Η ψυχή είναι σαν τον άνεμο – και οι δύο αιθέριες υπάρξεις. Η ψυχή βρίσκεται μέσα στον άνεμο. Και όταν κάποτε οι άνεμοι πνέουν από ανατολικά τότε φέρνουν μαζί τους τη ψυχή της ανατολής, της Ασίας, όταν κάποτε πνέουν από τα βόρεια, του βορρά. Η ψυχή είναι σαν τον άνεμο. Είναι ελεύθερη να τρέξει ανέμελη στα μήκη και τα πλάτη της Γης, όταν όμως αποκολληθεί από το σώμα. Γιατί σε αντίθεση με τον άνεμο, εκείνη βρίσκεται φυλακισμένη στα κουφάρια των ανθρώπων, στην δίχως νόημα πολλές φορές σάρκα τους. Είναι δέσμια τον ανούσιων πολλές φορές θελημάτων μας. Κάποτε η ψυχή συνάντησε τον άνεμο:
-Μου μοιάζεις στη μορφή και την ουσία! Ποιο είναι το όνομά σου;
-Άνεμος! της λέει εκείνος με απάθεια γιατί βλέπει ότι δεν έχουν τίποτα κοινό. Εσύ πρέπει να είσαι η Ψυχή… Έχω ακούσει από πολλούς πολλά για σένα. Ξέρεις έχουμε το ίδιο όνομα. Animus (άνιμους) στη γλώσσα των Λατίνων είναι η Ψυχή!
-Είναι τρομερό, συνέχισε εκείνη με έκσταση, εσύ είσαι ο μοναχικός ταξιδιώτης που περιδιαβαινει τον κόσμο ολάκερο; Πόσο μου μοιάζεις!
-Εγώ πάλι δεν βρίσκω τίποτε κοινό ανάμεσα μας.
-Μίλησέ μου, πες μου για τα αρώματα της Ανατολής, για την αδίστακτη Δύση, για τους λαούς του Βορρά!
-Δεν έχω να σου πω τίποτε. Όλο τον κόσμο γύρισα, παντού ανθρώπινα λάθη, παντού ανθρώπινη αμαρτία, παντού ένας κατεστραμμένος από το ανθρώπινο χέρι κόσμος. Άλλωστε δεν βρίσκω τίποτε κοινό ανάμεσα μας!
-Κι όμως δεν μπορεί. Δεν έχω πάντοτε την ικανότητα να δω με τα μάτια του ανθρώπου που με φιλοξενεί τον κόσμο και όμως τον βρίσκω υπέροχο!
-Αυτή ακριβώς είναι η διαφορά μας, συνέχισε ο άνεμος αδίστακτος, αυστηρός και επιτακτικός, εσύ είσαι φυλακισμένη σε ανθρώπινα κορμιά, εγώ είμαι ελεύθερος να πάω όπου θέλω και να κάνω ότι θέλω.
-Γιατί είσαι τόσο σκληρός; Έχεις άδικο. Είναι κάποιοι άνθρωποι, είπε η Ψυχή, που με φορούν στο πρόσωπο. Όταν έχουν ζόρια, πόνο θλίψη, δεν έχουν παρά να τα βροντήξουν όλα κάτω και να χορέψουν. Όταν είναι χαρούμενοι, δεν έχουν παρά να γελάσουν όπως δεν έχουν γελάσει ποτέ.
-Λίγοι όμως είναι αυτοί οι άνθρωποι.
-Άφησέ με να τελειώσω! Είναι και κάποιοι, οι πιο πολλοί, που με φορούν στο στήθος ή στην κοιλιά. Αυτοί είναι που δεν με διακρίνουν από την ύλη, νομίζουν ότι είμαι υλική, και άρα φθαρτη και όχι αθάνατη, ευάλωτη στο ανθρώπινο συναίσθημα και μου τσακίζουν τα φτερά, δεν με αφήνουν να τους διδάξω το νόημα της ζωής. Με πετούν σαν σκουπίδι, αργοσβήνουν μόνοι και μιζεροι μέσα στα κουφάρια τους-σώμα και κεφάλι.
-Υπάρχει σωτηρία για αυτούς άραγε; Ρώτησε όλο ανησυχία και θλίψη ο άνεμος που φάνηκε ξάφνου πιο γλυκός.
-Υπάρχει! Απάντησε με βροντερή φωνή η Ψυχή. Αν εσύ και εγώ ενωθούμε και γίνουμε ένα, θα καταφέρουμε να ταξιδέψουμε σε όλη τη Γη διαδίδοντας ταυτόχρονα το νόημα της ζωής.
-Εντάξει λοιπόν.
Ξάφνου ένας βροντερός αχός ακούστηκε. Η Ψυχή βυθίστηκε στα χέρια του ανέμου, στην αγκαλιά του και εκείνος φώναξε «Δώσε Ψυχή μου, δώσε! Γέλα Ψυχή μου, φως ακατανίκητο της οικουμένης! Κλάψε ψυχή μου όπως δεν έκλεψες ποτέ! Πάμε να ταξιδέψουμε μαζί να μάθουμε στον κόσμο να ζει.»
Η ιστορία αυτή δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο τέλος – ίσως ούτε και νόημα. Το ίδιο το τέλος, αν κατάφερε δηλαδή ο άνεμος και η ψυχή να μας ψιθυρίσει τη σοφία του σε μας, το συναντάμε στους ανθρώπους γύρω μας. Το ίδιο το νόημα το κρίνει ο καθένας μόνος του. Να θυμάστε πάντα, όμως, πως όταν οι άνεμοι πνέουν θλιβερά και μουντά, υπάρχει πάντα μια Ψυχή που κρατάει τα ινία.
-Μου μοιάζεις στη μορφή και την ουσία! Ποιο είναι το όνομά σου;
-Άνεμος! της λέει εκείνος με απάθεια γιατί βλέπει ότι δεν έχουν τίποτα κοινό. Εσύ πρέπει να είσαι η Ψυχή… Έχω ακούσει από πολλούς πολλά για σένα. Ξέρεις έχουμε το ίδιο όνομα. Animus (άνιμους) στη γλώσσα των Λατίνων είναι η Ψυχή!
-Είναι τρομερό, συνέχισε εκείνη με έκσταση, εσύ είσαι ο μοναχικός ταξιδιώτης που περιδιαβαινει τον κόσμο ολάκερο; Πόσο μου μοιάζεις!
-Εγώ πάλι δεν βρίσκω τίποτε κοινό ανάμεσα μας.
-Μίλησέ μου, πες μου για τα αρώματα της Ανατολής, για την αδίστακτη Δύση, για τους λαούς του Βορρά!
-Δεν έχω να σου πω τίποτε. Όλο τον κόσμο γύρισα, παντού ανθρώπινα λάθη, παντού ανθρώπινη αμαρτία, παντού ένας κατεστραμμένος από το ανθρώπινο χέρι κόσμος. Άλλωστε δεν βρίσκω τίποτε κοινό ανάμεσα μας!
-Κι όμως δεν μπορεί. Δεν έχω πάντοτε την ικανότητα να δω με τα μάτια του ανθρώπου που με φιλοξενεί τον κόσμο και όμως τον βρίσκω υπέροχο!
-Αυτή ακριβώς είναι η διαφορά μας, συνέχισε ο άνεμος αδίστακτος, αυστηρός και επιτακτικός, εσύ είσαι φυλακισμένη σε ανθρώπινα κορμιά, εγώ είμαι ελεύθερος να πάω όπου θέλω και να κάνω ότι θέλω.
-Γιατί είσαι τόσο σκληρός; Έχεις άδικο. Είναι κάποιοι άνθρωποι, είπε η Ψυχή, που με φορούν στο πρόσωπο. Όταν έχουν ζόρια, πόνο θλίψη, δεν έχουν παρά να τα βροντήξουν όλα κάτω και να χορέψουν. Όταν είναι χαρούμενοι, δεν έχουν παρά να γελάσουν όπως δεν έχουν γελάσει ποτέ.
-Λίγοι όμως είναι αυτοί οι άνθρωποι.
-Άφησέ με να τελειώσω! Είναι και κάποιοι, οι πιο πολλοί, που με φορούν στο στήθος ή στην κοιλιά. Αυτοί είναι που δεν με διακρίνουν από την ύλη, νομίζουν ότι είμαι υλική, και άρα φθαρτη και όχι αθάνατη, ευάλωτη στο ανθρώπινο συναίσθημα και μου τσακίζουν τα φτερά, δεν με αφήνουν να τους διδάξω το νόημα της ζωής. Με πετούν σαν σκουπίδι, αργοσβήνουν μόνοι και μιζεροι μέσα στα κουφάρια τους-σώμα και κεφάλι.
-Υπάρχει σωτηρία για αυτούς άραγε; Ρώτησε όλο ανησυχία και θλίψη ο άνεμος που φάνηκε ξάφνου πιο γλυκός.
-Υπάρχει! Απάντησε με βροντερή φωνή η Ψυχή. Αν εσύ και εγώ ενωθούμε και γίνουμε ένα, θα καταφέρουμε να ταξιδέψουμε σε όλη τη Γη διαδίδοντας ταυτόχρονα το νόημα της ζωής.
-Εντάξει λοιπόν.
Ξάφνου ένας βροντερός αχός ακούστηκε. Η Ψυχή βυθίστηκε στα χέρια του ανέμου, στην αγκαλιά του και εκείνος φώναξε «Δώσε Ψυχή μου, δώσε! Γέλα Ψυχή μου, φως ακατανίκητο της οικουμένης! Κλάψε ψυχή μου όπως δεν έκλεψες ποτέ! Πάμε να ταξιδέψουμε μαζί να μάθουμε στον κόσμο να ζει.»
Η ιστορία αυτή δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο τέλος – ίσως ούτε και νόημα. Το ίδιο το τέλος, αν κατάφερε δηλαδή ο άνεμος και η ψυχή να μας ψιθυρίσει τη σοφία του σε μας, το συναντάμε στους ανθρώπους γύρω μας. Το ίδιο το νόημα το κρίνει ο καθένας μόνος του. Να θυμάστε πάντα, όμως, πως όταν οι άνεμοι πνέουν θλιβερά και μουντά, υπάρχει πάντα μια Ψυχή που κρατάει τα ινία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου