Το φαινόμενο της εξάρτησης από ψυχότροπες ουσίες αποτελεί χωρίς αμφιβολία ένα από τα σοβαρότερα και συχνότερα ψυχοκοινωνικά προβλήματα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Γύρω από το φαινόμενο της εξάρτησης έχουν αναπτυχθεί διάφορες στερεοτυπικές αντιλήψεις και μύθοι, οι οποίοι δημιουργούνται και αναπαράγονται με ποικίλους τρόπους και συμβάλλουν συχνά στη δημιουργία σύγχυσης και παρανόησης αναφορικά με διάφορες πλευρές του φαινομένου, όπως τη δράση των ουσιών, τους αιτιολογικούς παράγοντες που οδηγούν στην χρήση, τη θεραπεία της εξάρτησης και την πρόληψη.
Ας παραθέσουμε λοιπόν κάποιους από τους πιο κοινούς μύθους, σε σχέση με την εξάρτηση:
Μύθος πρώτος: «Κάθε χρήστης ουσιών είναι και εξαρτημένος».
Στην πραγματικότητα, η παραπάνω άποψη είναι ενδεικτική της σύγχυσης που επικρατεί αναφορικά με το τι είναι χρήση μιας ψυχοτρόπου ουσίας και τι συνιστά εξάρτηση από αυτήν. Η ασάφεια στα όρια χρήσης-εξάρτησης μπορεί να οδηγήσει στην υπεραπλούστευση του προβλήματος˙ η εξάρτηση από μια ουσία (ή ουσίες) δεν αφορά μόνο τη λήψη της, αποτελεί τρόπο ζωής.Ο εξαρτημένος δεν είναι απλά ένας άνθρωπος που κάνει χρήση, βρίσκεται υπό την επήρρεια της φαρμακολογικής δράσης της ουσίας ενίοτε και όταν αυτή επέλθει, εκείνος επανέρχεται σε έναν λειτουργικό τρόπο ζωής που τον γεμίζει και τον ευχαριστεί. Όταν αρχίζει η εξάρτηση, το επίκεντρο της ζωής του ατόμου γίνεται η ουσία, σε βάρος οποιασδήποτε άλλης ανάγκης, σχέσης ή δραστηριότητας. Ουσιαστικά δεν ελέγχει την ουσία, αλλά η ουσία τον ίδιο. Το ενδιαφέρον του εξαντλείται στην αναζήτηση, εξασφάλιση και λήψη της ουσίας, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τις σχέσεις του ατόμου με το οικογενειακό, φιλικό και ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον, τις σπουδές, την εργασία, τα χόμπυ του.
Μύθος δεύτερος: «Η ύπαρξη των ψυχοτρόπων ουσιών ευθύνεται για την εμφάνιση του φαινομένου τις εξάρτησης από αυτές».
Η παραπάνω άποψη αφορά την αιτιολογία της εμφάνισης του φαινομένου της εξάρτησης και αντανακλά μια μονοδιάστατη προσέγγιση αυτής. Στην πραγματικότητα, δεν αρκεί η ύπαρξη των ψυχοτρόπων ουσιών και μόνο, για να αιτιολογήσει την ύπαρξη του φαινομένου της εξάρτησης από αυτές. Αν δεχτούμε την άποψη ότι οι άνθρωποι εξαρτώνται από τις ψυχότροπες ουσίες επειδή απλά εκείνες υπάρχουν, εστιάζουμε αποκλειστικά στις φαρμακολογικές ιδιότητες των ουσιών και στους κινδύνους που συναρτώνται μ’ αυτές , αφήνοντας απέξω παραμέτρους, όπως το ίδιο το άτομο- η προσωπικότητα και οι προδιαθετικοί παράγοντες που υπάρχουν σ’αυτό- το οικογενειακό, καθώς και το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Άλλωστε από τα αρχαία χρόνια ο άνθρωπος συνυπάρχει με τις ουσίες, χωρίς να υπάρχει το πρόβλημα της εξάρτησης στο βαθμό που υπάρχει σήμερα. Συνεπώς υπάρχουν κι άλλες παράμετροι παίζουν ρόλο στην διατάραξη αυτής της σχέσης ανθρώπου-ουσίας και οι οποίες σχετίζονται κυρίως με το μοντέλο ανάπτυξης της σύγχρονης βιομηχανικής-καταναλωτικής κοινωνίας, δλδ το σύγχρονο αναπτυξιακό μοντέλο.
Μύθος τρίτος: «Η κοινωνία και οι δομές της είναι η αιτία που οι άνθρωποι εξαρτώνται από ναρκωτικές ουσίες».
Στον αντίποδα του προηγούμενου μύθου, υπάρχει μια άλλη αιτιολογική προσέγγιση του φαινομένου της εξάρτησης, σύμφωνα με την οποία οι λόγοι της εξάρτησης ανάγονται σε κοινωνικούς παράγοντες.
Αν δεχτούμε ότι ισχύει ο μύθος της «κακής και αλλοτριωμένης κοινωνίας» που σπρώχνει τους ανθρώπους στα ναρκωτικά, τότε μοιάζει να βάζουμε σε «παρένθεση» τον εξαρτημένο, να τον θεωρούμε «άρρωστο» και ανίκανο να διαχειριστεί την ύπαρξη και τη ζωή του μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο. Επίσης, με την παραπάνω παραδοχή, υπάρχει ο κίνδυνος της γενίκευσης, ο κινδυνος δλδ να θεωρήσουμε ότι όλοι οι εξαρτημένοι είναι το ίδιο, ενώ στην πραγματικότητα, κάθε εξαρτημένος αποτελεί μοναδική περίπτωση.
Το φαινόμενο της εξάρτησης είναι ένα ψυχοκοινωνικό φαινόμενο˙αυτό σημαίνει ότι στην εμφάνιση και εγκατάσταση του παίζουν ρόλο παράμετροι ψυχολογικές, πολιτισμικές, οικονομικές, ιδεολογικές, πολιτικές που διαπλέκονται και αλληλεπιδρούν. Οι ψυχοπιεστικές συνθήκες του σύγχρονου τρόπου ζωής, η αναγωγή των υλικών αγαθών ως υπέρτατη αξία, η περιφρόνηση των πνευματικών αναγκών του ανθρώπου, η παθητικότητα ως στάση ζωής, η έλλειψη αλληλεγγύης, γνήσιου ενδιαφέροντος και ειλικρίνειας στις ανθρώπινες σχέσεις, η κρίση θεσμών όπως η οικογένεια, τα προσωπικά αδιέξοδα και ελλείμματα, οι εσωτερικές συγκρούσεις του ατόμου, αποτελούν ενδεικτικά κάποιους από τους παράγοντες που αλληλεπιδρούν και παίζουν ρόλο στην εμφάνιση εξαρτητικών συμπεριφορών.
Δεν μπορούμε λοιπόν να ανάγουμε την αιτία της εξάρτησης μόνο σε ένα παράγοντα (π.χ. άτομο, οικογένεια, κοινωνικές δομές). Αυτό που φαίνεται είναι ότι είναι ένα φαινόμενο πολυπαραγοντικό, με γενεσιουργές αιτίες που κατά κάποιο τρόπο μας επηρρεάζουν όλους, απλά κάποιοι είναι πιο ευάλωτοι και είναι αυτοί στους οποίους εμφανίζεται και εγκαθίσταται ως σύμπτωμα μιας γενικευμένης παθολογίας.
Μύθος τέταρτος: «Η εξάρτηση από ουσίες είναι αρρώστια».
Η άποψη αυτή, σύμφωνα με την οποία η εξάρτηση θεωρείται «αρρώστια», αποτελεί μια κοινή παρανόηση, η οποία φαίνεται να υιοθετείται και να αναπαράγεται τόσο από τα ΜΜΕ, όσο και από άτομα που εμπλέκονται στον χώρο της υγείας.
Στην πρωτοπαθή εξάρτηση-όταν δλδ η εξάρτηση δε συνυπάρχει ή είναι σύμπτωμα ψυχικής ασθένειας-, ο εξαρτημένος δεν είναι άρρωστος με την ιατρική έννοια του όρου. Οι προδιαθετικοί παράγοντες στο άτομο παίζουν ένα ρόλο, αλλά δεν αποτελούν τη μοναδική αιτία της εξάρτησης. Συνεπώς, η «ιατρικοποίηση» του φαινομένου και η αντιμετώπιση του εξαρτημένου σαν ψυχιατρικό περιστατικό, οδηγούν σε λάθος πρακτικές αντιμετώπισης του προβλήματος (όπως για παράδειγμα σε αυστηρά μέτρα καταστολής), παραβλέποντας άλλους γενεσιουργούς παράγοντες , όπως είναι το οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον του ατόμου.
Μύθος πέμπτος: «Η λύση στο πρόβλημα της ουσιοεξάρτησης είναι η επιβολή αυστηρών νομοθετικών μέτρων καθώς και μέτρων καταστολής».
Η διεθνής εμπειρία μέχρι τώρα έχει δείξει ότι ακόμη και σε χώρες που εφαρμόστηκε η θανατική ποινή σε εμπόρους ναρκωτικών, αυτό που συνέβει ήταν να ανέβει η τιμή τους στα ύψη, χωρίς να επέλθει ουσιαστική λύση στο πρόβλημα. Συνεπώς, η λύση του προβλήματος της εξάρτησης δεν αρχίζει και τελειώνει στην επιβολή και μόνο κατασταλτικών μέτρων, παραβλέποντας τις γενεσιουργές αιτίες του προβλήματος.
Μύθος έκτος: «Η αποποινικοποίηση της χρήσης, θα οδηγήσει στη λύση του προβλήματος της εξάρτησης».
Αν δεχτούμε ότι η εξάρτηση είναι ψυχοκοινωνικό πρόβλημα, καταλαβαίνουμε εύκολα, ότι η προσπάθεια επίλυσης του πρέπει να είναι προσανατολισμένη στους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που το δημιουργούν και όχι επιλεκτικά εστιασμένη στο νομοθετικό κομμάτι που σχετίζεται με το φαινόμενο. Υιοθετώντας την φιλελευθεροποίηση της σχετικής νομοθεσίας, μοιάζει να στηρίζουμε την άποψη ότι τα προβλήματα ψυχοκοινωνικής φύσεως λύνονται μόνο με την επιβολή νόμων. Με αυτό τον τρόπο δε δίνεται βαρύτητα στην ενδυνάμωση και κινητοποίηση των μελών της κοινωνίας, όσον αφορά την ανάληψη προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης για τη λύση του προβλήματος , αντίθετα ωθούνται στον εφησυχασμό και την παθητικότητα, ενστερνιζόμενα την άποψη ότι κάποιος άλλος θα πάρει την ευθύνη να λύσει το πρόβλημα, μέρος του οποίου είναι και οι ίδιοι. Συνεπώς, με αυτόν τον τρόπο διαιωνίζεται το ίδιο μοντέλο που συντελεί στην εμφάνιση του φαινομένου της εξάρτησης.
Μύθος έβδομος: «Οι εξαρτημένοι δε θεραπεύονται ποτέ».
Η διαδικασία της εξάρτησης είναι σαφώς μια δύσκολη και μακρόχρονη διαδικασία. Η δυσκολία της έγκειται στην ψυχική εξάρτηση του ατόμου από την ουσία, και όχι τόσο στη σωματική, δεδομένου ότι οι χρήστες αποτοξινώνονται σωματικά και μόνοι τους, δλδ απέχουν από την ουσία για κάποιο διάστημα, όσο είναι στην χρήση, χωρίς να είναι σε διαδικασία θεραπείας σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα.
Μιλώντας για θεραπεία, δεν εννοούμε απλά τη διακοπή της χρήσης˙ εννοούμε μια διαδικασία αλλαγής τρόπου ζωής, νοοτροπίας, την προσωπική ανάπτυξη του ατόμου, την εκμάθηση νέων δεξιοτήτων,την ενεργοποίηση του καθώς και την εκμάθηση λειτουργικών τρόπων να δημιουργεί ουσιαστικές σχέσεις με τους γύρω του.
Ένας σημαντικός αριθμός χρηστών θεραπεύεται και προχωρά στη διαδικασία επανένταξης και κοινωνικής ενσωμάτωσης, κυρίως χρήστες που συμμετείχαν σε «στεγνά» θεραπευτικά προγράμματα. Θα πρέπει πάντως εδώ να αναφερθεί ότι ίσως η πιο αξιόπιστη λύση διαχρονικά όσον αφορά την εξάρτηση από ουσίες, αποτελούν οι ομάδες αυτοβοήθειας (Ανώνυμοι Αλκοολικοί, Ανώνυμοι Ναρκομανείς κτλ). Χαρακτηριστικό της αυτοβοήθειας αποτελεί η αυτενέργεια και η ανάληψη προσωπικής ευθύνης από τους άμεσα ενδιαφερόμενους για τη λύση του προβλήματος τους-χωρίς να εμπλέκεται στη διαδικασία κάποιος «ειδικός». Καθώς μοιράζονται το ίδιο πρόβλημα-την εξάρτηση εν προκειμένω-αλληλουποστηρίζονται και ενεργοποιούνται οι ίδιοι, δίνοντας και λάμβάνοντας βοήθεια. Έτσι, στο πλαίσιο της συνάντησης του ατόμου με άλλους ανθρώπους που τους συνδέει ένα κοινό πρόβλημα και της δημιουργίας μιας κοινότητας ανθρώπων που αναλαμβάνουν οι ίδιοι την ευθύνη για την ανάρρωση τους, καλλιεργούνται ανθρωπιστικές αξίες και καλύπτονται βασικές ψυχικές ανάγκες του ανθρώπου που συμβάλλουν στην ψυχική και σωματική υγεία.
Μύθος όγδοος: «Η πρόληψη της εξάρτησης θα πρέπει να εστιάζεται στην ενημέρωση, ιδίως σε αυτή που εντυπωσιάζει ή/και προκαλεί φόβο».
Μιλώντας για την πρόληψη λοιπόν, όταν αυτή περιορίζεται σε μια στεγνή παράθεση πληροφοριών ή εστιάζει στο να προκαλέσει φόβο, είναι καταδικασμένη να αποτύχει, καθώς αποπροσανατολίζει σε σχέση με το πρόβλημα, καθιστά τον εξαρτημένο «αποδιοπομπαίο τράγο» και απενοχοποιεί το κοινωνικό σύνολο.
Η πρόληψη πρέπει να απευθύνεται σε όλα τα μέλη της κοινωνίας –ιδίως τους νέους- με στόχο να ενδυναμώσει, να κινητοποιήσει το άτομο, να συμβάλλει στην καλλιέργεια και ενίσχυση δεξιοτήτων και τρόπων διαχείρισης όσον αφορά την επικοινωνία, την αλληλεπίδραση με υγιή τρόπο στην οικογένεια και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και βέβαια την ανάπτυξη δεσμών αλληλεγγύης , έτσι ώστε τα μέλη της κοινότητας να αποκτήσουν την αίσθηση του «ανήκειν» σε αυτήν.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η πρόληψη έχει να κάνει με έναν τρόπο ζωής που ξεπερνά τα όρια της παθητικής ενημέρωσης και έχει στόχο την ανάπτυξη και την καλλιέργεια μιας στάσης ζωής χωρίς εξαρτήσεις.
Ας παραθέσουμε λοιπόν κάποιους από τους πιο κοινούς μύθους, σε σχέση με την εξάρτηση:
Μύθος πρώτος: «Κάθε χρήστης ουσιών είναι και εξαρτημένος».
Στην πραγματικότητα, η παραπάνω άποψη είναι ενδεικτική της σύγχυσης που επικρατεί αναφορικά με το τι είναι χρήση μιας ψυχοτρόπου ουσίας και τι συνιστά εξάρτηση από αυτήν. Η ασάφεια στα όρια χρήσης-εξάρτησης μπορεί να οδηγήσει στην υπεραπλούστευση του προβλήματος˙ η εξάρτηση από μια ουσία (ή ουσίες) δεν αφορά μόνο τη λήψη της, αποτελεί τρόπο ζωής.Ο εξαρτημένος δεν είναι απλά ένας άνθρωπος που κάνει χρήση, βρίσκεται υπό την επήρρεια της φαρμακολογικής δράσης της ουσίας ενίοτε και όταν αυτή επέλθει, εκείνος επανέρχεται σε έναν λειτουργικό τρόπο ζωής που τον γεμίζει και τον ευχαριστεί. Όταν αρχίζει η εξάρτηση, το επίκεντρο της ζωής του ατόμου γίνεται η ουσία, σε βάρος οποιασδήποτε άλλης ανάγκης, σχέσης ή δραστηριότητας. Ουσιαστικά δεν ελέγχει την ουσία, αλλά η ουσία τον ίδιο. Το ενδιαφέρον του εξαντλείται στην αναζήτηση, εξασφάλιση και λήψη της ουσίας, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τις σχέσεις του ατόμου με το οικογενειακό, φιλικό και ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον, τις σπουδές, την εργασία, τα χόμπυ του.
Μύθος δεύτερος: «Η ύπαρξη των ψυχοτρόπων ουσιών ευθύνεται για την εμφάνιση του φαινομένου τις εξάρτησης από αυτές».
Η παραπάνω άποψη αφορά την αιτιολογία της εμφάνισης του φαινομένου της εξάρτησης και αντανακλά μια μονοδιάστατη προσέγγιση αυτής. Στην πραγματικότητα, δεν αρκεί η ύπαρξη των ψυχοτρόπων ουσιών και μόνο, για να αιτιολογήσει την ύπαρξη του φαινομένου της εξάρτησης από αυτές. Αν δεχτούμε την άποψη ότι οι άνθρωποι εξαρτώνται από τις ψυχότροπες ουσίες επειδή απλά εκείνες υπάρχουν, εστιάζουμε αποκλειστικά στις φαρμακολογικές ιδιότητες των ουσιών και στους κινδύνους που συναρτώνται μ’ αυτές , αφήνοντας απέξω παραμέτρους, όπως το ίδιο το άτομο- η προσωπικότητα και οι προδιαθετικοί παράγοντες που υπάρχουν σ’αυτό- το οικογενειακό, καθώς και το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Άλλωστε από τα αρχαία χρόνια ο άνθρωπος συνυπάρχει με τις ουσίες, χωρίς να υπάρχει το πρόβλημα της εξάρτησης στο βαθμό που υπάρχει σήμερα. Συνεπώς υπάρχουν κι άλλες παράμετροι παίζουν ρόλο στην διατάραξη αυτής της σχέσης ανθρώπου-ουσίας και οι οποίες σχετίζονται κυρίως με το μοντέλο ανάπτυξης της σύγχρονης βιομηχανικής-καταναλωτικής κοινωνίας, δλδ το σύγχρονο αναπτυξιακό μοντέλο.
Μύθος τρίτος: «Η κοινωνία και οι δομές της είναι η αιτία που οι άνθρωποι εξαρτώνται από ναρκωτικές ουσίες».
Στον αντίποδα του προηγούμενου μύθου, υπάρχει μια άλλη αιτιολογική προσέγγιση του φαινομένου της εξάρτησης, σύμφωνα με την οποία οι λόγοι της εξάρτησης ανάγονται σε κοινωνικούς παράγοντες.
Αν δεχτούμε ότι ισχύει ο μύθος της «κακής και αλλοτριωμένης κοινωνίας» που σπρώχνει τους ανθρώπους στα ναρκωτικά, τότε μοιάζει να βάζουμε σε «παρένθεση» τον εξαρτημένο, να τον θεωρούμε «άρρωστο» και ανίκανο να διαχειριστεί την ύπαρξη και τη ζωή του μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο. Επίσης, με την παραπάνω παραδοχή, υπάρχει ο κίνδυνος της γενίκευσης, ο κινδυνος δλδ να θεωρήσουμε ότι όλοι οι εξαρτημένοι είναι το ίδιο, ενώ στην πραγματικότητα, κάθε εξαρτημένος αποτελεί μοναδική περίπτωση.
Το φαινόμενο της εξάρτησης είναι ένα ψυχοκοινωνικό φαινόμενο˙αυτό σημαίνει ότι στην εμφάνιση και εγκατάσταση του παίζουν ρόλο παράμετροι ψυχολογικές, πολιτισμικές, οικονομικές, ιδεολογικές, πολιτικές που διαπλέκονται και αλληλεπιδρούν. Οι ψυχοπιεστικές συνθήκες του σύγχρονου τρόπου ζωής, η αναγωγή των υλικών αγαθών ως υπέρτατη αξία, η περιφρόνηση των πνευματικών αναγκών του ανθρώπου, η παθητικότητα ως στάση ζωής, η έλλειψη αλληλεγγύης, γνήσιου ενδιαφέροντος και ειλικρίνειας στις ανθρώπινες σχέσεις, η κρίση θεσμών όπως η οικογένεια, τα προσωπικά αδιέξοδα και ελλείμματα, οι εσωτερικές συγκρούσεις του ατόμου, αποτελούν ενδεικτικά κάποιους από τους παράγοντες που αλληλεπιδρούν και παίζουν ρόλο στην εμφάνιση εξαρτητικών συμπεριφορών.
Δεν μπορούμε λοιπόν να ανάγουμε την αιτία της εξάρτησης μόνο σε ένα παράγοντα (π.χ. άτομο, οικογένεια, κοινωνικές δομές). Αυτό που φαίνεται είναι ότι είναι ένα φαινόμενο πολυπαραγοντικό, με γενεσιουργές αιτίες που κατά κάποιο τρόπο μας επηρρεάζουν όλους, απλά κάποιοι είναι πιο ευάλωτοι και είναι αυτοί στους οποίους εμφανίζεται και εγκαθίσταται ως σύμπτωμα μιας γενικευμένης παθολογίας.
Μύθος τέταρτος: «Η εξάρτηση από ουσίες είναι αρρώστια».
Η άποψη αυτή, σύμφωνα με την οποία η εξάρτηση θεωρείται «αρρώστια», αποτελεί μια κοινή παρανόηση, η οποία φαίνεται να υιοθετείται και να αναπαράγεται τόσο από τα ΜΜΕ, όσο και από άτομα που εμπλέκονται στον χώρο της υγείας.
Στην πρωτοπαθή εξάρτηση-όταν δλδ η εξάρτηση δε συνυπάρχει ή είναι σύμπτωμα ψυχικής ασθένειας-, ο εξαρτημένος δεν είναι άρρωστος με την ιατρική έννοια του όρου. Οι προδιαθετικοί παράγοντες στο άτομο παίζουν ένα ρόλο, αλλά δεν αποτελούν τη μοναδική αιτία της εξάρτησης. Συνεπώς, η «ιατρικοποίηση» του φαινομένου και η αντιμετώπιση του εξαρτημένου σαν ψυχιατρικό περιστατικό, οδηγούν σε λάθος πρακτικές αντιμετώπισης του προβλήματος (όπως για παράδειγμα σε αυστηρά μέτρα καταστολής), παραβλέποντας άλλους γενεσιουργούς παράγοντες , όπως είναι το οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον του ατόμου.
Μύθος πέμπτος: «Η λύση στο πρόβλημα της ουσιοεξάρτησης είναι η επιβολή αυστηρών νομοθετικών μέτρων καθώς και μέτρων καταστολής».
Η διεθνής εμπειρία μέχρι τώρα έχει δείξει ότι ακόμη και σε χώρες που εφαρμόστηκε η θανατική ποινή σε εμπόρους ναρκωτικών, αυτό που συνέβει ήταν να ανέβει η τιμή τους στα ύψη, χωρίς να επέλθει ουσιαστική λύση στο πρόβλημα. Συνεπώς, η λύση του προβλήματος της εξάρτησης δεν αρχίζει και τελειώνει στην επιβολή και μόνο κατασταλτικών μέτρων, παραβλέποντας τις γενεσιουργές αιτίες του προβλήματος.
Μύθος έκτος: «Η αποποινικοποίηση της χρήσης, θα οδηγήσει στη λύση του προβλήματος της εξάρτησης».
Αν δεχτούμε ότι η εξάρτηση είναι ψυχοκοινωνικό πρόβλημα, καταλαβαίνουμε εύκολα, ότι η προσπάθεια επίλυσης του πρέπει να είναι προσανατολισμένη στους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που το δημιουργούν και όχι επιλεκτικά εστιασμένη στο νομοθετικό κομμάτι που σχετίζεται με το φαινόμενο. Υιοθετώντας την φιλελευθεροποίηση της σχετικής νομοθεσίας, μοιάζει να στηρίζουμε την άποψη ότι τα προβλήματα ψυχοκοινωνικής φύσεως λύνονται μόνο με την επιβολή νόμων. Με αυτό τον τρόπο δε δίνεται βαρύτητα στην ενδυνάμωση και κινητοποίηση των μελών της κοινωνίας, όσον αφορά την ανάληψη προσωπικής και κοινωνικής ευθύνης για τη λύση του προβλήματος , αντίθετα ωθούνται στον εφησυχασμό και την παθητικότητα, ενστερνιζόμενα την άποψη ότι κάποιος άλλος θα πάρει την ευθύνη να λύσει το πρόβλημα, μέρος του οποίου είναι και οι ίδιοι. Συνεπώς, με αυτόν τον τρόπο διαιωνίζεται το ίδιο μοντέλο που συντελεί στην εμφάνιση του φαινομένου της εξάρτησης.
Μύθος έβδομος: «Οι εξαρτημένοι δε θεραπεύονται ποτέ».
Η διαδικασία της εξάρτησης είναι σαφώς μια δύσκολη και μακρόχρονη διαδικασία. Η δυσκολία της έγκειται στην ψυχική εξάρτηση του ατόμου από την ουσία, και όχι τόσο στη σωματική, δεδομένου ότι οι χρήστες αποτοξινώνονται σωματικά και μόνοι τους, δλδ απέχουν από την ουσία για κάποιο διάστημα, όσο είναι στην χρήση, χωρίς να είναι σε διαδικασία θεραπείας σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα.
Μιλώντας για θεραπεία, δεν εννοούμε απλά τη διακοπή της χρήσης˙ εννοούμε μια διαδικασία αλλαγής τρόπου ζωής, νοοτροπίας, την προσωπική ανάπτυξη του ατόμου, την εκμάθηση νέων δεξιοτήτων,την ενεργοποίηση του καθώς και την εκμάθηση λειτουργικών τρόπων να δημιουργεί ουσιαστικές σχέσεις με τους γύρω του.
Ένας σημαντικός αριθμός χρηστών θεραπεύεται και προχωρά στη διαδικασία επανένταξης και κοινωνικής ενσωμάτωσης, κυρίως χρήστες που συμμετείχαν σε «στεγνά» θεραπευτικά προγράμματα. Θα πρέπει πάντως εδώ να αναφερθεί ότι ίσως η πιο αξιόπιστη λύση διαχρονικά όσον αφορά την εξάρτηση από ουσίες, αποτελούν οι ομάδες αυτοβοήθειας (Ανώνυμοι Αλκοολικοί, Ανώνυμοι Ναρκομανείς κτλ). Χαρακτηριστικό της αυτοβοήθειας αποτελεί η αυτενέργεια και η ανάληψη προσωπικής ευθύνης από τους άμεσα ενδιαφερόμενους για τη λύση του προβλήματος τους-χωρίς να εμπλέκεται στη διαδικασία κάποιος «ειδικός». Καθώς μοιράζονται το ίδιο πρόβλημα-την εξάρτηση εν προκειμένω-αλληλουποστηρίζονται και ενεργοποιούνται οι ίδιοι, δίνοντας και λάμβάνοντας βοήθεια. Έτσι, στο πλαίσιο της συνάντησης του ατόμου με άλλους ανθρώπους που τους συνδέει ένα κοινό πρόβλημα και της δημιουργίας μιας κοινότητας ανθρώπων που αναλαμβάνουν οι ίδιοι την ευθύνη για την ανάρρωση τους, καλλιεργούνται ανθρωπιστικές αξίες και καλύπτονται βασικές ψυχικές ανάγκες του ανθρώπου που συμβάλλουν στην ψυχική και σωματική υγεία.
Μύθος όγδοος: «Η πρόληψη της εξάρτησης θα πρέπει να εστιάζεται στην ενημέρωση, ιδίως σε αυτή που εντυπωσιάζει ή/και προκαλεί φόβο».
Μιλώντας για την πρόληψη λοιπόν, όταν αυτή περιορίζεται σε μια στεγνή παράθεση πληροφοριών ή εστιάζει στο να προκαλέσει φόβο, είναι καταδικασμένη να αποτύχει, καθώς αποπροσανατολίζει σε σχέση με το πρόβλημα, καθιστά τον εξαρτημένο «αποδιοπομπαίο τράγο» και απενοχοποιεί το κοινωνικό σύνολο.
Η πρόληψη πρέπει να απευθύνεται σε όλα τα μέλη της κοινωνίας –ιδίως τους νέους- με στόχο να ενδυναμώσει, να κινητοποιήσει το άτομο, να συμβάλλει στην καλλιέργεια και ενίσχυση δεξιοτήτων και τρόπων διαχείρισης όσον αφορά την επικοινωνία, την αλληλεπίδραση με υγιή τρόπο στην οικογένεια και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και βέβαια την ανάπτυξη δεσμών αλληλεγγύης , έτσι ώστε τα μέλη της κοινότητας να αποκτήσουν την αίσθηση του «ανήκειν» σε αυτήν.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι η πρόληψη έχει να κάνει με έναν τρόπο ζωής που ξεπερνά τα όρια της παθητικής ενημέρωσης και έχει στόχο την ανάπτυξη και την καλλιέργεια μιας στάσης ζωής χωρίς εξαρτήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου