Η Ερμιόνη σπούδασε κάτι που δεν αγαπούσε, μόνο και μόνο για να μην πάει κόντρα στον πατέρα της.
Ο Μάξιμος καταπιέζει τη σεξουαλικότητα του, κρύβοντας την σε ψεύτικες σχέσεις με κοπέλες για τα μάτια του κόσμου. Αλλά είναι χρόνια ερωτευμένος με τον Άκη.
Η Αργυρώ μένει σε ένα γάμο που την κακομεταχειρίζονται, σωματικά και ψυχολογικά, γιατί έχει ένα παιδί και δεν ξέρει που να πάει.
Ο Στέφανος δεν εξομολογήθηκε ποτέ τον έρωτα του στην Ελένη, γιατί φοβήθηκε πως ποτέ δε θα γύριζε ένα τέτοιο κορίτσι να κοιτάξει αυτόν και την αναπηρία του.
Η Μαργαρίτα φορά συνέχεια φαρδιά ρούχα γιατί φοβάται να δείξει το γεμάτο σώμα της. Κάνει έρωτα πάντα με σβηστό το φως και το μεγάλο της μαρτύριο είναι τα αδιάκριτα βλέμματα στην παραλία.
Ερμιόνη, Μάξιμος, Αργυρώ, Στέφανος, Μαργαρίτα, Ελένη, Αναστασία, Γιάννης, Χρήστος, το αγόρι της διπλανής πόρτας, το κορίτσι του απέναντι μπαλκονιού. Πλήθος γνωστών κι άγνωστων ανθρώπων, που αντιμετωπίζουν ένα και μόνο πρόβλημα: Τον εαυτό τους.
Κι ύστερα όλους τους άλλους.
Αυτοί οι άνθρωποι, που είναι αληθινά πολλοί, αρνήθηκαν τον εαυτό τους από φόβο. Αρνήθηκαν να δεχτούν αυτό που είναι, αυτό που θέλουν, αυτό που ονειρεύονται, από φόβο για τους τρίτους…
Τους έξω. Τα στόματα μιας κοινωνίας που αγαπά να δικάζει και να καταδικάζει, να κρίνει και να κατακρίνει. Μα κυρίως να επιβάλλει…
Τρόπους ζωής, συναισθήματα, επιλογές κι αποφάσεις…
Μα η ζωή του καθενός γράφει πάνω το όνομα του. Ούτε του γονιού, ούτε του γείτονα. Κι οφείλει να είναι όπως εκείνος θέλει και μπορεί.
Ναι σε σένα το λέω. Και σε σας… Μα πάνω από όλα το φωνάζω για να το ακούσω κι εγώ.
Αναλωθήκαμε χρόνια να κυνηγάμε την κοινωνική αποδοχή. Να κρύβουμε, να υποτιμούμε, να αρνούμαστε όσα νιώθουμε και θέλουμε, για να συμβαδίσουμε με το μοντελάκι ζωής που άλλοι θεώρησαν πρέπον κι άλλοι μας επέβαλλαν ως σωστό.
Μα όταν κοιτιόμαστε στον καθρέφτη δε βλέπουμε τους άλλους, αλλά εμάς. Κι είναι κρίμα να αποφεύγουμε από θλίψη να μας δούμε. Γιατί στο πρόσωπο μας αντικρίζουμε κάθε όνειρο που αφήσαμε να πάει χαμένο.
Κάθε μεγάλη ήττα που επιβάλλαμε στον εαυτό μας, καθώς δεν παλέψαμε ποτέ.
Γιατί η ζωή, μάτια μου, θέλει αγώνα. Θέλει θράσος, θέληση και διεκδίκηση!
Αλλιώς σε πάτησε η πλάκα, που λέει και η γιαγιά μου κι άντε να ανασάνεις.
Οι άλλοι γεννήθηκαν με χίλια στόματα για να έχουν να λένε. Ε και; Μήπως κι αν τα κάνουμε όλα όπως εκείνοι τα θεωρούν καλά, θα πάψουν να λένε; Ούτε καν!
Οπότε τι καταφέρνουμε με το να ζούμε τη ζωή των άλλων;
Το απόλυτο τίποτα… Και μια δυστυχία άνευ προηγουμένου.
Γιατί η χειρότερη δυστυχία που μπορεί ένας άνθρωπος να καταδικαστεί, είναι να μετρά τη ζωή που δεν έζησε. Όχι επειδή δεν τον άφησαν οι άλλοι, αλλά επειδή αυτός δεν τη διεκδίκησε κόντρα σε όλους.
Γι’ αυτό ο καθένας μας πρέπει να μάθει να κλείνει τα αυτιά του στα δήθεν «πρέπει» και να ακούει την καρδιά του.
Να διώχνει τους φόβους του μακριά και να διεκδικεί τη ζωή που του ανήκει.
Μόνος, αν χρειαστεί, κόντρα σε όλους.
Μα ελεύθερος.
Δίχως τα δεσμά, δίχως ξένα όνειρα. Μόνο δικά του.
Γιατί όταν έρθει η ώρα να κάνει ταμείο, δε θα φιλοτιμηθεί κανείς άλλος να πληρώσει το λογαριασμό… Γιατί, λοιπόν, να πληρώνουμε ξένα σπασμένα; Ας σπάσουμε τα δικά μας.
Σπάστε, λοιπόν, άφοβα. Γράψτε τους όλους και ζήστε όπως θέλετε… Κι ας λένε… Ποιος νοιάζεται;
Ο Μάξιμος καταπιέζει τη σεξουαλικότητα του, κρύβοντας την σε ψεύτικες σχέσεις με κοπέλες για τα μάτια του κόσμου. Αλλά είναι χρόνια ερωτευμένος με τον Άκη.
Η Αργυρώ μένει σε ένα γάμο που την κακομεταχειρίζονται, σωματικά και ψυχολογικά, γιατί έχει ένα παιδί και δεν ξέρει που να πάει.
Ο Στέφανος δεν εξομολογήθηκε ποτέ τον έρωτα του στην Ελένη, γιατί φοβήθηκε πως ποτέ δε θα γύριζε ένα τέτοιο κορίτσι να κοιτάξει αυτόν και την αναπηρία του.
Η Μαργαρίτα φορά συνέχεια φαρδιά ρούχα γιατί φοβάται να δείξει το γεμάτο σώμα της. Κάνει έρωτα πάντα με σβηστό το φως και το μεγάλο της μαρτύριο είναι τα αδιάκριτα βλέμματα στην παραλία.
Ερμιόνη, Μάξιμος, Αργυρώ, Στέφανος, Μαργαρίτα, Ελένη, Αναστασία, Γιάννης, Χρήστος, το αγόρι της διπλανής πόρτας, το κορίτσι του απέναντι μπαλκονιού. Πλήθος γνωστών κι άγνωστων ανθρώπων, που αντιμετωπίζουν ένα και μόνο πρόβλημα: Τον εαυτό τους.
Κι ύστερα όλους τους άλλους.
Αυτοί οι άνθρωποι, που είναι αληθινά πολλοί, αρνήθηκαν τον εαυτό τους από φόβο. Αρνήθηκαν να δεχτούν αυτό που είναι, αυτό που θέλουν, αυτό που ονειρεύονται, από φόβο για τους τρίτους…
Τους έξω. Τα στόματα μιας κοινωνίας που αγαπά να δικάζει και να καταδικάζει, να κρίνει και να κατακρίνει. Μα κυρίως να επιβάλλει…
Τρόπους ζωής, συναισθήματα, επιλογές κι αποφάσεις…
Μα η ζωή του καθενός γράφει πάνω το όνομα του. Ούτε του γονιού, ούτε του γείτονα. Κι οφείλει να είναι όπως εκείνος θέλει και μπορεί.
Ναι σε σένα το λέω. Και σε σας… Μα πάνω από όλα το φωνάζω για να το ακούσω κι εγώ.
Αναλωθήκαμε χρόνια να κυνηγάμε την κοινωνική αποδοχή. Να κρύβουμε, να υποτιμούμε, να αρνούμαστε όσα νιώθουμε και θέλουμε, για να συμβαδίσουμε με το μοντελάκι ζωής που άλλοι θεώρησαν πρέπον κι άλλοι μας επέβαλλαν ως σωστό.
Μα όταν κοιτιόμαστε στον καθρέφτη δε βλέπουμε τους άλλους, αλλά εμάς. Κι είναι κρίμα να αποφεύγουμε από θλίψη να μας δούμε. Γιατί στο πρόσωπο μας αντικρίζουμε κάθε όνειρο που αφήσαμε να πάει χαμένο.
Κάθε μεγάλη ήττα που επιβάλλαμε στον εαυτό μας, καθώς δεν παλέψαμε ποτέ.
Γιατί η ζωή, μάτια μου, θέλει αγώνα. Θέλει θράσος, θέληση και διεκδίκηση!
Αλλιώς σε πάτησε η πλάκα, που λέει και η γιαγιά μου κι άντε να ανασάνεις.
Οι άλλοι γεννήθηκαν με χίλια στόματα για να έχουν να λένε. Ε και; Μήπως κι αν τα κάνουμε όλα όπως εκείνοι τα θεωρούν καλά, θα πάψουν να λένε; Ούτε καν!
Οπότε τι καταφέρνουμε με το να ζούμε τη ζωή των άλλων;
Το απόλυτο τίποτα… Και μια δυστυχία άνευ προηγουμένου.
Γιατί η χειρότερη δυστυχία που μπορεί ένας άνθρωπος να καταδικαστεί, είναι να μετρά τη ζωή που δεν έζησε. Όχι επειδή δεν τον άφησαν οι άλλοι, αλλά επειδή αυτός δεν τη διεκδίκησε κόντρα σε όλους.
Γι’ αυτό ο καθένας μας πρέπει να μάθει να κλείνει τα αυτιά του στα δήθεν «πρέπει» και να ακούει την καρδιά του.
Να διώχνει τους φόβους του μακριά και να διεκδικεί τη ζωή που του ανήκει.
Μόνος, αν χρειαστεί, κόντρα σε όλους.
Μα ελεύθερος.
Δίχως τα δεσμά, δίχως ξένα όνειρα. Μόνο δικά του.
Γιατί όταν έρθει η ώρα να κάνει ταμείο, δε θα φιλοτιμηθεί κανείς άλλος να πληρώσει το λογαριασμό… Γιατί, λοιπόν, να πληρώνουμε ξένα σπασμένα; Ας σπάσουμε τα δικά μας.
Σπάστε, λοιπόν, άφοβα. Γράψτε τους όλους και ζήστε όπως θέλετε… Κι ας λένε… Ποιος νοιάζεται;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου