Ο Έρως ήταν ο φτερωτός θεός της αγάπης, κατά την ελληνική μυθολογία. Σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, χτυπούσε με τα βέλη του δύο ανθρώπους και αυτοί, ξάφνου, ερωτεύονταν παράφορα. Σύμφωνα με την ορφική διδασκαλία, ο Έρως ήταν αποκύημα της νύχτας και του ερέβους.
Ο Ευρυπίδης διαχώρισε την δύναμη του Έρωτα σε δύο μορφές: αυτή που οδηγεί στην αρετή και εκείνη που μπορεί να οδηγήσει στην αθλιότητα. Δύο μορφές στον Έρωτα απέδωσε και ο Πλάτωνας, καθώς τον διέκρινε σε καλό και κακό (Connolly, 1989[1]). Η πρωτόγονη και μυστηριώδης προέλευσή του δεν προσδιορίστηκε, πλήρως. Η σπουδαιότητα και η φωτεινότητα του μοναδικού καρπού του, όμως, δεν έσβησαν ποτέ.
Ο Έρωτας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, στο γλαφυρό έργο του Σαίξπηρ, ήταν κεραυνοβόλος και πραγματοποιήθη μέσα σε ένα ορκισμένο εχθρικό πλαίσιο μεταξύ των δύο οικογενειών, των Καπουλέτων και των Μοντέγων. Οι αριστοτεχνικές θεατρικές συμπαιγνίες του Σαίξπηρ συνδέουν τις θανατερές εκφάνσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας με τον αιώνια αφοσιωμένο στον Έρωτα σκοπό. Αγάπη και Μίσος, Ζωή και Θάνατος συμφιλιώνονται εντέχνως, μέσα από τις ρομαντικές και σκοταδιστικές περιγραφές του Έρωτα των δύο νέων, στην πόλη της Βερόνας. Η τραγική κατάληξη των ηρώων αποτελεί το εφαλτήριο λάκτισμα σηματοδότησης μιας σύνθετης αναζήτησης για το τί είναι ο Έρωτας. Ύμνο προς τον Έρωτα αποτελεί και η «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ, η νύχτα, κατά την οποία όλα επιτρέπονται. Μέσα από την γοητευτική κατάδυση στον ψυχικό κόσμο των ηρώων, ο συγγραφέας επεξεργάζεται και επαναπροσδιορίζει τις αρχετυπικές διαστάσεις του Έρωτα, των εξουσιαστικών μηχανισμών και των κοινωνικών συμβάσεων που επηρεάζουν και διαμορφώνουν την ζωή των ανθρώπων. Η μυθoπλαστική κατασκευή, οι πλανευτικές σειρήνες, το όνειρο, οι αντιθέσεις του φαίνεσθαι και του είναι, καθώς και η λυσσαλέα και αιώνια αντίθεση ανάμεσα στον Έρωτα και το Πένθος αποτελούν τα θεατρικά παιχνιδίσματα των ηρώων.
Σύμφωνα με τον Freud (Laplanche, 1970/1980[2]), ο ψυχισμός του ατόμου είναι εξ’ολοκλήρου δομημένος στο ενορμητικό δίπολο Ζωής και Θανάτου. Η Ζωή είναι ο Έρωτας ή η Αρχή της Ηδονής, όπως την χαρακτήρισε ο σπουδαίος ψυχαναλυτής, και σχετίζεται με τα: ευχαρίστηση, ενορμήσεις, οτιδήποτε οδηγεί σε ένωση και συγκρότηση, επιθυμία ηδονής βάσει των βιολογικών ενστίκτων και των ασυνείδητων ψυχικών μηχανισμών, τις μη ανεσταλμένες σεξουαλικές ενορμήσεις, αλλά και αυτές που έχουν μετουσιωθεί σε δημιουργικότητα και ανάπτυξη του πολιτισμού (αποσεξουαλικοποιημένες ενορμήσεις). Με την αναφορά του στον Θάνατο ή Αρχή του Νιρβάνα, ο Freud εννοεί το οτιδήποτε οδηγεί σε αποσύνδεση και καταστροφή, καθώς και την προτεραιότητα του μηδενός έναντι της σταθερότητος. Ο Θάνατος αφορά την επιθυμία επιστροφής στην κατάσταση πριν από την γέννηση, όπου δεν υπάρχουν ανάγκες, άρα ούτε και πόνος/επιστροφή στην ανόργανη ύλη. Ο Θάνατος αντιπροσωπεύει, για τον πληγμένο ψυχισμό, την πλήρη ηρεμία, αταραξία και αποσύνθεση. Χαρακτηρίζεται ως ο τελικός στόχος της ζωής, λόγω της ζωτικά και βιολογικά εσωτερικής και θεμελιακής τάσης της κάθε ψυχής. Η Ζωή και ο Θάνατος, στην ψυχανάλυση, αποτελούν δύο ασυμφιλίωτα αντίπαλες αρχέγονες μελωδίες. Δυνάμεις φιλότητος και νείκους, λοιπόν, κυριαρχούν την ψυχή, η οποία ακροβατεί στην διαρκή πάλη Ζωής και Θανάτου: των δύο βασικών ενστίκτων, των οποίων η μορφή προέρχεται από τα ασυνείδητα μνημονικά κατάλοιπα του ψυχισμού και τις πρωταρχικές οιδιπόδειες ταυτίσεις του. Έρως και Θάνατος πραγματοποιούν ένα αισθαντικό και μυστικιστικό τάνγκο γεμάτο φαντασιακές αναπαραστάσεις και πρωτόγονες μουσικές. Ανείπωτες προκλήσεις λαμβάνουν χώρα και ο ψυχισμός απογυμνώνεται...νιώθει παντοδύναμος, αλλά και ευάλωτος...γίνεται ρομαντικός και συνάμα βίαιος.
Αφήνεσαι στον Έρωτα...μια μαγική έλξη έχει κατακυριεύσει την ύπαρξή σου. Όλα μοιάζουν ιδανικά...το παραμύθι σου έχει γίνει η πραγματικότητά σου και το ερωτικό αντικείμενο ο ήρωάς σου. Η πίστη σας είναι μία και είναι κοινή...να ζωντανέψει το όνειρο. Εσύ και αυτός...εσύ και αυτή...έχετε την ίδια ταυτότητα, απολαμβάνετε τις ίδιες παραισθητικές απολαύσεις, απολαμβάνετε τα πάθη και φτάνετε τόσο κοντά...στην Ζωή και στον Θάνατο. Στο «Μονόγραμμα», ο Οδυσσέας Ελύτης εξυμνεί τόσο τον Έρωτα, όσο και το Πένθος:
«Θα πενθώ πάντα -μ’ ακούς- για σένα, μόνος, στον Παράδεισο. Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν. Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα. Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό και μισή να σε κλαίω μες τον Παράδεισο» (Ελύτης, 2013/1971[3]).
Μέσω του Έρωτα, αισθάνεσαι τον μαγνητισμό μιας εκθαμβωτικής παντοδύναμης έλξης, νιώθεις πως το πλήρωμα του χρόνου ήλθε και ο πρωταρχικός σου σκοπός πραγματοποιείται...η ολοκληρωτική ταύτισις. Η απουσία του Έρωτα, η απομάκρυνση του παραληρηματικού αυτού πάθους, οδηγεί σε ένα ψυχικό κενό...ένα κενό που εξισώνεται με την αιώνια ανολοκλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξης...με το κενό του Θανάτου...του πραγματικού Θανάτου. Οι φόβοι αναβιώνονται και τα ένστικτα Θανάτου αναδύονται. Μονάχα η κατάδυση στον επόμενο ερωτικό κόσμο θα σου δώσει ξανά ζωή...θα σε επαναφέρει στον Παράδεισο...στο παντοτινό όνειρο. Άλλωστε, το έχεις τόσο ανάγκη.
Το βραδινό σιωπητήριο του Έρωτα επιτρέπει κάθε σκέψη, κάθε όνειρο, κάθε άγγιγμα. Η εύγλωττη σιωπή αυτής της νύχτας σπάει κάθε φόρμα, κάθε καλούπι. Δεν υπάρχει κοινωνία...δεν χρειάζεται να υποτασσόμαστε σε κανέναν κομφορμισμό, σε καμία επιταγή...δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Εσύ ορίζεις τον κόσμο...τον πλάθεις, όπως επιθυμείς, δίχως όρια και κανόνες. Τους κανόνες του παιχνιδιού τους καθορίζεις εσύ και αυτός...εσύ και αυτή...εσύ, δηλαδή. Μέσα από ένα αριστουργηματικό τετράστιχο ποίημα, την «Ηδονή», ο Καβάφης μας παρασύρει στον απύθμενο μυστικό βυθό της ερωτικής θάλασσας:
«Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα. Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας» (Καβάφης, 2011/1917[4]).
Νιώθεις πως τα έχεις όλα και ξάφνου... χάνονται...γίνονται στάχτες...στάχτες που βυθίζονται σε ένα ρομαντικό και νοσταλγικό βαλς...ένα βαλς, στο οποίο επιζητάς την συντροφιά κάποιου άλλου...του ενός...του μοναδικού. Βλέπεις το βαλς...είναι χορός μόνο για δυο. Έχω μια απορία...αν μπορούσες να αναβιώσεις/να επαναφέρεις, στον παρόντα χρόνο, στιγμές του παρελθόντος σου...ποιές θα ήταν, άραγε, αυτές; Μη βιαστείς...σκέψου...συλλογίσου και απάντα στον ίδιο σου τον εαυτό...τον αιώνια σύμμαχο και εχθρό σου...την αιώνια αγάπη σου και την παντοτινή σου καταστροφή.
Από την αρχαιότητα, μέχρι τον Σαίξπηρ, και από τον Freud και την ψυχανάλυση, μέχρι τους μεγάλους Έλληνες ποιητές. Διαφορετικές οι εποχές, αλλά όλες έχουν ένα κοινό...την προσπάθεια εξιχνίασης του μυστηρίου του Έρωτα, αυτού του παντοτινού αινίγματος.
Ο Ευρυπίδης διαχώρισε την δύναμη του Έρωτα σε δύο μορφές: αυτή που οδηγεί στην αρετή και εκείνη που μπορεί να οδηγήσει στην αθλιότητα. Δύο μορφές στον Έρωτα απέδωσε και ο Πλάτωνας, καθώς τον διέκρινε σε καλό και κακό (Connolly, 1989[1]). Η πρωτόγονη και μυστηριώδης προέλευσή του δεν προσδιορίστηκε, πλήρως. Η σπουδαιότητα και η φωτεινότητα του μοναδικού καρπού του, όμως, δεν έσβησαν ποτέ.
Ο Έρωτας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας, στο γλαφυρό έργο του Σαίξπηρ, ήταν κεραυνοβόλος και πραγματοποιήθη μέσα σε ένα ορκισμένο εχθρικό πλαίσιο μεταξύ των δύο οικογενειών, των Καπουλέτων και των Μοντέγων. Οι αριστοτεχνικές θεατρικές συμπαιγνίες του Σαίξπηρ συνδέουν τις θανατερές εκφάνσεις της ανθρώπινης προσωπικότητας με τον αιώνια αφοσιωμένο στον Έρωτα σκοπό. Αγάπη και Μίσος, Ζωή και Θάνατος συμφιλιώνονται εντέχνως, μέσα από τις ρομαντικές και σκοταδιστικές περιγραφές του Έρωτα των δύο νέων, στην πόλη της Βερόνας. Η τραγική κατάληξη των ηρώων αποτελεί το εφαλτήριο λάκτισμα σηματοδότησης μιας σύνθετης αναζήτησης για το τί είναι ο Έρωτας. Ύμνο προς τον Έρωτα αποτελεί και η «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ, η νύχτα, κατά την οποία όλα επιτρέπονται. Μέσα από την γοητευτική κατάδυση στον ψυχικό κόσμο των ηρώων, ο συγγραφέας επεξεργάζεται και επαναπροσδιορίζει τις αρχετυπικές διαστάσεις του Έρωτα, των εξουσιαστικών μηχανισμών και των κοινωνικών συμβάσεων που επηρεάζουν και διαμορφώνουν την ζωή των ανθρώπων. Η μυθoπλαστική κατασκευή, οι πλανευτικές σειρήνες, το όνειρο, οι αντιθέσεις του φαίνεσθαι και του είναι, καθώς και η λυσσαλέα και αιώνια αντίθεση ανάμεσα στον Έρωτα και το Πένθος αποτελούν τα θεατρικά παιχνιδίσματα των ηρώων.
Σύμφωνα με τον Freud (Laplanche, 1970/1980[2]), ο ψυχισμός του ατόμου είναι εξ’ολοκλήρου δομημένος στο ενορμητικό δίπολο Ζωής και Θανάτου. Η Ζωή είναι ο Έρωτας ή η Αρχή της Ηδονής, όπως την χαρακτήρισε ο σπουδαίος ψυχαναλυτής, και σχετίζεται με τα: ευχαρίστηση, ενορμήσεις, οτιδήποτε οδηγεί σε ένωση και συγκρότηση, επιθυμία ηδονής βάσει των βιολογικών ενστίκτων και των ασυνείδητων ψυχικών μηχανισμών, τις μη ανεσταλμένες σεξουαλικές ενορμήσεις, αλλά και αυτές που έχουν μετουσιωθεί σε δημιουργικότητα και ανάπτυξη του πολιτισμού (αποσεξουαλικοποιημένες ενορμήσεις). Με την αναφορά του στον Θάνατο ή Αρχή του Νιρβάνα, ο Freud εννοεί το οτιδήποτε οδηγεί σε αποσύνδεση και καταστροφή, καθώς και την προτεραιότητα του μηδενός έναντι της σταθερότητος. Ο Θάνατος αφορά την επιθυμία επιστροφής στην κατάσταση πριν από την γέννηση, όπου δεν υπάρχουν ανάγκες, άρα ούτε και πόνος/επιστροφή στην ανόργανη ύλη. Ο Θάνατος αντιπροσωπεύει, για τον πληγμένο ψυχισμό, την πλήρη ηρεμία, αταραξία και αποσύνθεση. Χαρακτηρίζεται ως ο τελικός στόχος της ζωής, λόγω της ζωτικά και βιολογικά εσωτερικής και θεμελιακής τάσης της κάθε ψυχής. Η Ζωή και ο Θάνατος, στην ψυχανάλυση, αποτελούν δύο ασυμφιλίωτα αντίπαλες αρχέγονες μελωδίες. Δυνάμεις φιλότητος και νείκους, λοιπόν, κυριαρχούν την ψυχή, η οποία ακροβατεί στην διαρκή πάλη Ζωής και Θανάτου: των δύο βασικών ενστίκτων, των οποίων η μορφή προέρχεται από τα ασυνείδητα μνημονικά κατάλοιπα του ψυχισμού και τις πρωταρχικές οιδιπόδειες ταυτίσεις του. Έρως και Θάνατος πραγματοποιούν ένα αισθαντικό και μυστικιστικό τάνγκο γεμάτο φαντασιακές αναπαραστάσεις και πρωτόγονες μουσικές. Ανείπωτες προκλήσεις λαμβάνουν χώρα και ο ψυχισμός απογυμνώνεται...νιώθει παντοδύναμος, αλλά και ευάλωτος...γίνεται ρομαντικός και συνάμα βίαιος.
Αφήνεσαι στον Έρωτα...μια μαγική έλξη έχει κατακυριεύσει την ύπαρξή σου. Όλα μοιάζουν ιδανικά...το παραμύθι σου έχει γίνει η πραγματικότητά σου και το ερωτικό αντικείμενο ο ήρωάς σου. Η πίστη σας είναι μία και είναι κοινή...να ζωντανέψει το όνειρο. Εσύ και αυτός...εσύ και αυτή...έχετε την ίδια ταυτότητα, απολαμβάνετε τις ίδιες παραισθητικές απολαύσεις, απολαμβάνετε τα πάθη και φτάνετε τόσο κοντά...στην Ζωή και στον Θάνατο. Στο «Μονόγραμμα», ο Οδυσσέας Ελύτης εξυμνεί τόσο τον Έρωτα, όσο και το Πένθος:
«Θα πενθώ πάντα -μ’ ακούς- για σένα, μόνος, στον Παράδεισο. Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’ άλλα που πέρασαν. Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα. Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό και μισή να σε κλαίω μες τον Παράδεισο» (Ελύτης, 2013/1971[3]).
Μέσω του Έρωτα, αισθάνεσαι τον μαγνητισμό μιας εκθαμβωτικής παντοδύναμης έλξης, νιώθεις πως το πλήρωμα του χρόνου ήλθε και ο πρωταρχικός σου σκοπός πραγματοποιείται...η ολοκληρωτική ταύτισις. Η απουσία του Έρωτα, η απομάκρυνση του παραληρηματικού αυτού πάθους, οδηγεί σε ένα ψυχικό κενό...ένα κενό που εξισώνεται με την αιώνια ανολοκλήρωση της ανθρώπινης ύπαρξης...με το κενό του Θανάτου...του πραγματικού Θανάτου. Οι φόβοι αναβιώνονται και τα ένστικτα Θανάτου αναδύονται. Μονάχα η κατάδυση στον επόμενο ερωτικό κόσμο θα σου δώσει ξανά ζωή...θα σε επαναφέρει στον Παράδεισο...στο παντοτινό όνειρο. Άλλωστε, το έχεις τόσο ανάγκη.
Το βραδινό σιωπητήριο του Έρωτα επιτρέπει κάθε σκέψη, κάθε όνειρο, κάθε άγγιγμα. Η εύγλωττη σιωπή αυτής της νύχτας σπάει κάθε φόρμα, κάθε καλούπι. Δεν υπάρχει κοινωνία...δεν χρειάζεται να υποτασσόμαστε σε κανέναν κομφορμισμό, σε καμία επιταγή...δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Εσύ ορίζεις τον κόσμο...τον πλάθεις, όπως επιθυμείς, δίχως όρια και κανόνες. Τους κανόνες του παιχνιδιού τους καθορίζεις εσύ και αυτός...εσύ και αυτή...εσύ, δηλαδή. Μέσα από ένα αριστουργηματικό τετράστιχο ποίημα, την «Ηδονή», ο Καβάφης μας παρασύρει στον απύθμενο μυστικό βυθό της ερωτικής θάλασσας:
«Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών που ηύρα και που κράτηξα την ηδονή ως την ήθελα. Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας» (Καβάφης, 2011/1917[4]).
Νιώθεις πως τα έχεις όλα και ξάφνου... χάνονται...γίνονται στάχτες...στάχτες που βυθίζονται σε ένα ρομαντικό και νοσταλγικό βαλς...ένα βαλς, στο οποίο επιζητάς την συντροφιά κάποιου άλλου...του ενός...του μοναδικού. Βλέπεις το βαλς...είναι χορός μόνο για δυο. Έχω μια απορία...αν μπορούσες να αναβιώσεις/να επαναφέρεις, στον παρόντα χρόνο, στιγμές του παρελθόντος σου...ποιές θα ήταν, άραγε, αυτές; Μη βιαστείς...σκέψου...συλλογίσου και απάντα στον ίδιο σου τον εαυτό...τον αιώνια σύμμαχο και εχθρό σου...την αιώνια αγάπη σου και την παντοτινή σου καταστροφή.
Από την αρχαιότητα, μέχρι τον Σαίξπηρ, και από τον Freud και την ψυχανάλυση, μέχρι τους μεγάλους Έλληνες ποιητές. Διαφορετικές οι εποχές, αλλά όλες έχουν ένα κοινό...την προσπάθεια εξιχνίασης του μυστηρίου του Έρωτα, αυτού του παντοτινού αινίγματος.
Ένα ασπρόμαυρο φιλμ για τον Έρωτα.
---------------------------------
[1] Connolly, David (1989), «Τα φτερά του έρωτα Ή ο έρως ως παρόρμηση για μάθηση» στο: Εισηγήσεις γοητευτική κατάδυση
[2] Laplance, Jean (1988), «Ζωή και Θάνατος στην Ψυχανάλυση», Μετάφραση: Παπαγιαννοπούλου, Ναταλία, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1970).
[3] Ελύτης, Οδυσσέας (2013), «Το Μονόγραμμα», Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1971).
[4] Καβάφης, Κωνσταντίνος, Π. (2011), «Καβάφης: Ποιήματα εν όλω», Εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί, Αθήνα (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1917).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου