Αυτή η περιφρόνηση παρουσιάζεται πολύ ενωρίς ως συνέπεια της αμαθίας, πού δηλώνει στα ελληνικά τόσο την ανοησία και την έλλειψη κρίσης όσο και την αμάθεια στην κυριολεξία.
Αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ήδη ο Ανάχαρσης εκπλησσόταν στον Βίον τον Σόλωνος για τις εξουσίες πού είχαν εκχωρηθεί στο λαό και δήλωνε ότι τον εντυπωσίαζε το γεγονός «ότι μεταξύ των Ελλήνων ομιλούν μεν οι σοφοί, αποφασίζουν όμως οι αμαθείς». Είναι αμφίβολο αν ο Ανάχαρσης είπε ποτέ κάτι τέτοιο, άλλα η φράση εκφράζει το πρόβλημα πού δεν σταμάτησε καθόλου να απασχολεί τα πνεύματα στην Αθήνα.
Η «αμάθεια» αυτή κατέχει σημαντική θέση τον πέμπτο αιώνα στις κριτικές πού απευθύνουν οι αριστοκράτες στο λαό. Ο συγγραφέας της μικρής με ολιγαρχικές τάσεις πραγματείας πού έχει τον τίτλο Αθηναίων Πολιτεία, και πού κακώς έφτασε ως εμάς ανάμεσα στα έργα του Ξενοφώντα, επιτίθεται εναντίον των «κακών», αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο λαός, επειδή δεν δέχτηκε την αριστοκρατική παιδεία, δεν θα μπορούσε να επιδείξει κανένα είδος αρετής. Τους ανθρώπους του λάου, τους δημοτικούς, τους αποκαλεί «πονηρούς» (κακούς, ανάξιους, άχρηστους) και «χείρους» (κατώτερης τάξης), και μάλιστα διακηρύσσει, ως κάτι το αυτονόητο, ότι «στο λαό υπάρχει πολλή αμάθεια και απειθαρχία και κακία»
Κατά τη γνώμη του, η φτώχεια αρκεί για να εξηγήσει αυτό το γεγονός, γιατί «πράγματι αυτή τούς εξωθεί προς τις κακές πράξεις και η έλλειψη αγωγής καθώς και ή αμάθεια (ή ανοησία) οφείλονται σε μερικούς ανθρώπους στην έλλειψη πόρων». Συμπεραίνει, λοιπόν, ότι δεν είναι καθόλου σωστό να δίνεται σε όλους το δικαίωμα να παίρνουν το λόγο ή να συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις. Αυτός ο ρόλος θα έπρεπε να ανήκει στους ικανότερους και στους καλύτερους.
Μια τέτοια στάση προβάλλει ασφαλώς τη σημασία της αγωγής καθώς αυτή παρέμενε συνδεδεμένη με τις αριστοκρατικές παραδόσεις και δεν υπήρχε καθόλου έξω από αυτές. Η αφέλεια της κριτικής δείχνει, επίσης, πόσο καινούρια φαινόταν ακόμη η δημοκρατία στην πράξη και πόσο εντυπωσίαζε τους πολλούς. Ενώ οι παλαιές δημοκρατίες, όπως η δική μας, επικαλούνται πάντοτε, έστω και προσποιητά, το λαό και τις αρετές του, το λεξιλόγιο αποδεικνύει ότι στην Αθήνα, τον πέμπτο αιώνα, η λαϊκή κυριαρχία ερχόταν σε αντίθεση με πολλές ακόμη συνήθειες.
Οι σαρκασμοί επιτείνονταν, όταν επρόκειτο όχι πια για την απλή συμμετοχή στις συνελεύσεις άλλα για την ανάληψη των πιο σημαντικών καθηκόντων. Η παραχώρησή τους σε πολίτες πού δεν ήταν ευγενείς προκαλούσε, ακόμη και στο τέλος του πέμπτου αιώνα, ένα κάποιο σκάνδαλο. Και δεν αποτελούσαν προσβολή της δημοκρατίας οι σαρκασμοί προς αυτούς, με ταυτόχρονη καταγγελία της αμάθειας και της ανεντιμότητας τους, σαν να ήταν αυτά τα μειονεκτήματα δεμένα με τη γέννησή τους.
Ο Αριστοφάνης προκαλούσε το γέλιο σε ένα λαϊκό κοινό γελοιογραφώντας το σύστημα. Έτσι, για να χτυπήσει τη λαϊκότητα του Κλέωνα, του βυρσοδέψη πού είχε διαδεχτεί τον Περικλή, φαντάζεται ότι, μετά από αυτόν, ζητούν κάποιον πού θα ήταν ακόμη χειρότερος και η εκλογή, στους Ιππείς, στρέφεται σε κάποιον αλλαντοποιό. Ο τελευταίος εκπλήσσεται:
«Και δεν μου λες, πως εγώ, που πουλάω μονάχα λουκάνικα, θα γίνω σεβαστός άνθρωπος;
– Ακριβώς γι’ αυτό θα γίνεις μεγάλος και τρανός, γιατί είσαι τιποτένιος (πονηρός) και άνθρωπος της πιάτσας και θρασύς.
– Δεν έχω την αξίωση ν ’ ανεβώ ψηλά.
– Αλίμονο, τι σε κάνει να λες πως δεν τ ’ αξίζεις; Νομίζω πώς κάτι καλό κρύβεις μέσα σου. Μπας και κατάγεσαι από καλούς και τίμιους ανθρώπους;
– Όχι, μα τούς θεούς, μονάχα από τιποτένιους.
– Καλότυχε, τύχη που την έχεις· πόσο καλά σου ’ρθαν τα πράγματα για να κυβερνήσεις.
– Μα, ευλογημένε, δεν έχω καμιά μόρφωση. Κάτι γραμματάκια μόνο ξέρω και αυτά, βέβαια, κουτσά- στραβά.
– Αυτό μόνο είναι σε βάρος σου· πού τα ξέρεις, έστω και κουτσά-στραβά. Γιατί η κυβέρνηση, βέβαια, δεν είναι δουλειά ούτε μορφωμένου ούτε έντιμου και ενάρετου ανθρώπου άλλα αμόρφωτου (αμαθή) και αχρείου».
Χωρίς να φτάσουν ως αυτή την περιφρόνηση, που είναι αντάξια της κωμωδίας ή του λιβέλου, οι περισσότερο αμερόληπτοι αναγνώριζαν ότι εδώ υπάρχει κάποια σοβαρή αντίρρηση ως προς την αρχή της δημοκρατίας, και στις πιο αμερόληπτες συζητήσεις σχετικά με τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα των διαφόρων πολιτευμάτων αυτή η ανικανότητα αποτελούσε ουσιαστικό επιχείρημα.
Αυτό φαίνεται καθαρά στις κρίσεις πού διατυπώνει ο Ηρόδοτος και μετά από αυτόν ο Ευριπίδης, στον οποίο η σχετική ιδέα παρουσιάζεται ελάχιστα παραλλαγμένη. Ο Ηρόδοτος παρουσιάζει αυτό το επιχείρημα στην περίφημη συζήτηση για τα διάφορα πολιτεύματα, πού διεξάγεται μεταξύ του Δαρείου και άλλων συνωμοτών Περσών την επομένη της επιτυχίας τους. Η συζήτηση αυτή, που αποδίδεται σε Πέρσες του έκτου αιώνα, παρουσιάζεται σαν ανάλυση όμοια με εκείνες των σοφιστών, με τις όποιες δείχνονται διαδοχικά τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των τριών κύριων πολιτευμάτων, της μοναρχίας, της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας.
Υπάρχει, βέβαια, εδώ κάποιος αναχρονισμός, άλλα αυτός ακριβώς κάνει το κείμενο περισσότερο αποκαλυπτικό σχετικά με τις αθηναϊκές συζητήσεις του πέμπτου αιώνα και τον τρόπο με τον όποιο διατύπωναν τις κατηγορίες κατά της δημοκρατίας.
Ο πρώτος ομιλητής, ο Οτάνης, πλέκει το εγκώμιο της δημοκρατίας. Κατά τη γνώμη του αξίζει περισσότερο από την εξουσία του ενός, λόγω των εγγυήσεων πού προσφέρει κατά της αυθαιρεσίας και κατά της βίας. ο δεύτερος ομιλητής, ο Μεγάβυζος, απαντά ότι η δημοκρατία έχει μικρότερη άξια από την αριστοκρατία. Στην αυθαιρεσία του ενός τυράννου αντιπαρατάσσει τη βία του ανίκανου πλήθους. Και, καθώς λέει,
«είναι, βέβαια, εντελώς ανυπόφορο να πέσει κάποιος στη διάκριση του αχαλίνωτου λάου αποφεύγοντας την αυθαιρεσία του τυράννου. Γιατί ο τύραννος, αν κάνει κάτι, το κάνει με επίγνωση του πράγματος, ο λαός όμως ούτε καν έχει τη δυνατότητα αυτής της επίγνωσης. Πραγματικά, πώς θα μπορούσε να την έχει, αφού ούτε μορφώθηκε ούτε έμαθε κάτι καλό και σωστό, και σπρώχνει χωρίς μυαλό τις υποθέσεις πέφτοντας πάνω τους σαν χείμαρρος;».
Η κριτική δεν εμπνέεται εδώ από κακοπιστία, άλλα στην ουσία της συναντά τις θέσεις των ολιγαρχικών: ο λαός είναι «αμόρφωτος”.
Αυτό το επαναλαμβάνει και ο Ευριπίδης και δεν το λέει μόνο στη ρύμη του λόγου, σε αυτό ή εκείνο το μεμονωμένο απόσπασμα, όπως στο απόσπασμα της Αντιόπης, όπου δηλώνει ότι μαζί με το πλήθος η αμάθεια είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο κακό, γιατί ξαναβρίσκουμε την ιδία ιδέα και σε ένα μεγάλο κείμενο, στην αρχή των Ικετίδων, πού γράφτηκε μερικά χρόνια μετά το θάνατο τού Περικλή.
Η ανάλυση εδώ είναι το ίδιο αμερόληπτη και το ίδιο θεωρητική, όπως στον Ηρόδοτο. Και εδώ, επίσης, η θέση και η αντίθεση βρίσκονται αντιμέτωπες με ίσους όρους. Εδώ μάλιστα όσα λέγονται είναι περισσότερο αποκαλυπτικά, αφού την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, πού επιτρέπει να βασιλεύει η ισότητα, την υπερασπίζεται ο Θησέας, ο όποιος ενσαρκώνει στο έργο τη γενναιοδωρία και τις αρετές της Αθήνας, ενώ τη φιλομοναρχική θέση την υπερασπίζεται ο Θηβαίος αγγελιαφόρος, πού στάλθηκε από έναν τύραννο για να υποστηρίξει μια κακή υπόθεση.
Έτσι, αν και οι κρίσεις είναι αμερόληπτες, το γενικό νόημα υποβάλλει την ιδέα της υπεροχής της δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, το επιχείρημα πού χρησιμοποιεί ο αγγελιαφόρος εναντίον της δημοκρατίας μοιάζει παράξενα με το επιχείρημα πού χρησιμοποιεί ο Μεγάβυζος στη συζήτηση του Ηροδότου. Ειδικότερα, στην απουσία της εκπαίδευσης προσθέτει, σχετικά με το λαό, την απουσία ελεύθερου χρόνου.
Ο κίνδυνος της δημοκρατίας προέρχεται, σύμφωνα με τον αγγελιαφόρο, από τη δύναμη πού αποκτούν σε αυτήν οι ιδιοτελείς ρήτορες, οι όποιοι είναι ικανοί να κολακέψουν, και προσθέτει:
« Άλλωστε, πώς θα μπορούσε ο λαός να κυβερνά σωστά το κράτος, αφού δεν μπορεί να κρίνει σωστά όσα ακούει; Ο καιρός, βέβαια, μας δίνει σωστή μάθηση και όχι η βιασύνη. Κι ένας φτωχός γεωργός, ακόμη κι αν δεν του έλειψε ή μόρφωση (ει και γένοιτο μη αμαθής), με τις δουλειές πού έχει δεν θα μπορούσε να ασχοληθεί με τις δημόσιες υποθέσεις”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου