Κυριακή 1 Ιουλίου 2018

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΙΑΚΩΒΙΤΩΝ (1745)

ΑΓΓΛΙΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ ΤΟΝ 17ο - 18ο ΑΙΩΝΑ

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΙΑΚΩΒΙΤΩΝ (1745)

Η Εξέγερση των Ιακωβιτών του 1745, η οποία αναφέρεται συχνά στη Βρετανική βιβλιογραφία ως "Το Σαράντα - Πέντε", ήταν η προσπάθεια του Κάρολου Εδουάρδου Στιούαρτ να ανακτήσει το θρόνο της Σκωτίας για τον εξόριστο Οίκο των Στιούαρτ και να εγκαθιδρύσει απόλυτη μοναρχία στη Σκωτία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η εξέγερση σημειώθηκε κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Αυστριακής Διαδοχής όταν το μεγαλύτερο μέρος του Βρετανικού στρατού βρισκόταν στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
 
Ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ, γνωστός ευρέως ως "Ο Νέος Μνηστήρας", κατέπλευσε στη Σκωτία και έθεσε τα πρότυπα των Ιακωβιτών στο Γκλενφίναν (στα Χάιλαντς της Σκωτίας), όπου υποστηρίχθηκε από μία ομάδα αρχηγών. Η πορεία προς τα νότια ξεκίνησε με μία αρχική νίκη στο Πρέστονπανς, κοντά στο Εδιμβούργο. Ο στρατός των Ιακωβιτών, πλέον αποφασισμένος, βάδισε προς το Καρλάιλ, πέρα από τα σύνορα με την Αγγλία.

Φτάνοντας στο Ντέρμπι, μερικά Βρετανικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από την ηπειρωτική Ευρώπη και ο στρατός των Ιακωβιτών υποχώρησε βόρεια στην Ινβερνές, όπου η τελευταία μάχη σε Σκωτσέζικο έδαφος έλαβε χώρα σ' έναν κοντινό βάλτο στο Κάλοντεν. Η μάχη του Κάλοντεν έληξε με την τελική ήττα των Ιακωβιτών και με τον Κάρολο Εδουάρδο Στιούαρτ να διαφεύγει καταζητούμενος. Οι περιπλανήσεις του στα βορειοδυτικά Χάιλαντς και τα νησιά της Σκωτίας κατά τους καλοκαιρινούς μήνες του 1746, πριν τελικά σαλπάρει σε μόνιμη εξορία στη Γαλλία, έχουν εμποτιστεί με πολύ ρομαντισμό στη Σκωτσέζικη ιστορία.

ΟΙΚΟΣ ΤΩΝ ΣΤΙΟΥΑΡΤ

Ο Οίκος των Στιούαρτ (Stuart), επίσης γνωστός ως Stewart, είναι ένας σημαντικός Ευρωπαϊκός βασιλικός οίκος. Ιδρύθηκε από τον Ροβέρτο Β΄ της Σκωτίας. Οι Στιούαρτ πρώτα έγιναν μονάρχες του Βασιλείου της Σκωτίας κατά την διάρκεια του 14ου αιώνα. Οι απευθείας απόγονοι τους (από την Βρετάνη) έφεραν τον τίτλο High Steward of Scotland. Η δυναστεία κληρονόμησε ακόμη περισσότερο έδαφος τον 17ο αιώνα το οποίο κάλυπτε ολόκληρες τις Βρετανικές Νήσους, περιλαμβάνοντας το Βασίλειο της Αγγλίας και το Βασίλειο της Ιρλανδίας, διατηρώντας επίσης τις διεκδικήσεις στο Βασίλειο της Γαλλίας.

Συνολικά, εννέα μονάρχες Στιούαρτ κυβέρνησαν μόνο τη Σκωτία από το 1371 έως το 1603. Το 1603 έγινε μία Ένωση των Στεμμάτων υπό τον Ιάκωβο ΣΤ΄ και Α΄ οποίος έγινε ο πρεσβύτερος διεκδικητής από γενεαλογικής άποψης του συνόλου των κτήσεων του εκλιπόντος Οίκου των Τυδόρ. Έτσι υπήρξαν έξι μονάρχες Στιούαρτ που κυβέρνησαν την Αγγλία και την Σκωτία καθώς και την Ιρλανδία (αν και η εποχή των Στιούαρτ διακόπηκε από μία μεσοβασιλεία που διήρκεσε την περίοδο 1649 - 1660, ως αποτέλεσμα του Αγγλικού Εμφυλίου Πολέμου).

Επιπλέον με την ίδρυση του Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας μετά από τους Νόμους της Ένωσης, οι οποίοι πολιτικά ένωσαν την Αγγλία και την Σκωτία, ο πρώτος μονάρχης ήταν η Άννα της Μεγάλης Βρετανίας. Παρ' όλα αυτά, πέθανε χωρίς απογόνους και όλες οι κτήσεις πέρασαν στον Οίκο του Ανόβερου, υπό τους όρους του Act of Settlement 1701. Κατά την βασιλεία των Στιούαρτ, η Σκωτία εξελίχθηκε από μια σχετικά φτωχή και φεουδαλική χώρα σε ένα ευημερούν, τελείως σύγχρονο και συγκεντρωτική κράτος.

Κυβέρνησαν κατά την διάρκεια μιας εποχής μεταβολής από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση. Μονάρχες όπως ο Ιάκωβος Δ΄ έγιναν γνωστοί για την πατρονία αντιπροσώπων της Βόρειας Αναγέννησης όπως ο ποιητής Ρόμπερτ Χένρισον. Αφού πήραν τον έλεγχο όλης της Μεγάλης Βρετανίας, οι τέχνες και οι επιστήμες συνέχισαν να αναπτύσσονται. Τα γνωστότερα έργα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ παραγγέλθηκαν την Ιακωβιανή εποχή, ενώ ιδρύματα όπως η Βασιλική Εταιρεία και το Βασιλικό Ταχυδρομείο ιδρύθηκαν κατά την βασιλεία του Καρόλου Β΄.

Καταγωγή

Tο όνομα Στιούαρτ (Stewart) προσδιόριζε το βασιλικό αξίωμα του Επόπτη. Αρχικά υιοθετήθηκε ως το οικογενειακό επώνυμο από τον Ουώλτερ Στιούαρτ, 3ος Μέγας Επόπτης της Σκωτίας (High Steward of Scotland), o oποίος ήταν το τρίτο μέλος της οικογένειας που κατέλαβε την θέση. Πριν από αυτό, το οικογενειακό τους όνομα οριζόταν μέσω άμεσων προγόνων και ουσιαστικά άλλαζε από γενιά σε γενιά· για παράδειγμα οι πρώτοι δύο Μεγάλοι Επόπτες (High Stewards) ήταν γνωστοί ως Φιτζ Άλαν και Φιτζ Ουώλτερ αντίστοιχα.

Παρασκήνιο

Οι προγονικές καταγωγές της οικογένειας Stewart είναι αρκετά δυσιάκριτες - αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι μπορεί να ανάγουν την καταγωγή τους στον Άλαν Φίτζ Φλααντ, ένας Βρετόνος που ήρθε στη νήσο της Μεγάλης Βρετανίας όχι πολύ μετά την Νορμανδική κατάκτηση. Ο Άλαν ήταν ο κληρονομικός διαχειριστής του Επισκόπου του Ντολ στο Δουκάτο της Βρετάνης. Ο Άλαν είχε μια καλή σχέση με τον κυβερνώντα μονάρχη του Οίκου της Νορμανδίας Ερρίκο Α΄ ο οποίος τον επιβράβευσε με γη στο Σρόπσαϊρ. Ήταν ο δισέγγονος του Άλαν με το όνομα Ουώλτερ Φίτζ Αλαν ο οποίος έγινε ο πρώτος κληρονομικός High Steward of Scotland, ενώ η οικογένεια του αδελφού του Γουλιέλμου στη συνέχεια θα γίνονταν Κόμητες του Αρουντέλ.

Ιστορία

Ο έκτος High Steward of Scotland, Ουώλτερ Στιούαρτ (1293 - 1326), νυμφεύθηκε την Μάρτζορι, κόρη του Ροβέρτου του Μπρους, και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Μάχη του Μπάννοκμπερν κερδίζοντας περισσότερη εύνοια. Ο γιος τους Ροβέρτος ήταν διάδοχος του Οίκου του Μπρους, την Λορδική Επικράτεια του Κάννιγκχαμ και των γαιών των Μπρους του Μπούρτρυχιλ · τελικά κληρονόμησε τον Σκωτικό θρόνο όταν ο θείος του Δαβίδ Β΄ της Σκωτίας πέθανε άτεκνος το 1371.

Το 1503, ο Ιάκωβος Δ΄ προσπάθησε να ασφαλίσει την ειρήνη με την Αγγλία με το γάμο με την κόρη του Βασιλιά Ερρίκου Ζ΄, την Μαργαρίτα Τυδόρ. Η γέννηση του γιου της, αργότερα Ιάκωβος Ε΄, έφερε τον Οίκο του Στιούαρτ στην γραμμή κληρονομιάς του Οίκου των Τυδόρ, και στον Αγγλικό θρόνο. Η Μαργαρίτα παντρεύθηκε αργότερα τον Άρτσιμπαλντ Ντάγκλας, 6ο Κόμη του Ανγκους, και η κόρη τους, Margaret Douglas, ήταν η μητέρα του Χένρι Στιούαρτ, Λόρδου Ντάρνλεϊ. Το 1565, ο Χένρι νυμφεύθηκε την ετεροθαλή εξαδέλφη του Μαρία, την κόρη του Ιακώβου Ε΄.


Αυτό θα γινόταν μέρος της πολιτικής και στρατιωτικής σύγκρουσης που σημάδεψε την βασιλεία του Καρόλου Α΄ της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας, με αποκορύφωμα μια σειρά συγκρούσεων γνωστή ως Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος (ο οποίος, παρά το όνομα του, θα είχε αντίκτυπο και στα τρία Βασίλεια). Η δίκη και η εκτέλεση του Καρόλου Α΄ από το Αγγλικό Κοινοβούλιο το 1649 αποτέλεσε την απαρχή για τα 11 χρόνια της δημοκρατικής διακυβέρνησης, γνωστής ως Αγγλική Μεσοβασιλεία.

Η Σκωτία αρχικά αναγνώρισε τα δικαίωματα του τελευταίου γιου του Βασιλιά, επίσης καλούμενου Καρόλου, ως μονάρχη της, πριν υποχρεωθεί να εισέλθει στο "δημοκρατικό" σύστημα. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, τα σημαντικότερα μέλη του Οίκου των Στιούαρτ έζησαν εξόριστα στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ο Κάρολος ο νεότερος επέστρεψε στην Βρετανία για να αναλάβει τους τρεις θρόνους των Βρετανικών νήσων το 1660 με το όνομα ως "Κάρολος Β΄ της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας".

Αλλά θα μετρούσε την βασιλεία του από τον θάνατο του πατέρα του 11 χρόνια νωρίτερα - για το λόγο αυτό θεωρείται πως η βασιλεία του διήρκεσε από το 1649 και μετά και όχι από το 1660.

Ο Οίκος

Ο οίκος αυτός έδωσε 14 ηγεμόνες στη Σκοτία και 6 στη Μεγάλη Βρετανία. Οι ρίζες του οίκου ανάγονται στον 11ο αιώνα σε ειδικότερα σε τέσσερις γενιές οικονόμων (stewards) κόμητων της Σκοτίας. Ο παλαιότερος από αυτούς ήταν ο Γουόλτερ, εγγονός ενός Νορμανδού τυχοδιώκτη, ο οποίος πέθανε το 1177. Ο βασιλιάς Δαβίδ Α’ διόρισε τον Γουόλτερ οικονόμο του ή Λόρδο Στιούαρτ, θέση που κατοχυρώθηκε ως κληρονομική για την οικογένειά του. 
Ο Γουόλτερ (6ος Στιούαρτ) παντρεύτηκε τη Μάρτζορι, κόρη του Ροβέρτου Α’ Μπρους, βασιλιά της Σκοτίας, με την οποία απέκτησε τον Ροβέρτο.

Ο τελευταίος παντρεύτηκε την κληρονόμο της βασιλεύουσας οικογένειας και ανακηρύχθηκε βασιλιάς, ως Ροβέρτος Β’ (1371). 
Στη σειρά των βασιλιάδων του οίκου των Στιούαρτ,  περιλαμβάνονται η Μαρία (1542 - 1587), κόρη του Ιάκωβου Ε’, βασίλισσα της Γαλλίας (1559 - 1560), ως σύζυγος του Φραγκίσκου Β’ και από το 1561 ουσιαστική βασίλισσα της Σκοτίας. Το 1567, όταν εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί, κατέφυγε στην Αγγλία, όπου αργότερα αποκεφαλίστηκε με διαταγή της Ελισάβετ, με την κατηγορία της προδοσίας.

Ο γιος της, τον οποίο είχε αποκτήσει με τον εξάδελφο της Ντάρνλεϊ, κληρονόμησε από την προγιαγιά του, Μαργαρίτα Τιδόρ, κόρη του Ερρίκου Ζ’, τον θρόνο της Αγγλίας (1603). Έτσι έλαβε και το στέμμα της Αγγλίας ως Ιάκωβος Α’ (1603 - 1625), ενώ βασίλευσε στη Σκοτία ως Ιάκωβος ΣΤ’ (1567 - 1625). Με τον τρόπο αυτό πραγματοποίησε την πολιτική ένωση του νησιού. Τον Ιάκωβο διαδέχτηκε, το 1625, ο γιος του, Κάρολος Α’, ο οποίος έπειτα από μακρά σύγκρουση με το Κοινοβούλιο αποκεφαλίστηκε μπροστά στο Γουάιτχολ (Λονδίνο, 1649). Ο Κάρολος Β’ Στιούαρτ, γιος του προηγούμενου, ξαναγύρισε στον θρόνο, έπειτα από εξορία στη Γαλλία, το 1660.

Τον Κάρολο Β’ διαδέχτηκε ο αδελφός του, Ιάκωβος Β’ (1685), ο οποίος όμως αναγκάστηκε το 1688 να καταφύγει στη Γαλλία. Ο λόγος της φυγής αυτής ήταν η δεύτερη κοινοβουλευτική επανάσταση, που προκάλεσαν οι απολυταρχικές και φιλοκαθολικές τάσεις του ίδιου και του προκατόχου του, καθώς και η δουλοπρέπεια που έδειχνε απέναντι στον Λουδοβίκο ΙΔ’. Αφού αποκλείστηκαν οι αρσενικοί Στιούαρτ από τη διαδοχή, ο θρόνος περιήλθε στην κόρη του Ιάκωβου Β’, Μαρία Β’ (1689 - 1694), η οποία συμβασίλευσε με τον σύζυγό της Γουλιέλμο Γ’ της Οράγγης.

Μετά τον θάνατο του τελευταίου (1702), ο θρόνος πέρασε στην αδερφή της Μαρίας, Άννα.
Η αντρική γραμμή, συνεχίστηκε με τον γιο του Ιάκωβου Β’, Ιάκωβο Εδουάρδο, τον επονομαζόμενο «πρεσβύτερο μνηστήρα του θρόνου» (1688 - 1766), ο οποίος προσπάθησε μάταια πολλές φορές να πάρει τον θρόνο, και με τους γιους του Κάρολο Εδουάρδο, τον επονομαζόμενο «νεότερο μνηστήρα του θρόνου», που πέθανε το 1788, και Ερρίκο (1725 - 1807), ο οποίος έγινε καρδινάλιος, δούκας του Γιορκ, το 1747.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΚΗΣ ΔΙΑΔΟΧΗΣ

Ο πόλεμος της Αυστριακής Διαδοχής ήταν από την έναρξη του ένας αγώνας δρόμου για τη σωτηρία της Αυστρίας και τη δυναστεία των Αψβούργων, στη πορεία όμως εξελίχθηκε σε μία αιματηρή σύγκρουση κατά την οποία πήραν μέρος σχεδόν όλες οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής μετατρέποντας τη κεντρική Ευρώπη σε ένα απέραντο πεδίο μάχης ενώ πυροδότησε συγκρούσεις και σε άλλα μέρη του κόσμου όπως στην Ινδία και τη Βόρειο Αμερική. Η Πραγματική Επικύρωση και η έναρξη του πολέμου στη Σιλεσία. Η Πραγματική Επικύρωση όπως ονομάστηκε ήταν μία συνθήκη που υπογράφηκε το 1713.

Ύστερα από απαίτηση του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και Αρχιδούκα της Αυστρίας Καρόλου ΣΤ'. Η συνθήκη προέβλεπε πως οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής θα σέβονταν και θα δέχονταν τη διαδοχή στο θρόνο μίας γυναίκας κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ ξανά στο παρελθόν. Ο Κάρολος μην έχοντας ο ίδιος αρσενικό διάδοχο του θρόνου και έχοντας προβλέψει του τι θα μπορούσε να συμβεί αν μία γυναίκα έπαιρνε τα ηνία προσπάθησε να ''τυλίξει'' της διάφορες Ευρωπαϊκές δυνάμεις όπως η Γαλλία και η Πρωσία σε μία ''κόλλα χαρτί'' σε μία προσπάθεια να αποφύγει την αιματοχυσία.

Δυστυχώς για αυτόν όμως η συνθήκη αυτή αποδείχτηκε ένα άχρηστο κομμάτι χαρτί. Ο Κάρολος πέθανε το 1740 αφήνοντας διάδοχο στο θρόνο της Αυστρίας τη κόρη του Μαρία Θηρεσία. Από την αρχή φαινόταν πως θα είχε πολύ δύσκολο έργο καθώς η Αυστρία είχε ακόμα ανοιχτές πληγές από το πόλεμο και την ήττα από τους Τούρκους (1735 - 1739) ενώ οι διάφοροι ''μνηστήρες'' του θρόνου ακόνιζαν ήδη τα σπαθιά τους.


Ο Εκλέκτορας της Βαυαρίας Κάρολος Αλβέρτος που στο μεταξύ διακήρυξε την υποψηφιότητα του για το θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε ήδη αρχίσει να συγκεντρώνει στρατεύματα για διεκδικήσει δυναμικά το θρόνο με τις ευλογίες της Γαλλίας και διάφορων Γερμανών ηγεμόνων. Επίσης η βασίλισσα της Ισπανίας Ελισάβετ Φαρνέζε δεν παρέμεινε άπραγη και είχε αρχίσει να κινητοποιεί και αυτή τον Ισπανικό στρατό (περίπου 130.000 άνδρες). Σκοπός της ήταν να θέσει την Ιταλία πλήρως υπό την Ισπανική διοίκηση και να δημιουργήσει ένα νέο βόρειο Ιταλικό βασίλειο που το προόριζε για το γιο της πρίγκιπα Φίλιππο.

Ενώ ο βασιλιάς του Πεδεμοντίου ήθελε να προσαρτήσει την Αυστροκρατούμενη περιοχή της Λομβαρδίας. Η Γαλλία προσπάθησε τουλάχιστον στην αρχή να κινηθεί στα παρασκήνια και υπό τη καθοδήγηση του Καρδινάλιου Φλερύ (έμπιστου του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου ΙΕ') που πίστευε πως θα κέρδιζε η Γαλλία περισσότερα με τη διπλωματία παρά με τα όπλα προσπάθησε να πείσει τους Γερμανούς εκλέκτορες να υποστηρίξουν τον Κάρολο Αλβέρτο στη προσπάθεια του να πάρει το θρόνο καταψηφίζοντας τους Αψβούργους κάνοντας έτσι τη διαδοχή νόμιμη και κρατώντας τη Γαλλία έξω από τη γραμμή του πυρός.

Για αυτό το λόγο έστειλε στην Αυτοκρατορική Δίετα τον Κόμη Μπελ Ιλ. Ο κόμης όμως που ήταν από μόνος του αρκετά φιλόδοξος και είχε δικά του σχέδια, έκανε ότι πέρναγε από το χέρι του για να ξεκινήσει ο πόλεμος. Η αρχή τελικά έγινε από το νεαρό φιλόδοξο Πρώσο βασιλιά Φρειδερίκο Β' (ο μετέπειτα Μέγας). Ο Φρειδερίκος μόλις είχε διαδεχθεί το πατέρα του στο Πρωσικό θρόνο και χωρίς προηγούμενη διακήρυξη πολέμου εισήλθε με τα στρατεύματα του στη Σιλεσία ενώ ένα άλλο μέρος του Πρωσικού στρατού υπό τον στρατάρχη Σβέριν κινήθηκε εναντίων του οχυρού Κλόντζκο με σκοπό να αποκόψει τη Σιλεσία από την υπόλοιπη Αυστριακή επικράτεια.

Η Σιλεσία ήταν η πιο πλούσια επαρχία των Αυστριακών (1/4 των εσόδων τους ερχόταν από τη Σιλεσία) και είχε μπει εξαρχής στο μάτι του Φρειδερίκου ο οποίος αρχικώς προσπάθησε να την αποσπάσει μέσω διπλωματίας προσφέροντας παράλληλα στρατιωτική βοήθεια ενάντια στους υπόλοιπους εχθρούς της Αυστρίας. Παρόλα αυτά εισέπραξε την άρνηση των Αυστριακών και έτσι αποφάσισε να τη πάρει δια της βίας. Μέχρι τα μέσα του Ιανουαρίου είχε καταφέρει να καταλάβει όλη την επαρχία εκμεταλλευόμενος την αδυναμία των αυστριακών να προτάξουν σοβαρή αντίσταση.

Ο Αυστριακός στρατάρχης φον Μπράουν είχε στη διάθεση του 7.000 άνδρες για την υπεράσπιση της επαρχία αλλά ήταν όλοι τόσο διασκορπισμένοι που δε μπορούσε να τους συγκεντρώσει εγκαίρως. Φρόντιζε όμως να παρενοχλούν με τη πρώτη ευκαιρία τους Πρώσους. Μετά τη κατάληψη της επαρχίας ο Φρειδερίκος βρέθηκε σε δύσκολη θέση καθώς κάποιες λάθος αποφάσεις του ως προς την αντιμετώπιση του πληθυσμού τον είχαν καταστήσει ''αιώνιο εχθρό'' στα μάτια τους. Ο Φρειδερίκος προσπάθησε ακόμα μια φορά μέσω της διπλωματίας να πείσει τους αυστριακούς να του παραχωρήσουν επίσημα τη Σιλεσία, για να λάβει όμως μία ακόμα αρνητική απάντηση.

Κινήσεις στο Παρασκήνιο και οι Προσπάθειες των Αυστριακών

Ενώ ο πόλεμος για τη Σιλεσία μαινόταν οι κινήσεις στα παρασκήνια δεν είχαν τελειωμό. Ο Φλερύ είχε μεταβεί στην Αυτοκρατορική Δίετα σε μια προσπάθεια να πείσει ο ίδιος τους Γερμανούς εκλέκτορες να υποστηρίξουν τον Αλβέρτο για τη διαδοχή, ενώ Μπελ Ιλ έδινε τη δική του μάχη μαζί με τη φιλοπόλεμη μερίδα των ευγένων για την είσοδο της Γαλλίας στο πόλεμο. Τελικώς ο Μπελ Ιλ κατάφερε να πείσει το Βασιλιά της Γαλλίας.

Το σχέδιο τους προέβλεπε την άδεια εισόδου από τα εδάφη της Γαλλίας στον Ισπανικό στρατό με κατεύθυνση την Ιταλία, τη συνεννόηση με τους Τούρκους να επιτεθούν στα νώτα των Αυστριακών (κάτι που ο Φλερύ μάταια προσπαθούσε να τους πείσει πως ήταν επικίνδυνο για όλη την Ευρώπη), τους Σουηδούς να επιτεθούν στους Ρώσους ώστε να αποτρέψουν τυχόν ενίσχυση των Αυστριακών από αυτούς και τη δημιουργία 3 στρατιών. Η μία θα υποστήριζε τον, δύναμης 20.000, στρατό της Βαυαρίας, η δεύτερη θα πήγαινε προς υποστήριξη των Πρώσων ενώ ή τρίτη θα κατευθυνόταν προς το Αννόβερο.

Το Αννόβερο ήταν η γενέτειρα του Βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιου Β', έτσι αν οι Βρετανοί προσπαθούσαν με οποιοδήποτε τρόπο να υποστηρίξουν τους Αυστριακούς τότε οι Γάλλοι θα έμπαιναν στο Αννόβερο και θα το κατέστρεφαν απ' άκρη σ' άκρη. Ο βασιλιάς Γεώργιος από την άλλη προβληματισμένος έβλεπε την Ευρώπη να εισέρχεται σε νέα περίοδο πολέμου. Οι Βρετανοί μετά την ευνοϊκή για αυτούς κατάληξη του πολέμου της Ισπανικής διαδοχής δεν είχαν σκοπό να επέμβουν στα εσωτερικά της ηπειρωτικής Ευρώπης.

Τα γεγονότα δυστυχώς τους ώθησαν σε ακριβώς αυτό. Ο Γεώργιος προσπάθησε να βρει τη καλύτερη δυνατή λύση. Παρόλο που ήθελε να ''κόψει το βήχα'' του ανιψιού του, Φρειδερίκου, δεν ήθελε να τον ωθήσει και στην αγκαλιά της Γαλλίας. Έτσι προσπάθησε να πείσει τους Αυστριακούς να παραχωρήσουν επίσημα τη Σιλεσία στους Πρώσους και αυτός με τη σειρά του, τους πρόσφερε συμμαχία κατά των Γάλλων αλλά και γαλλικά εδάφη που θα καταλάμβαναν από τυχόν πόλεμο με αυτούς. Ενώ την ίδια στιγμή κατάφερε να πάρει με το μέρος του τη Δανία, την Έσση, τη Σαξονία και τις Ηνωμένες Επαρχίες (Ολλανδία).

Τα γεγονότα όμως τον είχαν προλάβει καθώς ο ανιψιός του είχε ήδη εισβάλει στη Σιλεσία. Την ίδια στιγμή η Αυστριακοί προετοιμάζονταν για την ανακατάληψη της χαμένης τους επαρχίας. Το Μάρτιο του 1741 είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν μία δύναμη 16.000 ανδρών υπό τον στρατηγό Νέιπεργκ και μέχρι τον Απρίλιο είχαν καταφέρει να σπάσουν τη πολιορκία του Νέισε και είχαν φτάσει ως το Μόλβιτς. Παρά το γεγονός πως ο στρατός του Φρειδερίκου αριθμούσε κοντά στις 60.000 ήταν (όπως και οι Αυστριακοί στην αρχή της εισβολής) τόσο διασκορπισμένοι που δε κατάφερνε να συγκεντρώσει πάνω από 20 - 25.000 σε ένα σημείο.


Αυτό όμως δε πτόησε τον Νέιπεργκ που εμπιστευόταν τις δυνάμεις του και έτσι στις 10 Απριλίου του 1741 οι 2 στρατοί συγκρούστηκαν έξω από τη κωμόπολη του Μόλβιτς. Οι Αυστριακοί ηττήθηκαν προκαλώντας όμως μεγάλες απώλειες (περίπου 4.500) στους Πρώσους οι οποίοι πάντως δεν ήταν υπό τις διαταγές του Φρειδερίκου. Οι στρατιωτικές συνέπειες δεν ήταν μεγάλες για την Αυστρία σε αντίθεση με τη πολιτική καταιγίδα που ακολούθησε. Πολλοί ηγεμόνες είδαν αυτή την ήττα ως αδυναμία και έτρεξαν στις αγκαλιές της Γαλλίας και της Πρωσίας.

Οι Πρώσοι για ακόμα μία φορά προσπάθησαν να πείσουν τους Αυστριακούς να τους παραχωρήσουν και επίσημα τη Σιλεσία προσφέροντας και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό αλλά πάλι έλαβαν αρνητική απάντηση. Μετά από αυτοί οι Πρώσοι υπέγραψαν σύμφωνο με τους Γάλλους για Πρωσική βοήθεια στη προσπάθεια του Αλβέρτου να γίνει Αυτοκράτορας. Το μόνο θετικό για την Αυστρία ήταν η άφιξη οικονομικής βοήθειας ύψους 300.000 λιρών από τους Βρετανούς.

Η Τελευταία Ελπίδα

Η Αυστρία όσο πήγαινε και απομονώνονταν από συμμάχους στην ηπειρωτική Ευρώπη. Πρόσχαρη χαρά ήταν η ενίσχυση των Αυστριακών με στρατιώτες από τη Δανία και την Έσση. Ο εκβιασμός του Μπελ Ιλ είχε πετύχει. Οι Βρετανοί υπό το φόβο καταστροφής των κληρονομικών τους κτήσεων παρέδωσαν γραπτώς την ουδετερότητα τους στους Γάλλους και παράλληλα τη ψήφο εμπιστοσύνης του Γεωργίου (σαν εκλέκτορας κι' αυτός) προς το πρόσωπο του Αλβέρτου για τον Αυτοκρατορικό θρόνο.

Τα νέα αυτά προκάλεσαν απογοήτευση στους κύκλους της Αυστρίας καθώς πλέον μόνο από τη Ρωσία μπορούσαν να περιμένουν βοήθεια. Δυστυχώς όμως οι Γάλλοι τα κατάφεραν και εκεί. Οι Σουηδοί κήρυξαν το πόλεμο στη παλαιά τους αντίπαλο ενώ την ίδια στιγμή οι Βαυαροί έκαναν τη κίνηση τους καταλαμβάνοντας τη πόλη Πασάου. Οι Γάλλοι λίγες μέρες αργότερα πέρασαν το Ρήνο και εισήλθαν σε Γερμανικό έδαφος. Κάτω από τη πίεση των εξελίξεων η Μαρία Θηρεσία στράφηκε προς τη τελευταία της ελπίδα.

Η Αρχιδούκισσα το καλοκαίρι του 1741 επισκέφτηκε την Ουγγαρία. Εκεί αφού κατάφερε να ''μαγέψει'' με τη προσωπικότητα της τους Ούγγρους, αυτοί της πρόσφεραν με χαρά το στέμμα του Αγίου Στεφάνου. Μετά τη στέψη της και έπειτα από μία συνάντηση με τους Ούγγρους ευγενείς η Μαρία Θηρεσία κατάφερε να φύγει με την υπόσχεση πως οι Ούγγροι θα συγκέντρωναν και θα χρησιμοποιούσαν για την υπεράσπιση του στέμματος της 100.000 άνδρες ενώ οι 300.000 λίρες των Άγγλων ήδη εξόπλιζαν μία νέα δύναμη Αυστριακών στρατευμάτων.

Εν το μεταξύ στο παρασκήνιο οι Αυστριακοί προσπάθησαν να πείσουν με διάφορα ανταλλάγματα τον Αλβέρτο να εγκαταλείψει την υποψηφιότητα του για το θρόνο και να δεχτεί την υποψηφιότητα του βασιλιά της Σαβοίας. Ο Αλβέρτος σίγουρος για την επιτυχία του αρνήθηκε ενώ ο δεύτερος φοβούμενος τη γειτονική του Γαλλία αρνήθηκε επίσης. Οι Σάξωνες επίσης προσχώρησαν στον συνασπισμό εναντίον της Αυστρίας και μετά τη κατάληψη του Λιντς από τους Βαυαρούς το Σεπτέμβρη του 1741 προετοιμάστηκαν μαζί με τους Γάλλους να εισβάλουν στη Βοημία και να καταλάβουν τη Πράγα πράγμα που το κατάφεραν στις 26 Νοεμβρίου.

Ένα καλό νέο για τους Αυστριακούς ήταν η μυστική υπογραφή συνθήκης με το Φρειδερίκο με την οποία ο τελευταίος έπαιρνε και τυπικά τη Κάτω Σιλεσία. Ο Φρειδερίκος έχοντας πετύχει τους σκοπούς του δεν είχε τη διάθεση να θυσιάσει τους άνδρες του για την Γαλλία την ισχυροποίηση της οποίας δεν επιθυμούσε. Έτσι έμειναν οι Αυστριακοί μόνοι να αντιμετωπίσουν τους υπόλοιπους ''συμμάχους'' του Φρειδερίκου. Οι Γάλλοι και οι Ισπανοί στο μεταξύ και έχοντας ξεγελάσει τη Βρετανική ναυτική μοίρα της Μεσογείου πραγματοποίησαν απόβαση στρατευμάτων στην Ιταλία.

Αποβιβάστηκαν περίπου 30.000 άνδρες, οι οποίοι θα υποστηρίζονταν από 20.000 περίπου άνδρες του Βασιλείου των Δύο Σικελιών. Οι Αυστριακοί ήταν αριθμητικά πολύ κατώτεροι των αντιπάλων τους όμως η Ισπανική εισβολή είχε σαν αποτέλεσμα την εμπλοκή της Σαβοίας η οποία κινητοποίησε τους 30.000 στρατιώτες της. Τα χειρότερα νέα για τους Αυστριακούς δεν ήρθαν από την Ιταλία. Οι σύμμαχοι είχαν καταλάβει σχεδόν όλη τη Βοημία ενώ ο Φρειδερίκος εκμεταλλεύτηκε για άλλη μια φορά τη κατάσταση, κατέλαβε την Άνω Σιλεσία και εισέβαλε στη Μοραβία καταλαμβάνοντας το Όλομουτς.

Την ίδια περίοδο όμως ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος φοβούμενος τη φιλοδοξία του Μπελ Ιλ, ο οποίος ήταν η ψυχή της εκστρατείας, τον αντικατέστησε με τον δούκα Μπρόλι. Καθώς έπεσε ο χειμώνας του 1741 - 1742 και οι εμπόλεμοι είχαν διακόψει τις επιχειρήσεις τους, στη Φρανκφούρτη οι ''νικητές'' γιόρταζαν την άνοδο του Καρόλου Αλβέρτου στον Αυτοκρατορικό θρόνο και ονομάστηκε Κάρολος Ζ' Αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Μετά από 3 και πλέον αιώνες στο θρόνο ανήλθε αυτοκράτορας που δεν άνηκε στη Δυναστεία των Αψβούργων. Δυστυχώς για τους συμμάχους που είχαν σταματήσει για το χειμώνα οι Αυστριακοί είχαν άλλη άποψη.

Η Αντεπίθεση των Αυστριακών

Με τις 300.000 λίρες οι Αυστριακοί εξόπλισαν μία μικρή αλλά καλά εκπαιδευμένη δύναμη 16.000 ανδρών υπό το στρατηγό Κέβενχιλερ με σκοπό να ανακαταλάβει την Άνω Αυστρία που είχαν εισβάλει Γάλλοι και Βαυαροί ενώ μία δεύτερη στρατιά που θα τη διοικούσε ο Πρίγκιπας Κάρολος της Λωραίνης, αδελφός του συζύγου της Μαρίας Θηρεσίας και υποψήφιου Αυτοκράτορα Φραγκίσκου Στεφάνου. Η Αυστριακή στρατιά υπό τον Κέβενχιλερ κατάφερε να διώξει τελείως τους συμμάχους από τα αυστριακά εδάφη.

Οι σύμμαχοι ''πιάστηκαν στον ύπνο'' καθώς δε περίμεναν πως οι Αυστριακοί θα άρχιζαν επιχειρήσεις στη καρδιά του χειμώνα. Ο Κέβενχιλερ δε σταμάτησε όμως εκεί και εισέβαλε ο ίδιος στη Βαυαρία καταλαμβάνοντας τη πρωτεύουσα της Μόναχο την ημέρα της στέψης του νέου Αυτοκράτορα Καρόλου Ζ'. Στη Μοραβία ο Φρειδερίκος συνέχιζε τη κατάληψη της επαρχίας αλλά είχε μείνει μόνος του. Οι Σάξωνες και Βαυαροί σύμμαχοι του τον εγκατέλειψαν καθώς δεν έτρεφαν καμία εμπιστοσύνη για τον ίδιο.

Ενώ και ο χειμώνας είχε χτυπήσει άσχημα το Πρωσικό στρατό ο οποίος είχε έλλειψη σε εφόδια, αλλά και παρενοχλούνταν συνεχώς από ελαφρά τμήματα του Αυστριακού στρατού και ατάκτους. Μπροστά σε αυτή τη κατάσταση ο Φρειδερίκος αποχώρησε από τη Μοραβία. Στην Ιταλία ο βασιλιάς της Σαβοίας, Κάρολος Εμμανουήλ αποφάσισε να συμπαραταχτεί μαζί με τους Αυστριακούς και έθεσε 18.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του στρατάρχη Τράουν ο οποίος είχε στη διάθεση του και 12.000 Αυστριακούς στρατιώτες ενώ υποστηρίζονταν και από την βρετανική ναυτική μοίρα στη Μεσόγειο.

Οι Ισπανοί στην άλλη πλευρά όμως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη προσπάθεια τους καθώς έχασαν 13.000 στρατιώτες από λιποταξίες. Οι πολιτικές εξελίξεις όμως ευνόησαν τους Αυστριακούς, καθώς στη Βρετανία ο νικητής των εκλογών λόρδος Κάρκετερ έπεισε το βασιλιά Γεώργιο να ανακαλέσει την ουδετερότητα του, ήρθε σε συνεννόηση με τους Ολλανδούς για την αποστολή 16.000 Βρετανών στρατιωτών ενώ ψηφίστηκε και επιπλέον χρηματική βοήθεια 300.000 λιρών για τους αυστριακούς. Ο Γεώργιος προσπάθησε για άλλη μια φορά να φέρει Πρώσους και Αυστριακούς σε συμφωνία χωρίς επιτυχία.

Μετά από αυτό οι Αυστριακοί σε μία προσπάθεια να διώξουν τους Πρώσους εισέβαλαν στη Σιλεσία και οι 2 στρατοί συγκρούστηκαν στο Τσότουσιτς όπου οι Αυστριακοί ηττήθηκαν προξενώντας όμως για άλλη μια φορά βαριές απώλειες στους Πρώσους. Μετά από τη μάχη οι 2 πλευρές με τη μεσολάβηση του Γεωργίου υπέγραψαν τη συνθήκη του Βερολίνου όπου ο Φρειδερίκος πήρε σχεδόν όλη τη Σιλεσία εκτός από ένα μικρό μέρος που έμεινε στην Αυστρία. Οι κινήσεις αυτές των Πρώσων έπεισαν τους Σάξωνες να μείνουν και αυτοί εκτός του πολέμου (ουσιαστικά αλλά όχι τυπικά).

Σε λίγο 70.000 Αυστριακοί πολιορκούσαν τη Πράγα την οποία και τελικώς κατέλαβαν όταν η φρουρά της (25.000+ ανδρών) υπό τον Μπελ Ιλ λόγο έλλειψης εφοδίων επιχείρησε έξοδο κατά την οποία μόνο 12.000 κατάφεραν να διαφύγουν. Μία ''πυροσβεστική'' στρατιά 60.000 Γάλλων και Βαυαρών δεν έφτασε ποτέ δίνοντας έτσι τέλος στη προσπάθεια της Γαλλίας να καταλάβει την Βοημία. Στην Ιταλία μία νέα στρατιά Ισπανών επιτέθηκε στη Σαβοία μέσω Γαλλικών εδαφών με αποτέλεσμα ο Κάρολλος Εμμανουήλ να παρατήσει τον Τράουν και στραφεί εναντίων της νέας απειλής.

Ο Τράουν έμεινε μόνος με 12.000 Αυστριακούς απέναντι σε 25.000 Ισπανούς και Σικελιώτες υπό τον Μοντεμάρ. Οι Σικελιώτες απέσυραν τελικώς τα στρατεύματα τους μετά το βομβαρδισμό και τη καταστροφή της Νάπολης από τη Βρετανική ναυτική μοίρα ενώ οι Γενοβάτες έχοντας τη Νάπολη ως παράδειγμα αποδέχτηκαν άμεσα το Βρετανικό τελεσίγραφο. Παρόλα αυτά 13.000 Ισπανοί υπό το στρατηγό Γκάγκις (αντικαταστάτη του Μόντεμαρ) κατέλαβαν τη Μπολόνια και σταμάτησαν στις όχθες του ποταμού Πάναρο έχοντας τον Τράουν απέναντι τους, ενώ οι Ιταλοί προσπαθούσαν μάταια να ανακαταλάβουν τη Σαβοία.

Ο Γκάγκις επανέλαβε την επίθεση του καταλαμβάνοντας τη Μόντενα όμως λίγες μέρες αργότερα στις 8 Φεβρουαρίου του 1743 ο στρατός του συνετρίβη από τους Αυστριακούς του στρατάρχη Τράουν στο Κάμπο Σάντο και αναγκάστηκε να υποχωρήσει εγκαταλείποντας πλήρως ότι είχε κερδίσει μέχρι τότε. Λίγες μέρες νωρίτερα η φιλοπόλεμη μερίδα του Μπελ Ιλ αναλάμβανε πλήρως την εξουσία στη Γαλλία μετά το θάνατο του Φλερύ και ετοιμαζόταν για ολοκληρωτικό πόλεμο με τη Βρετανία ενώ και οι Βρετανοί με το λόρδο Κάρπερετ προετοιμάζονταν για την αναμέτρηση με την Γαλλία.

Οι Ολλανδοί ήταν έτοιμοι και αυτοί να μπουν στο πόλεμο στο πλευρό των Βρετανών διαθέτοντας 65.000 άνδρες. Παράλληλα μία δύναμη από Βρετανούς, Αυστριακούς και Γερμανούς ( από την Έσση και το Αννόβερο) συγκεντρώθηκε στο Ρήνο με συνολική δύναμη 62.000 ανδρών. Στο μεταξύ οι Αυστριακοί εισέβαλαν για ακόμα μία φορά στη Βαυαρία καταλαμβάνοντας τη και ο Αυτοκράτορας Κάρολος Ζ' για να αποφύγει περαιτέρω καταστροφή στη χώρα του ζήτησε και πήρε ανεπίσημα παύση των εχθροπραξιών κάτι που επισήμως δεν έγινε ποτέ καθώς αυτό θα σήμαινε πως οι Αυστριακοί τον αναγνωρίζουν σαν Αυτοκράτορα.

Στο Ρήνο τελικά η πολυεθνική στρατιά που είχε συγκεντρωθεί πέρασε το ποταμό και διοικούμενη από τον ίδιο το βασιλιά Γεώργιο Β' νίκησε τους Γάλλους στη μάχη του Ντέντιγκεν. Οι Γάλλοι αποφάσισαν τελικώς να αποχωρήσουν πλήρως από τη Γερμανία και να μεταφέρουν το πόλεμο στη Φλάνδρα ενισχύοντας με 30.000 στρατιώτες, του Ισπανούς. Οι στρατιώτες που θα αποσύρονταν από τη Γερμανία θα στέλνονταν στην Ιταλία κάτι που δε μπορούσε να γίνει αν δεν έβγαινε εκτός μάχης ο Βρετανικός στόλος. Σε μία ναυμαχία μεταξύ Βρετανών και Γαλλό-Ισπανών δεν υπήρξε κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Χωρίς να πτοούνται από αυτό οι Γάλλοι άρχιζαν να προετοιμάζουν μία αρμάδα και στρατό για εισβολή στα Βρετανικά νησιά κάτι που τελικώς δεν έγινε λόγο μίας καταιγίδας που χτύπησε το λιμάνι της Δουνκέρκης καταστρέφοντας το. Η Αυστρία την άνοιξη του 1744 και με σύμμαχο τη Σαξωνία ετοιμαζόταν να μεταφέρει το πόλεμο στη πόρτα της Γαλλίας εισβάλλοντας στην Αλσατία ενώ στο Ιταλικό μέτωπο οι Αυστριακοί προωθήθηκαν με 25.000 άνδρες και έφτασαν ως τη Ρώμη.


Ο στρατηγός Γκάγκις ενισχυμένος με στρατιώτες των Δύο Σικελιών και συνολικά 24.000 άνδρες κατάφερε ισχυρά πλήγματα στους Αυστριακούς αλλά υπέστη και αυτός σημαντικές φθορές. Στο μεταξύ οι Γάλλοι εισέβαλαν και αυτοί στην Ιταλία καταλαμβάνοντας το Πεδεμόντιο ενώ μία στρατιά τους 70.000 ανδρών περίμενε την αναμενόμενη εισβολή των Αυστριακών στην Αλσατία. Οι Αυστριακοί τελικώς εισέβαλαν στην Αλσατία υπό τη διοίκηση του πρίγκιπα Καρόλου της Λωραίνης και κατάφεραν να νικήσουν τους Γάλλους στη μάχη του Βίσεμππουργκ.

Η Μαρία Θηρεσία όμως αναγκάστηκε να ανακαλέσει τον Κάρολο πίσω στη Βοημία καθώς ο Φρειδερίκος καταπατώντας για άλλη μια φορά την υπογραφή του, εισέβαλε στη Βοημία και κατέλαβε τη Πράγα. Επιτυχία που δε πρόλαβε να χαρεί καθώς η στρατιά του Καρόλου είχε ήδη φτάσει και ενισχυμένη με 20.000 Σάξωνες στρατιώτες κατεδίωξε το Φρειδερίκο ο οποίος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Βοημία χάνοντας περίπου 30.000 άνδρες. Στην Ιταλία ο αντιαυστριακός συνασπισμός δε τα πήγαινε καλύτερα καθώς οι Γάλλοι μετά την απώλεια 15.000 στρατιωτών και την ισχυρή αντίσταση των κατοίκων του Πεδεμοντίου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη περιοχή.

Στη Γερμανία ο Κάρολος Ζ' προσπάθησε με 30.000 άνδρες να ανακαταλάβει τη Βαυαρία χωρίς αποτέλεσμα. Το χειρότερο όμως ήταν ο θάνατος του μετά από μακρά ασθένεια αφήνοντας διάδοχο του θρόνου το 17χρονο γιο του Μαξιμιλιανό Ιωσήφ. Ο Μαξιμιλιανός, λιγότερο φιλόδοξος από το πατέρα του και θέλοντας να περιορίσει στο μέτρο του δυνατού τη καταστροφή στη χώρα του ήρθε σε συμφωνία με τους Αυστριακούς υπογράφοντας στις 22 Απριλίου του 1745 τη Συνθήκη του Φίσεν.

Σύμφωνα με την οποία οι Βαυαροί τερμάτιζαν κάθε διεκδίκηση Αυστριακού εδάφους και αναγνώριζαν την υποψηφιότητα του συζύγου της Μαρίας Θηρεσίας, Φραγκίσκου Στεφάνου, για τον Αυτοκρατορικό θρόνο και σε αντάλλαγμα οι Αυστριακοί θα αποχωρούσαν από το Βαυαρικό έδαφος. Με αυτή τη συνθήκη η Βαυαροί τέθηκαν τελείως εκτός πολέμου. Στην Ιταλία, Γάλλοι και Ισπανοί ενισχυμένοι με 10.000 Γενουάτες επανέλαβαν την προέλαση τους μέσα στο Πεδεμόντιο ενώ την ίδια στιγμή επιτέθηκαν στο μέτωπο της Φλάνδρας θέτοντας υπό πολιορκία το οχυρό της Τουρνέ.

Ο συμμαχικός στρατός (Βρετανοί, Ολλανδοί και Αυστριακοί) υπό τη διοίκηση του στρατηγού λόρδου Κάμπερλαντ κινήθηκαν εναντίων των Γάλλων για να άρουν τη πολιορκία. Όμως στη μάχη Φοντενουά ηττήθηκαν παρά την ηρωική αντίσταση τους από τους Γάλλους υπό τον Μαυρίκιο της Σαξωνίας. Η Μάχη αυτή ήταν από τις μεγαλύτερες του πολέμου (περίπου 50.000 άνδρες σε κάθε στρατόπεδο). Στη Σιλεσία η σύγκρουση μεταξύ Αυστριακών και Πρώσων συνεχίζονταν στη προσπάθεια των πρώτων να διώξουν τους Πρώσους.

Στη μάχη του Χοχενφρίντμπεργκ οι Αυστρο-Σαξωνική στρατιά του πρίγκιπα Καρόλου (60.000 άνδρες) συνετρίβη από τους Πρώσους χάνοντας 14.000 άνδρες. Για πρώτη φορά ο Φρειδερίκος πέτυχε μία αποφασιστική νίκη έναντι των αντιπάλων του χάνοντας μόνο 5.000 δικούς του. Στη Φλάνδρα μετά τη μάχη στο Φοντενουά οι Γάλλοι έθεσαν υπό τη κυριαρχία τους μέρος του Βελγίου ενώ σε μία προσπάθεια αποδυνάμωσης των Βρετανών εκ των έσω, οργάνωσαν τη τελευταία επανάσταση των Στιούαρτ. Τη ίδια στιγμή ο πόλεμος μεταφέρθηκε στη Βόρειο Αμερική μεταξύ Γάλλων και Άγγλων αποίκων.

Οι Βρετανοί προσπάθησαν πάλι να φέρουν σε συνεννόηση τους Αυστριακούς και τους Πρώσους χωρίς να καταφέρουν κάτι καθώς οι Αυστριακοί αρνούνταν να δεχθούν να συνομιλήσουν με τον Φρειδερίκο μετά τις τόσες υπαναχωρήσεις του. Ένα ευχάριστο γεγονός για την Αυστρία ήταν η ανάδειξη του Φραγκίσκου Στεφάνου ως Αυτοκράτορα των Ρωμαίων με το όνομα Φραγκίσκος Α'. Στην Ιταλία 87.000 Γάλλοι, Ισπανοί, Ναπολιτάνοι και Γενουάτες κινήθηκαν εναντίων του ισχυρού οχυρού της Μπαζινιάνα το οποίο και κατέλαβαν χωρίς όμως να προκαλέσουν σοβαρές απώλειες στους Ιταλούς που το υπεράσπιζαν καθώς οι τελευταίοι υποχώρησαν συντεταγμένα.

Στη Σιλεσία στο Σουρ 22.500 Πρώσοι νίκησαν 40.000 Αυστριακούς και Σάξωνες του πρίγκιπα Καρόλου ενώ εκμεταλλευόμενος αυτή την επιτυχία ο Φρειδερίκος οδήγησε τα στρατεύματα του στη Σαξωνία και μέσα σε μία βδομάδα κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της. Οι Σάξωνες δε κατάφεραν παρά τη βοήθεια των Αυστριακών να αποκρούσουν τους Πρώσους και έπειτα από 2 ακόμα ήττες της οποίες υπέστησαν χάνοντας περίπου 12.000 άνδρες, Αυστριακοί και Σάξωνες ήταν έτοιμοι να ζητήσουν ειρήνη. Με τη συνθήκη της Δρέσδης οι Πρώσοι έπαιρναν ολόκληρη τη Σιλεσία και αποσύρθηκαν οριστικά από το πόλεμο.

Μετά τη νίκη στη Μπαζινιάνα Γάλλοι και Ισπανοί προωθήθηκαν πιο βαθιά στο Ιταλικό έδαφος φθάνοντας ως το Μιλάνο. Εκεί έγινε και η ίδρυση του Βασιλείου της Λομβαρδίας και η στέψη του βασιλιά του δον Φελίππε. Στη συνέχεια όμως 45.000 Αυστριακοί στρατιώτες που ήρθαν σε ενίσχυση του καταπονημένου στρατού του Καρόλου Εμμανουήλ μετέβαλε τη κατάσταση. Οι Γαλλο-Ισπανικές δυνάμεις που βρέθηκαν τελικά κυνηγημένες από τις Αυστριακές και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Μιλάνο και τελικώς συνετρίβησαν στη μάχη της Πιατσέντσα χάνοντας 15.000 άνδρες.

Στην Αγγλία η επανάσταση των Στιούαρτ παρά την αρχική της επιτυχία (οι Σκωτσέζοι έφθασαν ως το Μάντσεστερ) γρήγορα έσβησε μετά την ήττα στο Κουλόντιν. Στη Φλάνδρα και στις Κάτω Χώρες (Ολλανδία, Βέλγιο) ο Μαυρίκιος συνέχιζε να τιμά τα Γαλλικά όπλα, καταλαμβάνοντας την Αμβέρσα, το Ναμύρ και συντρίβοντας τους Αυστριακούς και Ολλανδούς συμμάχους τους στο Ροκό. Τα πράγματα για τη Γαλλία όμως έμελλε να γίνουν χειρότερα καθώς ο βασιλιάς της Ισπανίας Φίλιππος Ε' πέθανε και διάδοχος του στο θρόνο θα ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Φερδινάνδος Ζ'.


Ο Φερδινάνδος σαφώς επηρεασμένος από τη Πορτογαλίδα και Αγγλόφιλη σύζυγό του διέταξε τις Ισπανικές δυνάμεις να αποφεύγουν τις μάχες με τους Αυστριακούς και τους Ιταλούς αλλά με ''λεπτό'' τρόπο ώστε να μη καταλάβουν οι σύμμαχοι τους τι συμβαίνει. Μετά την ήττα στη Πιατσέντσα Ισπανοί και Γάλλοι αποχώρησαν τελείως από το Ιταλικό έδαφος ενώ οι Αυστριακοί και Ιταλοί που τους ακολουθούσαν κατέλαβαν χωρίς αντίσταση τη Γένοβα και εισήλθαν σε Γαλλικό έδαφος καταλαμβάνοντας τη Νίκαια.

Σύντομα όμως χρειάστηκε να την εγκαταλείψουν καθώς η κακή συμπεριφορά των Αυστριακών έκανε το πληθυσμό εχθρικό, ενώ 50.000 Γάλλοι στρατιώτες υπό την αρχηγία του Μπελ Ιλ ήταν καθοδόν. Ο Μπελ Ιλ κατάφερε να ελευθερώσει τη Νίκαια και κατέλαβε τη Γένοβα, ηττήθηκε όμως στη μάχη της Ασσιέτα από τους Ιταλούς στη προσπάθεια του να καταλάβει το Πεδεμόντιο.

Ο πόλεμος όμως είχε επεκταθεί στην Ινδία όπου οι Γάλλοι κατάφεραν να κυριεύσουν το Μαντράς ενώ στη θάλασσα οι Βρετανοί ήταν κυρίαρχοι και σε 2 ναυμαχίες στο ακρωτήρι Ορτέγκαλ και στο Ουέσαντ συνέτριψαν το Γαλλικό στόλο. Στη ξηρά όμως οι Βρετανοί δεν ήταν τόσο τυχεροί καθώς στο Λάφεντ της Ολλανδίας ηττήθηκαν και πάλι από το Μαυρίκιο. Η κούραση γινόταν πλέον ορατή σε όλες τι πλευρές. 7 σχεδόν χρόνια πολέμου χωρίς κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα είχε σοβαρό αντίκτυπο σε όλους τους εμπλεκόμενους και παρά την εμπλοκή της Ρωσίας το 1748 η ειρήνη δεν άργησε να έρθει.

Το 1748 οι εμπλεκόμενοι υπέγραψαν στο Αιξ-λα-Σαπέλ (Άαχεν) την ομώνυμη συνθήκη ειρήνης. Με βάση αυτή κατοχυρώθηκε η παραχώρηση της Σιλεσίας στους Πρώσους, οι Γάλλοι αναγνώρισαν τον Φραγκίσκο Α' σαν Αυτοκράτορα και εγκατέλειψαν τις Κάτω Χώρες ενώ αναγνωρίστηκε και ο δον Φελίππε ως ο ανεξάρτητος ηγεμόνας της Πάρμας. Επίσης οι Γάλλοι έπαιρναν πίσω το οχυρό του Λούισμπουργκ που είχαν καταλάβει οι Άγγλοι στη Βόρειο Αμερική. Έτσι έληξε ο πόλεμος της Αυστριακής διαδοχής. Ένας πόλεμος που για 8 περίπου χρόνια μαίνονταν στη κεντρική Ευρώπη χωρίς κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Η φιλοδοξία της Γαλλίας για πρωταγωνιστικό ρόλο στα δρώμενα της Ευρώπης και η επιθυμία της να ταπεινώσει την παλαιά της αντίπαλο Αυστρία ήταν αυτό που πραγματικά μπορεί να θεωρηθεί ως η αληθινή αιτία του πολέμου. Στην Αυστρία μπορεί να μη χάρηκαν με την οριστική απώλεια της Σιλεσίας όμως μπορούσαν να αισθάνονται περήφανοι καθώς κατάφεραν να στήσουν το κράτος τους όρθιο και να ανταπεξέλθουν έναντι όλων των αντιπάλων τους εκτός των Πρώσων.

Οι Πρώσοι απέδειξαν πως είχαν τη πιο καλοκουρδισμένη πολεμική μηχανή στο κόσμο. Ενώ η Βρετανία μπορεί να πολέμησε κυρίως στη θάλασσα, κατάφερε όμως να αναδειχτεί ως η θαλάσσια υπερδύναμη και να εξαλείψει οριστικά τις δυναστικές της διαμάχες. Η Ισπανία κέρδισε το πριγκιπάτο της Πάρμας όμως το τίμημα που πλήρωσε ήταν πολύ βαρύ για να το εκμεταλλευτεί.

Ο ΑΓΓΛΙΚΟΣ ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Ο Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος (1642 - 1651) ήταν μια σειρά ένοπλων συγκρούσεων και πολιτικών μηχανορραφιών μεταξύ των Κοινοβουλευτικών και των Βασιλοφρόνων. Στον πρώτο (1642 - 1646) και τον δεύτερο (1648 - 1649) εμφύλιο πόλεμο αντιπαρατάχθηκαν οι υποστηρικτές του Βασιλιά Καρόλου Α' εναντίον των υποστηρικτών του Μακρέος Κοινοβουλίου, ενώ ο τρίτος πόλεμος (1649 - 1651) αποτελούνταν από διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών του Βασιλιά Καρόλου Β' και τους υποστηρικτές του Κολοβού Κοινοβουλίου.

Ο Εμφύλιος Πόλεμος τελείωσε με την Κοινοβουλευτική νίκη στη Μάχη του Ουόρσεστερ στις 3 Σεπτεμβρίου 1651. Ο Εμφύλιος Πόλεμος οδήγησε στη δίκη και εκτέλεση του Καρόλου Α', την εξορία του γιου του, Καρόλου Β', και την αντικατάσταση της Αγγλικής Μοναρχίας με πρώτα, την Κοινοπολιτεία της Αγγλίας (1649 - 1653), και μετά με ένα Προτεκτοράτο (1653 - 1659), υπό την προσωπική διοίκηση του Όλιβερ Κρόμγουελ. Το μονοπώλιο της Εκκλησίας της Αγγλίας στη Χριστιανική λατρεία στην Αγγλία τελείωσε με τους νικητές να σταθεροποιούν την εγκαθιδρυμένη Προτεσταντική Υπεροχή στην Ιρλανδία.

Συνταγματικά, οι πόλεμοι εγκαθίδρυσαν το προηγούμενο ότι ένας Άγγλος μονάρχης δεν μπορεί να κυβερνήσει χωρίς την συγκατάθεση του Κοινοβουλίου, αν και αυτή η γενική ιδέα νομικά εγκαθιδρύθηκε μόνο με την Ένδοξη Επανάσταση αργότερα μέσα στον αιώνα. Ο όρος Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος εμφανίζεται πιο κοινά στην ενική μορφή, αν και οι ιστορικοί συχνά διαιρούν την σύγκρουση σε δύο ή τρεις ξεχωριστούς πολέμους. Αν και ο όρος περιγράφει τα γεγονότα να συμβαίνουν στην Αγγλία, από την αρχή οι συγκρούσεις περιελάμβαναν πολέμους με και εμφύλιους πολέμους στην Σκωτία και την Ιρλανδία.

Αντίθετα με άλλους εμφυλίους πολέμους στην Αγγλία, που επικεντρώνονταν στο ποιος κυβερνούσε, αυτός ο πόλεμος ήταν σχετικός με τον τρόπο διακυβέρνησης της Βρετανίας και της Ιρλανδίας. Οι ιστορικοί μερικές φορές αναφέρονται στον Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο ως English Revolution (Αγγλική Επανάσταση).


Το Παρασκήνιο

Ο πόλεμος ξέσπασε λιγότερο από σαράντα έτη μετά τον θάνατο της Ελισάβετ Α' το 1603. Κατά την άνοδο του Καρόλου Α' το 1625, η Αγγλία και η Σκωτία είχαν αμφότερες βιώσει σχετική ειρήνη, και εσωτερικά και στις σχέσεις μεταξύ τους, για όσο μπορούσε να θυμηθεί κανείς. Ο Κάρολος ήλπιζε να ενώσει τα βασίλεια της Αγγλίας, της Σκωτίας και της Ιρλανδίας σε ένα νέο ενιαίο βασίλειο, εκπληρώνοντας το όνειρο του πατέρα του, Ιακώβου Α' της Αγγλίας (James VI of Scotland).

Πολλοί Άγγλοι Κοινοβουλευτικοί είχαν υποψίες σχετικά με μια τέτοια κίνηση, επειδή φοβούνταν ότι η εγκαθίδρυση ενός νέου βασιλείου θα κατέστρεφε τις παλαιές Αγγλικές παραδόσεις οι οποίες είχαν δέσει την Αγγλική μοναρχία. Καθώς ο Κάρολος ασπαζόταν την άποψη του πατέρα του σχετικά με την εξουσία του στέμματος (ο Ιάκωβος είχε περιγράψει τους βασιλείς ως "μικρούς Θεούς πάνω στη Γη", επιλεγμένους από το Θεό να κυβερνήσουν σύμφωνα με το δόγμα του "Θείου Δικαιώματος των Βασιλέων"), οι υποψίες των Κοινοβουλευτικών δικαιολογούνταν εν μέρει.

Το Κοινοβούλιο στο Αγγλικό Συνταγματικό Πλαίσιο

Πριν τις εχθροπραξίες, το Κοινοβούλιο της Αγγλίας δεν είχε έναν μεγάλο μόνιμο ρόλο στο Αγγλικό σύστημα διακυβέρνησης, λειτουργώντας ως προσωρινή συμβουλευτική επιτροπή, καλούμενο από τον μονάρχη όταν το Στέμμα απαιτούσε επιπλέον φορολογικά έσοδα, και υποκείμενο σε διάλυση από τον μονάρχη ανά πάσα στιγμή. Παρά τον περιορισμένο του ρόλο, το Κοινοβούλιο είχε, κατά τους προηγούμενους αιώνες, αποκτήσει de facto εξουσίες αρκετής σημασίας τις οποίες οι μονάρχες δεν μπορούσαν απλά να αγνοήσουν αόριστα.

Χωρίς αμφιβολία, για έναν μονάρχη, η πιο απαραίτητη εξουσία του Κοινοβουλίου ήταν η ικανότητά του να αυξάνει τα φορολογικά έσοδα μακράν περισσότερο από άλλες πηγές εσόδων που ήταν στη διάθεση του Στέμματος. Κατά τον δέκατο έβδομο αιώνα, οι εξουσίες αύξησης των φόρων του Κοινοβουλίου είχαν φτάσει να προέρχονται από το γεγονός ότι η τάξη gentry ήταν το μόνο στρώμα της κοινωνίας με την ικανότητα και την αρμοδιότητα ουσιαστικά να συλλέγει και να αποστέλλει τις πιο σημαντικές μορφές φορολογίας που ήταν τότε διαθέσιμες σε τοπικό επίπεδο.

Επειδή η ευθύνη για την συλλογή των φόρων βρισκόταν στα χέρια των ευγενών, οι Άγγλοι βασιλείς χρειάζονταν την βοήθεια αυτού του κοινωνικού στρώματος ώστε να διασφαλιστεί ένα συνεχές ρεύμα εσόδων. Αν οι ευγενείς αρνούνταν να μαζέψουν τους φόρους του Βασιλιά, το Στέμμα θα έχανε κάθε πρακτικό μέσο για να τους υποχρεώσει. Τα κοινοβούλια επέτρεπαν στους αντιπροσώπους των ευγενών να συναντώνται, να συνεδριάζουν και να στέλνουν προτάσεις πολιτικών στο μονάρχη με τη μορφή σχεδίων νόμου.

Αυτοί οι αντιπρόσωποι δεν είχαν, παρόλα αυτά, οποιοδήποτε μέσο να επιβάλουν τη θέλησή τους στο βασιλιά - εκτός από το να παρακρατήσουν τα οικονομικά μέσα που απαιτούνταν για να εκτελεστούν τα σχέδιά του.

Κοινοβουλευτικές Ανησυχίες και το Υπόμνημα Δικαίου (Petition of Right)

Ένα γεγονός που ήγειρε υποψίες για τη βασιλεία του Καρόλου ήταν ο γάμος του με μια Ρωμαιοκαθολική, την Γαλλίδα πριγκίπισσα Ενριέττα Μαρία, το 1625, αμέσως μετά την άνοδο του στο θρόνο. Ο γάμος του Καρόλου αύξησε την πιθανότητα τα παιδιά του, περιλαμβανομένου ενός διαδόχου στο θρόνο, να μεγαλώσουν ως Καθολικοί, μια προοπτική που σήμανε συναγερμό για την επίσημα Προτεσταντική Αγγλία, όπου η Εκκλησία της Αγγλίας έχει ως ηγέτη της τον Υπέρτατο Κυβερνήτη, ενσωματώνοντας την Κεφαλή της Εκκλησίας στο ίδιο πρόσωπο με τον Αρχηγό του Κράτους, σε αυτή την περίσταση τον Βασιλιά.

Ο Κάρολος ήταν πρόθυμος να παρέμβει στην Προτεσταντική πλευρά του Τριακονταετούς Πολέμου ο οποίος εκείνη την περίοδο έζωνε την Ευρώπη. Οι εξωτερικοί πόλεμοι έκαναν απαραίτητες τις βαριές δαπάνες, και το Στέμμα μπορούσε να αντλήσει φόρους μόνο μέσω της Προτεσταντικής συναίνεσης. Ο Κάρολος αντιμετώπισε περαιτέρω οικονομικές δυσκολίες όταν το πρώτο του Κοινοβούλιο αρνήθηκε να του εκχωρήσει το παραδοσιακό δικαίωμα να συγκεντρώνει τα καθήκοντα των τελωνείων γα ολόκληρη τη βασιλεία του, αποφασίζοντας αντί αυτού να του το παραχωρεί μόνο σε προσωρινή βάση και να διαπραγματευτεί με εκείνον.

Ο Κάρολος, εντωμεταξύ, αποφάσισε να στείλει μια εκστρατευτική δύναμη για να ανακουφίσει τους Γάλλους Ουγενότους τους οποίους τα Γαλλικά βασιλικά στρατεύματα κρατούσαν σε κατάσταση πολιορκίας στη Λα Ροσέλ. Η στρατιωτική υποστήριξη για τους Προτεστάντες στην Ήπειρο ήταν από μόνη της δημοφιλής τόσο στο Κοινοβούλιο όσο και γενικά στην Προτεσταντική πλειονότητα, και είχε την δυναμική να εξασθενήσει τις ανησυχίες για το γάμο του Βασιλιά με μία Καθολική. Ωστόσο η επιμονή του Καρόλου να έχει τον άσημο, βασιλικά προσφιλές Τζορτζ Βίλιερς, 1ο Δούκα του Μπάκιγχαμ ως αρχηγό της Αγγλικής δύναμης υπέσκαψε αυτήν την υποστήριξη.

Δυστυχώς για τον Κάρολο και τον Μπάκιγχαμ, η εκστρατεία ανακούφισης αποδείχθηκε ένα φιάσκο (1627), και το Κοινοβούλιο, ήδη εχθρικό προς τον Μπάκιγχαμ για το μονοπώλιο του ως προς την βασιλική προστασία, ξεκίνησε τις διαδικασίες υποβολής πρότασης μομφής εναντίον του. Ο Κάρολος ανταποκρίθηκε διαλύοντας το Κοινοβούλιο. Αυτή η κίνηση, ενώ έσωσε τον Μπάκιγχαμ, ενίσχυσε την εντύπωση ότι ο Κάρολος ήθελε να αποφύγει τον Κοινοβουλευτικό έλεγχο των υπουργών του.

Έχοντας διαλύσει το Κοινοβούλιο και ανίκανος να συγκεντρώσει χρήματα χωρίς αυτό, ο βασιλιάς συγκάλεσε ένα νέο το 1628. (Τα εκλεγμένα μέλη περιελάμβαναν τον Όλιβερ Κρόμγουελ και τον Έντουαρντ Κόουκ). Το νέο Κοινοβούλιο υπέβαλε το Υπόμνημα Δικαίου και ο Κάρολος το αποδέχθηκε ως μια υποχώρηση προς όφελος της επιδότησης του. Μεταξύ άλλων, το Υπόμνημα αναφερόταν στην Μάγκνα Κάρτα. (MAGNA CARTA - ΧΑΡΤΗΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ)


Προσωπική Εξουσία

Ο Κάρολος Α' απέφυγε να καλέσει ένα Κοινοβούλιο για την επόμενη δεκαετία, μια περίοδος που έμεινε γνωστή ως η "Ενδεκαετής Τυραννία" ή "Προσωπική Εξουσία του Καρόλου". Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Κάρολος στερείτο πολιτικών που σχετίζονταν με τα χρήματα. Πρώτον και κυριότερο, για να αποφύγει το Κοινοβούλιο ο Βασιλιάς χρειαζόταν να αποφύγει τον πόλεμο. Ο Κάρολος συνήψε ειρήνη με τη Γαλλία και την Ισπανία, τερματίζοντας αποτελεσματικά την ανάμειξη της Αγγλίας στον Τριακονταετή Πόλεμο· όμως αυτό από μόνο απείχε αρκετά από το να εξισορροπήσει τα χρηματοοικονομικά του Καρόλου.

Ανίκανος να συγκεντρώσει έσοδα μέσω του Κοινοβουλίου -και απρόθυμος να το συγκαλέσει- κατέφυγε σε άλλα μέσα. Για παράδειγμα, η μη παρακολούθηση συχνά από καιρό απαρχαιωμένων εκδηλώσεων και τελετών έγινε, σε μερικές περιπτώσεις, ένα αδίκημα τιμωρούμενο με πρόστιμο (για παράδειγμα, μια αδυναμία να παρακολουθήσει κάποιος και να χριστεί ιππότης στη στέψη του Καρόλου), με το πρόστιμο να πληρώνεται στο Στέμμα. Ο Βασιλιάς επίσης προσπάθησε να μαζέψει έσοδα μέσω του φόρου ship money, εκμεταλλευόμενος τον φόβο ενός ναυτικού πολέμου το 1635, απαιτώντας οι Αγγλικές κομητείες της ενδοχώρας να πληρώσουν τον φόρο για το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό.

Ο θεσπισμένος νόμος υποστήριζε αυτή την πολιτική, αλλά οι αρχές τον είχαν αγνοήσει για αιώνες, και πολλοί τον θεωρούσαν ως έναν ακόμη εξωκοινοβουλευτικό (και ούτως παράνομο) φόρο. Μερικοί επιφανείς άνδρες αρνήθηκαν να πληρώσουν το ship money υποστηρίζοντας ότι ο φόρος ήταν παράνομος, αλλά έχασαν στα δικαστήρια και τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν επειδή αρνήθηκαν να πληρώσουν το ship money (και για το ότι διαφώνησαν με την νομιμότητα του φόρου) ήγειραν ευρεία αγανάκτηση.

Κατά την διάρκεια της "Προσωπικής Εξουσίας," ο Κάρολος δημιούργησε ανταγωνισμό μέσω των θρησκευτικών του μέτρων: πίστευε στον Άνω Αγγλικανισμό, μια μυστηριακή εκδοχή της Εκκλησίας της Αγγλίας, θεολογικά βασισμένη στον Αρμινιανισμό, ένα θρήσκευμα που μοιραζόταν με τον πολιτικό του σύμβουλο, Αρχιεπίσκοπο Ουίλλιαμ Λοντ. Το 1633, ο Κάρολος διόρισε τον Λοντ Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ και άρχισε να κάνει την Εκκλησία πιο τυπική, αντικαθιστώντας τα ξύλινα τραπέζια της Κοινωνίας με πέτρινους τοίχους - βωμούς που διαχώριζαν το ιερό από τον υπόλοιπο ναό.

Οι πουριτανοί κατηγόρησαν τον Λοντ για επανεισαγωγή του Καθολικισμού· όταν παραπονέθηκαν, έβαλε να τους συλλάβουν. Το 1637 ο Τζον Μπάστγουικ, ο Χένρι Μπάρτον, και ο Ουίλλιαμ Πρυν τιμωρήθηκαν με κόψιμο των αυτιών τους επειδή έγραψαν φυλλάδια που επιτίθενται στις απόψεις του Λοντ -μια σπάνια ποινή για τους κυρίους, και μια ποινή που ήγειρε θυμό. Επιπλέον, οι αρχές της Εκκλησίας αναζωογόνησαν τους νόμους που πέρασαν την εποχή της Ελισάβετ Α' σχετικά με τον εκκλησιασμό, και οι οποίοι τιμωρούσαν τους Πουριτανούς για την μη προσέλευση σε Αγγλικανικές εκκλησιαστικές τελετές.

Εξέγερση στη Σκωτία

Το τέλος της ανεξάρτητης διακυβέρνησης το Καρόλου ήλθε όταν προσπάθησε να εφαρμόσει τις ίδιες θρησκευτικές πολιτικές στη Σκωτία. Η Εκκλησία της Σκωτίας, διστακτικά Επισκοπική στην δομή της, είχε ανεξάρτητες παραδόσεις. Ο Κάρολος ωστόσο, ήθελε μία, ομοιόμορφη Εκκλησία παντού στην Βρετανία, και εισήγαγε μια νέα, Υψηλά Αγγλικανική, έκδοση της Αγγλικής Βίβλου Κοινής Προσευχής στην Σκωτία το καλοκαίρι του 1637.

Αυτή η κίνηση αντιμετώπισε βίαιη αντίσταση· μια εξέγερση ξέσπασε στο Εδινβούργο, η οποία μπορεί να είχε ξεκινήσει από μια εκκλησία από τον Τζένι Γκέντες· και, τον Φεβρουάριο του 1638, οι Σκώτοι μετασχημάτισαν τις αντιρρήσεις τους στην βασιλική πολιτική υπό την μορφή του Εθνικού Συμβολαίου. Αυτό το έγγραφο πήρε την μορφή μιας «πιστής διαμαρτυρίας», απορρίπτοντας όλες τις καινοτομίες οι οποίες δεν είχαν δοκιμαστεί από ελεύθερα κοινοβούλια και Γενικές Συνελεύσεις της Εκκλησίας.

Την άνοιξη του 1639, ο Κάρολος Α' συνόδευσε τις δυνάμεις του στα Σκωτικά σύνορα, για να τερματίσει την εξέγερση γνωστή ως Πόλεμος των Επισκόπων, αλλά, έπειτα από μια ασαφή στρατιωτική εκστρατεία, αποδέχθηκε την προτεινόμενη Σκωτική εκεχειρία - την Ειρήνευση του Μπέργουικ. Η εκεχειρία αποδείχθηκε προσωρινή και ένας δεύτερος πόλεμος ακολούθησε το καλοκαίρι του 1640. Αυτήν την φορά, ένα στρατός των Σκώτων νίκησε τις δυνάμεις του Καρόλου στον βορρά και έπειτα κατέκτησε το Νιούκασλ. Ο Κάρολος τελικά συμφώνησε να μην παρέμβει στην θρησκεία της Σκωτίας και πλήρωσε τα έξοδα πολέμου των Σκώτων. ΔΕΣ: ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΩΤΙΑΣ

GLORIOUS REVOLUTION - ΕΝΔΟΞΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η Ένδοξη Επανάσταση (ξεκίνησε στις 5 Νοεμβρίου 1688), επίσης καλούμενη και ως Επανάσταση του 1688. Ήταν η ανατροπή του Βασιλιά Ιακώβου Β' της Αγγλίας (Ζ' της Σκωτίας και Β' της Ιρλανδίας) το 1688 από συμμαχία των Κοινοβουλευτικών με το στρατό του Ολλανδού stadtholder Γουλιέλμου Γ' της Οράγγης - Νασσάου (Γουλιέλμος της Οράγγης), ο οποίος έτσι ανήλθε στον Αγγλικό θρόνο ως Γουλιέλμος Γ' της Αγγλίας. Η κρίση που περιέβαλε τον Βασιλιά Ιάκωβο Β' κατέληξε σε κρίσιμο σημείο το 1688, όταν ο βασιλιάς έγινε πατέρας του Ιάκωβου Φραγκίσκου Εδουάρδου Στιούαρτ στις 10 Ιουνίου (Ιουλιανό ημερολόγιο).

Μέχρι τότε ο θρόνος θα είχε περάσει στην κόρη του, Μαίρη, Προτεστάντισσα και σύζυγο του Γουλιέλμου της Οράγγης. Ήταν τώρα πιθανό το ενδεχόμενο μιας Καθολικής δυναστείας στο βασίλειο. Ήδη προβληματισμένοι από τον Καθολικισμό του βασιλιά και τους στενούς του δεσμούς με τη Γαλλία, οι ηγέτες κλειδιά των Τόρυς ενώθηκαν με τα μέλη των αντιπολιτευόμενων Ουίγων και επέλεξαν να λύσουν την κρίση προσκαλώντας τον Γουλιέλμο της Οράγγης στην Αγγλία. Η έκφραση "Ένδοξη Επανάσταση" πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Τζον Χάμντεν στο ύστερο 1689, και είναι μια έκφραση που ακόμη χρησιμοποιείται από το Βρετανικό Κοινοβούλιο.


Η Ένδοξη Επανάσταση λέγεται επίσης και περιστασιακά η ''Αναίμακτη Επανάσταση''. Στην Αγγλία υπήρξαν δύο σημαντικές συγκρούσεις μεταξύ των δύο στρατών, και αντικαθολικές εκδηλώσεις σε πολλές πόλεις. Υπήρξε επίσης ο Γουλιελμιτικός Πόλεμος στην Ιρλανδία και σοβαρή διαμάχη στη Σκωτία (κυρίως τις Μάχες του Κίλλικρανκι και του Ντάνκελντ). Η επανάσταση επίσης οδήγησε στην κατάρρευση της Κτήσης της Νέας Αγγλίας και την ανατροπή της κυβέρνησης του Μέριλαντ.

Είναι στενά δεμένη με τα γεγονότα του Πολέμου της Μεγάλης Συμμαχίας στην κυρίως Ευρώπη, και μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η τελευταία επιτυχημένη εισβολή της Αγγλίας. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ανατροπή του Ιακώβου εγκαινίασε την σύγχρονη Αγγλική κοινοβουλευτική δημοκρατία: ποτέ έκτοτε ο μονάρχης έφερε απόλυτη εξουσία, και η Χάρτα των Δικαιωμάτων έχει γίνει ένα από τα πιο σημαντικά έγγραφα στην πολιτική ιστορία της Βρετανίας. Για τους Καθολικούς, όμως, ήταν καταστροφική κοινωνικά και πολιτικά. Στους Καθολικούς αρνήθηκαν το δικαίωμα ψήφου και την παρακάθιση στο Κοινοβούλιο του Ουεστμίνστερ για πάνω από 100 έτη.

Τους αρνήθηκαν επίσης commissions in the army και ο μονάρχης απαγορευόταν να είναι Καθολικός ή να νυμφευθεί μια Καθολική,διασφαλίζοντας έτσι μια Προτεσταντική διαδοχή. Η εισβολή τερμάτισε όλες τις προσπάθειες από την Αγγλία, (στους Αγγλο-Ολλανδικούς Πολέμους του 17ου αιώνα), να καθυποτάξει την Ολλανδική Δημοκρατία με στρατιωτική δύναμη. Όμως, η ένωση, η κοινή αγορά και η συνεργασία μεταξύ του Αγγλικού και του Ολλανδικού ναυτικού μετέφεραν την κυριαρχία στο παγκόσμιο εμπόριο στην Αγγλία (και μετά στο Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας).

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ 1745 

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 

Η Ένδοξη Επανάσταση του 1688 - 1689 είχε ως αποτέλεσμα τη διαφυγή του Ρωμαιοκαθολικού βασιλιά από τον Οίκο των Στιούαρτ, Ιάκωβου Β', ο οποίος αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία όπου και βρισκόταν υπό την προστασία του Λουδοβίκου ΙΔ'. Η κόρη του Ιάκωβου και ο σύζυγός της, ο οποίος ήταν ανιψιός του Ιάκωβου, ανήλθαν στο Βρετανικό θρόνο ως από κοινού ηγεμόνες (Γουλιέλμος και Μαρία). Το 1690, ο Πρεσβυτεριανισμός καθιερώθηκε ως η επίσημη θρησκεία του κράτους της Σκωτίας. Το 1701, το Κοινοβούλιο της Αγγλίας εγκαθίδρυσε ως διάδοχο του Αγγλικού θρόνου τον προτεσταντικό Οίκο του Ανόβερου.

Η Πράξη της Ένωσης του 1707 επέφερε την εφαρμογή της προηγούμενης απόφασης και στη Σκωτία. Μετά το θάνατο της βασίλισσας Άννας το 1714, ο εκλέκτορας του Ανόβερου, Γεώργιος Α', ανήλθε στο θρόνο της Σκωτίας. Ο γιος του Ιάκωβου Β', Ιάκωβος Φραγκίσκος Εδουάρδος Στιούαρτ, προσπάθησε να κερδίσει το θρόνο το 1715 αλλά απέτυχε. Η άνοδος του Γεωργίου σηματοδότησε την υπεροχή των Ουίγων, με τους συντηρητικούς (Τόρις) να στερούνται κάθε πολιτική εξουσία. Ο Γεώργιος Β' διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1727. Το Φεβρουάριο του 1742, ο σερ Ρόμπερτ Ουόλπολ παραιτήθηκε από πρωθυπουργός μετά από σχεδόν 21 χρόνια, για να αντικατασταθεί από τον Σπένσερ Κόμπτον.

Ο οποίος Σπένσερ Κόμπτον ήταν πρωθυπουργός μέχρι το θάνατό του τον Ιούλιο του 1743. Στη συνέχεια, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Ουίγος Χένρι Πέλαμ μέχρι το 1754. Το 1743 ξέσπασε πόλεμος μεταξύ της Βρετανίας και της Γαλλίας, ως μέρος του Πολέμου της Αυστριακής Διαδοχής. Αργότερα την ίδια χρονιά, ο Λόρδος Φράνσις Σέμπιλ, εκπρόσωπος του Ιάκωβου Φραγκίσκου Εδουάρδου Στιούαρτ στη Γαλλική αυλή, μετέφερε ένα μήνυμα από τους Άγγλους Τόρις προς το Γάλλο υπουργό Εξωτερικών (Ζαν-Ζακ Αμελό ντε Σαγιού) ζητώντας τη βοήθεια των Γάλλων στην αποκατάσταση των Στιούαρτ.

Το μήνυμα ήταν υπογεγραμμένο από τον Δούκα του Μπωφόρ (έναν από τους τέσσερις πλουσιότερους ανθρώπους στη Βρετανία), τον Λόρδο Μπάριμορ, τον Λόρδο Όρερι, τον Σερ Ουότκιν Ουίλιαμς-Ουίν, τον Σερ Τζον Χάιντ Κότον και τον Σερ Ρόμπερτ Άμπντι. Ο Αμελό απάντησε ότι η Γαλλική κυβέρνηση πριν ενεργήσει θα χρειαζόταν μία σημαντική απόδειξη της Αγγλικής υποστήριξης στους Ιακωβίτες. Οι ηγέτες των Συντηρητικών είχαν ζητήσει όπλα και 10.000 Γάλλους στρατιώτες και πρότειναν να αναλάβει τη διοίκηση του Γαλλικού στρατού ο Μαυρίκιος της Σαξωνίας, επειδή τους ήταν προσωπικά γνωστός και ήταν Προτεστάντης.

Οι Γάλλοι θα αποβιβάζονταν στο Μάλντον του Έσσεξ, ένα τμήμα της ακτής που δεν επιτηρούνταν από το Βασιλικό Ναυτικό, αποφεύγοντας τη διάβαση του ποταμού Τάμεση και βασιζόμενοι στους υποστηρικτές των Ιακωβιτών που βρίσκονταν εκεί. Παράλληλα, θα συμμετείχε κι ένα εκστρατευτικό σώμα Σκωτσέζων υπό τη διοίκηση του εξόριστου Σκωτσέζου λόρδου Τζορτζ Κιθ. Αυτά τα σχέδια κρατήθηκαν μυστικά από τον Ιάκωβο Φραγκίσκο Εδουάρδο Στιούαρτ και ήταν γνωστά μόνο στους έξι ηγέτες των Συντηρητικών και σε άλλα 9 άτομα.

Ο Τζέιμς Μπάτλερ, αξιωματούχος του Λουδοβίκου ΙΕ', περιόδευσε στην Αγγλία δήθεν για να αγοράσει καθαρόαιμα άλογα, αλλά στην πραγματικότητα για να εκτιμήσει το μέγεθος των υποστηρικτών του Ιακωβιτισμού. Πριν φύγει για την Αγγλία, ο Γάλλος βασιλιάς του είπε προσωπικά να διαβεβαιώσει τους ηγέτες των Συντηρητικών ότι όλα τους τα αιτήματα θα ικανοποιηθούν. Στις αρχές Αυγούστου, ο Μπάτλερ έφτασε στο Λονδίνο και είχε ιδιωτικές συνομιλίες με το Δήμαρχο της πόλης και άλλους παράγοντες. Ανέφερε στον βασιλιά ότι έδειξαν "μεγάλο ζήλο για μία επανάσταση".

Ο Τζον Σαμπλ, κατάσκοπος του Ρόμπερτ Ουόλπολ, ενημέρωσε τον Δούκα του Νιούκαστλ για τα σχέδια περί Γαλλικής εισβολής και τη συμμετοχή του Σερ Ουότκιν Ουίλιαμς-Ουίν. Το Σεπτέμβριο, ο Μπάτλερ παρακολούθησε αγώνες στο Λίτσφιλντ για να συναντηθεί με τον Ουίν και άλλους Ιακωβίτες, οι οποίοι έμειναν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι όταν έμαθαν ότι ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ, ο μεγαλύτερος γιος του Ιάκωβου Φραγκίσκου Εδουάρδου Στιούαρτ, θα ήταν επικεφαλής της εισβολής.


Αν και δεν υπήρξε γραπτή επικύρωση, η συμφωνία έγινε με βάση ότι ο Ιάκωβος Φραγκίσκος Εδουάρδος Στιούαρτ θα άφηνε το στέμμα στον Κάρολο και σύμφωνα με μία Γαλλική πηγή αυτή ήταν προϋπόθεση για τη Γαλλική υποστήριξη. Ο Μπάτλερ επέστρεψε στη Γαλλία τον Οκτώβριο και ενημέρωσε τον Λουδοβίκο ΙΕ', ο οποίος έμεινε ικανοποιημένος. Τον επόμενο μήνα, ο Αμελότ δήλωσε επίσημα στον Φράνσις Σέμπιλ ότι ο Λουδοβίκος ΙΕ' αποφάσισε την αποκατάσταση του Οίκου των Στιούαρτ και ότι ξεκίνησαν τα σχέδια για τη Γαλλική εισβολή.

Η "Διακήρυξη του βασιλιά Ιάκωβου" (γραμμένη από τους ηγέτες των Συντηρητικών) υπεγράφη από τον Ιάκωβο Φραγκίσκο Εδουάρδο Στιούαρτ στις 23 Δεκεμβρίου του 1743 και επρόκειτο να δημοσιευθεί στην περίπτωση της επιτυχούς Γαλλικής απόβασης. Ο Ιάκωβος υπέγραψε επίσης μία ξεχωριστή Διακήρυξη για τη Σκωτία, καταγγέλλοντας την "υποτιθέμενη ένωση". Στη Ρώμη, ο Ουίλιαμ Μακγκρέγκορ έδωσε στον Κάρολο Εδουάρδο Στιούαρτ τα σχέδια αυτών των διακηρύξεων και ζήτησε να φύγει αμέσως για τη Γαλλία μεταμφιεσμένος.

Στις 8 Φεβρουαρίου του 1744, ο Κάρολος έφτασε στο Παρίσι και κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου ήταν με τη Γαλλική δύναμη εισβολής. Ο Μαυρίκιος της Σαξωνίας είχε ένα στρατό περίπου 12.000 - 15.000 Γάλλων στη Δουνκέρκη, έτοιμους για απόβαση στο Έσσεξ. Για τον Μαυρίκιο συντάχθηκε μία δήλωση του Λουδοβίκου ΙΕ' ότι δεν είχε εδαφικές βλέψεις στην Αγγλία και ότι δεν έθεσε όρους στον βασιλιά Ιάκωβο. Επιπλέον, τα στρατεύματα του Μαυρίκιου θα αποσύρονταν αμέσως μετά την αποκατάσταση των Στιούαρτ και το εμπόριο θα έφερνε αμοιβαία ευημερία.

Ωστόσο, ο Φρανσουά ντε Μπισύ, ένας ανώτερος υπάλληλος του Γαλλικού υπουργείου Εξωτερικών, ενημέρωσε τον Δούκα του Νιούκαστλ (με ένα κωδικοποιημένο μήνυμα) σε αντάλλαγμα για 2.000 Αγγλικές λίρες. Το μήνυμα αποκρυπτογραφήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου και ο Μπισύ κατονόμαζε τον Δούκα του Μπωφόρ, τον Λόρδο Μπάριμορ, τον Σερ Ουότκιν Ουίλιαμς-Ουίν και τον Σερ Τζον Χάιντ Κότον. Στις 15 Φεβρουαρίου, ο Γεώργιος Β' ενημέρωσε το Κοινοβούλιο ότι σχεδιάστηκε Γαλλική εισβολή με τη βοήθεια "δυσαρεστημένων προσώπων απ' αυτή τη χώρα".

Στις 24 Φεβρουαρίου, μια καταιγίδα σκόρπισε τον Γαλλικό και το Βρετανικό στόλο. Την ίδια μέρα πραγματοποιήθηκαν συλλήψεις υπόπτων Ιακωβιτών. Η προγραμματισμένη εισβολή ακυρώθηκε από τη Γαλλική κυβέρνηση. Τον Απρίλιο, το Αγγλικό Κοινοβούλιο πέρασε ένα νόμο που απαγόρευε την αλληλογραφία με τους γιους του Ιάκωβου Φραγκίσκου Εδουάρδου Στιούαρτ. Στη Σκωτία, ο Σύνδεσμος ήταν μία ομάδα Ιακωβιτών ευγενών παρόμοια με τον κύκλο του Δούκα του Μπωφόρ.

Αυτή η ομάδα περιελάμβανε τον καθολικό Δούκα του Περθ, τον θείο του Λόρδο του Φερντάουερ, τον Λόρδο Λόβατ, τον Ντόναλντ Κάμερον και τον Λόρδο Λίντον, με τον Τζον Μάρεϊ να αποτελεί τον ενδιάμεσο μεταξύ του Σύνδεσμου και του Οίκου των Στιούαρτ. Την άνοιξη του 1744, ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ έστειλε τον Ουίλιαμ Μακγκρέγκορ σε μία μυστική αποστολή στην Αγγλία. Ο Μακγκρέγκορ ανέφερε ότι οι Άγγλοι Ιακωβίτες Συντηρητικοί επιθυμούσαν τον Κάρολο να έρθει όσο το δυνατόν συντομότερα.

Στις 24 Ιουλίου, ο Κάρολος έγραψε στον Λουδοβίκο ΙΕ' ότι πληροφορήθηκε πως μπορεί να ανακτήσει την Αγγλία χωρίς εμφύλιο πόλεμο καθώς ο μεγαλύτερος όγκος των στρατιωτικών δυνάμεων έλειπε από τη χώρα. Τον Αύγουστο, συνάντησε στο Παλάτι του Κεραμεικού τον Τζον Μάρεϊ, ο οποίος του είπε ότι δεν θα έχει την υποστήριξη περισσότερων από 4.000 Χαϊλάντερς και ότι πρέπει να εγκαταλείψει τα σχέδιά του να έρθει στη Σκωτία. Όταν ο Μάρεϊ ανέφερε ότι η Γαλλική υποστήριξη ήταν εξαιρετικά απίθανη, δεδομένης της αμυντικής τους θέσης στη Φλάνδρα, ο Κάρολος απάντησε ότι είναι αποφασισμένος να έρθει το επόμενο καλοκαίρι στη Σκωτία ακόμα και μ' έναν υπηρέτη.

Στις αρχές του 1745, ο Σύνδεσμος έγραψε ότι αντιτίθεται σε μία εξέγερση των Ιακωβιτών αν δεν υποστηριχθεί από 6.000 Γάλλους στρατιώτες, ωστόσο ο Λόρδος Λίντον δεν μπόρεσε να βρει έναν ασφαλή τρόπο μεταφοράς της επιστολής στον Κάρολο. Ο Κάρολος πήγε ξανά στο Παρίσι, παρά την απαγόρευση της παρουσίας του εκεί από τη γαλλική κυβέρνηση, αποφασισμένος να πάει στη Σκωτία για να αναγκάσει τους Γάλλους να τον υποστηρίξουν. Ο συνταγματάρχης Τζον Ουίλιαμ Ο'Σάλιβαν έγραψε:

''Ο Πρίγκιπας δυσαρεστημένος από την αντιμετώπιση που είχε από την αυλή της Γαλλίας και συνειδητοποιώντας ότι το Γαλλικό Υπουργείο δεν είχε πραγματικό σχεδιασμό για την επανεγκαθίδρυση του Βασιλιά, αποφάσισε να δει τι θα μπορούσε να προκύψει από την παρουσία του μεταξύ φίλων στην πατρίδα του, χωρίς οποιαδήποτε άλλη αρωγή, σκεπτόμενος την ίδια στιγμή ότι αν μπορούσε να βγει μπροστά και είχε κάποιες επιτυχίες ή πλεονέκτημα, τότε θα μπορούσε να εμπλακεί η Γαλλική Αυλή στέλνοντάς του πραγματική συμπαράσταση''.

Η άφιξη του Τζον Μάρεϊ στο Παρίσι επιβεβαίωσε, όπως λέγεται, την απόφαση του Βασιλιά και τον διαβεβαίωσε, όπως μου είπαν, ότι οι φίλοι του Βασιλιά θα τον υποδεχθούν με ανοιχτές αγκάλες και ότι, παρόλο που δεν είχε καμία αμφιβολία, θα εξέπλητταν όλα τα φρούρια και τα κάστρα της Σκωτίας, τα οποία θα τον προμήθευαν όπλα και πυρομαχικά και υπό αυτή την έννοια θα γινόταν κυρίαρχος της Σκωτίας, χωρίς να χρειαστεί να σηκώσει ξίφος.


Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΣΤΗ ΣΚΩΤΙΑ 

Ο Κάρολος δανείστηκε 40.000 Γαλλικές λίβρες από τον Παριζιάνο τραπεζίτη Τζορτζ Ουόλτερς (ο οποίος αργότερα αύξησε την πίστωση του Καρόλου, στις 120.000 λίβρες) για να αγοράσει σπαθιά. Ο διοικητής της Ιρλανδικής Ταξιαρχίας του Γαλλικού στρατού, Τσαρλς Ο' Μπράιαν, σύστησε τον Κάρολο στους Ιρλανδούς πλοιοκτήτες οι οποίοι συμφώνησαν να τον βοηθήσουν να μεταβεί στη Σκωτία με χρήματα, εθελοντές και όπλα. Ο Σερ Ουόλτερ Ράτλιντζ έδωσε στον Κάρολο το Βρετανικό πολεμικό πλοίο Ελισάβετ, το οποίο είχε 700 εθελοντές από την Ιρλανδική Ταξιαρχία, 1.500 μουσκέτα και 1.800 ξίφη.

Το πλοίο του Καρόλου θα ήταν το Ντουτέλ, το οποίο είχε επίσης μουσκέτα, ξίφη και 4.000 Λουδοβίκια. Στο ταξίδι του προς τη Σκωτία, ο Κάρολος συνοδευόταν από επτά άνδρες: τον τραπεζίτη Ίνιας Μακ Ντόναλντ, τον Φράνσις Στρίκλαντ, έναν Άγγλο και πρώην δάσκαλο του αδελφού του Καρόλου, Ερρίκου Βενέδικτου Στιούαρτ, και τέσσερις Ιρλανδούς (τον Σερ Τόμας Σέρινταν, τον αιδεσιμότατο Τζορτζ Κέλι, τον Σερ Τζον Μακ Ντόναλντ και τον Τζον Ουίλιαμ Ο' Σάλιβαν).

Το Ντουτέλ σάλπαρε από τη Νάντη στις 22 Ιουνίου του 1745, συνάντησε το ''Ελισάβετ'' στη Βρετάνη στις 4 Ιουλίου και στη συνέχεια ταξίδεψαν μαζί για τη Σκωτία. Στις 9 Ιουλίου, το Βρετανικό πολεμικό πλοίο Λάιον επιτέθηκε στα δύο πλοία 100 μίλια από το ακρωτήριο Λίζαρντ στην Κορνουάλη, με το ''Ελισάβετ'' να έχει σχεδόν βυθιστεί και να επιστρέφει στη Γαλλία. Οι Βρετανοί αξιωματικοί του Λάιον νόμιζαν ότι τα πλοία είχαν προορισμό τη Βόρεια Αμερική και γι' αυτό δεν ενημέρωσαν την κυβέρνηση. Το Ντουτέλ συνέχισε την πορεία του και ο Κάρολος αποβιβάστηκε στο νησί Έρισκεϊ στις 23 Ιουλίου.

Η Βρετανική κυβέρνηση δεν ήταν σίγουρη για τη σχεδιαζόμενη άφιξη του Καρόλου. Στις 5 Ιουνίου, ο Νόρμαν του Κλαν των Μακλάουντ στη νήσο Σκάι έγραψε στον Ντάνκαν Φορμπς, Λόρδο Κάλοντεν, να αγνοήσει την "εντυπωσιακή φήμη" που φέρει τον Κάρολο να έρχεται στα Χάιλαντς. Στις 15 Ιουλίου έγραψε και πάλι, λέγοντας ότι "καθώς δεν έχω ακούσει τίποτα περισσότερο σ' αυτά τα μέρη παρά ηρεμία κι ησυχία, νομίζω ότι μπορείς να βασιστείς πλήρως σ' αυτό, ότι είτε δεν υπήρξε ποτέ ένα τέτοιο πράγμα, ή αν υπήρξε, το σχέδιο συντρίφθηκε και τινάχθηκε στον αέρα".

Λαμβάνοντας υπόψη τις φήμες για εξέγερση των Ιακωβιτών, ο πρίγκηπας Γουλιέλμος Αύγουστος (δούκας του Κάμπερλαντ και γιος του Γεωργίου Β'), ο οποίος συμμετείχε στις πολεμικές συγκρούσεις στην ήπειρο, έγραψε στο δούκα του Νιούκαστλ στις 28 Ιουλίου:

''Επιθυμώ πως αν αυτό το υποτιθέμενο σχέδιο εισβολής συνεχίσει, να μου επιτρέψετε να επιστρέψω στην πατρίδα με όσα στρατεύματα θεωρούνται απαραίτητα, καθώς θα είναι φριχτό να απασχολούμαι στο εξωτερικό όταν η πατρίδα μου είναι σε κίνδυνο και, πραγματικά, θα πρέπει να θεωρηθεί ορθό να αποσπαστούν στην Αγγλία στρατεύματα επαρκή για να την εξασφαλίσουν καθώς δεν θα μείνει κανένας για να σώσει αυτό το μικρό περίσσευμα χώρας που έχουμε ακόμα εδώ, στις Αυστριακές Κάτω Χώρες''.

Ο δούκας του Νιούκαστλ συμβούλεψε τον Κάμπερλαντ να αιτηθεί από τον Γεώργιο Β' τη διοίκηση των στρατευμάτων στη χώρα. Ωστόσο, ο Γεώργιος υποτίμησε την απειλή των Ιακωβιτών και ήθελε τον Κάμπερλαντ να παραμείνει στη Φλάνδρα και ν' αφήσει την άμυνα της χώρας στους 6.000 Ολλανδούς στρατιώτες που υπηρετούσαν στη Βρετανία έπειτα από συνθήκη. Ο Κάρολος πέρασε τη νύχτα στο Έρισκεϊ και επέστρεψε στο Ντουτέλ το επόμενο πρωί. Εκεί τον επισκέφτηκε ο Αλεξάντερ Μακ Ντόναλντ του Μπόισντεϊλ, νεώτερος αδελφός του επικεφαλής Μακ Ντόναλντ του Κλανράναλντ.

Ο Μπόισντεϊλ ήταν Ιακωβίτης αλλά πίστευε ότι η σχεδιαζόμενη εξέγερση δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας και είπε στον Κάρολο να επιστρέψει στο σπίτι του. Ο Κάρολος απάντησε: "Είμαι σπίτι μου, κύριε, και δεν έχω καμία σκέψη να επιστρέψω στο μέρος απ' όπου ήρθα. Είμαι πεπεισμένος ότι οι πιστοί μου Χαϊλάντερς θα σταθούν στο πλευρό μου". Ο Κάρολος εξέπλευσε προς τη Λοχ Ναν Ουμ και έμεινε στο αγρόκτημα των Κλανράναλντ. Στις 29 Ιουλίου, το Ντουτέλ συνέχισε προς το Μόινταρτ.

Ο Μακ Ντόναλντ των Κλανράναλντ και ο Μακ Ντόναλντ του Κινλοχμόινταρτ επισκέφθηκαν τον Κάρολο στο πλοίο για να τον αποτρέψουν από την εξέγερση. Συνέχισαν να λογομαχούν μέχρι που ο μικρότερος αδερφός του Κινλοχμόινταρτ, Ράναλντ Μακ Ντόναλντ, άρπαξε το σπαθί του και βλέποντάς τον ο Κάρολος τον ρώτησε: "Δεν θα με βοηθήσεις;". Ο Ράναλντ απάντησε: "Θα το κάνω! Θα το κάνω! Ακόμα κι αν κανένας άλλος άνδρας στα Χάιλαντς δεν τραβήξει σπαθί, εγώ είμαι έτοιμος να πεθάνω για σένα!". Ο Κάρολος απάντησε με δάκρυα ότι εύχεται όλοι οι Χαϊλάντερς να ήταν σαν κι αυτόν.

Οι δύο αρχηγοί αποφάσισαν τότε να υποστηρίξουν τον Κάρολο. Στις 11 Αυγούστου το Ντουτέλ έπλευσε προς τον κόλπο Γκλενούιγκ και από κει ο Κάρολος ταξίδεψε δια ξηράς προς το Κινλοχμόινταρτ. Το φορτίο του Ντουτέλ μεταφέρθηκε στο σπίτι των Μακ Ντόναλντ του Κινλοχμόινταρτ. Μετά απ' αυτό, ο Κάρολος διέταξε το πλήρωμα του Ντουτέλ να επιστρέψει στη Γαλλία. Στις 18 Αυγούστου, ο Κάρολος άφησε το Κινλοχμόινταρτ και οι Μακ Ντόναλντς βοήθησαν να μεταφερθούν τα πράγματα του Καρόλου στο Γκλενφίναν, όπου ο Κάρολος προγραμμάτισε μία συνάντηση των αρχηγών των φυλών.


Με 400 περίπου σωματοφύλακες, ως επί το πλείστον από τους Μακ Ντόναλντς, ο Κάρολος συναντήθηκε στις 19 Αυγούστου στο Γκλενφίναν με τον επικεφαλής του Κλαν Κάμερον, ο οποίος είχε μία συνοδεία 800 ανδρών. Τότε υψώθηκε η σημαία των Ιακωβιτών, ένα πανό από κόκκινο μετάξι μ' ένα λευκό χώρο στο κέντρο. Ο καθολικός επίσκοπος Χιου Μακ Ντόναλντ ευλόγησε τη σημαία και ο Μαρκήσιος του Ταλιμπαρντίν διάβασε δυνατά στις συγκεντρωμένες φυλές τη Διακήρυξη του βασιλιά Ιάκωβου, τη δέσμευση του Ιάκωβου για τον ορισμό του Κάρολου ως πρίγκηπα - αντιβασιλέα καθώς και το μανιφέστο του Κάρολου (με ημερομηνία 16 Μαΐου 1745).

Σ' αυτό το μανιφέστο, ο Κάρολος δήλωνε ότι εκτελούσε τη θέληση του πατέρα του στη διεκδίκηση του αδιαμφισβήτητου δικαίωματός του στο θρόνο των προγόνων του. Μετά απ' όλα αυτά, οι Χαϊλάντερς πέταξαν τα σκουφιά τους στον αέρα, φώναξαν τρεις φορές και ζητωκραύγαζαν υπέρ του βασιλιά Ιάκωβου, του πρίγκηπα Κάρολου και της ευημερίας της Σκωτίας. Στις 3 Αυγούστου η εφημερίδα London Gazette εκτύπωσε μία ανακοίνωση της Βρετανικής κυβέρνησης βάζοντας μία αμοιβή ύψους 30.000£ για τη σύλληψη του Καρόλου.

Στο άκουσμα της επικήρυξης, ο Κάρολος εξέδωσε στις 20 Αυγούστου μία επικήρυξη προσφέροντας το ίδιο ποσό για τη σύλληψη του Γεωργίου Β'. Τελικά, κανείς δεν πρόδωσε τον Κάρολο για να πάρει την αμοιβή. Στις 14 Αυγούστου ο Βρετανικός στρατός έστειλε ενισχύσεις στο Φορτ Γουίλιαμ. Όταν το έμαθε αυτό, ο Κάρολος ενημέρωσε τους υποστηρικτές του και οι 60 στρατιώτες του λοχαγού Τζον Σουίτενχαμ αιχμαλωτίστηκαν από τους Μακ Ντόνελς του Κέποχ. Η πρώτη αψιμαχία μεταξύ Ιακωβιτών και Βρετανικού στρατού έλαβε χώρα στο Χάιμπριτζ στις 16 Αυγούστου.

Ο λοχαγός Τζον Σκοτ οδηγούσε τους άνδρες του στο Φορτ Ογκάστας όταν άκουσε τον ήχο μίας γκάιντας στο Χάιμπριτζ. Ένας λοχίας κι ένας υπηρέτης, που στάλθηκαν για να ερευνήσουν την περιοχή, αιχμαλωτίστηκαν γρήγορα από τους Ιακωβίτες του Ντόναλντ ΜακΝτόνελ. Ο Σκοτ αποφάσισε να υποχωρήσει πίσω στο Φορτ Ογκάστας, 29 χιλιόμετρα μακριά. Εκεί έφτασαν οι Κέποχ με μία δύναμη Ιακωβιτών περίπου 50 ανδρών, καταδίωξαν τις δυνάμεις τους Σκοτ, τις οποίες περικύκλωσαν στο Λάγκαν. Στην επακόλουθη αψιμαχία ο Σκοτ έχασε 6 άνδρες πριν παραδοθεί στους Κέποχ.

Στις 31 Αυγούστου, ο βασιλιάς Γεώργιος Β' επέστρεψε στο Λονδίνο από το Αννόβερο. Στις 4 Σεπτεμβρίου, ο Δούκας του Νιούκαστλ έγραψε στον Δούκα του Κάμπερλαντ, ζητώντας του 10 τάγματα Βρετανών στρατιωτών:

''Αν και έβλεπα συνεχώς την πραγματικότητα και τον κίνδυνο αυτής της προσπάθειας να εισβάλουν στις κτήσεις της Αυτού Μεγαλειότητος, δεν φαντάστηκα ότι σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα ο γιος του Μνηστήρα, μ' ένα στρατό 3.000 ανδρών, θα ήταν μεταξύ των στρατευμάτων και της Αγγλίας και λίγες μέρες δρόμο από το Εδιμβούργο. Μερικοί σκέφτονται ότι σύντομα θ' ακούσουμε ότι είναι εκεί και ότι μπορεί να συγκαλέσει ένα Κοινοβούλιο. Άλλοι υποθέτουν ότι θα προχωρήσει με το στρατό του μέσα στην Αγγλία, όπου δεν υπάρχουν τακτικά στρατεύματα για να τον εμποδίσουν, μέχρι να έρθει προς το Λονδίνο''.

Στις 5 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση δήλωσε ότι πρέπει να επιβληθούν οι ποινικοί νόμοι κατά των Καθολικών. Στις 15 Σεπτεμβρίου, οι Ιακωβίτες έφτασαν στο Εδιμβούργο. Μετά την αποτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων, οι πύλες της πόλης έμειναν ανοιχτές στις 17 Σεπτεμβρίου και οι Ιακωβίτες μπήκαν στην πόλη: ο Κάρολος συνάντησε ένα εμψυχωτικό πλήθος 20.000 ανθρώπων. Ωστόσο, το Κάστρο του Εδιμβούργου αντιστεκόταν στους Ιακωβίτες. Την άλλη μέρα το πρωί, νέα και πολλά στρατεύματα των Άγγλων περικύκλωσαν την πόλη.

Τότε οι τραχείς ορεινοί (Χαϊλάντερς), που οι περισσότεροι ήταν οπλισμένοι μόνο με τσεκούρια, όρμησαν ατρόμητοι κατ' απάνω στα κανόνια των Άγγλων, με άγριες πολεμικές κραυγές και θούρια. Οι Άγγλοι πανικοβλήθηκαν από την ορμή και την αυτοθυσία των Σκώτων και διέλυσαν την παράταξή τους. Η υποχώρησή τους όμως ήταν αδύνατη, γιατί πίσω τους υψώνονταν τα τείχη της πόλης. Έτσι, δεν τους έμενε άλλη διέξοδος από την παράδοσή τους. Στις 18 Σεπτεμβρίου, ο Ιάκωβος ανακηρύχθηκε βασιλιάς, ως Ιάκωβος Η', και ο Κάρολος αντιβασιλέας του. Ο Κάρολος έμεινε στο Ανάκτορο Χόλιρουντ για πέντε εβδομάδες.

Οι Γάλλοι ανέθεσαν σε τέσσερις κουρσάρους να μεταφέρουν στους Ιακωβίτες 5.000£ σε χρυσό, 2.500 μουσκέτα και 12 Γάλλους πυροβολητές υπό την επίβλεψη του Τζέιμς Γκραντ, ενός Γαλλοσκωτσέζου αντισυνταγματάρχη. Έφτασαν στο Μόντροουζ και στο Πίτερχεντ μεταξύ 9 και 19 Οκτωβρίου. Ο προσωπικός εκπρόσωπος του Λουδοβίκου ΙΕ', Αλεξάντρ ντε Μπουαγιέ, Μαρκήσιος του Εγκίγ, εμφανίστηκε στο Χόλιρουντ στις 14 Οκτωβρίου. Ο αντιστράτηγος Τζον Κόουπ, διοικητής του βρετανικού στρατού στη Σκωτία, ήταν σε αναζήτηση του Καρόλου.

Στις 20 Σεπτεμβρίου, ο Κάρολος έθεσε τον εαυτό του επικεφαλής του δικού του στρατού, παρουσίασε το ξίφος του και διακήρυξε σε ζητωκραυγές: "Φίλοι μου, έχω πετάξει μακριά τη θήκη". Έμαθε ότι ο Κόουπ βρισκόταν στην περιοχή του Πρέστονπανς και ξεκίνησε για το Φόλσαϊντ Χιλ, για το οποίο πίστευε ότι ήταν καλό μέρος για μάχη. Η Μάχη του Πρέστονπανς στις 21 Σεπτεμβρίου έληξε με νίκη των Ιακωβιτών εναντίον των δυνάμεων του Κόουπ, σε μία μάχη που δεν κράτησε περισσότερο από 15 λεπτά. Η είδηση της νίκης των Ιακωβιτών έφτασε στο Λονδίνο στις 24 Σεπτεμβρίου και συντάραξε την κυβέρνηση.

Ο Τσαρλς Γιορκ (μετέπειτα Λόρδος Καγκελάριος) έμεινε έκπληκτος που ο Κάρολος, παρά το γεγονός ότι αποβιβάστηκε σχεδόν μόνος του σε μία απομακρυσμένη γωνιά της Σκωτίας, μπόρεσε να καταφέρει τόσα πολλά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα: "Είναι πράγματι μία φοβερή και καταπλητική σκέψη ότι η δημιουργία τόσης τέχνης και κόστους όπως η Επανάσταση (του 1688) και οι επακόλουθες συνέπειές της, βρίσκονται σε κίνδυνο να υπερκεραστούν από την έκρηξη ενός σύννεφου, το οποίο φαινόταν, στην πρώτη του συγκέντρωση, όχι μεγαλύτερο από το χέρι ενός ανθρώπου".


Το γεγονός οδήγησε επίσης σε έξαρση της αντικαθολικής βίας στην Αγγλία: "οι γενναίοι καραβομαραγκοί του Γουίτμπι, ενημερωμένοι ότι οι παπικοί του Έγκτον στους βάλτους έκαναν μεγάλες χαρές για την ήττα των δυνάμεων του βασιλιά, πήραν τις αξίνες και τους μπαλτάδες τους, για να πελεκίσουν και να κόψουν τους εν λόγω παπιστές σε κομμάτια και με εξαιρετική δυσκολία τούς έφεραν πίσω στο Γουίτμπι αφού είχαν βαδίσει δύο μίλια προς τους εχθρούς τους".

Μέχρι τώρα ο Κάρολος έχει ξοδέψει τα 4.000 Λουδοβίκια και, παρόλο που κατείχε 3.000£ από τη χρηματοδότηση του Κόουπ, χρειαζόταν περισσότερα χρήματα κι έτσι παρέλαβε από τη Γλασκώβη 5.000£ σε μετρητά και 500£ σε αγαθά. Μια επιστολή προς τον Κάμπερλαντ, με ημερομηνία 19 Οκτωβρίου, τον ενημέρωνε ότι ο Γεώργιος τον ήθελε πίσω στη Βρετανία. Ο Κάμπερλαντ επέστρεψε στο Λονδίνο στις 28 Οκτωβρίου, μεταφέροντας 25 τάγματα πεζικού, 23 ίλες ιππικού και 4 πυροβολαρχίες. Στις 30 Οκτωβρίου, συγκλήθηκε το Συμβούλιο του Κάρολου και συζήτησε το ενδεχόμενο της εισβολής στην Αγγλία.

Ο Κάρολος ήθελε να εισβάλει στην Αγγλία από τα βορειοανατολικά. Ο Μάρεϊ και οι περισσότεροι από τους αρχηγούς ήθελαν να παραμείνουν στη Σκωτία για να εδραιώσουν τη θέση τους και να εξαλείψουν τις κυβερνητικές δυνάμεις προκειμένου να περιμένουν τη Γαλλική βοήθεια. Ο Κάρολος και οι υποστηρικτές του πίστευαν ότι ο στρατός τους δημιουργήθηκε για να μετακινείται και ότι μόνο μέσω της κατάκτησης της Αγγλίας θα μπορούσε να κερδίσει ο Κάρολος το Βρετανικό θρόνο για τον πατέρα του.

Το Συμβούλιο αποφάσισε με μία ψήφο να προχωρήσουν προς την Αγγλία, ενώ ο Μάρεϊ τους έπεισε να εισβάλουν από τα βορειοδυτικά, καθώς θα τους βοηθούσαν οι Γαλλικές αποφάσεις στη δυτική ακτή της Αγγλίας ή της Ουαλίας. Ο στρατός των Ιακωβιτών που έφυγε από το Εδιμβούργο αποτελούνταν από περισσότερους από 5.000 πεζικάριους και 500 ιππείς.

Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΑ

Στις 8 Νοεμβρίου, ο Κάρολος, με τη συνοδεία Ουσάρων, εισήλθε στην Αγγλία. Στις 9 Νοεμβρίου, οι Ουσάροι έστειλαν έναν αιχμάλωτο χωρικό στο Καρλάιλ, ζητώντας να τους δώσουν καταυλισμό για 13.000 πεζικάριους και 3.000 ιππείς αλλιώς η πόλη θα καεί. Μία σειρά κανονιοβολισμών ήρθε από τα τείχη της πόλης και οι Ουσάροι υποχώρησαν. Τότε οι δυνάμεις των Ιακωβιτών πολιόρκησαν το Καρλάιλ, μέχρι που παραδόθηκε στις 15 Νοεμβρίου.

Οι υπερασπιστές της πόλης συμπέραναν ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα να αντιμετωπίσουν την πολιορκία όταν ενημερώθηκαν ότι οι δυνάμεις του στρατάρχη Ουέιντ δεν ήταν σε θέση να τους βοηθήσουν (στην πραγματικότητα ο Ουέιντ βάδισε από το Νιούκαστλ στο Καρλάιλ στις 16 Νοεμβρίου αλλά ήταν πλέον πολύ αργά). Οι όροι της παράδοσης ήταν ότι οι υπερασπιστές του Καρλάιλ συμφωνούσαν να μην πολεμήσουν εναντίον των Ιακωβιτών για ένα έτος και η πολιτοφυλακή να παραδώσει τα όπλα της. Στις 16 Νοεμβρίου, ο δήμαρχος του Καρλάιλ παρέδωσε τα κλειδιά της πόλης στον Κάρολο.

Στις 18 του μηνός, ο Κάρολος εισήλθε στην πόλη πάνω σ' ένα λευκό άλογο, μαζί με 100 άνδρες που έπαιζαν γκάιντες και υπό τις επευφημίες των Χαϊλάντερς κατά μήκος του δρόμου. Χαιρετισμοί με κανόνια και μουσκέτα συνόδευαν τις καμπάνες που χτυπούσαν συνέχεια. Η πόλη παρέδωσε στους Ιακωβίτες 1.500 μουσκέτα, 160 βαρέλια πυρίτιδας, 500 βομβίδες και περίπου 120 άλογα. Ο Κάμπερλαντ πίστευε ότι "η παράδοση του Καρλάιλ στους επαναστάτες ήταν η πηγή όλης της αγωνίας που ένιωσε αυτό το μέρος του βασιλείου και είχε τόσο σκανδαλώδη χαρακτήρα που αξίζει αυστηρή έρευνα και τιμωρία".

Στις 23 Νοεμβρίου, ο Έντουαρντ Στάνλεϊ, λόρδος του Ντέρμπι, εγκατέλειψε την άμυνα του Μάντσεστερ καθώς στην πόλη δημιουργήθηκε ένα ισχυρό σύνταγμα 300 Ιακωβιτών. Στις 26, οι Ιακωβίτες εισήλθαν στο Πρέστον υπό τις επευφημίες του πλήθους. Ανακηρύχθηκε ο Ιάκωβος ως βασιλιάς και ο Κάρολος έκανε μία πομπή μέσα στην πόλη "υπό τη δυνατότερη βοή ανθρώπων που μπορείτε να φανταστείτε". Οι Ιακωβίτες έφτασαν στο Ντέρμπι στις 4 Δεκεμβρίου. Το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου συγκλήθηκε συνεδρίαση του Συμβουλίου.

Ο λόρδος Τζορτζ Μάρεϊ ξεκίνησε με το επιχείρημα της υποχώρησης στη Σκωτία, αναφέροντας τα τρία Βρετανικά στρατεύματα στην Αγγλία: του Κάμπερλαντ, του Ουέιντ και ενός στρατού που υποτίθεται ότι βρισκόταν βόρεια του Λονδίνου. Ο Μάρεϊ υποστήριξε ότι αν οι Ιακωβίτες νικούσαν τις δυνάμεις του Κάμπερλαντ, θα έχαναν περίπου 1.000 με 1.500 στρατιώτες, γεγονός που θα καταστούσε το στρατό ακατάλληλο για περαιτέρω συγκρούσεις. Αν χάνανε τη μάχη, τότε οι απώλειες θα ήταν τεράστιες και μία υποχώρηση στη Σκωτία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη.


Ο Κάρολος, μετά από μία μακρά παύση, μίλησε για την προετοιμασία της πορείας της επόμενης μέρας. Ο Μάρεϊ τον διέκοψε θέτοντας ερωτήματα ως προς τη σκοπιμότητα της κίνησης αυτής. Ο Κάρολος απευθύνθηκε στους άλλους αξιωματικούς, οι οποίοι αποφάνθηκαν υπέρ του Μάρεϊ. Ο Κάρολος τους επέκρινε ότι παραιτούνται μίας εγγυημένης νίκης και της αποκατάστασης των Στιούαρτ. Ο Μάρεϊ απάντησε ότι όλοι είναι υπέρ της αποκατάστασης των Στιούαρτ και έτοιμοι να πεθάνουν γι' αυτό το σκοπό, αλλά είναι βέβαιο ότι θα πεθάνουν όλοι τους αν προχωρήσουν.

Δύο λόρδοι συμφώνησαν με τον Μάρεϊ και δήλωσαν ότι ο στρατός των Ιακωβιτών δεν θα μπορούσε να νικήσει δύο ή τρεις στρατούς διαδοχικά και ως εκ τούτου ήταν πιθανό είτε να σκοτωθεί ο Κάρολος είτε να συλληφθεί. Ο Κάρολος απαντώντας τόνισε την ευνοϊκή στρατηγική θέση του στρατού των Ιακωβιτών και το ηθικό του. Επιπλέον, είπε ότι οι Άγγλοι Ιακωβίτες θα έβγαιναν τελικά να τον υποστηρίξουν στην περίπτωση που βάδιζε κατά του Λονδίνου και ότι οι Γάλλοι θα πραγματοποιούσαν απόβαση στο Κεντ ή στο Έσσεξ, επικαλούμενος μία επιστολή που τον διαβεβαίωνε για τη Γαλλική υποστήριξη.

Ο Μάρεϊ είπε ότι η επιστολή αποδείκνυε ότι οι Γάλλοι θα βοηθούσαν τους Ιακωβίτες στη Σκωτία, όχι στην Αγγλία, και ότι θα ήταν σοφό να υποχωρήσουν στη Σκωτία και να ενωθούν με τους άλλους στρατούς των υποστηρικτών τους. Μία προέλαση στο Λονδίνο θα μπορούσε να είναι επιτυχής μόνο με την υποστήριξη των Άγγλων Ιακωβιτών ή των Γάλλων. Ο Κάρολος ισχυρίστηκε ότι πιστεύει πως οι Άγγλοι Ιακωβίτες θα εξεγερθούν, αλλά παραδέχθηκε ότι δεν ήταν σε επαφή μαζί τους. Επίσης είπε ότι αν οι Ιακωβίτες διατηρούσαν τη θέση τους στο Λονδίνο, η κυβέρνηση των Ουίγων θα παρέλυε.

Ο Μάρεϊ απάντησε λέγοντας ότι ο Κάρολος στηρίζεται στο γεγονός ότι οι Ιακωβίτες θα κερδίσουν τις μάχες μέχρι το Λονδίνο. Ακόμα και αν οι Ιακωβίτες νικούσαν τον Κάμπερλαντ, τα υπολείμματα του στρατού του θα αποδεκάτιζαν το στρατό των Ιακωβιτών μέχρι να φτάσει στο Λονδίνο και θα συνδέονταν και με άλλους στρατιώτες στην πρωτεύουσα. Μία μάχη ενός κουρασμένου στρατού Ιακωβιτών δεν θα έκανε τους Λονδρέζους Ιακωβίτες να τους υποστηρίξουν εναντίον δύο Βρετανικών στρατών που βρίσκονται ακόμα στην Αγγλία.

Ο Κάρολος υποστηρίχθηκε μόνο από τον Ράναλντ Κλανράναλντ, τον Τζον Ο' Σάλιβαν και τον δούκα του Περθ. Όταν ο Μάρεϊ του Μπρότον μπήκε στο Συμβούλιο, ο Κάρολος ζήτησε την άποψή του και ο Μάρεϊ αποφάνθηκε υπέρ της υποχώρησης. Ο λόρδος Τζορτζ Μάρεϊ και ο λόρδος Όγκιλβι υποστήριξαν ότι οι Λονδρέζοι θα καθιστούσαν δύσκολο για τους Ιακωβίτες να καταλάβουν την πρωτεύουσα, και ακόμα και αν το κατάφερναν τότε θα πολιορκούνταν με τη σειρά τους από τα στρατεύματα του Ουέιντ και του Κάμπερλαντ.

Μία πρόταση του δούκα του Περθ να ανασυνταχθούν στην Ουαλία, απορρίφθηκε επίσης με το σκεπτικό ότι θα ήταν αποκομμένοι από τη Σκωτία. Το Συμβούλιο αποσύρθηκε μέχρι το απόγευμα. Το απόγευμα, ο Κάρολος επισκέφθηκε την τοπική ανώτερη τάξη, προκειμένου να τους πείσει να τον υποστηρίξουν, αλλά απέτυχε. Κατάφερε μόνο να πείσει τον δούκα του Περθ και τον μαρκήσιο του Ταλιμπαρντίν να υποστηρίξουν την πορεία προς το Λονδίνο. Στο βραδινό Συμβούλιο ο λόρδος Τζορτζ Μάρεϊ πρότεινε τον κατά τη γνώμη του καλύτερο τρόπο για να υποχωρήσουν στη Σκωτία.

Ο δούκας του Περθ διαφώνησε, υποστηρίζοντας μία άμεση επίθεση στον Κάμπερλαντ, αλλά όταν ο Μάρεϊ του Μπρότον εξέφρασε τη συμφωνία του, κλήθηκε να τη δώσει γραπτώς και όταν αυτός αρνήθηκε τότε σιώπησε. Ο Κάρολος επισήμανε ότι αν ο στρατός των Ιακωβιτών υποχωρούσε, θα βρισκόταν σε αυξημένο κίνδυνο επειδή θα ήταν ανάμεσα στον Ουέιντ και τον Κάμπερλαντ και ότι, ωστόσο, ο Ουέιντ δεν θα αποτελούσε άμεσο κίνδυνο εάν βάδιζαν προς το Λονδίνο.

Το επιχείρημα αυτό το αντέκρουσαν κάποιοι από τους αρχηγούς, υποστηρίζοντας ότι οι Χαϊλάντερς θα μπορούσαν να βαδίσουν πιο γρήγορα από τον Κάμπερλαντ και ότι θα μπορούσαν να νικήσουν τον Ουέιντ αν προσπαθούσε να τους αναχαιτίσει στο δρόμο για τη Σκωτία. Τότε ο Ντάντλεϊ Μπράντστριτ εισήλθε στο Συμβούλιο για να τους πληροφορήσει για ένα νέο στοιχείο: ότι υπήρχε κι άλλος στρατός με 9.000 στρατιώτες, ο οποίος βρισκόταν ανάμεσα σ' αυτούς και το Λονδίνο. Τότε ο Ράναλντ Κλανράναλντ και ο μαρκήσιος του Ταλιμπαρντίν απέσυραν την υποστήριξή τους στην πορεία προς το Λονδίνο, με αποτέλεσμα ο Κάρολος να πει:

"Με καταστρέφετε, με εγκαταλείπετε και με προδίδετε αν δεν συνεχίσετε"


Ωστόσο, έδωσε τελικά τη συγκατάθεσή του στην απόφαση του Συμβουλίου να υποχωρήσουν. Η 6η Δεκεμβρίου, ημερομηνία που έμεινε γνωστή ως "Μαύρη Παρασκευή", ήταν η ημέρα που οι κάτοικοι του Λονδίνου πανικοβλήθηκαν στο άκουσμα της είδησης ότι οι Ιακωβίτες ήταν στο Ντέρμπι. Το Λονδίνο ήταν "σε τέτοια αναταραχή που δεν μπορεί να εκφραστεί και είναι δύσκολο να τη φανταστεί κανείς". Σύμφωνα με τον Τζέιμς Τζονστόουν, ο δούκας του Νιούκαστλ παρέμεινε απρόσιτος στο σπίτι του ολόκληρη την ημέρα, σταθμίζοντας στο μυαλό του ποιανού το μέρος θα ήταν πιο συνετό να πάρει.

Ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν κάτι τέτοιο και τα αρχεία δίνουν ότι ο δούκας του Νιούκαστλ εκείνη την ημέρα υπαγόρευε διαταγές και επίσημες επιστολές. Ούτε υπάρχουν αποδείξεις ότι ο βασιλιάς Γεώργιος παρήγγειλε να υπάρχει έτοιμο ένα βασιλικό γιοτ στον Τάμεση για να διαφύγει, αντιθέτως υπάρχουν στοιχεία ότι ετοιμαζόταν να τεθεί επικεφαλής των στρατευμάτων του. Τα αποθέματα μειώθηκαν γρήγορα, αλλά δεν υπήρξε καμία κίνηση για την Τράπεζα της Αγγλίας όπως συνέβη μετά τη μάχη του Πρέστονπανς.

Στις 6 Δεκεμβρίου, λοιπόν, ο δούκας του Νιούκαστλ έγραψε στον λόρδο Δήμαρχο λέγοντάς του την επιθυμία του Γεωργίου για την εσωτερική ασφάλεια του Λονδίνου, συμπεριλαμβανομένης και της ενθάρρυνσης εκείνων που προσφέρθηκαν εθελοντικά να δώσουν ένοπλη υποστήριξη. Ο δούκας εφάρμοσε επίσης τους ποινικούς νόμους εναντίον των Καθολικών και δήλωσε ότι οι Ιησουίτες και άλλοι ιερείς θα έφευγαν από το Λονδίνο στις 9 Δεκεμβρίου. Επιπλέον, από εκείνη την ημερομηνία θα δίνονταν 100£ σε εκείνους που θα ανακάλυπταν ιερέα σε ακτίνα 10 μιλίων (16 χιλιομέτρων) από το Λονδίνο.

Η ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ 

Ο στρατός των Ιακωβιτών βρισκόταν μόνο 130 μίλια από το Λονδίνο όταν άρχισε να υποχωρεί διστακτικά. Ο Κάρολος είχε πάρει την απόφαση: αφού δεν μπορούσε να πάρει την κορώνα της Αγγλίας θα περιοριζόταν τουλάχιστον να κρατήσει το θρόνο της Σκωτίας. Στο μεταξύ, όμως, οι Άγγλοι δεν έμειναν αδρανείς. Είχαν συγκεντρώσει στρατό και παρακολουθούσαν την ομαλή υποχώρηση του Κάρολου. Στις 28 Δεκεμβρίου, κι ενώ υποχωρούσε ο στρατός των Ιακωβιτών, ενεπλάκη σε αψιμαχία νικώντας τις Βρετανικές δυνάμεις στο Κλίφτον της Κάμπριας.

Στη συνέχεια έχασε τον έλεγχο του Καρλάιλ έπειτα από μία πολιορκία που διήρκησε από τις 21 έως τις 30 Δεκεμβρίου. Στις 17 Ιανουαρίου του 1746 οι Ιακωβίτες νίκησαν πάλι, στη μάχη του Φόλκερκ. Από τις 20 Μαρτίου έως τις 3 Απριλίου πολιόρκησαν ανεπιτυχώς το Φορτ Γουίλιαμ και στις 15 Απριλίου γνώρισαν την ήττα στη μάχη του Λιτλφέρι. Στις 16 Απριλίου, μία χιονισμένη ημέρα στο Κάλοντεν, κοντά στην πόλη Ινβερνές, ο στρατός του Ανόβερου (που περιλάμβανε και πολλούς Σκωτσέζους, επομένως το ζήτημα δεν ήταν εθνικιστικό), νίκησε αποφασιστικά τους Ιακωβίτες. Ο αγώνας των Ιακωβιτών χάθηκε.

Το Κάλοντεν υπήρξε καμπή στην ιστορία των Χάιλαντς λόγω των σκληρών και καταπιεστικών μέτρων που επιβλήθηκαν μετά τη μάχη. Η Βρετανική κυβέρνηση θέλησε να εξασφαλίσει ότι δεν θα πραγματοποιούνταν καμία άλλη εξέγερση των Ιακωβιτών. Έτσι, το 1746 με ειδική νομοθετική πράξη αφαιρέθηκαν από τους Σκωτσέζους λόρδους οι κληρονομικές δικαιοδοσίες, ενώ με άλλο νόμο απαγορεύτηκε στους Σκωτσέζους να φορούν τις παραδοσιακές τους στολές, να παίζουν γκάιντα και να οπλοφορούν. Οι συγγενικοί δεσμοί μεταξύ του αρχηγού και του λαού διακόπηκαν και ο τρόπος ζωής τους άλλαξε ριζικά.

Ο Κάρολος ήταν καταζητούμενος για έξι μήνες, αλλά παρότι τον είχαν επικηρύξει με το ποσό των 30.000 λιρών, δεν τον πρόδωσε ποτέ κανείς. Ο γενναίος πρίγκηπας διέφυγε στη νήσο Ουίστ. Εκεί για ν' αποφύγει την αιχμαλωσία, μεταμφιέστηκε σε υπηρέτρια. Κατόπιν, κατέφυγε στο νησί Σκάι και από εκεί, επειδή είχαν ανακαλυφθεί τα ίχνη του, πέρασε στην ηπειρωτική Σκωτία και κρύφτηκε για λίγο καιρό σε μία σπηλιά. Τέλος, διέφυγε στη Γαλλία όπου πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, φτωχός και απογοητευμένος και με το όνειρο να ξαναγυρίσει στο θρόνο του.


ΡΟΜΠΕΡΤ ΓΟΥΟΛΠΟΛ 1676 - 1745 Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΡΟΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ

Ο Άγγλος πολιτικός Ρόμπερτ Γουόλπολ γεννήθηκε στο Νόρφολκ και ήταν γιος του συνταγματάρχη Ρόμπερτ Γουόλπολ, μέλους του κοινοβουλίου με την παράταξη των Ουίγων, η οποία αργότερα μετεξελίχθηκε στο κόμμα των φιλελευθέρων. Ο Γουόλπολ σπούδασε στη γενέτειρά του, στο Κολέγιο του Ητον και στο Πανεπιστήμιο του Κέϊμπριτζ. Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1700 την Κάθριν Σόρτερ και το 1738 τη Μαρία Σκέριτ, ερωμένη του από δεκαπενταετίας, η οποία πέθανε τρεις μήνες μετά τον γάμο τους, κατά τον τοκετό.

Ο Γουόλπολ εξελέγη μέλος του κοινοβουλίου το 1701 και το 1702, και την έδρα του έμελλε να τη διατηρήσει για όλο το διάστημα των επόμενων 40 ετών, με ένα μικρό μόνο διάλειμμα. Αφοσιωμένος Ουίγος, δεινός ρήτορας και διαθέτοντας εξαιρετικές οργανωτικές ικανότητες, ο Γουόλπολ γρήγορα αναδείχθηκε ηγετικό στέλεχος της παράταξής του. Υπηρέτησε σε διάφορες υπουργικές θέσεις, αλλά όταν το 1710 στην κυβέρνηση ήρθε η συντηρητική παράταξη των Τόρηδων, ο Γουόλπολ όχι μόνο απολύθηκε, το 1711, αλλά και κατηγορήθηκε για διαφθορά, καταδικάστηκε και έμεινε επί ένα εξάμηνο φυλακισμένος στον Πύργο του Λονδίνου.

Το 1714 πέθανε χωρίς διάδοχο η βασίλισσα Άννα, η Αγγλικανή τελευταία εκπρόσωπος της δυναστείας των Στούαρτ, και στον θρόνο ανέβηκε η δυναστεία του Ανόβερου με τον Γεώργιο A'. Ο Γουόλπολ ξαναβρέθηκε στην κυβέρνηση. Αναζωπυρώθηκε τότε η κίνηση των Ιακωβιτών, των οπαδών του καθολικού πατέρα της Άννας, Ιακώβου B'. Ο Ιάκωβος B' είχε εκθρονιστεί το 1688, κατά τη λεγόμενη «ένδοξη επανάσταση», και οι οπαδοί του είχαν έκτοτε επανειλημμένα εξεγερθεί για να επαναφέρουν στον θρόνο είτε τον ίδιο είτε, αργότερα, τους «νομίμους», δηλαδή τους Καθολικούς, απογόνους του.

Μια τέτοια απόπειρα έγινε και το 1715 - 1716. H εξέγερση κατεστάλη, αλλά ο Γουόλπολ την αξιοποίησε στο έπακρον για να χαρακτηριστούν Ιακωβίτες οι Τόρηδες και άρα ανίκανοι για την εξουσία.

Το Οικονομικό Σκάνδαλο

Λόγω διαφωνιών του με την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, ο Γουόλπολ παραιτήθηκε το 1717. Λίγο αργότερα, τον ίδιο χρόνο, άγριος καβγάς έφερε αντιμέτωπους τον βασιλιά και τον γιο του πρίγκιπα της Ουαλλίας, τον κατοπινό Γεώργιο B´. Ο διάδοχος δημιούργησε τη δική του Αυλή από όπου εναντιωνόταν στον πατέρα του. Ο Γουόλπολ, στην αντιπολίτευση πλέον, όχι μόνο μαχόταν λυσσαλέα την κυβέρνηση σε όλα τα θέματα, αλλά προσεταιρίστηκε τον διάδοχο και έπιασε στενή φιλία με τη σύζυγό του Καρολίνα του Ανσμπαχ.

Το 1720, χρησιμοποιώντας την επιρροή του επί του διαδόχου, ο Γουόλπολ τον έπεισε να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του. Ως αντάλλαγμα ο Γουόλπολ έλαβε θέση στην κυβέρνηση ως γενικός ταμίας των ενόπλων δυνάμεων. Την ίδια εποχή ξέσπασε η «Σαπουνόφουσκα των Νοτίων Θαλασσών», οικονομικό σκάνδαλο που συγκλόνισε εκ θεμελίων όχι μόνο το παλάτι αλλά και την Αγγλία ολόκληρη και έδωσε στον Γουόλπολ την ευκαιρία να διακριθεί ιδιαίτερα και να καταλάβει το ανώτατο πολιτικό αξίωμα της χώρας.

H Εταιρεία των Νοτίων Θαλασσών, η οποία διέθετε το προνόμιο του αποκλειστικού εμπορίου με τη Νότια Αμερική, χάρη σε χαριστική σύμβασή της με το Δημόσιο, είδε την τιμή της μετοχής της να ανεβαίνει σε μεγάλα ύψη. Φρενίτιδα κατέλαβε τους επενδυτές, οι οποίοι αγόραζαν μανιωδώς μετοχές της εταιρείας με την προσδοκία λαμπρής κερδοφορίας από το εμπόριο στη Νότια Αμερική. H τιμή της μετοχής αυξήθηκε τόσο ώστε πακέτο αξίας 100 στερλινών πουλήθηκε στις 24 Ιουνίου 1720 αντί 1.050 στερλινών.

Ο Γουόλπολ είχε αντιταχθεί στη ρύθμιση προτιμώντας την Τράπεζα της Αγγλίας για τον ρόλο που είχε δοθεί στην Εταιρεία των Νοτίων Θαλασσών. Παρά ταύτα, ως ιδιώτης, δεν φάνηκε διόλου συνετότερος από τους υπόλοιπους κερδοσκόπους. Επένδυσε μεγάλα ποσά σε μετοχές της εταιρείας και, εξαιτίας των άστοχων αγοραπωλησιών του, όταν έφθασε η αναπόφευκτη κατάρρευση σήμανε γι' αυτόν ζημία - μόνο η βοήθεια φίλων τον έσωσε από την οικονομική καταστροφή.

Στο Ανώτατο Αξίωμα

H φήμη του ωστόσο ως οικονομολόγου ήταν τέτοια ώστε θεωρήθηκε ότι ο Γουόλπολ ήταν ο μόνος πολιτικός ηγέτης που θα μπορούσε να συμμαζέψει την κατάσταση και να αποκαταστήσει τη δημόσια πίστη και την επιχειρηματική ευταξία. Επιπλέον ήταν ο μόνος που διέθετε την απαιτούμενη πολιτική δεξιότητα ώστε να γλιτώσει τη βασιλική οικογένεια και το υπουργικό συμβούλιο από το σκάνδαλο της παραπομπής τους σε εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή τού κοινοβουλίου, όπου θα έρχονταν στο φως οι σκοτεινές -και άκρως επικερδείς- συναλλαγές τους.

Πράγματι τον Απρίλιο του 1721 ο Γουόλπολ διορίστηκε Πρώτος Λόρδος του Θησαυροφυλακίου και υπουργός των Οικονομικών. Από τη νέα θέση του έσωσε το παλάτι από την καταισχύνη καθώς και την παράταξη των Ουίγων από τον πολιτικό αφανισμό, τη διατήρησε μάλιστα στην κυβέρνηση, θυσιάζοντας μερικά στελέχη της, τα οποία καταδικάστηκαν και τους αφαιρέθηκαν τα παράνομα κέρδη τους. Την ίδια εκείνη περίοδο πέθαναν οι δύο ηγέτες της παράταξης (από την ψυχική ένταση λόγω του σκανδάλου, όπως υποστηρίζεται) και ο Γουόλπολ αναδείχθηκε πρωθυπουργός.


Ο ίδιος αρνιόταν αυτόν τον τίτλο, αλλά θεωρείται γενικά ο πρώτος που ανέλαβε αυτό το αξίωμα στην Αγγλία. Ο Γουόλπολ κυβέρνησε σε εποχή όπου η πολιτική διαφθορά βρισκόταν σε μεγάλη έξαρση. H πολιτική του ευνόησε τους ευγενείς μεγαλοκτηματίες και την αστική τάξη, ενώ ήταν εξαιρετικά σκληρή απέναντι στους εργαζομένους απαγορεύοντας τον συνδικαλισμό. Ο ίδιος επέδειξε απαράμιλλη ικανότητα πολιτικής επιβίωσης.

Έφερε στην πολιτική σκηνή σταθερότητα η οποία έλειπε από την Αγγλία για σχεδόν έναν αιώνα. Παρέμεινε στην εξουσία επί τόσο μακρό διάστημα εκλεπτύνοντας στο έπακρον την τέχνη της πολιτικής διαχείρισης και ακολουθώντας πολιτική γραμμή που του εξασφάλιζε την αφοσίωση των ομάδων που είχαν αποφασιστική σημασία για την πορεία της κοινωνίας.

H Άγρια Αντιπολίτευση

Στις σχέσεις του με το παλάτι ο Γουόλπολ κέρδισε την εμπιστοσύνη του Γεωργίου A' προσφέροντάς του επιδέξια τις υπηρεσίες του, στις οποίες περιλαμβάνονταν κατά καιρούς και δωράκια προς τη βασιλική ερωμένη δούκισσα του Κένταλ. Όταν πέθανε ο Γεώργιος A', το 1727, ο Γεώργιος B' θέλησε να απαλλαγεί από τους υπουργούς του πατέρα του και να κυβερνήσει με άλλους, που τους θεωρούσε περισσότερο δικούς του.

Προτού περάσουν 24 ώρες αναγκάστηκε να ανακαλέσει τον Γουόλπολ, όταν αντιλήφθηκε ότι μόνο αυτός μπορούσε να του διασφαλίσει αποτελεσματικά τα προνόμιά του, αλλά και να επιτύχει την έγκριση χωριστού εισοδήματος για τη βασίλισσα πλέον Καρολίνα. Στο υπουργικό συμβούλιο ο Γουόλπολ επέβαλλε αυστηρή πειθαρχία και απαιτούσε πλήρη υποταγή. H έκφραση ανεξάρτητης γνώμης σήμαινε αποπομπή του υπουργού. Παρά τις μεγάλες ικανότητές του λίγοι πολιτικοί ηγέτες γνώρισαν από τους αντιπάλους τους τόσο λυσσαλέα πολεμική όσο ο Γουόλπολ.

H αντιπολίτευση, τόσο από τους εχθρούς του όσο και από την ίδια την παράταξή του, δεν έχανε ευκαιρία να του επιτεθεί με τον αγριότερο τρόπο, και το μακρό διάστημα της παραμονής του στην εξουσία ισοδυναμεί με χρονικό αλλεπάλληλων κρίσεων. H δημοτικότητα του Γουόλπολ είχε ήδη αρχίσει να μειώνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1730. Παρότι στις διεθνείς σχέσεις ο Γουόλπολ ακολουθούσε πάντοτε με πείσμα φιλειρηνική πολιτική, πράγμα για το οποίο είχε κατηγορηθεί ακόμη και για προδοσία, το 1739 αναγκάστηκε, λόγω εμπορικών προστριβών στις Δυτικές Ινδίες, να κηρύξει τον πόλεμο στην Ισπανία.

Ο ίδιος δεν τον ήθελε αυτόν τον πόλεμο και είχε προσπαθήσει να τον αποφύγει. Οι εχθροί του τον κατηγορούσαν ότι δεν ήταν σε θέση να τον διεξαγάγει αποτελεσματικά. Στις 2 Φεβρουαρίου 1742 ο Γουόλπολ ηττήθηκε στο κοινοβούλιο για ασήμαντο ζήτημα. Ο Γεώργιος B' δέχθηκε την παραίτησή του με δάκρυα στα μάτια.

ΧΑΡΤΕΣ 


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου