επιλέγει να μασουλίσει μια μπανάνα ή μια γάτα να σκίσει τον καναπέ σας, τι θα λέγατε, όμως, για τον νηματώδη σκώληκα (Caenorhabditis elegans), ένα απλό πλάσμα αποτελούμενο από μόλις 959 κύτταρα; Αυτό μπορεί να μην πει ποτέ από μέσα του «Πω πω, τι νοστιμιά αυτά τα βακτήρια στο δείπνο σήμερα», σίγουρα όμως έχει προτιμήσεις στο φαγητό, και είτε θα συμβιβαστεί με έναν μέτριο μεζέ είτε θα συνεχίσει προς αναζήτηση κάτι καλύτερου, ανάλογα με την πρόσφατη εμπειρία του. Μήπως εδώ έχουμε άσκηση της ελεύθερης βούλησης;
Όσο και αν εμείς οι ίδιοι αισθανόμαστε ότι μπορούμε να επιλέγουμε αυτό που θα κάνουμε, η κατανόηση της μοριακής βάσης της βιολογίας δείχνει ότι οι βιολογικές διεργασίες υπάγονται στους νόμους της φυσικής και της χημείας, άρα είναι εξίσου αιτιοκρατικά καθορισμένες όσο και οι τροχιές των πλανητών. Πρόσφατα πειράματα στο πεδίο των νευροεπιστημών ενισχύουν την άποψη ότι τις ενέργειές μας καθορίζει ο υλικός μας εγκέφαλος, σε συμφωνία πάντα με τους γνωστούς νόμους της επιστήμης, και όχι κάποιος παράγοντας εκτός της επικράτειας των νόμων αυτών.
Παραδείγματος χάριν, από μελέτη ασθενών που υποβλήθηκαν σε εγχείρηση στον εγκέφαλο διατηρώντας τις αισθήσεις τους βρέθηκε ότι, μέσω ηλεκτρικού ερεθισμού των κατάλληλων εγκεφαλικών περιοχών, μπορούμε να επαγάγουμε στον ασθενή την επιθυμία να κινήσει την παλάμη, το χέρι ή την πατούσα του, να κινήσει τα χείλη του και να μιλήσει. Είναι δύσκολο να φανταστούμε με ποιον τρόπο μπορεί να λειτουργεί η ελεύθερη βούληση αν η συμπεριφορά μας καθορίζεται από τους φυσικούς νόμους· φαίνεται, λοιπόν, ότι δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από βιολογικές μηχανές, και η ελεύθερη βούληση δεν αποτελεί παρά μια ψευδαίσθηση.
Ενώ μπορούμε να δεχτούμε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά υπάγεται πράγματι στους νόμους της Φύσης, φαίνεται επίσης εύλογο να συμπεράνουμε ότι το τελικό αποτέλεσμα καθορίζει κι από ένα τόσο περίπλοκο και πολυποίκιλο πλέγμα μεταβλητών ώστε στην πράξη κάθε πρόβλεψη να καθίσταται αδύνατη. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τη γνώση της αρχικής κατάστασης καθενός από τα χιλιάδες τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων μόρια του ανθρώπινου σώματος, καθώς και την επίλυση ενός ανάλογου πλήθους εξισώσεων. Αυτό θα χρειαζόταν χρονικό διάστημα της τάξεως μερικών δισεκατομμυρίων ετών, οπότε μάλλον δεν θα προλαβαίναμε να σκύψουμε για να αποφύγουμε τη γροθιά που κάποιος θα ήθελε ενδεχομένως να μας ρίξει.
Καθώς είναι πρακτικά ανέφικτο να αξιοποιήσουμε τους υποκείμενους φυσικούς νόμους προκειμένου να προβλέψουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά, θα υιοθετήσουμε αυτό που ονομάζεται ενεργός θεωρία. Στη φυσική, ενεργός θεωρία είναι ένα επινοημένο πλαίσιο που αποσκοπεί στη μοντελοποίηση ορισμένων παρατηρημένων φαινομένων χωρίς διεξοδική περιγραφή κάθε επιμέρους διαδικασίας.
Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να λύσουμε επακριβώς τις εξισώσεις που διέπουν τις βαρυτικές αλληλεπιδράσεις κάθε ατόμου στο ανθρώπινο σώμα με κάθε άτομο στη Γη. Στην πράξη, ωστόσο, η βαρυτική δύναμη ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και τη Γη μπορεί να περιγράφει με λίγους μόλις αριθμούς, όπως η συνολική μάζα του συγκεκριμένου ανθρώπου. Ομοίως, δεν μπορούμε να λύσουμε τις εξισώσεις που διέπουν τη συμπεριφορά πολύπλοκων ατόμων και μορίων, προς τούτο όμως έχουμε αναπτύξει την ενεργό θεωρία που ονομάζεται χημεία και η οποία μας προσφέρει μια επαρκή εξήγηση του τρόπου συμπεριφοράς ατόμων και μορίων σε χημικές αντιδράσεις, χωρίς την ανάγκη να πρέπει να αναφερθούμε εξαντλητικά στις λεπτομέρειες των αλληλεπιδράσεων.
Στην περίπτωση των ανθρώπων, εφόσον δεν μπορούμε να επιλύσουμε τις εξισώσεις που καθορίζουν τη συμπεριφορά μας, βασιζόμαστε στην ενεργό θεωρία ότι οι άνθρωποι διαθέτουν ελεύθερη βούληση. Η μελέτη της βούλησής μας, και της συμπεριφοράς που απορρέει από αυτήν, αποτελεί την επιστήμη της ψυχολογίας. Η οικονομική επιστήμη είναι επίσης μια ενεργός θεωρία, βασισμένη στην έννοια της ελεύθερης βούλησης συν την παραδοχή ότι οι άνθρωποι αποτιμούν δυνατούς άξονες δράσης επιλέγοντας τον καλύτερο. Η ενεργός αυτή θεωρία έχει περιορισμένη επιτυχία όσον αφορά την πρόβλεψη της συμπεριφοράς, διότι, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι αποφάσεις μας συχνά δεν είναι ορθολογικές ή βασίζονται σε λανθασμένη ανάλυση των επιπτώσεων από τις επιλογές μας. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο κόσμος μας έχει τα χάλια του.
Το τρίτο ερώτημα έχει να κάνει με το ζήτημα του κατά πόσον οι νόμοι που διέπουν τόσο το Σύμπαν όσο και την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι μοναδικοί. Αν στο πρώτο ερώτημα απαντήσατε ότι ο Θεός δημιούργησε τους νόμους, τότε το τρίτο ερώτημα έχει ως εξής: «Πόση ελευθερία είχε ο Θεός κατά την επιλογή των νόμων αυτών;».
Τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Πλάτων πίστευαν —όπως και ο Καρτέσιος ή και, αργότερα, ο Αϊνστάιν— ότι οι φυσικές αρχές υπάρχουν «εξ ανάγκης», διότι υποτίθεται πως είναι οι μοναδικοί κανόνες που έχουν λογική βάση. Λόγω της πίστης του στην εκπήγαση των φυσικών νόμων από τη λογική, ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του θεωρούσαν ότι θα μπορούσαμε να «παραγάγουμε» τους νόμους αυτούς χωρίς να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο με τον οποίο πραγματικά συμπεριφέρεται η Φύση.
Η πίστη αυτή, καθώς και η εστίαση στο «γιατί» τα αντικείμενα ακολουθούν κανόνες αντί για ιδιαιτερότητες των κανόνων, τον οδήγησαν στη διατύπωση κυρίως ποιοτικών νόμων, συχνά λανθασμένων, οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμοι, ακόμη και αν δέσποσαν στην επιστημονική σκέψη επί αιώνες.
Θα περνούσε πολύς καιρός ακόμη πριν αποτολμήσουν κάποιοι σαν τον Γαλιλαίο να αμφισβητήσουν την αυθεντία του Αριστοτέλη και να στρέψουν την προσοχή τους στο πώς πραγματικά λειτουργεί η Φύση, αντί για τις επιταγές του καθαρού ‘’ λόγου» ως προς το πώς θα έπρεπε να λειτουργεί.
Το άρθρο αυτό ασπάζεται την άποψη της επιστημονικής αιτιοκρατίας, σύμφωνα με την οποία, η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι δεν υπάρχουν θαύματα, ή εξαιρέσεις στους νόμους της Φύσης. Θα επανέλθουμε, ωστόσο, για να πραγματευθούμε εις βάθος το πρώτο και το τρίτο ερώτημα, το ζήτημα, δηλαδή, της προέλευσης των φυσικών νόμων και του κατά πόσον αυτοί είναι οι μόνοι δυνατοί. Αλλά πρώτα, στο επόμενο κεφάλαιο, θα ασχοληθούμε με το ζήτημα του τι ακριβώς περιγράφουν οι νόμοι της Φύσης.
Οι περισσότεροι επιστήμονες θα έλεγαν ότι οι νόμοι αυτοί αποτελούν τη μαθηματική αντανάκλαση μιας πραγματικότητας η οποία υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από τον παρατηρητή της. Καθώς, όμως, θα εντρυφούμε στον τρόπο με τον οποίο παρατηρούμε και σχηματίζουμε αντιλήψεις σχετικά με το περιβάλλον μας, θα σκοντάψουμε σε ένα ακόμη ερώτημα: «Υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε στην ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας;».
Stephen Hawking & Leonard Mlodinow: Το Μεγάλο Σχέδιο.
Διαθέτουν τα κυανοφύκη ή τα βακτήρια ελεύθερη βούληση, ή μήπως η συμπεριφορά τους είναι αυτόματη και εντός της επικράτειας των φυσικών νόμων;
Περιορίζεται η ελεύθερη βούληση σε όλους τους πολυκύτταρους οργανισμούς ή μόνο στα θηλαστικά;
Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ένας χιμπαντζής ασκεί την ελεύθερη βούλησή του όταν επιλέγει να μασουλίσει μια μπανάνα ή μια γάτα να σκίσει τον καναπέ σας, τι θα λέγατε, όμως, για τον νηματώδη σκώληκα (Caenorhabditis elegans), ένα απλό πλάσμα αποτελούμενο από μόλις 959 κύτταρα; Αυτό μπορεί να μην πει ποτέ από μέσα του «Πω πω, τι νοστιμιά αυτά τα βακτήρια στο δείπνο σήμερα», σίγουρα όμως έχει προτιμήσεις στο φαγητό, και είτε θα συμβιβαστεί με έναν μέτριο μεζέ είτε θα συνεχίσει προς αναζήτηση κάτι καλύτερου, ανάλογα με την πρόσφατη εμπειρία του. Μήπως εδώ έχουμε άσκηση της ελεύθερης βούλησης;
Όσο και αν εμείς οι ίδιοι αισθανόμαστε ότι μπορούμε να επιλέγουμε αυτό που θα κάνουμε, η κατανόηση της μοριακής βάσης της βιολογίας δείχνει ότι οι βιολογικές διεργασίες υπάγονται στους νόμους της φυσικής και της χημείας, άρα είναι εξίσου αιτιοκρατικά καθορισμένες όσο και οι τροχιές των πλανητών. Πρόσφατα πειράματα στο πεδίο των νευροεπιστημών ενισχύουν την άποψη ότι τις ενέργειές μας καθορίζει ο υλικός μας εγκέφαλος, σε συμφωνία πάντα με τους γνωστούς νόμους της επιστήμης, και όχι κάποιος παράγοντας εκτός της επικράτειας των νόμων αυτών.
Παραδείγματος χάριν, από μελέτη ασθενών που υποβλήθηκαν σε εγχείρηση στον εγκέφαλο διατηρώντας τις αισθήσεις τους βρέθηκε ότι, μέσω ηλεκτρικού ερεθισμού των κατάλληλων εγκεφαλικών περιοχών, μπορούμε να επαγάγουμε στον ασθενή την επιθυμία να κινήσει την παλάμη, το χέρι ή την πατούσα του, να κινήσει τα χείλη του και να μιλήσει. Είναι δύσκολο να φανταστούμε με ποιον τρόπο μπορεί να λειτουργεί η ελεύθερη βούληση αν η συμπεριφορά μας καθορίζεται από τους φυσικούς νόμους· φαίνεται, λοιπόν, ότι δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από βιολογικές μηχανές, και η ελεύθερη βούληση δεν αποτελεί παρά μια ψευδαίσθηση.
Ενώ μπορούμε να δεχτούμε ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά υπάγεται πράγματι στους νόμους της Φύσης, φαίνεται επίσης εύλογο να συμπεράνουμε ότι το τελικό αποτέλεσμα καθορίζει κι από ένα τόσο περίπλοκο και πολυποίκιλο πλέγμα μεταβλητών ώστε στην πράξη κάθε πρόβλεψη να καθίσταται αδύνατη. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε τη γνώση της αρχικής κατάστασης καθενός από τα χιλιάδες τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων μόρια του ανθρώπινου σώματος, καθώς και την επίλυση ενός ανάλογου πλήθους εξισώσεων. Αυτό θα χρειαζόταν χρονικό διάστημα της τάξεως μερικών δισεκατομμυρίων ετών, οπότε μάλλον δεν θα προλαβαίναμε να σκύψουμε για να αποφύγουμε τη γροθιά που κάποιος θα ήθελε ενδεχομένως να μας ρίξει.
Καθώς είναι πρακτικά ανέφικτο να αξιοποιήσουμε τους υποκείμενους φυσικούς νόμους προκειμένου να προβλέψουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά, θα υιοθετήσουμε αυτό που ονομάζεται ενεργός θεωρία. Στη φυσική, ενεργός θεωρία είναι ένα επινοημένο πλαίσιο που αποσκοπεί στη μοντελοποίηση ορισμένων παρατηρημένων φαινομένων χωρίς διεξοδική περιγραφή κάθε επιμέρους διαδικασίας.
Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να λύσουμε επακριβώς τις εξισώσεις που διέπουν τις βαρυτικές αλληλεπιδράσεις κάθε ατόμου στο ανθρώπινο σώμα με κάθε άτομο στη Γη. Στην πράξη, ωστόσο, η βαρυτική δύναμη ανάμεσα σε έναν άνθρωπο και τη Γη μπορεί να περιγράφει με λίγους μόλις αριθμούς, όπως η συνολική μάζα του συγκεκριμένου ανθρώπου. Ομοίως, δεν μπορούμε να λύσουμε τις εξισώσεις που διέπουν τη συμπεριφορά πολύπλοκων ατόμων και μορίων, προς τούτο όμως έχουμε αναπτύξει την ενεργό θεωρία που ονομάζεται χημεία και η οποία μας προσφέρει μια επαρκή εξήγηση του τρόπου συμπεριφοράς ατόμων και μορίων σε χημικές αντιδράσεις, χωρίς την ανάγκη να πρέπει να αναφερθούμε εξαντλητικά στις λεπτομέρειες των αλληλεπιδράσεων.
Στην περίπτωση των ανθρώπων, εφόσον δεν μπορούμε να επιλύσουμε τις εξισώσεις που καθορίζουν τη συμπεριφορά μας, βασιζόμαστε στην ενεργό θεωρία ότι οι άνθρωποι διαθέτουν ελεύθερη βούληση. Η μελέτη της βούλησής μας, και της συμπεριφοράς που απορρέει από αυτήν, αποτελεί την επιστήμη της ψυχολογίας. Η οικονομική επιστήμη είναι επίσης μια ενεργός θεωρία, βασισμένη στην έννοια της ελεύθερης βούλησης συν την παραδοχή ότι οι άνθρωποι αποτιμούν δυνατούς άξονες δράσης επιλέγοντας τον καλύτερο. Η ενεργός αυτή θεωρία έχει περιορισμένη επιτυχία όσον αφορά την πρόβλεψη της συμπεριφοράς, διότι, όπως όλοι γνωρίζουμε, οι αποφάσεις μας συχνά δεν είναι ορθολογικές ή βασίζονται σε λανθασμένη ανάλυση των επιπτώσεων από τις επιλογές μας. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που ο κόσμος μας έχει τα χάλια του.
Το τρίτο ερώτημα έχει να κάνει με το ζήτημα του κατά πόσον οι νόμοι που διέπουν τόσο το Σύμπαν όσο και την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι μοναδικοί. Αν στο πρώτο ερώτημα απαντήσατε ότι ο Θεός δημιούργησε τους νόμους, τότε το τρίτο ερώτημα έχει ως εξής: «Πόση ελευθερία είχε ο Θεός κατά την επιλογή των νόμων αυτών;».
Τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Πλάτων πίστευαν —όπως και ο Καρτέσιος ή και, αργότερα, ο Αϊνστάιν— ότι οι φυσικές αρχές υπάρχουν «εξ ανάγκης», διότι υποτίθεται πως είναι οι μοναδικοί κανόνες που έχουν λογική βάση. Λόγω της πίστης του στην εκπήγαση των φυσικών νόμων από τη λογική, ο Αριστοτέλης και οι οπαδοί του θεωρούσαν ότι θα μπορούσαμε να «παραγάγουμε» τους νόμους αυτούς χωρίς να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο με τον οποίο πραγματικά συμπεριφέρεται η Φύση.
Η πίστη αυτή, καθώς και η εστίαση στο «γιατί» τα αντικείμενα ακολουθούν κανόνες αντί για ιδιαιτερότητες των κανόνων, τον οδήγησαν στη διατύπωση κυρίως ποιοτικών νόμων, συχνά λανθασμένων, οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμοι, ακόμη και αν δέσποσαν στην επιστημονική σκέψη επί αιώνες.
Θα περνούσε πολύς καιρός ακόμη πριν αποτολμήσουν κάποιοι σαν τον Γαλιλαίο να αμφισβητήσουν την αυθεντία του Αριστοτέλη και να στρέψουν την προσοχή τους στο πώς πραγματικά λειτουργεί η Φύση, αντί για τις επιταγές του καθαρού ‘’ λόγου» ως προς το πώς θα έπρεπε να λειτουργεί.
Το άρθρο αυτό ασπάζεται την άποψη της επιστημονικής αιτιοκρατίας, σύμφωνα με την οποία, η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι δεν υπάρχουν θαύματα, ή εξαιρέσεις στους νόμους της Φύσης. Θα επανέλθουμε, ωστόσο, για να πραγματευθούμε εις βάθος το πρώτο και το τρίτο ερώτημα, το ζήτημα, δηλαδή, της προέλευσης των φυσικών νόμων και του κατά πόσον αυτοί είναι οι μόνοι δυνατοί. Αλλά πρώτα, στο επόμενο κεφάλαιο, θα ασχοληθούμε με το ζήτημα του τι ακριβώς περιγράφουν οι νόμοι της Φύσης.
Οι περισσότεροι επιστήμονες θα έλεγαν ότι οι νόμοι αυτοί αποτελούν τη μαθηματική αντανάκλαση μιας πραγματικότητας η οποία υπάρχει έξω και ανεξάρτητα από τον παρατηρητή της. Καθώς, όμως, θα εντρυφούμε στον τρόπο με τον οποίο παρατηρούμε και σχηματίζουμε αντιλήψεις σχετικά με το περιβάλλον μας, θα σκοντάψουμε σε ένα ακόμη ερώτημα: «Υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε στην ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας;».
Stephen Hawking & Leonard Mlodinow: Το Μεγάλο Σχέδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου