Ήδη από την εποχή του Malte ο ποιητής επιχειρεί να αναπετάσει τη διάσταση του αυθεντικού έρωτα επάνω στο επίπονο Πουθενά. Στην περίπτωση της Σαπφούς βλέπει την γυναίκα, που βυθίζεται στα σκοτάδια της αγκαλιάς και των θωπειών και αναζητεί σκάβοντας όχι την κατηρέμηση, αλλά τη λαχτάρα. Η αιολική ποιήτρια εφεύρε νέα μονάδα μέτρησης του ίμερου, την οποία δίνει η οργανική σύγκραση του πόθου και του πόνου. Ολόκληρη η ποίηση της Σαπφούς είναι αυτό το αρχιμήδειο «εύρηκα» της ερωτικής Φυσικής.
Η πρώτη ελεγεία συνοψίζει σε μαθηματικούς τύπους τον κόσμο της νέας θεωρίας. Πρέπει κανείς να ζηλεύει και να φθονεί όχι τις Ησυχασμένες, αλλά τις Απαρνημένες. Αυτές αποτελούν παραδείγματα, είναι τα δοχεία της ερωτικής ευδοκίας. Γιατί τον πόθο τους σπηρουνίζει συνεχώς, καθώς οι κινούμενοι τόποι την ετοιμότοκο Λητώ, η οδύνη και δεν τις αφήνει πουθενά να σταθούν και να ησυχάσουν.
Είναι καιρός οι πανάρχαιοι πόνοι να γίνουν καρπερώτεροι (1, 49). Να λυτρωθούμε από τον ερωτικό σύντροφο, χωρίς να ελαττωθεί το μέτρο της αγάπης μας γι’ αυτόν. Η παράσταση του τεντωμένου τόξου (1, 52) συμβολίζει τη δραματική αγρυπνία του ερωτικού πόθου, την εγρηγορητική ένταση, τη διαρκή ετοιμότητα των ερωτευμένων να παραδοθούν στο γλυκερό μαύλισμα, που τους καλεί, ενώ ακόμη αντιστέκονται και νικούν. Η τεντωμένη νευρή εξουσιάζει το βέλος, το κατακρατεί αγωνιωδώς στο έσχατο σημείο του (επίπονο Πουθενά) και δεν το αφήνει να χυθεί ορμητικά στο τέλος του (πλείστο Κενό). Έτσι οι εραστές ξεπερνώντας τον εαυτό τους φθάνουν εκεί που δεν ημπορούν, στο δυνατό Αδύνατο.
Στη σύλληψη της παράστασης του τεντωμένου τόξου διακρίνει κανείς την υψηλότερη κορυφή των ελεγειών και την εικόνα αυτή πρέπει να τολμήσει να την ονομάσει μεγαλειώδη. Αναγκαία θυμάται το 48 απόσπασμα του Ηρακλείτου -εδώ δεν ενδιαφέρει το πρόβλημα των επιδράσεων- με την περίφημη εξίσωση της ζωής και του θανάτου (βίος = βιός).
Ο αυθεντικός έρωτας προϋποθέτει την υποταγή στην αρχή της κοσμικής αντίφασης. Καταφάσκει τη σκοτεινή πλευρά του Είναι και σέβεται το αξιολογικό περιεχόμενο της οδύνης. Είναι ανιδιοτελής, πολυεδρικός και ακηλίδωτος στη συνθετική του ολότητα. Διαρκεί και δημιουργεί (4, 59-61), γιατί οντολογικά δοκιμάζεται πάνω στη φυσική τάξη και ηθικά διαλέγεται με τον πόνο του κόσμου.
Κάθε βίωμα πού ζουν οι ερωτικοί σύντροφοι του ιδανικού ζεύγους περιέχει αναγκαία το σωτήριο στοιχείο του αντίθετου ποιού. Χαίρονται τους εαρινούς ανθούς, μόνο γιατί γνωρίζουν τους σπόρους του φθινοπώρου. Μελαγχολούν την ώρα του λυκόφωτος, γιατί έζησαν το λυκαυγές της μέρας. Εάν ήταν πολύκαρπο το χθες θα το χρειασθούν στο ερειπωμένο αύριο. Υποφέρουν τον χωρισμό τους, γιατί θυμούνται τον ερχομό που τον γέννησε. Βιώνουν την παρουσία τους, επειδή την απειλεί η απουσία. Ζουν την ταραχή του πελάγους, ακριβώς γιατί μέσα τους ηλιοβολεί η γαλήνη του δάσους.
Το όνειρο αγκυροβολεί στην πέτρα του πραγματικού και το πραγματικό το αλαφραίνει τ’ όνειρο. Δεν θα γνώριζαν ότι ζουν έξω, στην Έρημη Χώρα, εάν δεν την σύγκριναν μ’ αυτό που έχουν μέσα τους, τη Χώρα του Αχώρητου. Επειδή δεν ελπίζουν δεν θα τους συναντήσει το ανέλπιστον. Στην απορία τους κάθε φορά δίνει πόρο η φύση. Υπάρχουν μέσα στην αβεβαιότητα, στην αμηχανία, στο άγνωστο. Γι’ αυτό η δαντική κλίμακα, που πεζογελώντας την ανεβαίνουν, δεν στηρίζεται πουθενά. Οι ερωτικοί σύντροφοι τραγουδούν, γιατί έχουν αποθέματα σιωπής. Στήνουν βωμό στο Γέλωτα, οι αγέλαστοι.
Εάν τα έργα των ερωτικών συντρόφων ημπορούν μόνο οι νεκροί να τα «καμαρώνουν και να τα χειροκροτούν», (5, 102) είναι γιατί η ζωή τους κυματοπαίζει ακριβώς πάνω στο ορφικό μεταίχμιο. Εκεί όπου έχει ο Έρωτας κράτος, αλλά και ο Θάνατος εξουσία.
Η πρώτη ελεγεία συνοψίζει σε μαθηματικούς τύπους τον κόσμο της νέας θεωρίας. Πρέπει κανείς να ζηλεύει και να φθονεί όχι τις Ησυχασμένες, αλλά τις Απαρνημένες. Αυτές αποτελούν παραδείγματα, είναι τα δοχεία της ερωτικής ευδοκίας. Γιατί τον πόθο τους σπηρουνίζει συνεχώς, καθώς οι κινούμενοι τόποι την ετοιμότοκο Λητώ, η οδύνη και δεν τις αφήνει πουθενά να σταθούν και να ησυχάσουν.
Είναι καιρός οι πανάρχαιοι πόνοι να γίνουν καρπερώτεροι (1, 49). Να λυτρωθούμε από τον ερωτικό σύντροφο, χωρίς να ελαττωθεί το μέτρο της αγάπης μας γι’ αυτόν. Η παράσταση του τεντωμένου τόξου (1, 52) συμβολίζει τη δραματική αγρυπνία του ερωτικού πόθου, την εγρηγορητική ένταση, τη διαρκή ετοιμότητα των ερωτευμένων να παραδοθούν στο γλυκερό μαύλισμα, που τους καλεί, ενώ ακόμη αντιστέκονται και νικούν. Η τεντωμένη νευρή εξουσιάζει το βέλος, το κατακρατεί αγωνιωδώς στο έσχατο σημείο του (επίπονο Πουθενά) και δεν το αφήνει να χυθεί ορμητικά στο τέλος του (πλείστο Κενό). Έτσι οι εραστές ξεπερνώντας τον εαυτό τους φθάνουν εκεί που δεν ημπορούν, στο δυνατό Αδύνατο.
Στη σύλληψη της παράστασης του τεντωμένου τόξου διακρίνει κανείς την υψηλότερη κορυφή των ελεγειών και την εικόνα αυτή πρέπει να τολμήσει να την ονομάσει μεγαλειώδη. Αναγκαία θυμάται το 48 απόσπασμα του Ηρακλείτου -εδώ δεν ενδιαφέρει το πρόβλημα των επιδράσεων- με την περίφημη εξίσωση της ζωής και του θανάτου (βίος = βιός).
Ο αυθεντικός έρωτας προϋποθέτει την υποταγή στην αρχή της κοσμικής αντίφασης. Καταφάσκει τη σκοτεινή πλευρά του Είναι και σέβεται το αξιολογικό περιεχόμενο της οδύνης. Είναι ανιδιοτελής, πολυεδρικός και ακηλίδωτος στη συνθετική του ολότητα. Διαρκεί και δημιουργεί (4, 59-61), γιατί οντολογικά δοκιμάζεται πάνω στη φυσική τάξη και ηθικά διαλέγεται με τον πόνο του κόσμου.
Κάθε βίωμα πού ζουν οι ερωτικοί σύντροφοι του ιδανικού ζεύγους περιέχει αναγκαία το σωτήριο στοιχείο του αντίθετου ποιού. Χαίρονται τους εαρινούς ανθούς, μόνο γιατί γνωρίζουν τους σπόρους του φθινοπώρου. Μελαγχολούν την ώρα του λυκόφωτος, γιατί έζησαν το λυκαυγές της μέρας. Εάν ήταν πολύκαρπο το χθες θα το χρειασθούν στο ερειπωμένο αύριο. Υποφέρουν τον χωρισμό τους, γιατί θυμούνται τον ερχομό που τον γέννησε. Βιώνουν την παρουσία τους, επειδή την απειλεί η απουσία. Ζουν την ταραχή του πελάγους, ακριβώς γιατί μέσα τους ηλιοβολεί η γαλήνη του δάσους.
Το όνειρο αγκυροβολεί στην πέτρα του πραγματικού και το πραγματικό το αλαφραίνει τ’ όνειρο. Δεν θα γνώριζαν ότι ζουν έξω, στην Έρημη Χώρα, εάν δεν την σύγκριναν μ’ αυτό που έχουν μέσα τους, τη Χώρα του Αχώρητου. Επειδή δεν ελπίζουν δεν θα τους συναντήσει το ανέλπιστον. Στην απορία τους κάθε φορά δίνει πόρο η φύση. Υπάρχουν μέσα στην αβεβαιότητα, στην αμηχανία, στο άγνωστο. Γι’ αυτό η δαντική κλίμακα, που πεζογελώντας την ανεβαίνουν, δεν στηρίζεται πουθενά. Οι ερωτικοί σύντροφοι τραγουδούν, γιατί έχουν αποθέματα σιωπής. Στήνουν βωμό στο Γέλωτα, οι αγέλαστοι.
Εάν τα έργα των ερωτικών συντρόφων ημπορούν μόνο οι νεκροί να τα «καμαρώνουν και να τα χειροκροτούν», (5, 102) είναι γιατί η ζωή τους κυματοπαίζει ακριβώς πάνω στο ορφικό μεταίχμιο. Εκεί όπου έχει ο Έρωτας κράτος, αλλά και ο Θάνατος εξουσία.
Δ. Λιαντίνης : “Έξυπνον Ενύπνιον – Οι Ελεγείες του Duino του Rilke”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου