Mε δεδομένο ότι η ολιγαρχία είναι το πολίτευμα που ευνοεί τους οικονομικά ισχυρούς δεν υπάρχει τίποτε πιο λογικό απ’ το να τίθεται η περιουσία ως πρωταρχικό κριτήριο για τη διεκδίκηση των αξιωμάτων.
Ξεκινώντας από την καλύτερη εκδοχή της ολιγαρχίας (πρόκειται για την ολιγαρχία που βασίζεται στη μετριοπάθεια και που μοιάζει περισσότερο με την πολιτεία) τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Στην ολιγαρχία αυτή πρέπει να διαιρέσουμε τα εισοδήματα σε δύο κατηγορίες, στα μικρά και τα μεγάλα. Τα μικρά εισοδήματα επιτρέπουν τη συμμετοχή στα κατώτερα αξιώματα και τα μεγαλύτερα στα ανώτερα αξιώματα». (1320b 22 – 25).
Όμως, αυτό που πρωτίστως πρέπει να διασφαλιστεί είναι η υπεροχή της ισχύος των λίγων που διαχειρίζονται την εξουσία: «Επιπλέον πρέπει να δίνεται το δικαίωμα να μετέχει στην άσκηση εξουσίας ο καθένας που αποκτά το αναγκαίο εισόδημα και να αναλαμβάνουν αξιώματα με βάση το εισόδημα τόσοι πολίτες από το λαό, ώστε μαζί τους οι ολιγαρχικοί να επιβάλλονται σε εκείνους που αποκλείονται από τα αξιώματα». (1320b 25 – 28).
Η τελευταία διευκρίνιση, που θέλει τους ολιγαρχικούς να παραδίδουν θέσεις εξουσίας, έστω δευτερευούσης σημασίας, και σε «πολίτες από το λαό» – πάντα με βάση το εισόδημα – ώστε να μπορούν «να επιβάλλονται σε εκείνους που αποκλείονται από τα αξιώματα» είναι η επισφράγιση του πολιτικού παιχνιδιού, που δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να μετουσιώνεται σε παιχνίδι της ισχύος. Από τη στιγμή που η οργάνωση των πολιτευμάτων τίθεται ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης το μόνο που μένει είναι η εξασφάλιση της υπεροχής.
Αν οι φτωχοί καταφέρουν να έχουν το πάνω χέρι, θα εγκαθιδρυθεί δημοκρατία, αν οι πλούσιοι, ολιγαρχία. Κι όσο πιο στρεβλή είναι η ολιγαρχία, όσο δηλαδή πιο αδιάλλακτη και καταπιεστική, τόσο πρέπει και να αυξάνει τα μέτρα προστασίας για να μην ανατραπεί: «Έπειτα η ολιγαρχία που αντιστοιχεί στο τελευταίο είδος της δημοκρατίας, η πιο καταδυναστευτική και τυραννική απ’ όλες τις ολιγαρχίες, όσο χειρότερη είναι, τόσο περισσότερα μέσα προστασίας απαιτεί». (1320b 30 – 33).
Κι όταν γίνεται λόγος για «μέσα προστασίας», είναι σαφές ότι εννοούνται η αστυνόμευση κι ο εκφοβισμός: «Γιατί, όπως τα εύρωστα και υγιή σώματα και τα γερά πλοία με καλούς καπετάνιους, ικανά για ταξίδια, αντέχουν περισσότερες βλάβες χωρίς να καταστρέφονται εξαιτίας τους, αντίθετα με τα αρρωστιάρικα σώματα και τα σαπιοκάραβα με ανάξιους καπετάνιους που δεν αντέχουν την παραμικρή βλάβη, έτσι και τα χειρότερα πολιτεύματα χρειάζονται πολύ μεγάλη προστασία». (1320b 33 – 1321a 1).
Με δεδομένο ότι η προστασία αυτού του είδους ταυτίζεται με την επίδειξη της ισχύος από την πλευρά της εξουσίας, είναι απολύτως σαφές ότι όσο περισσότερα κατασταλτικά μέτρα προβάλλει ένα πολίτευμα, τόσο περισσότερο φοβάται τις λαϊκές αντιδράσεις. Η φράση «τα χειρότερα πολιτεύματα χρειάζονται πολύ μεγάλη προστασία» καταδεικνύει ότι τα καλύτερα πολιτεύματα είναι αυτά που στηρίζονται στην αποδοχή και τη σύμπραξη του λαού, αφού μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί η κοινωνική γαλήνη. Οι ασφυκτικές προστασίες είναι η παθολογία της μη αποδοχής ή, αν θέλουμε να το θέσουμε διαφορετικά, είναι η βαρβαρότητα της ισχύος ως έσχατο μέσο επιβολής. Γι’ αυτό και αυτές οι καταστάσεις είναι βραχύβιες. Γιατί και ο φόβος πρέπει να ασκείται εντός ορίων. Αν αυτά ξεπεραστούν, δεν μπορεί παρά να απομυθοποιηθεί.
Για τον Αριστοτέλη το ζήτημα της πολιτειακής οργάνωσης τίθεται τόσο ξεκάθαρα ως ταξική αναμέτρηση, που εν τέλει αποκτά στρατιωτικές διαστάσεις: «… αφού ο πληθυσμός διαιρείται σε τέσσερα κυρίως στρώματα, στο γεωργικό, χειρωνακτικό, εμπορικό κι εργατικό, τέσσερα είναι και τα στρατιωτικά σώματα που χρησιμοποιούνται στον πόλεμο, οι ιππείς, οι βαριά οπλισμένοι πεζοί, οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί / ψιλοί και οι ναύτες». (1321a 5 – 7).
Τα σώματα του στρατού (ως μια άλλη εκδοχή της κοινωνικοοικονομικής διαστρωμάτωσης) αναπόφευκτα κρύβουν και πολιτειακές προτιμήσεις, αφού επανδρώνονται σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητες των πολιτών: «Όπου όμως συμβαίνει να είναι η χώρα πεδινή και ιδανική για άλογα, στον τόπο αυτόν οι φυσικές συνθήκες ευνοούν την εγκαθίδρυση ισχυρής ολιγαρχίας (καθώς η ασφάλεια των κατοίκων εξαρτάται από τη δύναμη του ιππικού, ενώ η εκτροφή των αλόγων είναι υποχρέωση αυτών που έχουν εκτεταμένες ιδιοκτησίες)». (1321a 8 – 11).
Τελικά, αυτός που ελέγχει το στρατό είναι αυτός που θα κυριαρχήσει. Αν ο στρατός απαιτεί ιππικό θα επικρατήσει η ολιγαρχία, επειδή οι πλούσιοι είναι οι στρατιωτικά κυρίαρχοι: «Όπου πάλι το έδαφος απαιτεί οπλίτες για την προστασία του, οι συνθήκες ευνοούν τον επόμενο τύπο ολιγαρχίας (γιατί το σώμα των βαριά οπλισμένων πεζών προϋποθέτει εύπορους πολίτες μάλλον παρά άπορους). Αντίθετα το σώμα των ελαφρώς οπλισμένων πεζών και το ναυτικό είναι εντελώς δημοκρατικές δυνάμεις». (1321a 12 – 14).
Κι εδώ βρίσκεται το μεγάλο μυστικό της ολιγαρχίας (κι όχι μόνο αυτής), που οφείλει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη, αν θέλει να κυριαρχήσει. Τα σώματα στρατού των ελαφρά οπλισμένων και των ναυτών πρέπει να προσεχτούν ιδιαίτερα κι όσο το δυνατό να μην επιτρέπεται να γίνονται πολυπληθή: «… όπου τέτοια σώματα είναι πολυπληθή, όταν ξεσπάει εμφύλια διαμάχη, οι ολιγαρχικοί αγωνίζονται πολλές φορές σε δύσκολες συνθήκες». (1321a 15 – 16).
Αυτό που μένει είναι ο έλεγχος της στρατιωτικής ηγεσίας, ώστε να τηρηθούν οι επιθυμητές ισορροπίες που θα εξασφαλίσουν την ολιγαρχική υπεροχή. Με δεδομένο ότι ο στρατός χρειάζεται και βαριά και ελαφρά οπλισμένους πρέπει να υπάρχει διαρκής μέριμνα για να μη χαθεί ποτέ ο έλεγχος από αυτούς που έχουν το βαρύ οπλισμό, αφού, αν τα πράγματα ξεφύγουν και οι ελαφρά οπλισμένοι βρεθούν σε θέση ισχύος, όλα γίνονται επίφοβα.
Μια διορατική ολιγαρχία οφείλει να μεριμνήσει για τη διαίρεση των πολιτών σε ακόμη περισσότερες υποκατηγορίες και τη σωστή – συμφέρουσα διαπαιδαγώγηση από την πιο μικρή ηλικία: «Επομένως, αφού οι ολιγαρχικοί, όταν χρησιμοποιούν αυτούς (τους ελαφρά οπλισμένους) για τη συγκρότηση στρατιωτικής δύναμης, είναι σαν να τη συγκροτούν εναντίον του εαυτού τους, το σωστό είναι να διαιρούν τους στρατεύσιμους σύμφωνα με την ηλικία, σε μεγαλύτερους και νεότερους και οι πατέρες να γυμνάζουν τους γιους τους από την παιδική ακόμη ηλικία με ασκήσεις ελαφρές και με ελαφρό οπλισμό και, αφού γίνει η επιλογή από μικρή ήδη ηλικία, να αποκτήσουν οι νέοι την ευκινησία και την ικανότητα που απαιτούν αυτές οι ασχολίες». (1321a 21 – 26).
Και βέβαια, όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε παιδιά που πρέπει να μάθουν να πολεμούν με ελαφρό οπλισμό μετά από μαθήματα των πατεράδων τους, είναι προφανές ότι απευθύνεται στα παιδιά των πλουσίων, που οφείλουν να ξέρουν καλά και τον πολεμικό ρόλο των ελαφρά οπλισμένων, ώστε να μπορούν να αντεπεξέλθουν σε κάθε ενδεχόμενη πρόκληση.
Η Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου σημειώνει: «Γι’ αυτό προτείνει ο Αριστοτέλης να εκπαιδεύονται και ως ελαφρώς οπλισμένοι πολίτες οι νέοι των ανώτερων τάξεων, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν το πλήθος των ελαφρώς οπλισμένων σε περίπτωση εμφύλιου πολέμου, αλλά και να επέλθει μια τέτοια μείξη του στρατεύματος ως προς την κοινωνική προέλευση των οπλιτών που να αποδυναμώνει τη δύναμη των οπλιτών από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Με δεδομένο μάλιστα ότι το ιππικό και το σώμα των βαρέως οπλισμένων οπλιτών αποτελούνται μόνο από νέους των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων, διαμορφώνεται ένας τρόπος προφύλαξης από τον “ταξικό” εχθρό σε επίπεδο στρατιωτικό». (σελ. 447).
Όμως, η έξυπνη ολιγαρχία πριν απ’ όλα οφείλει να προσέξει να μη φτάσουν τα πράγματα στα άκρα. Οφείλει δηλαδή να παρουσιάζει το πρόσωπο της μετριοπάθειας δίνοντας την εντύπωση στο λαό ότι – με κάποιες προϋποθέσεις – θα μπορούσε να συμμετέχει στα αξιώματα: «Παράλληλα η παροχή των πολιτικών δικαιωμάτων στο πλήθος να γίνεται ή με τον τρόπο που επισημάνθηκε προηγουμένως, δηλαδή να παρέχονται σε όσους αποκτούν το ορισμένο εισόδημα ή με τον τρόπο των Θηβαίων, καθώς παρέχονται εκεί σε όσους για ένα χρονικό διάστημα απέχουν από χειρωνακτικά επαγγέλματα ή όπως στη Μασσαλία όπου περνούν από δοκιμασία οι άξιοι που έχουν ήδη αξιώματα αλλά κι εκείνοι που δεν έχουν». (1321a 26 – 31).
Αυτό που προτείνεται δηλαδή είναι η ψευδαίσθηση της συμμετοχής, αφού όλοι έχουν το δικαίωμα της πρόσβασης στα αξιώματα αρκεί να πληρούν τις ανάλογες προϋποθέσεις. Το ζήτημα είναι οι προϋποθέσεις αυτές να αποκλείουν τα λαϊκά στρώματα. Ο καθένας, αν είναι άξιος, μπορεί να ανεβάσει το εισόδημά του και να διεκδικήσει αξιώματα, όπως ο καθένας μπορεί, αν θέλει, να απέχει από τις χειρωνακτικές εργασίες. Στην πράξη όμως, είναι προφανές, ότι ο φτωχός είναι πολύ δύσκολο να μη δουλεύει ή να αποκτήσει την πρέπουσα περιουσία ή να περάσει τη δοκιμασία. Τα κριτήρια αυτού του είδους λειτουργούν καθησυχαστικά, αφού και εξασφαλίζουν ότι τα αξιώματα θα πάνε στα σωστά χέρια και μεταθέτουν την ευθύνη στο φτωχό που μονίμως αδυνατεί να φανεί αντάξιος των κριτηρίων.
Κι εδώ ακριβώς είναι η ουσία της έξυπνης ολιγαρχίας. Να δίνει την εντύπωση της ισότητας, αφού τα κριτήρια είναι τα ίδια για όλους, και ταυτόχρονα να υποθάλπει την ανισότητα με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Η λογική είναι απλή. Όποιος δεν πληρεί τις προϋποθέσεις για τα αξιώματα δεν είναι άξιος γι’ αυτά. Και η αξιοκρατία είναι η ύψιστη δικαιοσύνη. Αυτό που μένει είναι ο έλεγχος των κριτηρίων που μετρούν την αξία.
Δεν υπάρχει πιο υποταγμένος λαός από εκείνον που έχει πειστεί για την κατωτερότητά του: «Εξάλλου συμφέρει στους άρχοντες, όταν αναλαμβάνουν κάποιο δημόσιο αξίωμα, να τελούν μεγαλοπρεπείς θυσίες και να ανεγείρουν κάποιο δημόσιο κτίριο, προκειμένου ο λαός, μετέχοντας στις εορταστικές εκδηλώσεις και βλέποντας την πόλη στολισμένη με αναθήματα και οικοδομήματα να καλοβλέπει τη διατήρηση του πολιτεύματος». (1321a 35 – 39).
Τα μεγάλα μνημεία δεν είναι παρά επιτεύγματα του πολιτεύματος. Κάθε πολίτευμα που θέλει να παραμείνει, οφείλει να δείχνει τα σύμβολα της υπεροχής του. Όσο πιο λαμπρά, τόσο πιο λαμπρή και η αίγλη του πολιτεύματος. Και για την ολιγαρχία υπάρχει κι ένας λόγος παραπάνω. Τα πανίσχυρα σύμβολα της ισχύος καθιστούν τον πολίτη απολύτως μηδαμινό. Ποιος θα τολμήσει να αμφισβητήσει μια τόσο μεγαλειώδη εξουσία; Όμως αυτό σε καθαρά ατομικό επίπεδο. Γιατί σε συλλογικό, αυτού του είδους τα έργα τονώνουν την πατριωτική αυτοπεποίθηση. Κι εδώ κρύβεται ο ιδανικός συνδυασμός της πολιτικής ισχύος· πανίσχυρο κράτος κι εκμηδενισμένος πολίτης.
Όσο για το μέτρο των πανάκριβων λειτουργιών, που οφείλουν να εκτελούν οι κάτοχοι των αξιωμάτων, είναι αδύνατο να μην εκληφθεί ως μέτρο προς αποκλεισμό των φτωχών: «Και ακόμη περισσότερο οι ανώτατοι φορείς εξουσίας, με βάση τα πολιτικά τους δικαιώματα, οφείλουν να αναλαμβάνουν δαπανηρές λειτουργίες με σκοπό να αποφεύγει ο λαός με τη θέλησή του να αναλαμβάνει πολιτικά αξιώματα και να είναι διαλλακτικός με τους άρχοντες, με τη σκέψη ότι πληρώνουν πολύ ακριβά την τιμή του αξιώματός τους». (1321a 31 – 35). Οι λειτουργίες αυτού του τύπου, που καθιστούν τα αξιώματα απαγορευτικά δαπανηρά για τα λαϊκά στρώματα, ισοδυναμούν εμμέσως (πλην σαφώς) με την εξαγορά τους, αφού επιφέρουν ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα.
Ωστόσο, σημασία δεν έχει η ουσία, αλλά το περιτύλιγμα. Αν τα αξιώματα ήταν ευθέως εξαγοράσιμα προϊόντα, είναι προφανές ότι θα προέκυπτε δυσφορία από το απροκάλυπτο της ανισότητας. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως, η ανισότητα περνά σε δεύτερη μοίρα, αφού ο αξιωματούχος γίνεται ευεργέτης. Κι ο ανιδιοτελής χορηγός της πόλης οπωσδήποτε χρήζει σεβασμού. Είναι τιμή για την πόλη να έχει τέτοιους άρχοντες. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το νόημα της αναζήτησης των τιμών, που πρέπει να είναι βασικό μέλημα για κάθε ολιγαρχικό. Γιατί οι τιμές καταδεικνύουν την ανωτερότητα και η αποδοχή της ανωτερότητας των λίγων είναι το θεμέλιο της ολιγαρχικής λογικής. Είναι αδύνατο να ανεχτεί ο λαός την εξουσία κάποιου που δε σέβεται. Κι η ολιγαρχία οφείλει πρωτίστως να κερδίσει το σεβασμό: «Εξάλλου τέτοια έργα» (επιβλητικά κτίρια εννοείται) «θα μείνουν μνημεία της γενναιοδωρίας των επιφανών πολιτών». (1321a 39 – 40).
Οι ολιγαρχικοί που δε γνωρίζουν αυτό το μικρό μυστικό είναι καταδικασμένοι στην αποτυχία. Ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «Σήμερα όμως οι ολιγαρχικοί δεν πράττουν έτσι αλλά αντίθετα, με δεδομένο ότι επιδιώκουν κυρίως τα κέρδη της εξουσίας παρά τις τιμές». (1321a 40 – 42). Αν δεχτούμε ότι απώτερος στόχος κάθε ολιγαρχίας είναι τα κέρδη και μόνο (μην ξεχνάμε ότι η ολιγαρχία συγκαταλέγεται στα στρεβλά πολιτεύματα), οι ανάξιοι ολιγαρχικοί είναι αυτοί που δεν καταφέρνουν να κρύψουν τις προθέσεις τους. Γι’ αυτό και η πολιτική τους παρουσία είναι επίφοβη και συνήθως βραχύβια. Γιατί χάνουν εντελώς την αξιοπιστία τους. Σαν τα αρπακτικά που είναι αδύνατο να κρύψουν τα νύχια τους.
Ξεκινώντας από την καλύτερη εκδοχή της ολιγαρχίας (πρόκειται για την ολιγαρχία που βασίζεται στη μετριοπάθεια και που μοιάζει περισσότερο με την πολιτεία) τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Στην ολιγαρχία αυτή πρέπει να διαιρέσουμε τα εισοδήματα σε δύο κατηγορίες, στα μικρά και τα μεγάλα. Τα μικρά εισοδήματα επιτρέπουν τη συμμετοχή στα κατώτερα αξιώματα και τα μεγαλύτερα στα ανώτερα αξιώματα». (1320b 22 – 25).
Όμως, αυτό που πρωτίστως πρέπει να διασφαλιστεί είναι η υπεροχή της ισχύος των λίγων που διαχειρίζονται την εξουσία: «Επιπλέον πρέπει να δίνεται το δικαίωμα να μετέχει στην άσκηση εξουσίας ο καθένας που αποκτά το αναγκαίο εισόδημα και να αναλαμβάνουν αξιώματα με βάση το εισόδημα τόσοι πολίτες από το λαό, ώστε μαζί τους οι ολιγαρχικοί να επιβάλλονται σε εκείνους που αποκλείονται από τα αξιώματα». (1320b 25 – 28).
Η τελευταία διευκρίνιση, που θέλει τους ολιγαρχικούς να παραδίδουν θέσεις εξουσίας, έστω δευτερευούσης σημασίας, και σε «πολίτες από το λαό» – πάντα με βάση το εισόδημα – ώστε να μπορούν «να επιβάλλονται σε εκείνους που αποκλείονται από τα αξιώματα» είναι η επισφράγιση του πολιτικού παιχνιδιού, που δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να μετουσιώνεται σε παιχνίδι της ισχύος. Από τη στιγμή που η οργάνωση των πολιτευμάτων τίθεται ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης το μόνο που μένει είναι η εξασφάλιση της υπεροχής.
Αν οι φτωχοί καταφέρουν να έχουν το πάνω χέρι, θα εγκαθιδρυθεί δημοκρατία, αν οι πλούσιοι, ολιγαρχία. Κι όσο πιο στρεβλή είναι η ολιγαρχία, όσο δηλαδή πιο αδιάλλακτη και καταπιεστική, τόσο πρέπει και να αυξάνει τα μέτρα προστασίας για να μην ανατραπεί: «Έπειτα η ολιγαρχία που αντιστοιχεί στο τελευταίο είδος της δημοκρατίας, η πιο καταδυναστευτική και τυραννική απ’ όλες τις ολιγαρχίες, όσο χειρότερη είναι, τόσο περισσότερα μέσα προστασίας απαιτεί». (1320b 30 – 33).
Κι όταν γίνεται λόγος για «μέσα προστασίας», είναι σαφές ότι εννοούνται η αστυνόμευση κι ο εκφοβισμός: «Γιατί, όπως τα εύρωστα και υγιή σώματα και τα γερά πλοία με καλούς καπετάνιους, ικανά για ταξίδια, αντέχουν περισσότερες βλάβες χωρίς να καταστρέφονται εξαιτίας τους, αντίθετα με τα αρρωστιάρικα σώματα και τα σαπιοκάραβα με ανάξιους καπετάνιους που δεν αντέχουν την παραμικρή βλάβη, έτσι και τα χειρότερα πολιτεύματα χρειάζονται πολύ μεγάλη προστασία». (1320b 33 – 1321a 1).
Με δεδομένο ότι η προστασία αυτού του είδους ταυτίζεται με την επίδειξη της ισχύος από την πλευρά της εξουσίας, είναι απολύτως σαφές ότι όσο περισσότερα κατασταλτικά μέτρα προβάλλει ένα πολίτευμα, τόσο περισσότερο φοβάται τις λαϊκές αντιδράσεις. Η φράση «τα χειρότερα πολιτεύματα χρειάζονται πολύ μεγάλη προστασία» καταδεικνύει ότι τα καλύτερα πολιτεύματα είναι αυτά που στηρίζονται στην αποδοχή και τη σύμπραξη του λαού, αφού μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί η κοινωνική γαλήνη. Οι ασφυκτικές προστασίες είναι η παθολογία της μη αποδοχής ή, αν θέλουμε να το θέσουμε διαφορετικά, είναι η βαρβαρότητα της ισχύος ως έσχατο μέσο επιβολής. Γι’ αυτό και αυτές οι καταστάσεις είναι βραχύβιες. Γιατί και ο φόβος πρέπει να ασκείται εντός ορίων. Αν αυτά ξεπεραστούν, δεν μπορεί παρά να απομυθοποιηθεί.
Για τον Αριστοτέλη το ζήτημα της πολιτειακής οργάνωσης τίθεται τόσο ξεκάθαρα ως ταξική αναμέτρηση, που εν τέλει αποκτά στρατιωτικές διαστάσεις: «… αφού ο πληθυσμός διαιρείται σε τέσσερα κυρίως στρώματα, στο γεωργικό, χειρωνακτικό, εμπορικό κι εργατικό, τέσσερα είναι και τα στρατιωτικά σώματα που χρησιμοποιούνται στον πόλεμο, οι ιππείς, οι βαριά οπλισμένοι πεζοί, οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί / ψιλοί και οι ναύτες». (1321a 5 – 7).
Τα σώματα του στρατού (ως μια άλλη εκδοχή της κοινωνικοοικονομικής διαστρωμάτωσης) αναπόφευκτα κρύβουν και πολιτειακές προτιμήσεις, αφού επανδρώνονται σύμφωνα με τις οικονομικές δυνατότητες των πολιτών: «Όπου όμως συμβαίνει να είναι η χώρα πεδινή και ιδανική για άλογα, στον τόπο αυτόν οι φυσικές συνθήκες ευνοούν την εγκαθίδρυση ισχυρής ολιγαρχίας (καθώς η ασφάλεια των κατοίκων εξαρτάται από τη δύναμη του ιππικού, ενώ η εκτροφή των αλόγων είναι υποχρέωση αυτών που έχουν εκτεταμένες ιδιοκτησίες)». (1321a 8 – 11).
Τελικά, αυτός που ελέγχει το στρατό είναι αυτός που θα κυριαρχήσει. Αν ο στρατός απαιτεί ιππικό θα επικρατήσει η ολιγαρχία, επειδή οι πλούσιοι είναι οι στρατιωτικά κυρίαρχοι: «Όπου πάλι το έδαφος απαιτεί οπλίτες για την προστασία του, οι συνθήκες ευνοούν τον επόμενο τύπο ολιγαρχίας (γιατί το σώμα των βαριά οπλισμένων πεζών προϋποθέτει εύπορους πολίτες μάλλον παρά άπορους). Αντίθετα το σώμα των ελαφρώς οπλισμένων πεζών και το ναυτικό είναι εντελώς δημοκρατικές δυνάμεις». (1321a 12 – 14).
Κι εδώ βρίσκεται το μεγάλο μυστικό της ολιγαρχίας (κι όχι μόνο αυτής), που οφείλει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη, αν θέλει να κυριαρχήσει. Τα σώματα στρατού των ελαφρά οπλισμένων και των ναυτών πρέπει να προσεχτούν ιδιαίτερα κι όσο το δυνατό να μην επιτρέπεται να γίνονται πολυπληθή: «… όπου τέτοια σώματα είναι πολυπληθή, όταν ξεσπάει εμφύλια διαμάχη, οι ολιγαρχικοί αγωνίζονται πολλές φορές σε δύσκολες συνθήκες». (1321a 15 – 16).
Αυτό που μένει είναι ο έλεγχος της στρατιωτικής ηγεσίας, ώστε να τηρηθούν οι επιθυμητές ισορροπίες που θα εξασφαλίσουν την ολιγαρχική υπεροχή. Με δεδομένο ότι ο στρατός χρειάζεται και βαριά και ελαφρά οπλισμένους πρέπει να υπάρχει διαρκής μέριμνα για να μη χαθεί ποτέ ο έλεγχος από αυτούς που έχουν το βαρύ οπλισμό, αφού, αν τα πράγματα ξεφύγουν και οι ελαφρά οπλισμένοι βρεθούν σε θέση ισχύος, όλα γίνονται επίφοβα.
Μια διορατική ολιγαρχία οφείλει να μεριμνήσει για τη διαίρεση των πολιτών σε ακόμη περισσότερες υποκατηγορίες και τη σωστή – συμφέρουσα διαπαιδαγώγηση από την πιο μικρή ηλικία: «Επομένως, αφού οι ολιγαρχικοί, όταν χρησιμοποιούν αυτούς (τους ελαφρά οπλισμένους) για τη συγκρότηση στρατιωτικής δύναμης, είναι σαν να τη συγκροτούν εναντίον του εαυτού τους, το σωστό είναι να διαιρούν τους στρατεύσιμους σύμφωνα με την ηλικία, σε μεγαλύτερους και νεότερους και οι πατέρες να γυμνάζουν τους γιους τους από την παιδική ακόμη ηλικία με ασκήσεις ελαφρές και με ελαφρό οπλισμό και, αφού γίνει η επιλογή από μικρή ήδη ηλικία, να αποκτήσουν οι νέοι την ευκινησία και την ικανότητα που απαιτούν αυτές οι ασχολίες». (1321a 21 – 26).
Και βέβαια, όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε παιδιά που πρέπει να μάθουν να πολεμούν με ελαφρό οπλισμό μετά από μαθήματα των πατεράδων τους, είναι προφανές ότι απευθύνεται στα παιδιά των πλουσίων, που οφείλουν να ξέρουν καλά και τον πολεμικό ρόλο των ελαφρά οπλισμένων, ώστε να μπορούν να αντεπεξέλθουν σε κάθε ενδεχόμενη πρόκληση.
Η Πηνελόπη Τζιώκα – Ευαγγέλου σημειώνει: «Γι’ αυτό προτείνει ο Αριστοτέλης να εκπαιδεύονται και ως ελαφρώς οπλισμένοι πολίτες οι νέοι των ανώτερων τάξεων, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν το πλήθος των ελαφρώς οπλισμένων σε περίπτωση εμφύλιου πολέμου, αλλά και να επέλθει μια τέτοια μείξη του στρατεύματος ως προς την κοινωνική προέλευση των οπλιτών που να αποδυναμώνει τη δύναμη των οπλιτών από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Με δεδομένο μάλιστα ότι το ιππικό και το σώμα των βαρέως οπλισμένων οπλιτών αποτελούνται μόνο από νέους των ανώτερων κοινωνικά στρωμάτων, διαμορφώνεται ένας τρόπος προφύλαξης από τον “ταξικό” εχθρό σε επίπεδο στρατιωτικό». (σελ. 447).
Όμως, η έξυπνη ολιγαρχία πριν απ’ όλα οφείλει να προσέξει να μη φτάσουν τα πράγματα στα άκρα. Οφείλει δηλαδή να παρουσιάζει το πρόσωπο της μετριοπάθειας δίνοντας την εντύπωση στο λαό ότι – με κάποιες προϋποθέσεις – θα μπορούσε να συμμετέχει στα αξιώματα: «Παράλληλα η παροχή των πολιτικών δικαιωμάτων στο πλήθος να γίνεται ή με τον τρόπο που επισημάνθηκε προηγουμένως, δηλαδή να παρέχονται σε όσους αποκτούν το ορισμένο εισόδημα ή με τον τρόπο των Θηβαίων, καθώς παρέχονται εκεί σε όσους για ένα χρονικό διάστημα απέχουν από χειρωνακτικά επαγγέλματα ή όπως στη Μασσαλία όπου περνούν από δοκιμασία οι άξιοι που έχουν ήδη αξιώματα αλλά κι εκείνοι που δεν έχουν». (1321a 26 – 31).
Αυτό που προτείνεται δηλαδή είναι η ψευδαίσθηση της συμμετοχής, αφού όλοι έχουν το δικαίωμα της πρόσβασης στα αξιώματα αρκεί να πληρούν τις ανάλογες προϋποθέσεις. Το ζήτημα είναι οι προϋποθέσεις αυτές να αποκλείουν τα λαϊκά στρώματα. Ο καθένας, αν είναι άξιος, μπορεί να ανεβάσει το εισόδημά του και να διεκδικήσει αξιώματα, όπως ο καθένας μπορεί, αν θέλει, να απέχει από τις χειρωνακτικές εργασίες. Στην πράξη όμως, είναι προφανές, ότι ο φτωχός είναι πολύ δύσκολο να μη δουλεύει ή να αποκτήσει την πρέπουσα περιουσία ή να περάσει τη δοκιμασία. Τα κριτήρια αυτού του είδους λειτουργούν καθησυχαστικά, αφού και εξασφαλίζουν ότι τα αξιώματα θα πάνε στα σωστά χέρια και μεταθέτουν την ευθύνη στο φτωχό που μονίμως αδυνατεί να φανεί αντάξιος των κριτηρίων.
Κι εδώ ακριβώς είναι η ουσία της έξυπνης ολιγαρχίας. Να δίνει την εντύπωση της ισότητας, αφού τα κριτήρια είναι τα ίδια για όλους, και ταυτόχρονα να υποθάλπει την ανισότητα με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο. Η λογική είναι απλή. Όποιος δεν πληρεί τις προϋποθέσεις για τα αξιώματα δεν είναι άξιος γι’ αυτά. Και η αξιοκρατία είναι η ύψιστη δικαιοσύνη. Αυτό που μένει είναι ο έλεγχος των κριτηρίων που μετρούν την αξία.
Δεν υπάρχει πιο υποταγμένος λαός από εκείνον που έχει πειστεί για την κατωτερότητά του: «Εξάλλου συμφέρει στους άρχοντες, όταν αναλαμβάνουν κάποιο δημόσιο αξίωμα, να τελούν μεγαλοπρεπείς θυσίες και να ανεγείρουν κάποιο δημόσιο κτίριο, προκειμένου ο λαός, μετέχοντας στις εορταστικές εκδηλώσεις και βλέποντας την πόλη στολισμένη με αναθήματα και οικοδομήματα να καλοβλέπει τη διατήρηση του πολιτεύματος». (1321a 35 – 39).
Τα μεγάλα μνημεία δεν είναι παρά επιτεύγματα του πολιτεύματος. Κάθε πολίτευμα που θέλει να παραμείνει, οφείλει να δείχνει τα σύμβολα της υπεροχής του. Όσο πιο λαμπρά, τόσο πιο λαμπρή και η αίγλη του πολιτεύματος. Και για την ολιγαρχία υπάρχει κι ένας λόγος παραπάνω. Τα πανίσχυρα σύμβολα της ισχύος καθιστούν τον πολίτη απολύτως μηδαμινό. Ποιος θα τολμήσει να αμφισβητήσει μια τόσο μεγαλειώδη εξουσία; Όμως αυτό σε καθαρά ατομικό επίπεδο. Γιατί σε συλλογικό, αυτού του είδους τα έργα τονώνουν την πατριωτική αυτοπεποίθηση. Κι εδώ κρύβεται ο ιδανικός συνδυασμός της πολιτικής ισχύος· πανίσχυρο κράτος κι εκμηδενισμένος πολίτης.
Όσο για το μέτρο των πανάκριβων λειτουργιών, που οφείλουν να εκτελούν οι κάτοχοι των αξιωμάτων, είναι αδύνατο να μην εκληφθεί ως μέτρο προς αποκλεισμό των φτωχών: «Και ακόμη περισσότερο οι ανώτατοι φορείς εξουσίας, με βάση τα πολιτικά τους δικαιώματα, οφείλουν να αναλαμβάνουν δαπανηρές λειτουργίες με σκοπό να αποφεύγει ο λαός με τη θέλησή του να αναλαμβάνει πολιτικά αξιώματα και να είναι διαλλακτικός με τους άρχοντες, με τη σκέψη ότι πληρώνουν πολύ ακριβά την τιμή του αξιώματός τους». (1321a 31 – 35). Οι λειτουργίες αυτού του τύπου, που καθιστούν τα αξιώματα απαγορευτικά δαπανηρά για τα λαϊκά στρώματα, ισοδυναμούν εμμέσως (πλην σαφώς) με την εξαγορά τους, αφού επιφέρουν ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα.
Ωστόσο, σημασία δεν έχει η ουσία, αλλά το περιτύλιγμα. Αν τα αξιώματα ήταν ευθέως εξαγοράσιμα προϊόντα, είναι προφανές ότι θα προέκυπτε δυσφορία από το απροκάλυπτο της ανισότητας. Μ’ αυτό τον τρόπο όμως, η ανισότητα περνά σε δεύτερη μοίρα, αφού ο αξιωματούχος γίνεται ευεργέτης. Κι ο ανιδιοτελής χορηγός της πόλης οπωσδήποτε χρήζει σεβασμού. Είναι τιμή για την πόλη να έχει τέτοιους άρχοντες. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το νόημα της αναζήτησης των τιμών, που πρέπει να είναι βασικό μέλημα για κάθε ολιγαρχικό. Γιατί οι τιμές καταδεικνύουν την ανωτερότητα και η αποδοχή της ανωτερότητας των λίγων είναι το θεμέλιο της ολιγαρχικής λογικής. Είναι αδύνατο να ανεχτεί ο λαός την εξουσία κάποιου που δε σέβεται. Κι η ολιγαρχία οφείλει πρωτίστως να κερδίσει το σεβασμό: «Εξάλλου τέτοια έργα» (επιβλητικά κτίρια εννοείται) «θα μείνουν μνημεία της γενναιοδωρίας των επιφανών πολιτών». (1321a 39 – 40).
Οι ολιγαρχικοί που δε γνωρίζουν αυτό το μικρό μυστικό είναι καταδικασμένοι στην αποτυχία. Ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «Σήμερα όμως οι ολιγαρχικοί δεν πράττουν έτσι αλλά αντίθετα, με δεδομένο ότι επιδιώκουν κυρίως τα κέρδη της εξουσίας παρά τις τιμές». (1321a 40 – 42). Αν δεχτούμε ότι απώτερος στόχος κάθε ολιγαρχίας είναι τα κέρδη και μόνο (μην ξεχνάμε ότι η ολιγαρχία συγκαταλέγεται στα στρεβλά πολιτεύματα), οι ανάξιοι ολιγαρχικοί είναι αυτοί που δεν καταφέρνουν να κρύψουν τις προθέσεις τους. Γι’ αυτό και η πολιτική τους παρουσία είναι επίφοβη και συνήθως βραχύβια. Γιατί χάνουν εντελώς την αξιοπιστία τους. Σαν τα αρπακτικά που είναι αδύνατο να κρύψουν τα νύχια τους.
Αριστοτέλης: «Πολιτικά»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου