Η παιδαγωγική αξιοποίηση κειμένων νεότερων ερμηνευτών, για να βοηθηθούν οι μελετητές να συλλάβουν, στο σύνολο του και κατά βάθος, το νοηματικό περιεχόμενο ενός σημαντικού μνημείου λόγου, όπως είναι ο Επιτάφιος, είναι ένα από τα αιτήματα της σύγχρονης πράξης. Για το λόγο αυτό παραθέτουμε κείμενα τριών καταξιωμένων φιλολόγων, που διακρίθηκαν για την πρόθεση τους να φέρουν κοντά στο σύγχρονο άνθρωπο τον αρχαιοελληνικό στοχασμό· τα κείμενα αυτά πιστεύουμε ότι έχουν σημασία αυτά καθαυτά, χωρίς να επικαλύπτουν το ένα το άλλο, αλλά μάλλον αλληλοσυμπληρώνονται, και - κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία - για ορισμένα σημεία του Επιταφίου διατυπώνουν διαφορετική άποψη. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να βοηθήσουν το μελετητή ν’ αντιληφθεί ότι τα αρχαιοελληνικά κείμενα δεν είναι πάντοτε μονοσήμαντα, αλλά κρύβουν και δυνατότητες διαφορετικής ερμηνείας.
α) Οι Αθηναίοι είχαν απόλυτα αντιληφθεί ότι η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας σε μια πόλη με μεγάλο πληθυσμό, όπως η δική τους, ήταν ένας μεγάλος νεωτερισμός. Ήταν περήφανοι για το πολίτευμα τους. Από τα τρία πολιτεύματα που διέκριναν οι Έλληνες, μόνο ένα τους φαινόταν πως άρμοζε στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου: εκείνο που αντιπαρέθετε την αρχή της ισότητας στις αρχές των ολιγαρχικών και κρατούσε απέναντι στην τυραννίδα το δικαίωμα στην ελευθερία. Ελευθερία, ισότητα ήταν το κατεξοχήν έμβλημα των Αθηναίων σ' αυτό πρόσθεσαν τη συναδέλφωση, με τον όρο φιλανθρωπία. Οπωσδήποτε, με αίσθημα υπερηφάνειας συνέκριναν την πόλη τους με όλες τις άλλες και ειδικά με τη Σπάρτη, το περιπόθητο καταφύγιο όλων των αντιπάλων των ιδεών, που οι ίδιοι τους αγαπούσαν. Αναμφίβολα οι πολιτικοί και οι ποιητές της Αθήνας διόγκωσαν τα εγκώμια, όταν μιλούν για το πολίτευμα τους· αλλά αυτός ο λυρισμός, αυτός καθεαυτόν έχει ιστορική αξία· παρόμοιες αισθηματολογίες μας βοηθούν να γνωρίσουμε την ψυχή ενός λαού∙ υπάρχουν ενθουσιασμοί που αποκαλύπτουν ένα ιδεώδες.
Κανένας δεν εξέθεσε το ιδεώδες της Αθήνας με πιο αξιοθαύμαστη· και πιο δυνατή ρητορική δεινότητα απ’ ό,τι ο Θουκυδίδης. Μόνο που ο ιστορικός αποφεύγει επιμελώς να το παρουσιάσει ως δικό του· δε θα ήταν ειλικρινής, καθώς δεν είχε καμιά επιείκεια για την πολιτική της πόλης του. Κι έτσι αποδίδει στον φίλο του Αναξαγόρα, στο πνεύμα που εμψύχωνε την αθηναϊκή δημοκρατία, στον «Ολύμπιο» που, με την απόλυτη ανωτερότητα του, κυριάρχησε για τριάντα χρόνια πάνω στις καθημερινότητες της αγοράς, στον Περικλή, αυτό το αξιοθαύμαστο υπόμνημα, που η κάθε λέξη του είναι σαν ένα χρυσό μετάλλιο για το άγαλμα της Πολιάδας Αθηνάς.
Όταν του ανατέθηκε να εκφωνήσει τη νεκρώσιμη δημηγορία (τον Επιτάφιο) για τους πολεμιστές που έπεσαν για την πατρίδα, ο ρήτορας διακηρύσσει ότι, χωρίς χρονοτριβή για το εγκώμιο όλων εκείνων που, στο παρελθόν ή στο παρόν, δημιούργησαν το μεγαλείο της Αθήνας, θα πραγματευτεί τους θεσμούς και τα ήθη που είναι η ουσιαστική αιτία της δύναμης και της ευδαιμονίας της.
(Στη συνέχεια ο συγγραφέας αποδίδει συνοπτικά το περιεχόμενο του μέρους του Επιταφίου που αναφέρεται στο «ἀπό δέ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ' αὐτά καί μεθ' οἵας πολιτείας καί τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο», δηλ. των κεφαλαίων 37-41).
Ακόμα κι αν οι ιδέες που εκθέτει ο Περικλής είναι πολύ ωραίες και πολύ καλά διαρθρωμένες, έτσι που να δίνουν την πιστή και ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικότητας, όμως δεν κάνουν τίποτ' άλλο από το να ρίχνουν απάνω της ένα φωτισμό κολακευτικό, χωρίς να την παραμορφώνει. Εκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο σ’ αυτά τα κεφάλαια του Θουκυδίδη δεν είναι οι διαπιστώσεις του σχετικά με τη δημοκρατική ισότητα∙ αυτές είναι ο κανόνας και θυμίζουν τους κοινούς τόπους για την ἰσονομίαν, που ενθουσίασε ήδη τον Ηρόδοτο και τον Ευριπίδη (Βλ. Ηρόδοτος IΙI 80· Ευριπίδης, Ικέτιδες, 406 κ. εξ., 429 κ. εξ). Όχι, αυτό που αξίζει να προσελκύσει την προσοχή μας είναι οι αναλύσεις για τις σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και το άτομο. Εδώ βρίσκονται οι αρχές, για τις οποίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι ενέπνευσαν την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η πολιτική ελευθερία δεν είναι παρά η συνέπεια της ελευθερίας που απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες στην ιδιωτική τους ζωή. Λοιπόν, πού βρίσκεται αυτή η καταπίεση, που θα επέφερε στους πολίτες η παντοδυναμία του κράτους, σύμφωνα με μια πολύ διαδεδομένη προκατάληψη; Συνηθισμένοι να ζουν όπως τους άρεσε, παρεμβαίνουν, αν το θέλουν, κατευθείαν στη συζήτηση, που φωτίζει τις κοινές αποφάσεις τους. Έτσι αντιλαμβάνεται τα πράγματα ήδη ο Ευριπίδης, όταν 6άζει στο στόμα του Θησέα, του ήρωα της δημοκρατίας, τα λόγια (Ικέτιδες, 438-441):
Τοὐλεύθερον δ’ ἐκείνο: «Τίς θέλει πόλει
χρηστόν τι βούλευμ’ ἐς μέσον φέρειν ἔχων;»
Και ταῦθ' ὁ χρῄζων λαμπρός ἐσθ', ὁ μή θέλων
σιγᾷ. Τί τούτων ἐστ’ ἰσαίτερον πόλει;
Συμπερασματικά, με όλες αυτές τις αρχές, η αθηναϊκή δημοκρατία του πέμπτου αιώνα έχει την τάση να κρατήσει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στη νόμιμη εξουσία του κράτους και τα φυσικά δικαιώματα του ατόμου».
(G. Glotz, La cue grecque, Παρίσι, 1928, σελ. 153-156).
β) «Ακόμα και αν από τον κόσμο της κλασικής Αθήνας δεν μας είχε σωθεί τίποτε άλλο, ούτε κείμενο, ούτε αρχιτεκτόνημα, ούτε γλυπτό, ούτε αγγείο, έξω από τον επιτάφιο λόγο που καταχωρίζει ο Θουκυδίδης στο δεύτερο βιβλίο της ιστορίας του, και μόνο οι λίγες αυτές σελίδες θα αρκούσαν να μας αποκαλύψουν σε πόσο ύψος είχε φτάσει ο αθηναϊκός πολιτισμός στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα· να μας φανερώσουν ακόμα πόσο δυνατό ένιωθε ο Αθηναίος πολίτης το δεσμό του με την πόλη του και πόσο καλά ήξερε ποια τα δικαιώματα του και ποιες οι υποχρεώσεις του απέναντι της. Αν υπάρχει ένα κείμενο που να δίνει το αληθινό νόημα της δημοκρατίας και του πατριωτισμού, αυτό είναι ο Επιτάφιος.
Ο Επιτάφιος, όπως και το όνομα του άλλωστε δείχνει, είναι ένας λόγος που έβγαλε — καλύτερα: τον παρουσιάζει ο Θουκυδίδης να βγάζει ο Περικλής στα 430 π.Χ. πάνω από τους νεκρούς του πρώτου χρόνου του Πελοποννησιακού πολέμου. Το αττικό αυτό έθιμο, να τιμούν κάθε χρόνο όσους είχαν πέσει στη μάχη και μ’ έναν επίσημο λόγο, είχε καθιερωθεί από πιο παλιά χρόνια. Έτσι σιγά σιγά διαμορφώθηκε ένας τύπος επιτάφιου λόγου, που ο ομιλητής κάθε φορά ένιωθε το χρέος να τον σεβαστεί: Παράλληλα με τον έπαινο των νεκρών, που αποτελούσε το κύριο θέμα, έπρεπε να τιμηθεί η αττική γη πρώτα, που σαν μάνα και όχι σαν μητριά γέννησε και ανάστησε τέτοιους πολίτες. Έπρεπε να τιμηθούν ακόμη οι παλιοί πρόγονοι, που έστησαν και στήριξαν την αθηναϊκή πολιτεία στα πρώτα της χρόνια και ακόμα έβγαλαν τέτοιους απογόνους. Έπειτα ο ρήτορας έπρεπε να στραφεί στους ζωντανούς, προπαντός στους νέους, και να τους παρακινήσει να σταθούν αντάξιοι των νεκρών, τέλος να πει λίγα παρηγορητικά λόγια στους γονείς, στις γυναίκες, στα αδέρφια και στα παιδιά, που είχαν χάσει τους δικούς των.
Τα κεφάλαια αυτά περιέχονται και στο λόγο του Περικλή, όπως λίγο πολύ τα συναντούμε σε όλους τους επιτάφιους λόγους που μας σώθηκαν από την αρχαία Ελλάδα, του Γοργία, του Λυσία, του Δημοσθένη, του Υπερείδη και τον πλαστό του Σωκράτη, υπαγορευμένο τάχα από την περίφημη Ασπασία. Πώς ωστόσο ο Θουκυδίδης κατορθώνει στα κοινότυπα αυτά θέματα να δώσει καινούργια, απροσμέτρητη αξία, αυτό είναι το μυστικό της μεγαλοφυΐας. Το κακό είναι που σ' ένα σύντομο άρθρο δεν χωρεί η ανάλυση ολόκληρου του λόγου· έτσι θα περιοριστούμε σ' ένα δυο, οπωσδήποτε δασικά θέματα.
Το κέντρο του Επιτάφιου του Θουκυδίδη είναι ο έπαινος της αθηναϊκής πολιτείας, πώς ανάθρεψε τον πολίτη της, για να φτάσει να την κάνει άξια να γίνει της Ἑλλάδος παίδευσις, το μεγάλο σχολείο της Ελλάδας ολόκληρης - σήμερα θα λέγαμε: του κόσμου όλου.
Η αθηναϊκή πολιτεία ονομάζεται δημοκρατία. Για τον Έλληνα της κλασικής εποχής ο «δήμος» αντιδιαστέλλεται με τους «ολίγους», δεν περιέχει λοιπόν ολόκληρο τον πληθυσμό. Έτσι, η αθηναϊκή δημοκρατία, για να δεχτεί όλους τους πολίτες κοντά της, αυτό θα πει, και τους αριστοκρατικούς, είναι υποχρεωμένη να απαρνηθεί το όνομα της: Δημοκρατία θα πει κατά λέξη το κράτος του δήμου, και όμως στην Αθήνα τη δύναμη δεν την έχουν μόνο οι δημοκρατικοί στα ιδιωτικά θέματα είναι όλοι - και δημοκρατικοί και αριστοκρατικοί - ίσοι μπροστά στο νόμο. Και πάλι όμως, στα δημόσια πράγματα, οι πολίτες δεν είναι μηχανικά ισοπεδωμένοι, όπως θα περίμενε κανείς παρεξηγώντας το νόημα της αληθινής δημοκρατίας· εδώ δεν έρχεται να κυβερνήσει όποιος, μόνο και μόνο γιατί ήρθε η σειρά του· εδώ υπάρχει προτίμηση, και μάλιστα «προτίμηση από αρετής».
«Αρετή» ήταν αρχικά μια έννοια καθαρά αριστοκρατική· την αρετή μόνο ένας άριστος (αριστοκράτης) μπορούσε να την ασκήσει· και, φυσικά, μόνο ένας άριστος είχε το δικαίωμα να πάρει μέρος στα πολιτικά. Λυτή την αριστοκρατική αρχή, ότι την πολιτεία ταιριάζει να την κυβερνούν μοναχά οι κάτοχοι της αρετής, βλέπουμε τώρα να την ενστερνίζεται μια δημοκρατική πολιτεία, μόνο που η αρετή εδώ δεν έχει καμιά πια σχέση με την καταγωγή, όπως στις γνήσιες αριστοκρατίες.
«Το όνομα της πολιτείας μας, επειδή ζούμε στηριγμένοι στους πολλούς και όχι στους λίγους, είναι δημοκρατία. Ωστόσο, οι νόμοι, όταν είναι για τις ιδιωτικές διαφορές, δίνουν σε όλους τα ίδια δικαιώματα. Όσο πάλι για την προσωπική επιβολή, κατά που βλέπουμε τον καθένα να προκόβει σε κάτι, όχι γιατί ήρθε η σειρά του, όσο γιατί είναι ικανός, γι' αυτό τον προτιμούμε να πάρει μέρος στα δημόσια πράγματα. Ούτε πάλι κανένας εξαιτίας της φτώχιας του, φτάνει μόνο να έχει να κάνει κάτι καλό στην πόλη μας, βρίσκεται με κομμένο το δρόμο, επειδή του λείπει η κοινωνική επιβολή». Έτσι η Αθήνα ξέρει όλους τους πολίτες της ίσους μπροστά στο νόμο και διαλέγει τον καλύτερο να την κυβερνήσει, ας είναι αριστοκράτης, ας είναι και απλός άνθρωπος του λαού, ας είναι πλούσιος, ας είναι και φτωχός.
«Και ενώ στην ιδιωτική μας ζωή περνούμε απείραχτα μεταξύ μας, σαν πολίτες είναι διά δέος, από εσωτερικό σεβασμό που δεν παρανομούμε, πειθαρχώντας στους άρχοντες μας κάθε φορά και στους νόμους, ξεχωριστά σ' αυτούς που έχουν γίνει για να βοηθούν τους αδικημένους, και σ’ αυτούς που ας είναι και άγραφοι, όμως σε κάνουν το δίχως άλλο να ντρέπεσαι να τους πατήσεις».
Ο πολίτης, όταν φτάσει να μην παρανομεί όχι γιατί φοβάται την τιμωρία του νόμου, αλλά γιατί του το επιβάλλει η συνείδηση του - ο πολίτης αυτός είναι αληθινά ελεύθερος. Είναι ο άνθρωπος που τηρεί τους νόμους της πολιτείας, γιατί νιώθει πως είναι υπόλογος απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Να κάνεις το σωστό, γιατί θέλεις να το κάνεις, όχι γιατί φοβάσαι το χωροφύλακα· να κάνεις περιττούς τους εξωτερικούς φραγμούς, γιατί έχεις υψώσει εσωτερικούς φραγμούς μέσα σου· να πάψεις να είσαι ετερόνομος και να γίνεις αυτόνομος — αυτό πρέπει να είναι το ιδανικό του ανθρώπου που αγωνίζεται να ολοκληρώσει το νόημα της ελευθερίας μέσα του. Ελεύθερος δεν θα πει να κάνεις ό,τι σου κατέβει και όπου σε τραβολογούν οι ορμές σου∙ θα πει να κάνεις αυτό που πρέπει, όμως γιατί το θέλεις ο ίδιος, και όχι γιατί το θέλουν άλλοι.
Φιλοκαλοῦμέν τε γάρ μετ' εὐτελείας καί φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας... Οι Αθηναίοι αγάπησαν την ομορφιά, χωρίς να πάψουν να είναι απλοί' αγάπησαν τη θεωρία, χωρίς να πάψουν να είναι άνθρωποι της δράσης. Τα πλούτη τους σπρώχνουν σε έργα, όμως και τη φτώχια τους κοιτάζουν με έργα να τη δαμάσουν. Ο κάθε Αθηναίος γνοιάζεται για το σπίτι του, χωρίς ούτε για μια στιγμή να πάψει να γνοιάζεται και για την πόλη του· γιατί οι Αθηναίοι είναι οι μόνοι που όποιον δεν παίρνει μέρος στα πολιτικά τον θαρρούν άνθρωπο άχρηστο. Η βολική φιλοσοφία του ἀπραγμόνως ζῆν, της αποτραβηγμένης από το κοινωνικό σύνολο ζωής, δεν έχει θέση στην αθηναϊκή δημοκρατία.
Ο Αθηναίος συνδυάζει τη θεωρία και την πράξη· τον λόγο που χρειάζεται, για να του δείξει πώς να ενεργήσει σωστά. Από τους άλλους ανθρώπους, αντίθετα, οι μισοί, όσοι δεν βάζουν το μυαλό τους να δουλέψει, φτάνουν στην αποκοτιά, οι άλλοι μισοί, όσοι στοχάζονται και καλοζυγιάζουν τα πράγματα, στο τέλος φοβούνται και δεν παίρνουν καμιάν απόφαση. Μόνο οι Αθηναίοι έχουν τόση δύναμη ψυχής, ώστε και να αναμετρούν καλά καλά τον κίντυνο και να αποθαρρεύονται να τον αντιμετωπίσουν.
Ο δύσπιστος αναγνώστης θα αναρωτηθεί, φοβούμαι, αν βρίσκονται πολλοί πάνω στη γη άνθρωποι, που να κλείνουν μέσα τους τόσες γόνιμες αντιθέσεις: δημοκρατικές και αριστοκρατικές αρχές· φιλοκαλία και απλότητα∙ θεωρία και δράση· επιμέλεια για τα οικεία και επιμέλεια για τα πολιτικά' επίγνωση· του δεινού που έρχεται και κουράγιο να το αντιμετωπίσουν αντρίκια. Ακόμα θα αναρωτηθεί αν οι Αθηναίοι είχαν αλήθεια στα χρόνια του Περικλή καταφέρει να πραγματώσουν την τέλεια δημοκρατία, όσο μας την παρουσιάζει ο Επιτάφιος. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης άλλωστε στο υπόλοιπο έργο τους δείχνει το πρόσωπο της αθηναϊκής πολιτείας ασκημισμένο από όχι λίγες κακότητες- ούτε η αδικία, ούτε η παρανομία, ούτε η αστοχασιά, ούτε τα αλόγιστα πάθη, ούτε καν η προδοσία είχαν λείψει στα χρόνια εκείνα, χρόνια πολέμου άλλωστε, ας μην το ξεχνούμε.
Στον δύσπιστο αναγνώστη θα ήθελα να θυμίσω πως την τέλεια εκπλήρωση ενός ιδανικού δεν την έχουν οι θεοί χαρίσει στον άνθρωπο, και ο Θουκυδίδης μας δίνει εδώ μιαν ιδανική εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Το ιδανικό είναι το τέρμα ενός αγώνα, ένα τέρμα που όχι μόνο είναι άφταστο, αλλά και πρέπει να μείνει άφταστο· γιατί μόνο αν κυνηγήσεις το αδύνατο, θα κατορθώσεις αυτό που είναι ανθρώπινα δυνατό ως την άκρη. Η τελειότητα είναι των θεών μόνο κατηγόρημα, ενώ ο θνητός δεν κάνει άλλο παρά να παλεύει για την τελείωση του, κι ας το ξέρει και ο πιο γενναίος πως θα έρθει η ώρα κάποτε που θα γονατίσει στη μέση του δρόμου.
Είναι αλήθεια πως ο Θουκυδίδης δεν μας δίνει την πραγματική εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οπωσδήποτε, δεν έχουμε κανένα λόγο να τον κατηγορήσουμε γι' αυτό, αφού γράφει λόγο πανηγυρικό, που από τη φύση του ανέχεται την υπερβολή του επαίνου. Άσχετα όμως με τον πανηγυρικό τόνο του λόγου, ποιος μπορεί ν' αρνηθεί πως η Αθήνα του Περικλή στάθηκε περισσότερο από κάθε άλλη ιστορική περίοδο πιο κοντά στην πραγμάτωση μιας τέτοιας ιδανικής πολιτείας;
Και κάτι άλλο: Ένας λόγος πανηγυρικός δεν έχει μοναδικό σκοπό να ύμνησα αυτά που έγιναν, αλλά και να φρονηματίσει, δείχνοντας αυτό που πρέπει να γίνει - να φρονηματίσει πλασματικά τους σύγχρονους ακροατές, ουσιαστικά όμως όλον τον μεταγενέστερο κόσμο, όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε με ένα κτῆμα ἐς αἰεί, όπως η συγγραφή του Θουκυδίδη. Και είναι βέβαιο πως ο μεγάλος ιστορικός θέλησε να υψώσει μπροστά στον άνθρωπο όλων των καιρών και τόπων ένα ιδανικό ζωής, που αξίζει να παλέψει κανείς να το πραγματώσει, και ας μην τον αφήνει η ωμή ζωή να το πραγματώσει απόλυτα».
α) Οι Αθηναίοι είχαν απόλυτα αντιληφθεί ότι η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας σε μια πόλη με μεγάλο πληθυσμό, όπως η δική τους, ήταν ένας μεγάλος νεωτερισμός. Ήταν περήφανοι για το πολίτευμα τους. Από τα τρία πολιτεύματα που διέκριναν οι Έλληνες, μόνο ένα τους φαινόταν πως άρμοζε στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου: εκείνο που αντιπαρέθετε την αρχή της ισότητας στις αρχές των ολιγαρχικών και κρατούσε απέναντι στην τυραννίδα το δικαίωμα στην ελευθερία. Ελευθερία, ισότητα ήταν το κατεξοχήν έμβλημα των Αθηναίων σ' αυτό πρόσθεσαν τη συναδέλφωση, με τον όρο φιλανθρωπία. Οπωσδήποτε, με αίσθημα υπερηφάνειας συνέκριναν την πόλη τους με όλες τις άλλες και ειδικά με τη Σπάρτη, το περιπόθητο καταφύγιο όλων των αντιπάλων των ιδεών, που οι ίδιοι τους αγαπούσαν. Αναμφίβολα οι πολιτικοί και οι ποιητές της Αθήνας διόγκωσαν τα εγκώμια, όταν μιλούν για το πολίτευμα τους· αλλά αυτός ο λυρισμός, αυτός καθεαυτόν έχει ιστορική αξία· παρόμοιες αισθηματολογίες μας βοηθούν να γνωρίσουμε την ψυχή ενός λαού∙ υπάρχουν ενθουσιασμοί που αποκαλύπτουν ένα ιδεώδες.
Κανένας δεν εξέθεσε το ιδεώδες της Αθήνας με πιο αξιοθαύμαστη· και πιο δυνατή ρητορική δεινότητα απ’ ό,τι ο Θουκυδίδης. Μόνο που ο ιστορικός αποφεύγει επιμελώς να το παρουσιάσει ως δικό του· δε θα ήταν ειλικρινής, καθώς δεν είχε καμιά επιείκεια για την πολιτική της πόλης του. Κι έτσι αποδίδει στον φίλο του Αναξαγόρα, στο πνεύμα που εμψύχωνε την αθηναϊκή δημοκρατία, στον «Ολύμπιο» που, με την απόλυτη ανωτερότητα του, κυριάρχησε για τριάντα χρόνια πάνω στις καθημερινότητες της αγοράς, στον Περικλή, αυτό το αξιοθαύμαστο υπόμνημα, που η κάθε λέξη του είναι σαν ένα χρυσό μετάλλιο για το άγαλμα της Πολιάδας Αθηνάς.
Όταν του ανατέθηκε να εκφωνήσει τη νεκρώσιμη δημηγορία (τον Επιτάφιο) για τους πολεμιστές που έπεσαν για την πατρίδα, ο ρήτορας διακηρύσσει ότι, χωρίς χρονοτριβή για το εγκώμιο όλων εκείνων που, στο παρελθόν ή στο παρόν, δημιούργησαν το μεγαλείο της Αθήνας, θα πραγματευτεί τους θεσμούς και τα ήθη που είναι η ουσιαστική αιτία της δύναμης και της ευδαιμονίας της.
(Στη συνέχεια ο συγγραφέας αποδίδει συνοπτικά το περιεχόμενο του μέρους του Επιταφίου που αναφέρεται στο «ἀπό δέ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως ἤλθομεν ἐπ' αὐτά καί μεθ' οἵας πολιτείας καί τρόπων ἐξ οἵων μεγάλα ἐγένετο», δηλ. των κεφαλαίων 37-41).
Ακόμα κι αν οι ιδέες που εκθέτει ο Περικλής είναι πολύ ωραίες και πολύ καλά διαρθρωμένες, έτσι που να δίνουν την πιστή και ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικότητας, όμως δεν κάνουν τίποτ' άλλο από το να ρίχνουν απάνω της ένα φωτισμό κολακευτικό, χωρίς να την παραμορφώνει. Εκείνο που εντυπωσιάζει περισσότερο σ’ αυτά τα κεφάλαια του Θουκυδίδη δεν είναι οι διαπιστώσεις του σχετικά με τη δημοκρατική ισότητα∙ αυτές είναι ο κανόνας και θυμίζουν τους κοινούς τόπους για την ἰσονομίαν, που ενθουσίασε ήδη τον Ηρόδοτο και τον Ευριπίδη (Βλ. Ηρόδοτος IΙI 80· Ευριπίδης, Ικέτιδες, 406 κ. εξ., 429 κ. εξ). Όχι, αυτό που αξίζει να προσελκύσει την προσοχή μας είναι οι αναλύσεις για τις σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και το άτομο. Εδώ βρίσκονται οι αρχές, για τις οποίες θα μπορούσαμε να πούμε ότι ενέπνευσαν την Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η πολιτική ελευθερία δεν είναι παρά η συνέπεια της ελευθερίας που απολαμβάνουν όλοι οι πολίτες στην ιδιωτική τους ζωή. Λοιπόν, πού βρίσκεται αυτή η καταπίεση, που θα επέφερε στους πολίτες η παντοδυναμία του κράτους, σύμφωνα με μια πολύ διαδεδομένη προκατάληψη; Συνηθισμένοι να ζουν όπως τους άρεσε, παρεμβαίνουν, αν το θέλουν, κατευθείαν στη συζήτηση, που φωτίζει τις κοινές αποφάσεις τους. Έτσι αντιλαμβάνεται τα πράγματα ήδη ο Ευριπίδης, όταν 6άζει στο στόμα του Θησέα, του ήρωα της δημοκρατίας, τα λόγια (Ικέτιδες, 438-441):
Τοὐλεύθερον δ’ ἐκείνο: «Τίς θέλει πόλει
χρηστόν τι βούλευμ’ ἐς μέσον φέρειν ἔχων;»
Και ταῦθ' ὁ χρῄζων λαμπρός ἐσθ', ὁ μή θέλων
σιγᾷ. Τί τούτων ἐστ’ ἰσαίτερον πόλει;
Συμπερασματικά, με όλες αυτές τις αρχές, η αθηναϊκή δημοκρατία του πέμπτου αιώνα έχει την τάση να κρατήσει μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στη νόμιμη εξουσία του κράτους και τα φυσικά δικαιώματα του ατόμου».
(G. Glotz, La cue grecque, Παρίσι, 1928, σελ. 153-156).
β) «Ακόμα και αν από τον κόσμο της κλασικής Αθήνας δεν μας είχε σωθεί τίποτε άλλο, ούτε κείμενο, ούτε αρχιτεκτόνημα, ούτε γλυπτό, ούτε αγγείο, έξω από τον επιτάφιο λόγο που καταχωρίζει ο Θουκυδίδης στο δεύτερο βιβλίο της ιστορίας του, και μόνο οι λίγες αυτές σελίδες θα αρκούσαν να μας αποκαλύψουν σε πόσο ύψος είχε φτάσει ο αθηναϊκός πολιτισμός στο δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα· να μας φανερώσουν ακόμα πόσο δυνατό ένιωθε ο Αθηναίος πολίτης το δεσμό του με την πόλη του και πόσο καλά ήξερε ποια τα δικαιώματα του και ποιες οι υποχρεώσεις του απέναντι της. Αν υπάρχει ένα κείμενο που να δίνει το αληθινό νόημα της δημοκρατίας και του πατριωτισμού, αυτό είναι ο Επιτάφιος.
Ο Επιτάφιος, όπως και το όνομα του άλλωστε δείχνει, είναι ένας λόγος που έβγαλε — καλύτερα: τον παρουσιάζει ο Θουκυδίδης να βγάζει ο Περικλής στα 430 π.Χ. πάνω από τους νεκρούς του πρώτου χρόνου του Πελοποννησιακού πολέμου. Το αττικό αυτό έθιμο, να τιμούν κάθε χρόνο όσους είχαν πέσει στη μάχη και μ’ έναν επίσημο λόγο, είχε καθιερωθεί από πιο παλιά χρόνια. Έτσι σιγά σιγά διαμορφώθηκε ένας τύπος επιτάφιου λόγου, που ο ομιλητής κάθε φορά ένιωθε το χρέος να τον σεβαστεί: Παράλληλα με τον έπαινο των νεκρών, που αποτελούσε το κύριο θέμα, έπρεπε να τιμηθεί η αττική γη πρώτα, που σαν μάνα και όχι σαν μητριά γέννησε και ανάστησε τέτοιους πολίτες. Έπρεπε να τιμηθούν ακόμη οι παλιοί πρόγονοι, που έστησαν και στήριξαν την αθηναϊκή πολιτεία στα πρώτα της χρόνια και ακόμα έβγαλαν τέτοιους απογόνους. Έπειτα ο ρήτορας έπρεπε να στραφεί στους ζωντανούς, προπαντός στους νέους, και να τους παρακινήσει να σταθούν αντάξιοι των νεκρών, τέλος να πει λίγα παρηγορητικά λόγια στους γονείς, στις γυναίκες, στα αδέρφια και στα παιδιά, που είχαν χάσει τους δικούς των.
Τα κεφάλαια αυτά περιέχονται και στο λόγο του Περικλή, όπως λίγο πολύ τα συναντούμε σε όλους τους επιτάφιους λόγους που μας σώθηκαν από την αρχαία Ελλάδα, του Γοργία, του Λυσία, του Δημοσθένη, του Υπερείδη και τον πλαστό του Σωκράτη, υπαγορευμένο τάχα από την περίφημη Ασπασία. Πώς ωστόσο ο Θουκυδίδης κατορθώνει στα κοινότυπα αυτά θέματα να δώσει καινούργια, απροσμέτρητη αξία, αυτό είναι το μυστικό της μεγαλοφυΐας. Το κακό είναι που σ' ένα σύντομο άρθρο δεν χωρεί η ανάλυση ολόκληρου του λόγου· έτσι θα περιοριστούμε σ' ένα δυο, οπωσδήποτε δασικά θέματα.
Το κέντρο του Επιτάφιου του Θουκυδίδη είναι ο έπαινος της αθηναϊκής πολιτείας, πώς ανάθρεψε τον πολίτη της, για να φτάσει να την κάνει άξια να γίνει της Ἑλλάδος παίδευσις, το μεγάλο σχολείο της Ελλάδας ολόκληρης - σήμερα θα λέγαμε: του κόσμου όλου.
Η αθηναϊκή πολιτεία ονομάζεται δημοκρατία. Για τον Έλληνα της κλασικής εποχής ο «δήμος» αντιδιαστέλλεται με τους «ολίγους», δεν περιέχει λοιπόν ολόκληρο τον πληθυσμό. Έτσι, η αθηναϊκή δημοκρατία, για να δεχτεί όλους τους πολίτες κοντά της, αυτό θα πει, και τους αριστοκρατικούς, είναι υποχρεωμένη να απαρνηθεί το όνομα της: Δημοκρατία θα πει κατά λέξη το κράτος του δήμου, και όμως στην Αθήνα τη δύναμη δεν την έχουν μόνο οι δημοκρατικοί στα ιδιωτικά θέματα είναι όλοι - και δημοκρατικοί και αριστοκρατικοί - ίσοι μπροστά στο νόμο. Και πάλι όμως, στα δημόσια πράγματα, οι πολίτες δεν είναι μηχανικά ισοπεδωμένοι, όπως θα περίμενε κανείς παρεξηγώντας το νόημα της αληθινής δημοκρατίας· εδώ δεν έρχεται να κυβερνήσει όποιος, μόνο και μόνο γιατί ήρθε η σειρά του· εδώ υπάρχει προτίμηση, και μάλιστα «προτίμηση από αρετής».
«Αρετή» ήταν αρχικά μια έννοια καθαρά αριστοκρατική· την αρετή μόνο ένας άριστος (αριστοκράτης) μπορούσε να την ασκήσει· και, φυσικά, μόνο ένας άριστος είχε το δικαίωμα να πάρει μέρος στα πολιτικά. Λυτή την αριστοκρατική αρχή, ότι την πολιτεία ταιριάζει να την κυβερνούν μοναχά οι κάτοχοι της αρετής, βλέπουμε τώρα να την ενστερνίζεται μια δημοκρατική πολιτεία, μόνο που η αρετή εδώ δεν έχει καμιά πια σχέση με την καταγωγή, όπως στις γνήσιες αριστοκρατίες.
«Το όνομα της πολιτείας μας, επειδή ζούμε στηριγμένοι στους πολλούς και όχι στους λίγους, είναι δημοκρατία. Ωστόσο, οι νόμοι, όταν είναι για τις ιδιωτικές διαφορές, δίνουν σε όλους τα ίδια δικαιώματα. Όσο πάλι για την προσωπική επιβολή, κατά που βλέπουμε τον καθένα να προκόβει σε κάτι, όχι γιατί ήρθε η σειρά του, όσο γιατί είναι ικανός, γι' αυτό τον προτιμούμε να πάρει μέρος στα δημόσια πράγματα. Ούτε πάλι κανένας εξαιτίας της φτώχιας του, φτάνει μόνο να έχει να κάνει κάτι καλό στην πόλη μας, βρίσκεται με κομμένο το δρόμο, επειδή του λείπει η κοινωνική επιβολή». Έτσι η Αθήνα ξέρει όλους τους πολίτες της ίσους μπροστά στο νόμο και διαλέγει τον καλύτερο να την κυβερνήσει, ας είναι αριστοκράτης, ας είναι και απλός άνθρωπος του λαού, ας είναι πλούσιος, ας είναι και φτωχός.
«Και ενώ στην ιδιωτική μας ζωή περνούμε απείραχτα μεταξύ μας, σαν πολίτες είναι διά δέος, από εσωτερικό σεβασμό που δεν παρανομούμε, πειθαρχώντας στους άρχοντες μας κάθε φορά και στους νόμους, ξεχωριστά σ' αυτούς που έχουν γίνει για να βοηθούν τους αδικημένους, και σ’ αυτούς που ας είναι και άγραφοι, όμως σε κάνουν το δίχως άλλο να ντρέπεσαι να τους πατήσεις».
Ο πολίτης, όταν φτάσει να μην παρανομεί όχι γιατί φοβάται την τιμωρία του νόμου, αλλά γιατί του το επιβάλλει η συνείδηση του - ο πολίτης αυτός είναι αληθινά ελεύθερος. Είναι ο άνθρωπος που τηρεί τους νόμους της πολιτείας, γιατί νιώθει πως είναι υπόλογος απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό. Να κάνεις το σωστό, γιατί θέλεις να το κάνεις, όχι γιατί φοβάσαι το χωροφύλακα· να κάνεις περιττούς τους εξωτερικούς φραγμούς, γιατί έχεις υψώσει εσωτερικούς φραγμούς μέσα σου· να πάψεις να είσαι ετερόνομος και να γίνεις αυτόνομος — αυτό πρέπει να είναι το ιδανικό του ανθρώπου που αγωνίζεται να ολοκληρώσει το νόημα της ελευθερίας μέσα του. Ελεύθερος δεν θα πει να κάνεις ό,τι σου κατέβει και όπου σε τραβολογούν οι ορμές σου∙ θα πει να κάνεις αυτό που πρέπει, όμως γιατί το θέλεις ο ίδιος, και όχι γιατί το θέλουν άλλοι.
Φιλοκαλοῦμέν τε γάρ μετ' εὐτελείας καί φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας... Οι Αθηναίοι αγάπησαν την ομορφιά, χωρίς να πάψουν να είναι απλοί' αγάπησαν τη θεωρία, χωρίς να πάψουν να είναι άνθρωποι της δράσης. Τα πλούτη τους σπρώχνουν σε έργα, όμως και τη φτώχια τους κοιτάζουν με έργα να τη δαμάσουν. Ο κάθε Αθηναίος γνοιάζεται για το σπίτι του, χωρίς ούτε για μια στιγμή να πάψει να γνοιάζεται και για την πόλη του· γιατί οι Αθηναίοι είναι οι μόνοι που όποιον δεν παίρνει μέρος στα πολιτικά τον θαρρούν άνθρωπο άχρηστο. Η βολική φιλοσοφία του ἀπραγμόνως ζῆν, της αποτραβηγμένης από το κοινωνικό σύνολο ζωής, δεν έχει θέση στην αθηναϊκή δημοκρατία.
Ο Αθηναίος συνδυάζει τη θεωρία και την πράξη· τον λόγο που χρειάζεται, για να του δείξει πώς να ενεργήσει σωστά. Από τους άλλους ανθρώπους, αντίθετα, οι μισοί, όσοι δεν βάζουν το μυαλό τους να δουλέψει, φτάνουν στην αποκοτιά, οι άλλοι μισοί, όσοι στοχάζονται και καλοζυγιάζουν τα πράγματα, στο τέλος φοβούνται και δεν παίρνουν καμιάν απόφαση. Μόνο οι Αθηναίοι έχουν τόση δύναμη ψυχής, ώστε και να αναμετρούν καλά καλά τον κίντυνο και να αποθαρρεύονται να τον αντιμετωπίσουν.
Ο δύσπιστος αναγνώστης θα αναρωτηθεί, φοβούμαι, αν βρίσκονται πολλοί πάνω στη γη άνθρωποι, που να κλείνουν μέσα τους τόσες γόνιμες αντιθέσεις: δημοκρατικές και αριστοκρατικές αρχές· φιλοκαλία και απλότητα∙ θεωρία και δράση· επιμέλεια για τα οικεία και επιμέλεια για τα πολιτικά' επίγνωση· του δεινού που έρχεται και κουράγιο να το αντιμετωπίσουν αντρίκια. Ακόμα θα αναρωτηθεί αν οι Αθηναίοι είχαν αλήθεια στα χρόνια του Περικλή καταφέρει να πραγματώσουν την τέλεια δημοκρατία, όσο μας την παρουσιάζει ο Επιτάφιος. Ο ίδιος ο Θουκυδίδης άλλωστε στο υπόλοιπο έργο τους δείχνει το πρόσωπο της αθηναϊκής πολιτείας ασκημισμένο από όχι λίγες κακότητες- ούτε η αδικία, ούτε η παρανομία, ούτε η αστοχασιά, ούτε τα αλόγιστα πάθη, ούτε καν η προδοσία είχαν λείψει στα χρόνια εκείνα, χρόνια πολέμου άλλωστε, ας μην το ξεχνούμε.
Στον δύσπιστο αναγνώστη θα ήθελα να θυμίσω πως την τέλεια εκπλήρωση ενός ιδανικού δεν την έχουν οι θεοί χαρίσει στον άνθρωπο, και ο Θουκυδίδης μας δίνει εδώ μιαν ιδανική εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Το ιδανικό είναι το τέρμα ενός αγώνα, ένα τέρμα που όχι μόνο είναι άφταστο, αλλά και πρέπει να μείνει άφταστο· γιατί μόνο αν κυνηγήσεις το αδύνατο, θα κατορθώσεις αυτό που είναι ανθρώπινα δυνατό ως την άκρη. Η τελειότητα είναι των θεών μόνο κατηγόρημα, ενώ ο θνητός δεν κάνει άλλο παρά να παλεύει για την τελείωση του, κι ας το ξέρει και ο πιο γενναίος πως θα έρθει η ώρα κάποτε που θα γονατίσει στη μέση του δρόμου.
Είναι αλήθεια πως ο Θουκυδίδης δεν μας δίνει την πραγματική εικόνα της αθηναϊκής δημοκρατίας. Οπωσδήποτε, δεν έχουμε κανένα λόγο να τον κατηγορήσουμε γι' αυτό, αφού γράφει λόγο πανηγυρικό, που από τη φύση του ανέχεται την υπερβολή του επαίνου. Άσχετα όμως με τον πανηγυρικό τόνο του λόγου, ποιος μπορεί ν' αρνηθεί πως η Αθήνα του Περικλή στάθηκε περισσότερο από κάθε άλλη ιστορική περίοδο πιο κοντά στην πραγμάτωση μιας τέτοιας ιδανικής πολιτείας;
Και κάτι άλλο: Ένας λόγος πανηγυρικός δεν έχει μοναδικό σκοπό να ύμνησα αυτά που έγιναν, αλλά και να φρονηματίσει, δείχνοντας αυτό που πρέπει να γίνει - να φρονηματίσει πλασματικά τους σύγχρονους ακροατές, ουσιαστικά όμως όλον τον μεταγενέστερο κόσμο, όταν μάλιστα έχουμε να κάνουμε με ένα κτῆμα ἐς αἰεί, όπως η συγγραφή του Θουκυδίδη. Και είναι βέβαιο πως ο μεγάλος ιστορικός θέλησε να υψώσει μπροστά στον άνθρωπο όλων των καιρών και τόπων ένα ιδανικό ζωής, που αξίζει να παλέψει κανείς να το πραγματώσει, και ας μην τον αφήνει η ωμή ζωή να το πραγματώσει απόλυτα».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου