Ακόμα κι όταν δεν υπάρχει συγκεκριμένη πρόσκληση, έχω πάντα μιά αγχώδη ανησυχία που με κάνει να βλέπω κινδύνους εκεί που δεν υπάρχουν. Για 'μένα αυτό μεγεθύνει σε άπειρο βαθμό την ελάχιστη ενόχληση και κάνει την επαφή μου με τους ανθρώπους εξαιρετικά δύσκολη.
Πως έζησε ο Άρθουρ
Αφού πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα, ο Άρθουρ έζησε στο Βερολίνο, έπειτα για λίγο στη Δρέσδη, στο Μόναχο και στο Μάνχαϊμ, και τέλος, προσπαθώντας ν’ αποφύγει μιά επιδημία χολέρας, εγκαταστάθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του στη Φρανκφούρτη, απ’ όπου δεν έφυγε ποτέ, αν εξαιρέσουμε κάποιες ημερήσιες εκδρομές. Δεν είχε πληρωμένη απασχόληση, ζούσε σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, δεν είχε ποτέ σπίτι, εστία, σύζυγο, οικογένεια, στενές φιλίες. Δεν είχε κοινωνικό κύκλο, δεν είχε στενές γνωριμίες και καμιά αίσθηση κοινότητας - για την ακρίβεια γινόταν συχνά αντικείμενο γελοιοποίησης από τους γύρω του. Ως τα τελευταία λίγα χρόνια της ζωής του δεν είχε ακροατήριο, αναγνώστες ούτε εισόδημα από τα γραπτά του. Καθώς είχε τόσο λίγες σχέσεις, η πενιχρή του αλληλογραφία αφορούσε κυρίως επαγγελματικά ζητήματα.
Παρά την απουσία φίλων, γνωρίζουμε περισσότερα για την προσωπική του ζωή απ’ ό,τι για τους περισσότερους άλλους φιλοσόφους, γιατί στα φιλοσοφικά του γραπτά γράφει με τρόπο εντυπωσιακά προσωπικό. Στις πρώτες παραγράφους της εισαγωγής στο μείζον έργο του ‘‘Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση’’, παραδείγματος χάρη, ο τόνος είναι ασυνήθιστα προσωπικός για μια φιλοσοφική πραγματεία. Η άψογη και διαυγής του πρόζα καθιστά αμέσως σαφές ότι θέλει να επικοινωνήσει προσωπικά με τον αναγνώστη. Πρώτα του δίνει οδηγίες πώς να διαβάσει το βιβλίο του, ξεκινώντας με το αίτημα να το διαβάσει δύο φορές – και με μεγάλη υπομονή. Έπειτα τον προτρέπει να διαβάσει πρώτα το προηγούμενο βιβλίο του ‘‘Περί της τετραπλής ρίζας του επαρκούς λόγου’’, που χρησιμεύει ως εισαγωγή στο παρόν βιβλίο και διαβεβαιώνει τον αναγνώστη ότι θα τον ευγνωμονεί γι’ αυτήν τη συμβουλή. Στη συνέχεια του δηλώνει πως θα ωφεληθεί ακόμα περισσότερο αν είναι εξοικειωμένος με το θαυμάσιο έργο του Καντ και του θείου Πλάτωνα. Σημειώνει όμως ότι στον Καντ έχει ανακαλύψει πολύ σοβαρά σφάλματα, τα όποια σχολιάζει σ’ ένα επίμετρο (το όποιο και πάλι πρέπει να διαβαστεί πριν από το βιβλίο), και παρακάτω επισημαίνει ότι οι αναγνώστες που γνωρίζουν τις Ουπανισάδες έχουν περισσότερα εφόδια για να κατανοήσουν το κείμενό του. Τέλος παρατηρεί (πολύ σωστά) ότι ο αναγνώστης θα έχει αρχίσει να θυμώνει και ν’ ανυπομονεί μ’ αυτές τις αλαζονικές, απρεπείς και χρονοβόρες απαιτήσεις του. Τι παράδοξο που αυτός, ο πιο προσωπικός απ’ τους φιλοσόφους συγγραφείς, έζησε τόσο απρόσωπα.
Έκτος απ’ τις προσωπικές αναφορές που διεισδύουν στο έργο του, ο Σοπενάουερ αποκαλύπτει πολλά για τον εαυτό του σ’ ένα αυτοβιογραφικό ντοκουμέντο με τον ελληνικό τίτλο «Εις εαυτόν», ένα μυστηριώδες και αμφισβητούμενο χειρόγραφο που η παράξενη ιστορία του έχει ως έξης:
Στη δύση της ζωής του γύρω του συγκεντρώθηκε ένας πολύ μικρός κύκλος ένθερμων οπαδών, των «ευαγγελιστών», τους οποίους ανεχόταν μεν αλλά δεν εκτιμούσε ούτε συμπαθούσε. Οι άνθρωποι αυτοί τον άκουγαν συχνά να μιλάει για το «Εις εαυτόν», ένα αυτοβιογραφικό ημερολόγιο, στο όποιο επί τριάντα χρόνια σημείωνε διάφορες παρατηρήσεις του για τον εαυτό του. Μετά τον θάνατό του όμως συνέβη κάτι παράξενο: το «Εις εαυτόν» δε βρέθηκε πουθενά. Αφού το αναζήτησαν μάταια, οι ακόλουθοι του ήρθαν σε αντιπαράθεση με τον Βίλελμ Γκβίνερ, τον εκτελεστή της διαθήκης του, για το έγγραφο που έλειπε. Ο Γκβίνερ τους πληροφόρησε ότι το «Εις εαυτόν» δεν υπήρχε πια. Το είχε κάψει αμέσως μετά τον θάνατό του, ακολουθώντας τις οδηγίες του Σοπενάουερ.
Λίγο καιρό αργότερα όμως ο ίδιος Βίλελμ Γκβίνερ έγραψε την πρώτη βιογραφία του Άρθουρ Σοπενάουερ, και μέσα σ’ αυτήν οι ευαγγελιστές του επέμειναν ότι αναγνώρισαν αποσπάσματα από το «Εις εαυτόν», είτε ως άμεσα παραθέματα είτε παραφρασμένα. Άραγε ο Γκβίνερ είχε αντιγράψει το χειρόγραφο πριν το κάψει; Ή δεν το είχε κάψει και το χρησιμοποίησε για να γράψει τη βιογραφία του; Για πολλές δεκαετίες μαίνονταν οι αντικρουόμενες συζητήσεις, ώσπου τελικά ένας άλλος μελετητής του Σοπενάουερ ανασυνέθεσε το έγγραφο απ’ το βιβλίο του Γκβίνερ κι από άλλα γραπτά του Σοπενάουερ και δημοσίευσε ένα σαρανταεπτασέλιδο «Εις εαυτόν» στο τέλος των τετράτομων Nachlaʃ (ευρισκομένων χειρογράφων). Το «Εις εαυτόν» είναι μιά πολύ παράξενη αναγνωστική εμπειρία, γιατί έπειτα από κάθε παράγραφο ακολουθεί ένας σχολιασμός του βυζαντινού τρόπου με τον οποίο διασώθηκε, που είναι συχνά μακρύτερος από το ίδιο το κείμενο.
Γιατί ο Άρθουρ Σοπενάουερ δεν είχε ποτέ δουλειά; Η ιστορία της αυτοκαταστροφικής στρατηγικής του για την κατάκτηση μιας θέσης στο πανεπιστήμιο είναι άλλο ένα από εκείνα τα ιδιόμορφα ανέκδοτα που περιέχονται σε κάθε βιογραφία του. Στα 1820, σε ηλικία τριανταδύο χρονών, του πρόσφεραν την πρώτη του διδακτική δουλειά, μιά προσωρινή θέση με πολύ χαμηλό μισθό (Privatdozent), να διδάξει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Και τι έκανε; Προγραμμάτισε αμέσως -επίτηδες- τα μαθήματά του (που είχαν τίτλο «Η ουσία του κόσμου») ακριβώς την ίδια ώρα που δίδασκε ο Γκέοργκ Βίλελμ Χέγκελ, ο πρόεδρος του τμήματος και ο πιο ονομαστός φιλόσοφος της εποχής.
Διακόσιοι φοιτητές συνωστίζονταν με προσμονή στο μάθημα του Χέγκελ, και μόνο πέντε ήρθαν ν’ ακούσουν τον Σοπενάουερ να περιγράφει τον εαυτό του σαν έναν εκδικητή, που είχε έρθει για ν’ απελευθερώσει τη μετακαντιανή φιλοσοφία από τα κενά παράδοξα και την αλλοτριωτική και σκοτεινή γλώσσα της σύγχρονης φιλοσοφίας. Δεν ήταν μυστικό ότι η κριτική του Σοπενχάουερ είχε στόχο τον Χέγκελ και τον προκάτοχό του τον Φίχτε (θυμάστε, τον φιλόσοφο που είχε ξεκινήσει τη ζωή του βόσκοντας χήνες κι είχε διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια για να γνωρίσει τον Καντ). Προφανώς τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν έκανε τον νεαρό Σοπενχάουερ συμπαθή στον Χέγκελ ούτε στα υπόλοιπα μέλη του τμήματος, και στο επόμενο εξάμηνο, όταν δεν εμφανίστηκε κανένας φοιτητής για το μάθημά του, η σύντομη και ριψοκίνδυνη ακαδημαϊκή καριέρα του έληξε: Ο Άρθουρ δεν ξαναέκανε ποτέ δημόσια ομιλία.
Στα τριάντα χρόνια που έζησε στη Φρανκφούρτη ως τον θάνατό του στα 1860, ο Σοπενχάουερ ήταν προσκολλημένος σ’ ένα σταθερό ημερήσιο πρόγραμμα, σχεδόν με την ακρίβεια της καθημερινής ρουτίνας του Καντ. Η ημέρα του ξεκινούσε με τρεις ώρες γράψιμο, κι έπειτα μία ή κάποτε δύο ώρες φλάουτο. Κολυμπούσε καθημερινά στον παγωμένο ποταμό Μάιν, και δεν έχανε το κολύμπι του σχεδόν ποτέ, ούτε μέσα στο καταχείμωνο. Έτρωγε πάντα μεσημεριανό στην ίδια λέσχη, την Englischer Hof, φορώντας φράκο και λευκή γραβάτα, ένα κοστούμι που στα νιάτα του ήταν πολύ της μόδας, άλλα στη Φρανκφούρτη των μέσων του 19ου αιώνα ήταν εμφανώς παρωχημένο. Στη λέσχη αυτή πήγαινε οποιοσδήποτε περίεργος ήθελε να συναντήσει τον παράξενο και εριστικό φιλόσοφο.
Αφθονούν τα ανέκδοτα για τον Σοπενάουερ στην Ένγκλισερ Χοφ: Είχε τεράστια όρεξη, έτρωγε συχνά για δύο (όταν κάποιος του το επισήμανε απάντησε ότι σκεφτόταν και για δύο), πλήρωνε για δύο άτομα, για να μην καθίσει κανένας πλάι του, η κουβέντα του ήταν απότομη αλλά διεισδυτική, είχε συχνές εκρήξεις, είχε μιά μαύρη λίστα ατόμων στα οποία αρνιόταν να μιλήσει, του άρεσε να κουβεντιάζει θέματα ανάρμοστα και σόκιν – να εγκωμιάζει, παραδείγματος χάρη, τη νέα επιστημονική ανακάλυψη που του επέτρεπε ν’ αποφεύγει τις αφροδίσιες μολύνσεις βουτώντας μετά τη συνουσία το πέος του σ’ ένα διάλυμα λευκαντικού.
Μολονότι απολάμβανε τις σοβαρές συζητήσεις, σπάνια έβρισκε συνδαιτυμόνες που να θεωρεί ότι άξιζαν να σπαταλήσει τον χρόνο του μαζί τους. Για μια περίοδο, μόλις καθόταν στο τραπέζι του έβγαζε ένα χρυσό νόμισμα, που φεύγοντας το έπαιρνε μαζί του. Ένας απ’ τους αξιωματικούς που συνήθως γευμάτιζαν στο ίδιο τραπέζι τον ρώτησε κάποτε ποιος ήταν ο σκοπός αυτής της χειρονομίας. Ο Σοπενχάουερ απάντησε πως θα χάριζε αυτό το χρυσό νόμισμα στους φτωχούς, την ημέρα που θ’ άκουγε αξιωματικό να κάνει σοβαρή συζήτηση, η οποία να μην περιστρέφεται αποκλειστικά στα άλογα, στους σκύλους και στις γυναίκες. Στη διάρκεια του φαγητού απευθυνόταν στον σκύλο του, ένα κανίς που το φώναζε Άτμαν, με την έκφραση «Εσύ, κύριε», κι αν ο Άτμαν ήταν άταχτος τον κατσάδιαζε αποκαλώντας τον «Εσύ Άνθρωπε!».
Λέγονται πολλά ανέκδοτα για το οξύ του πνεύμα. Κάποτε ένας συνδαιτυμόνας του έκανε μια ερώτηση, στην οποία ο Σοπενάουερ απάντησε απλά: «Δεν ξέρω».
Ο νεαρός σχολίασε: «Μπα, μπα, νόμιζα πως εσείς, ένας τόσο σπουδαίος σοφός, τα ξέρετε όλα!».
Ο Σοπενάουερ απάντησε: «Όχι, η γνώση είναι περιορισμένη, μόνο η βλακεία είναι απεριόριστη!».
Όταν τον ρωτούσαν την άποψή του για τις γυναίκες και για τον γάμο, η απάντησή του ήταν πάντα πικρόχολη. Μια φορά υποχρεώθηκε ν’ ανεχτεί τη συντροφιά μιας πολύ φλύαρης γυναίκας, που του περιέγραψε λεπτομερώς πόσο δυστυχισμένος ήταν ο γάμος της. Ο Σοπενάουερ άκουγε υπομονετικά, κι όταν εκείνη τον ρώτησε αν την καταλάβαινε, απάντησε: «Όχι, καταλαβαίνω όμως τον σύζυγό σας».
Σε μια άλλη καταγεγραμμένη συνομιλία του τον ρωτούν αν έχει σκοπό να παντρευτεί.
«Δεν έχω την πρόθεση να παντρευτώ, γιατί αυτό θα μου προκαλούσε μόνο προβλήματα».
«Και γιατί θα συνέβαινε κάτι τέτοιο;»
«Θα ζήλευα, γιατί η γυναίκα μου θα με απατούσε».
«Πώς είστε τόσο σίγουρος;»
«Γιατί θα μου άξιζε».
«Και πώς αυτό;»
«Επειδή την παντρεύτηκα».
Έκανε επίσης δηκτικά σχόλια για τους γιατρούς, κάποτε μάλιστα επισήμανε ότι οι γιατροί έχουν δύο διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες: έναν τρομερά δυσανάγνωστο για τις συνταγές κι έναν καθαρό και ευανάγνωστο για τους λογαριασμούς τους.
Πως έζησε ο Άρθουρ
Αφού πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα, ο Άρθουρ έζησε στο Βερολίνο, έπειτα για λίγο στη Δρέσδη, στο Μόναχο και στο Μάνχαϊμ, και τέλος, προσπαθώντας ν’ αποφύγει μιά επιδημία χολέρας, εγκαταστάθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια της ζωής του στη Φρανκφούρτη, απ’ όπου δεν έφυγε ποτέ, αν εξαιρέσουμε κάποιες ημερήσιες εκδρομές. Δεν είχε πληρωμένη απασχόληση, ζούσε σε ενοικιαζόμενα δωμάτια, δεν είχε ποτέ σπίτι, εστία, σύζυγο, οικογένεια, στενές φιλίες. Δεν είχε κοινωνικό κύκλο, δεν είχε στενές γνωριμίες και καμιά αίσθηση κοινότητας - για την ακρίβεια γινόταν συχνά αντικείμενο γελοιοποίησης από τους γύρω του. Ως τα τελευταία λίγα χρόνια της ζωής του δεν είχε ακροατήριο, αναγνώστες ούτε εισόδημα από τα γραπτά του. Καθώς είχε τόσο λίγες σχέσεις, η πενιχρή του αλληλογραφία αφορούσε κυρίως επαγγελματικά ζητήματα.
Παρά την απουσία φίλων, γνωρίζουμε περισσότερα για την προσωπική του ζωή απ’ ό,τι για τους περισσότερους άλλους φιλοσόφους, γιατί στα φιλοσοφικά του γραπτά γράφει με τρόπο εντυπωσιακά προσωπικό. Στις πρώτες παραγράφους της εισαγωγής στο μείζον έργο του ‘‘Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση’’, παραδείγματος χάρη, ο τόνος είναι ασυνήθιστα προσωπικός για μια φιλοσοφική πραγματεία. Η άψογη και διαυγής του πρόζα καθιστά αμέσως σαφές ότι θέλει να επικοινωνήσει προσωπικά με τον αναγνώστη. Πρώτα του δίνει οδηγίες πώς να διαβάσει το βιβλίο του, ξεκινώντας με το αίτημα να το διαβάσει δύο φορές – και με μεγάλη υπομονή. Έπειτα τον προτρέπει να διαβάσει πρώτα το προηγούμενο βιβλίο του ‘‘Περί της τετραπλής ρίζας του επαρκούς λόγου’’, που χρησιμεύει ως εισαγωγή στο παρόν βιβλίο και διαβεβαιώνει τον αναγνώστη ότι θα τον ευγνωμονεί γι’ αυτήν τη συμβουλή. Στη συνέχεια του δηλώνει πως θα ωφεληθεί ακόμα περισσότερο αν είναι εξοικειωμένος με το θαυμάσιο έργο του Καντ και του θείου Πλάτωνα. Σημειώνει όμως ότι στον Καντ έχει ανακαλύψει πολύ σοβαρά σφάλματα, τα όποια σχολιάζει σ’ ένα επίμετρο (το όποιο και πάλι πρέπει να διαβαστεί πριν από το βιβλίο), και παρακάτω επισημαίνει ότι οι αναγνώστες που γνωρίζουν τις Ουπανισάδες έχουν περισσότερα εφόδια για να κατανοήσουν το κείμενό του. Τέλος παρατηρεί (πολύ σωστά) ότι ο αναγνώστης θα έχει αρχίσει να θυμώνει και ν’ ανυπομονεί μ’ αυτές τις αλαζονικές, απρεπείς και χρονοβόρες απαιτήσεις του. Τι παράδοξο που αυτός, ο πιο προσωπικός απ’ τους φιλοσόφους συγγραφείς, έζησε τόσο απρόσωπα.
Έκτος απ’ τις προσωπικές αναφορές που διεισδύουν στο έργο του, ο Σοπενάουερ αποκαλύπτει πολλά για τον εαυτό του σ’ ένα αυτοβιογραφικό ντοκουμέντο με τον ελληνικό τίτλο «Εις εαυτόν», ένα μυστηριώδες και αμφισβητούμενο χειρόγραφο που η παράξενη ιστορία του έχει ως έξης:
Στη δύση της ζωής του γύρω του συγκεντρώθηκε ένας πολύ μικρός κύκλος ένθερμων οπαδών, των «ευαγγελιστών», τους οποίους ανεχόταν μεν αλλά δεν εκτιμούσε ούτε συμπαθούσε. Οι άνθρωποι αυτοί τον άκουγαν συχνά να μιλάει για το «Εις εαυτόν», ένα αυτοβιογραφικό ημερολόγιο, στο όποιο επί τριάντα χρόνια σημείωνε διάφορες παρατηρήσεις του για τον εαυτό του. Μετά τον θάνατό του όμως συνέβη κάτι παράξενο: το «Εις εαυτόν» δε βρέθηκε πουθενά. Αφού το αναζήτησαν μάταια, οι ακόλουθοι του ήρθαν σε αντιπαράθεση με τον Βίλελμ Γκβίνερ, τον εκτελεστή της διαθήκης του, για το έγγραφο που έλειπε. Ο Γκβίνερ τους πληροφόρησε ότι το «Εις εαυτόν» δεν υπήρχε πια. Το είχε κάψει αμέσως μετά τον θάνατό του, ακολουθώντας τις οδηγίες του Σοπενάουερ.
Λίγο καιρό αργότερα όμως ο ίδιος Βίλελμ Γκβίνερ έγραψε την πρώτη βιογραφία του Άρθουρ Σοπενάουερ, και μέσα σ’ αυτήν οι ευαγγελιστές του επέμειναν ότι αναγνώρισαν αποσπάσματα από το «Εις εαυτόν», είτε ως άμεσα παραθέματα είτε παραφρασμένα. Άραγε ο Γκβίνερ είχε αντιγράψει το χειρόγραφο πριν το κάψει; Ή δεν το είχε κάψει και το χρησιμοποίησε για να γράψει τη βιογραφία του; Για πολλές δεκαετίες μαίνονταν οι αντικρουόμενες συζητήσεις, ώσπου τελικά ένας άλλος μελετητής του Σοπενάουερ ανασυνέθεσε το έγγραφο απ’ το βιβλίο του Γκβίνερ κι από άλλα γραπτά του Σοπενάουερ και δημοσίευσε ένα σαρανταεπτασέλιδο «Εις εαυτόν» στο τέλος των τετράτομων Nachlaʃ (ευρισκομένων χειρογράφων). Το «Εις εαυτόν» είναι μιά πολύ παράξενη αναγνωστική εμπειρία, γιατί έπειτα από κάθε παράγραφο ακολουθεί ένας σχολιασμός του βυζαντινού τρόπου με τον οποίο διασώθηκε, που είναι συχνά μακρύτερος από το ίδιο το κείμενο.
Γιατί ο Άρθουρ Σοπενάουερ δεν είχε ποτέ δουλειά; Η ιστορία της αυτοκαταστροφικής στρατηγικής του για την κατάκτηση μιας θέσης στο πανεπιστήμιο είναι άλλο ένα από εκείνα τα ιδιόμορφα ανέκδοτα που περιέχονται σε κάθε βιογραφία του. Στα 1820, σε ηλικία τριανταδύο χρονών, του πρόσφεραν την πρώτη του διδακτική δουλειά, μιά προσωρινή θέση με πολύ χαμηλό μισθό (Privatdozent), να διδάξει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Και τι έκανε; Προγραμμάτισε αμέσως -επίτηδες- τα μαθήματά του (που είχαν τίτλο «Η ουσία του κόσμου») ακριβώς την ίδια ώρα που δίδασκε ο Γκέοργκ Βίλελμ Χέγκελ, ο πρόεδρος του τμήματος και ο πιο ονομαστός φιλόσοφος της εποχής.
Διακόσιοι φοιτητές συνωστίζονταν με προσμονή στο μάθημα του Χέγκελ, και μόνο πέντε ήρθαν ν’ ακούσουν τον Σοπενάουερ να περιγράφει τον εαυτό του σαν έναν εκδικητή, που είχε έρθει για ν’ απελευθερώσει τη μετακαντιανή φιλοσοφία από τα κενά παράδοξα και την αλλοτριωτική και σκοτεινή γλώσσα της σύγχρονης φιλοσοφίας. Δεν ήταν μυστικό ότι η κριτική του Σοπενχάουερ είχε στόχο τον Χέγκελ και τον προκάτοχό του τον Φίχτε (θυμάστε, τον φιλόσοφο που είχε ξεκινήσει τη ζωή του βόσκοντας χήνες κι είχε διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια για να γνωρίσει τον Καντ). Προφανώς τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν έκανε τον νεαρό Σοπενχάουερ συμπαθή στον Χέγκελ ούτε στα υπόλοιπα μέλη του τμήματος, και στο επόμενο εξάμηνο, όταν δεν εμφανίστηκε κανένας φοιτητής για το μάθημά του, η σύντομη και ριψοκίνδυνη ακαδημαϊκή καριέρα του έληξε: Ο Άρθουρ δεν ξαναέκανε ποτέ δημόσια ομιλία.
Στα τριάντα χρόνια που έζησε στη Φρανκφούρτη ως τον θάνατό του στα 1860, ο Σοπενχάουερ ήταν προσκολλημένος σ’ ένα σταθερό ημερήσιο πρόγραμμα, σχεδόν με την ακρίβεια της καθημερινής ρουτίνας του Καντ. Η ημέρα του ξεκινούσε με τρεις ώρες γράψιμο, κι έπειτα μία ή κάποτε δύο ώρες φλάουτο. Κολυμπούσε καθημερινά στον παγωμένο ποταμό Μάιν, και δεν έχανε το κολύμπι του σχεδόν ποτέ, ούτε μέσα στο καταχείμωνο. Έτρωγε πάντα μεσημεριανό στην ίδια λέσχη, την Englischer Hof, φορώντας φράκο και λευκή γραβάτα, ένα κοστούμι που στα νιάτα του ήταν πολύ της μόδας, άλλα στη Φρανκφούρτη των μέσων του 19ου αιώνα ήταν εμφανώς παρωχημένο. Στη λέσχη αυτή πήγαινε οποιοσδήποτε περίεργος ήθελε να συναντήσει τον παράξενο και εριστικό φιλόσοφο.
Αφθονούν τα ανέκδοτα για τον Σοπενάουερ στην Ένγκλισερ Χοφ: Είχε τεράστια όρεξη, έτρωγε συχνά για δύο (όταν κάποιος του το επισήμανε απάντησε ότι σκεφτόταν και για δύο), πλήρωνε για δύο άτομα, για να μην καθίσει κανένας πλάι του, η κουβέντα του ήταν απότομη αλλά διεισδυτική, είχε συχνές εκρήξεις, είχε μιά μαύρη λίστα ατόμων στα οποία αρνιόταν να μιλήσει, του άρεσε να κουβεντιάζει θέματα ανάρμοστα και σόκιν – να εγκωμιάζει, παραδείγματος χάρη, τη νέα επιστημονική ανακάλυψη που του επέτρεπε ν’ αποφεύγει τις αφροδίσιες μολύνσεις βουτώντας μετά τη συνουσία το πέος του σ’ ένα διάλυμα λευκαντικού.
Μολονότι απολάμβανε τις σοβαρές συζητήσεις, σπάνια έβρισκε συνδαιτυμόνες που να θεωρεί ότι άξιζαν να σπαταλήσει τον χρόνο του μαζί τους. Για μια περίοδο, μόλις καθόταν στο τραπέζι του έβγαζε ένα χρυσό νόμισμα, που φεύγοντας το έπαιρνε μαζί του. Ένας απ’ τους αξιωματικούς που συνήθως γευμάτιζαν στο ίδιο τραπέζι τον ρώτησε κάποτε ποιος ήταν ο σκοπός αυτής της χειρονομίας. Ο Σοπενχάουερ απάντησε πως θα χάριζε αυτό το χρυσό νόμισμα στους φτωχούς, την ημέρα που θ’ άκουγε αξιωματικό να κάνει σοβαρή συζήτηση, η οποία να μην περιστρέφεται αποκλειστικά στα άλογα, στους σκύλους και στις γυναίκες. Στη διάρκεια του φαγητού απευθυνόταν στον σκύλο του, ένα κανίς που το φώναζε Άτμαν, με την έκφραση «Εσύ, κύριε», κι αν ο Άτμαν ήταν άταχτος τον κατσάδιαζε αποκαλώντας τον «Εσύ Άνθρωπε!».
Λέγονται πολλά ανέκδοτα για το οξύ του πνεύμα. Κάποτε ένας συνδαιτυμόνας του έκανε μια ερώτηση, στην οποία ο Σοπενάουερ απάντησε απλά: «Δεν ξέρω».
Ο νεαρός σχολίασε: «Μπα, μπα, νόμιζα πως εσείς, ένας τόσο σπουδαίος σοφός, τα ξέρετε όλα!».
Ο Σοπενάουερ απάντησε: «Όχι, η γνώση είναι περιορισμένη, μόνο η βλακεία είναι απεριόριστη!».
Όταν τον ρωτούσαν την άποψή του για τις γυναίκες και για τον γάμο, η απάντησή του ήταν πάντα πικρόχολη. Μια φορά υποχρεώθηκε ν’ ανεχτεί τη συντροφιά μιας πολύ φλύαρης γυναίκας, που του περιέγραψε λεπτομερώς πόσο δυστυχισμένος ήταν ο γάμος της. Ο Σοπενάουερ άκουγε υπομονετικά, κι όταν εκείνη τον ρώτησε αν την καταλάβαινε, απάντησε: «Όχι, καταλαβαίνω όμως τον σύζυγό σας».
Σε μια άλλη καταγεγραμμένη συνομιλία του τον ρωτούν αν έχει σκοπό να παντρευτεί.
«Δεν έχω την πρόθεση να παντρευτώ, γιατί αυτό θα μου προκαλούσε μόνο προβλήματα».
«Και γιατί θα συνέβαινε κάτι τέτοιο;»
«Θα ζήλευα, γιατί η γυναίκα μου θα με απατούσε».
«Πώς είστε τόσο σίγουρος;»
«Γιατί θα μου άξιζε».
«Και πώς αυτό;»
«Επειδή την παντρεύτηκα».
Έκανε επίσης δηκτικά σχόλια για τους γιατρούς, κάποτε μάλιστα επισήμανε ότι οι γιατροί έχουν δύο διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες: έναν τρομερά δυσανάγνωστο για τις συνταγές κι έναν καθαρό και ευανάγνωστο για τους λογαριασμούς τους.
Ένας συγγραφέας που τον επισκέφτηκε την ώρα που έτρωγε το μεσημεριανό του, στα 1846, όταν ο Σοπενχάουερ ήταν πενηνταοκτώ χρονών, τον περιέγραψε ως έξης:
Καλοφτιαγμένος… πάντα καλοντυμένος, αλλά τα ρούχα του είναι παλιομοδίτικα… μετρίου αναστήματος με κοντά γκρίζα μαλλιά… μάτια γαλαζωπά, ζωηρά και εξαιρετικά έξυπνα… έδειχνε χαρακτήρα εσωστρεφή, σχεδόν μπαρόκ όταν μιλούσε, γι’ αυτό και καθημερινά έδινε πολύ υλικό για φτηνή σάτιρα στην… παρέα του τραπεζιού. Έτσι, αυτός ο συχνά κωμικά δυσφορικός, άλλα τελικά άκακος και καλοπροαίρετος φωνακλάς συνδαιτυμόνας τους, έγινε ο περίγελος ασήμαντων ανθρώπων που τον κορόιδευαν τακτικά – αν και, πρέπει να ομολογήσουμε, χωρίς κακή πρόθεση.
Μετά το φαγητό ο Σοπενχάουερ έκανε συνήθως έναν μεγάλο περίπατο, συχνά κουβεντιάζοντας φωναχτά με τον εαυτό του ή με τον σκύλο του και προκαλώντας τα γιουχαΐσματα των παιδιών. Τα βράδια τα περνούσε μόνος του διαβάζοντας στο δωμάτιό του και δε δεχόταν ποτέ επισκέψεις. Στα χρόνια της Φρανκφούρτης δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι είχε κάποιον αισθηματικό δεσμό και στα 1831, σε ηλικία σαραντατριών χρονών, έγραψε στο «Εις εαυτόν»:
«Το ρίσκο του να ζεις χωρίς να δουλεύεις, όταν έχεις μικρό εισόδημα, μπορείς να το αναλάβεις μόνο ως εργένης».
Μετά τη ρήξη τους, όταν εκείνος ήταν τριανταενός χρονών, δεν ξαναείδε ποτέ τη μητέρα του, αλλά έπειτα από δώδεκα χρόνια, το 1813, και ως το θάνατό της το 1835, άρχισαν ν’ ανταλλάσσουν μερικά γράμματα που είχαν να κάνουν με τις οικονομικές τους υποθέσεις. Κάποτε που ήταν άρρωστος, η μητέρα του τού έγραψε ένα σπάνιο προσωπικό σχόλιο:
«Δυό μήνες μέσα στο δωμάτιό σου χωρίς να δεις ούτε άνθρωπο, αυτό δεν είναι καλό, γιε μου, και με λυπεί. Ένας άντρας δεν μπορεί και δεν πρέπει ν’ απομονώνεται με τέτοιον τρόπο».
Που και που ο Άρθουρ αντάλλασσε κάποια γράμματα και με την αδερφή του, στα οποία εκείνη έκανε επανειλημμένες προσπάθειες να τον πλησιάσει, διαβεβαιώνοντάς τον συνεχώς ότι δε θα του πρόβαλλε ποτέ απαιτήσεις. Αλλά ο αδερφός της έκανε πάντα πίσω. Η Αντέλε, που δεν παντρεύτηκε ποτέ, ζούσε σε μεγάλη απόγνωση. Όταν της είπε πως φεύγει απ’ το Βερολίνο για να γλιτώσει απ’ τη χολέρα, εκείνη του έγραψε ότι θα καλωσόριζε τη χολέρα, γιατί θα έβαζε ένα τέλος στη δυστυχία της. Αλλά ο Άρθουρ αποτραβήχτηκε ακόμα μακρύτερα, αρνούμενος απόλυτα να έρθει σ’ επαφή με τη ζωή και την κατάθλιψή της. Από τότε που έφυγε απ’ το σπίτι, συναντήθηκαν μόνο μια φορά, στα 1840. Ήταν μια πολύ σύντομη και καθόλου ικανοποιητική συνάντηση. Κι έπειτα από εννέα χρόνια η Αντέλε πέθανε.
Τα χρήματα ήταν μια συνεχής πηγή ανησυχίας σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της ζωής του. Η μητέρα του άφησε ολόκληρη τη μικρή περιουσία της στην Αντέλε, κι εκείνη πέθανε σχεδόν χωρίς να της έχει απομείνει τίποτα. Ο Άρθουρ προσπάθησε μάταια να βρει δουλειά σαν μεταφραστής, και ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα βιβλία του ούτε πουλούσαν ούτε ενδιέφεραν τον Τύπο.
Με λίγα λόγια, έζησε χωρίς καμιά απ’ τις ανέσεις ή τις ανταμοιβές που η κουλτούρα του θεωρούσε τόσο απαραίτητες για την ισορροπία του ανθρώπου, ακόμα και για την επιβίωση. Πώς το έκανε; Ποιο τίμημα πλήρωσε; Αυτά, όπως θα δούμε, είναι τα μυστικά που εξομολογείται στο «Εις εαυτόν».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου