Ελληνική Φιλοσοφία, Χριστιανισμός και Εγελιανό Πνεύμα
§1: Διερευνάται η σχέση του χριστιανισμού με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Αυτή η σχέση, στο βαθμό που και όπως υπάρχει, επέτρεψε σε ορισμένους χριστιανούς συγγραφείς να μιλάνε για χριστιανική φιλοσοφία και μάλιστα αποκεκαλυμμένη φιλοσοφία. Η εγελιανή διατύπωση για τον χριστιανισμό, ως αποκεκαλυμμένη θρησκεία, δεν ταυτίζεται με την εν λόγω αποκεκαλυμμένη φιλοσοφία. Ωστόσο αντιμετωπίζει τη χριστιανική θρησκεία ως παράγωγο ιστορικής γένεσης και ως το αποκορύφωμα μιας προγενέστερης εξέλιξης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Κεντρικό σήμα ετούτης της εξέλιξης είναι η συγκροτημένη φιλοσοφική γλώσσα με τις αντίστοιχες έννοιες διαχρονικής ισχύος. Μια τέτοια έννοια, στην οποία έχει επενδύσει ο χριστιανισμός είναι: ο Λόγος. Η χρησιμοποίηση του Λόγου του έδωσε τη δυνατότητα να παρουσιάζεται ως φιλοσοφία.
§2: Πώς νοείται ο Λόγος από τον χριστιανισμό; Ως αιώνιος, υποστασιοποιημένος, δημιουργός και γεννήτορας των πάντων. Η σαρκική και εν ταυτώ θεία του υπόσταση είναι ο Ιησούς. Οι χριστιανοί συγγραφείς – απολογητές του 2ου μ.Χ. αιώνα και συνέχεια πραγματεύτηκαν το Λόγο υπό τη μονοσήμαντα θεολογική του μορφή, την οποία δικαιολογούσαν ως την αναγκαία ολοκλήρωση του Ελληνικού Λόγου και επομένως ως την υπέρβασή του. Μας λένε λοιπόν, με διάθεση εξω-Λογικότητας, πως ο Λόγος δεν αποτελεί ιστορικό προϊόν της ανθρώπινης σκέψης, αλλά εμφανίζεται στη ζωή μας ως εξ αποκαλύψεως και ενσαρκώνεται στην ορθότητά του και τελειότητά του από τον Ιησού Χριστό. Ο Ελληνικός Λόγος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αποσπασματική στιγμή του Λόγου. Υπό ένα τέτοιο πνεύμα επιχείρησαν να τον αξιοποιήσουν τόσο θεωρητικά, ώστε να πείσουν για τον φιλοσοφικό χαρακτήρα του χριστιανισμού, όσο και για την πρακτική του σημασία ως τρόπο ζωής.
§3: Ο χριστιανισμός επιτυγχάνει μια εσωτερική συνοχή ανάμεσα στον φιλοσοφικό του χαρακτήρα και τον πρακτικό τρόπος ζωής, σύμφωνα με τους χριστιανούς συγγραφείς: ο χριστιανός φιλοσοφεί με τον τρόπο που ζει. Πώς ζει; Ακολουθώντας τις επιταγές του θείου λόγου. Αυτός ο λόγος μας αποκαλύπτεται, σύμφωνα με τον Κλήμη τον Αλεξανδρινό, και μας αποκαλύπτει, δηλαδή μας καθοδηγεί στην καθημερινή μας πράξη, ώστε να γινόμαστε όμοιοι με το θεό και να ανάγουμε σε οδηγητική αρχή της συνολικής μας παιδείας το σχέδιο πρόνοιας του θεού. Το κύριο ωστόσο σε όλες αυτές τις θεωρητικές επιδόσεις των χριστιανών συγγραφέων για να καθιδρύσουν έναν αυτόχθονα θρησκευτικό λόγο είναι τούτο: ρητά ή υπόρρητα εκκινούν από την ουσία του ελληνικού όρου φιλοσοφία και αποζητούν έναν τρόπο ζωής, που δεν αντιβαίνει στο μοναστικό τρόπο ζωής των χριστιανών. Δεν αντιβαίνει από άποψη αρχής, γιατί σε επίπεδο μορφής ο έλληνας φιλόσοφος δεν κλεινόταν σε μοναστήρι ή δεν γινόταν αναχωρητής εκτός κόσμου.
§4: Ο έλληνας φιλόσοφος, όπως τον προσδιορίζει, ας πούμε ο Πλάτων, με το σώμα του βρίσκεται μέσα στον κόσμο, αλλά με την ψυχή του και το νου του συγκεντρώνεται στην ενατένιση της Ιδέας του Αγαθού. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο χριστιανός με τον τρόπο ζωής του, ανεξάρτητα αν είναι αποσυρμένος στο μοναστήρι ή την έρημο, ενατενίζει το Θεό. Αμφότερες οι κατηγορίες ανθρώπων συνδέονται με μια συνειδητή επιλογή, που τους υποχρεώνει να μεταμορφώνουν προς έναν ανώτερο σκοπό την προφανή, την εγκόσμια συνθήκη της ζωής τους. Στο βαθμό λοιπόν που ο χριστιανισμός διεκδικεί μια φιλοσοφική του αυταξίωση αντλεί βασικές αξίες και πρακτικές από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Και τούτο ισχύει θεμελιωδώς για το αρχέγονο πνεύμα του χριστιανισμού και όχι τόσο για πολλές σημερινές του πρακτικές, που διέπονται από πολιτικό, θρησκευτικό ή άλλο παρεμφερή ωφελιμισμό. Η αρχαιοελληνική πηγή, στην αληθινή της ανάγνωση, από την οποία πίνει νερό ο φιλοσοφικός χριστιανισμός είναι η πνευματικότητα ή τα πνευματικά ριζώματα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Υπ’ αυτό τον ορίζοντα γίνεται ακόμα μια φορά σαφές και το Πνεύμα (Geist) κατά Χέγκελ: απηχεί αυτή την κοινή πνευματικότητα στην πιο εύρωστη νεωτερική της έκφραση και οποιαδήποτε μονοσήμαντη υποβάθμισή του εν λόγω Πνεύματος σε Νου την εξολοθρεύει αναίτια.
§1: Διερευνάται η σχέση του χριστιανισμού με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Αυτή η σχέση, στο βαθμό που και όπως υπάρχει, επέτρεψε σε ορισμένους χριστιανούς συγγραφείς να μιλάνε για χριστιανική φιλοσοφία και μάλιστα αποκεκαλυμμένη φιλοσοφία. Η εγελιανή διατύπωση για τον χριστιανισμό, ως αποκεκαλυμμένη θρησκεία, δεν ταυτίζεται με την εν λόγω αποκεκαλυμμένη φιλοσοφία. Ωστόσο αντιμετωπίζει τη χριστιανική θρησκεία ως παράγωγο ιστορικής γένεσης και ως το αποκορύφωμα μιας προγενέστερης εξέλιξης του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Κεντρικό σήμα ετούτης της εξέλιξης είναι η συγκροτημένη φιλοσοφική γλώσσα με τις αντίστοιχες έννοιες διαχρονικής ισχύος. Μια τέτοια έννοια, στην οποία έχει επενδύσει ο χριστιανισμός είναι: ο Λόγος. Η χρησιμοποίηση του Λόγου του έδωσε τη δυνατότητα να παρουσιάζεται ως φιλοσοφία.
§2: Πώς νοείται ο Λόγος από τον χριστιανισμό; Ως αιώνιος, υποστασιοποιημένος, δημιουργός και γεννήτορας των πάντων. Η σαρκική και εν ταυτώ θεία του υπόσταση είναι ο Ιησούς. Οι χριστιανοί συγγραφείς – απολογητές του 2ου μ.Χ. αιώνα και συνέχεια πραγματεύτηκαν το Λόγο υπό τη μονοσήμαντα θεολογική του μορφή, την οποία δικαιολογούσαν ως την αναγκαία ολοκλήρωση του Ελληνικού Λόγου και επομένως ως την υπέρβασή του. Μας λένε λοιπόν, με διάθεση εξω-Λογικότητας, πως ο Λόγος δεν αποτελεί ιστορικό προϊόν της ανθρώπινης σκέψης, αλλά εμφανίζεται στη ζωή μας ως εξ αποκαλύψεως και ενσαρκώνεται στην ορθότητά του και τελειότητά του από τον Ιησού Χριστό. Ο Ελληνικός Λόγος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αποσπασματική στιγμή του Λόγου. Υπό ένα τέτοιο πνεύμα επιχείρησαν να τον αξιοποιήσουν τόσο θεωρητικά, ώστε να πείσουν για τον φιλοσοφικό χαρακτήρα του χριστιανισμού, όσο και για την πρακτική του σημασία ως τρόπο ζωής.
§3: Ο χριστιανισμός επιτυγχάνει μια εσωτερική συνοχή ανάμεσα στον φιλοσοφικό του χαρακτήρα και τον πρακτικό τρόπος ζωής, σύμφωνα με τους χριστιανούς συγγραφείς: ο χριστιανός φιλοσοφεί με τον τρόπο που ζει. Πώς ζει; Ακολουθώντας τις επιταγές του θείου λόγου. Αυτός ο λόγος μας αποκαλύπτεται, σύμφωνα με τον Κλήμη τον Αλεξανδρινό, και μας αποκαλύπτει, δηλαδή μας καθοδηγεί στην καθημερινή μας πράξη, ώστε να γινόμαστε όμοιοι με το θεό και να ανάγουμε σε οδηγητική αρχή της συνολικής μας παιδείας το σχέδιο πρόνοιας του θεού. Το κύριο ωστόσο σε όλες αυτές τις θεωρητικές επιδόσεις των χριστιανών συγγραφέων για να καθιδρύσουν έναν αυτόχθονα θρησκευτικό λόγο είναι τούτο: ρητά ή υπόρρητα εκκινούν από την ουσία του ελληνικού όρου φιλοσοφία και αποζητούν έναν τρόπο ζωής, που δεν αντιβαίνει στο μοναστικό τρόπο ζωής των χριστιανών. Δεν αντιβαίνει από άποψη αρχής, γιατί σε επίπεδο μορφής ο έλληνας φιλόσοφος δεν κλεινόταν σε μοναστήρι ή δεν γινόταν αναχωρητής εκτός κόσμου.
§4: Ο έλληνας φιλόσοφος, όπως τον προσδιορίζει, ας πούμε ο Πλάτων, με το σώμα του βρίσκεται μέσα στον κόσμο, αλλά με την ψυχή του και το νου του συγκεντρώνεται στην ενατένιση της Ιδέας του Αγαθού. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο χριστιανός με τον τρόπο ζωής του, ανεξάρτητα αν είναι αποσυρμένος στο μοναστήρι ή την έρημο, ενατενίζει το Θεό. Αμφότερες οι κατηγορίες ανθρώπων συνδέονται με μια συνειδητή επιλογή, που τους υποχρεώνει να μεταμορφώνουν προς έναν ανώτερο σκοπό την προφανή, την εγκόσμια συνθήκη της ζωής τους. Στο βαθμό λοιπόν που ο χριστιανισμός διεκδικεί μια φιλοσοφική του αυταξίωση αντλεί βασικές αξίες και πρακτικές από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Και τούτο ισχύει θεμελιωδώς για το αρχέγονο πνεύμα του χριστιανισμού και όχι τόσο για πολλές σημερινές του πρακτικές, που διέπονται από πολιτικό, θρησκευτικό ή άλλο παρεμφερή ωφελιμισμό. Η αρχαιοελληνική πηγή, στην αληθινή της ανάγνωση, από την οποία πίνει νερό ο φιλοσοφικός χριστιανισμός είναι η πνευματικότητα ή τα πνευματικά ριζώματα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Υπ’ αυτό τον ορίζοντα γίνεται ακόμα μια φορά σαφές και το Πνεύμα (Geist) κατά Χέγκελ: απηχεί αυτή την κοινή πνευματικότητα στην πιο εύρωστη νεωτερική της έκφραση και οποιαδήποτε μονοσήμαντη υποβάθμισή του εν λόγω Πνεύματος σε Νου την εξολοθρεύει αναίτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου