Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου. Ένα μικρό φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι του κι ένα ξεσκούφωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη. Ένα ψαροκάικο δίχως ρότα.
Πού πάμε καπετάνιο; Με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι. Όπου πάνε τα κύματα λέω επίσημα εγώ. Και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα. Κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς παρατάει το τιμόνι του και χορεύει. Και η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους αληταράδες. Και η ψυχή μου γεμίζει νύχτες πολύχρωμες. Γεμίζει σμαραγδιά φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά. Πού να χωρέσουν μέσα μου όλα αυτά? Που να στριμωχτούν πανάθεμα τα;
Αν βρισκόταν τώρα κάποιος δίπλα μου να μου ζεστάνει τα χέρια, να μου πει ψιθυριστά "Εντάξει, μη φοβάσαι μωρό μου". Κι εγώ να σύρω τα δάχτυλα μου στο πρόσωπο του και να πιάσω το σχήμα του χαμόγελου του. Να πιάσω το σχήμα του κόσμου. Και να γλυκαθώ. Κάτι τέτοιες νύχτες είναι που έχω κάνει όλες τις αγοραπωλησίες της ψυχής μου με τον πρώτο έμπορα που θα μου παρουσιαστεί. Πουλάω τα πάντα έτσι για έναν παρά.
Είναι κάτι νύχτες του Γενάρη που τα πουλιά τρέχουν να κρυφτούν γιατί νιώθουν πως έρχεται ο χιονιάς. Πολλά πουλιά χιλιάδες. Θέλω να φύγω. Θέλω να φύγω γρήγορα πριν με προλάβει ο χιονιάς… Βαρέθηκα να ανάβω φωτιές για να ζεσταθούν οι άλλοι και στο τέλος να ξεπαγιάζω εγώ. Να μοιράζομαι την καρέκλα μου με τον κάθε κουρασμένο και στο τέλος να στρογγυλοκάθεται αυτός και γω να κουλουριάζομαι στο πάτωμα. Να σκουπίζω με τα χείλια μου τα δάκρυα των άλλων και τα δικά μου να ξεραίνονται στα μαγούλα μου και να κάνουν κρουστά. Κουράστηκε η ράχη μου να κουβαλά πληγωμένους. Στέγνωσε το στόμα μου να τους φωνάζω. Μη σωριάζεστε ρε ξεφτίλες. Σταθείτε στα πόδια σας. Μπόρα είναι. Βγάλτε τις τσίμπλες από τα μάτια σας. Ξημερώνει.
Βαρέθηκα να φτιάχνομαι από τα λάθη μου. Να φυτεύω βολβούς πάνω σε σωρούς από σκατά. Να βγάζω αθώους τους ένοχους και να κάθομαι για πάρτη τους στο σκαμνί. Να μουλιάζω στην βροχή γιατί άνοιξα την ομπρελά μου να μπουν από κάτω δυο τρεις μουρόχαβλοι που μου φάνηκαν κρυουλιάρηδες...
Το κακό είναι πώς όλα αυτά γίνονται επειδή στο βάθος είμαι δειλός. Τα κάνω για να πιστέψω έστω και για λίγο πώς είμαι και εγώ εδώ. Πως παίζω και εγώ σ΄ αυτό το ντέρμπυ. Πάντως όπως και να χει το ζήτημα ένα πράμα ξέρω καλά. Πως γουστάρω πολύ. Γουστάρω την φάση και περισσότερο την αντίφαση. Γουστάρω την τρελά μου και περισσότερο την τρελά των άλλων. Γουστάρω να μυρίζομαι ανθρωπιά. Γουστάρω τ΄ αγόρια που έχουν κορδέλες στα μαλλιά και στα μάτια ένα ματσάκι μενεξέδες. Γουστάρω τα κορίτσια που τραγουδούν στις ακρογιαλιές μένα θαλασσοπούλι ανάμεσα στα φρύδια. Μπορεί να είμαι μια δειλή μια φευγάτη αλλά χαίρομαι αφάνταστα που κάποιος με έσπειρε σε αυτή την γη.
Αν σκοτωθούμε σε καμία στροφή να ξέρεις συμβαίνει αυτό και στα πουλιά. Ήρθαμε στην γη περάσαμε καλά ευχαριστώ, δαγκάσαμε μερικές γερές μπουκιές, μούλιασε η ψυχή και το πετσί μας μέσα στο ζουμί της ζωής και αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε να κάμομε. Σημασία έχει η ένταση. Όχι η διάρκεια. Το χει η κούτρα σου να ζεις. Μπορεί να φτάσεις στα εκατό χωρίς να ζήσεις ούτε μια μέρα. Γι αυτό σου επαναλαμβάνω.
Αν σκοτωθούμε σε καμιά στροφή να ξέρεις ότι τίποτα δεν θα ανατραπεί από τον όμορφο τούτο κόσμο, που είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε. Τίποτε απολύτως. Ξυπνώ το πρωί και λέω ευχαριστώ. Ευχαριστώ που ξύπνησα. Ως το βράδυ, έχω να ζήσω μια ζωή που μετράει σαν αιώνας. Μεριές ρε συ πότε είσαι ωραίος; Όταν την κάθε ώρα σου μπορείς να την ρισκάρεις. Να την παίζεις στο μπαρούτι έτσι για το τίποτα. Όχι για κόπους και μαλακίες., γιατί τότε είσαι ματαιόδοξος. Τότε είσαι άτομο που προσπαθεί να γράψει ιστορία. Να δώσει παραδείγματα, μηνύματα, σκατά, όπως θέλεις πες τα. Όχι. Δεν γουστάρω τίποτα από μεγάλες ιδέες οράματα και κουραφέξαλα. Δεν με αφορούν. Και για να σου δώσω να καταλάβεις. Δεν θα πήγαινα να σκοτωθώ σε έναν πόλεμο σαν ηλίθιος. Θα μπορούσα όμως να παλέψω, ενδεχομένως και να πεθάνω για να σε δω να χαίρεσαι μα να χοροπηδάς σαν χορτάτη μαϊμού στο πανηγύρι της ζωής.
Περπατώ ολομόναχη στην πλαγιά των λύκων. Σε ένα μονοπάτι που έχουν φυτρώσει στην άκρη του κάτι πολύχρωμα όνειρα. Σαν αγριολούλουδα. Πέρα από τα σύνορα της ψυχής μου. Πέρα από τα σύνορα της λογικής μου. Στην κόψη της νύχτας.
Πήρα την ανάσα της ροδακινιάς και ξέπλυνα το πρόσωπο μου. Έκλεψα το χαμόγελο μου από τον ύπνο ενός παιδιού και σκέπασα την γύμνια μου. Μάζεψα τα σκόρπια φύλλα του φθινοπώρου κι άναψα φωτιά να ζεσταθώ. Περπατώ ολομόναχη στην πλάγια των λύκων. Αν ακούσω το κλάμα τους θα κρυφτώ στις φτερούγες εκείνου του μικρού πουλιού που τραγουδάει, γιατί ονειρεύεται ένα κόκκινο τσαμπί σταφύλι.
Αν συναντήσω ένα χείμαρρο, θα γίνω φεγγάρι και θα μπερδευτώ στα κλωνάρια κείνης της λεύκας, που ψιθυρίζει τα μυστικά της στα περαστικά σύννεφα. Αν συναντήσω την λύπη θα της ζωγραφίσω ένα χρωματιστό καραβάκι. Αν συναντήσω ένα θαλασσοπούλι, θα κρεμάσω στο πόδι του ένα ραβασάκι να το πάει σε κείνον π΄ αγαπώ. Αν συναντήσω τον θάνατο θα χαζέψω την χαίτη του άλογου του ώσπου να με σηκώσει στην αγκαλιά του.
Όταν κάποια φορά στην ζωή σου νιώσεις πανικό χτυπά την πόρτα εκείνου που ξέρεις πως σε περιμένει. Την ώρα του μεγάλου πανικού θα χτυπήσεις την πόρτα εκείνου που ορκίστηκε πώς πάντα θα σε περιμένει. Είδες που άδικα φοβόσουνα; Δεν χάλασε ο κόσμος λοιπόν, όταν όλοι θα σε απαρνηθούν και ο τελευταίος Ιούδας θα αρπάξει τα δηνάρια του, μόλις σε φιλήσει με πάθος στο στόμα.
Δεν τρέχει κάστανο αν κάποιος κολλητός σου σε δει μια μέρα γυμνό και ξεχασμένο σε ένα πεζοδρόμιο και σου δαγκώσει την ψυχή με τον οίκτο του. Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, αν κάποτε γκρεμοτσακιστείς από τον βράχο που σκαρφάλωσες, γιατί πήρε το μάτι σου ένα ανθισμένο κυκλάμινο. Αυτός θα είναι εκεί. Τελείωνε μωρό μου, θα σου πει. Ξεπάγιασαν τα χέρια μου να περιμένουν να σε αγκαλιάσουν.
Ήταν ένα απομεσήμερο του Σεπτέμβρη. Ένα μοβ απομεσήμερο που τα ηλιοτρόπια ήταν δακρυσμένα, γιατί ο ήλιος τα είχε ξεχάσει και ταξίδευε πίσω από σκούρα σύννεφα Κουράγιο έλεγα μέσα μου. Μην ιδρώνεις. Την μεριές καλά την πόρτα του. Ακόμα και αν φωνάξεις., θα σε ακούσει. Αφού στο είπε. Στ΄ ορκίστηκε πώς θα σε περιμένει. Φώναξα δυνατά ώσπου βράχνιασα. Χτύπησα δυνατά ώσπου μάτωσαν τα χέρια μου. Κανείς...
Τι όμορφα που είναι τα μοβ απομεσήμερα του Σεπτέμβρη.. Ακόμα και όταν ξέρεις πως αυτός που νόμιζες πως θα σε περιμένει, κρύφτηκε πίσω από σκούρα σύννεφα και σε ξέχασε. Όχι πώς η αφεντιά μου είναι τίποτα σπουδαίο. Απλώς κορόιδεψα λιγότερο από ότι με κορόιδεψαν. Έκλεψα λιγότερο από όσο με έκλεψαν. Και σίγουρα μοίρασα τα τιμαλφή μου, έτσι δίχως να τα χρεώσω πουθενά. Δεν βαριέσαι. Η ουσία είναι ότι χωρίς να το καταλάβω καλά βρέθηκα στην απ' έξω.
Φαίνεται την ώρα που οι άλλοι λογάριαζαν κι έβγαζαν τα μερτικά, εγώ περίμενα να σηκωθεί το φεγγάρι από τα κλαδιά της κουκουναριάς. Σε αυτό το πανηγύρι λοιπόν της ζωής, κάτι θα βρει ο καθένας να τον τραβήξει. Κάτι θα βρει να του αρέσει. Απλωμένη η πραμάτεια. Δεν γίνεται να μην γουστάρεις κατιτί. Το ζήτημα είναι να λάβεις μέρος. Μη σε πάρει η απόκοτων, γιατί την έκανες. Ρε συ, το γονατισμένου τον πηδούν οι πάντες. Ακόμα και οι απόμαχοι τρέχουν να κάνουν μάτι. Σήκω στα πόδια σου. Κάνε παιχνίδι ρε κωλόπαιδο. Μην με κοιτάς σαν μαλάκας.
Δεν παίρνει ο άλλος από θεωρίες. Σκύβεις κοντά στον άνθρωπο σου και προσπαθείς να του μάθεις από το άλφα την ζωή. Προσπαθείς να του φέρεις ξανά στο μυαλό του όλες τις όμορφες εικόνες, που αυτός τις έχει σβήσει και δεν τις θυμάται πια. Σιγά, με πολλή αγάπη και μεγάλη προσοχή. Του συλλαβίζεις από την αρχή το ποιηματάκι. Κατάλαβες; Αυτό προϋποθέτει βέβαια μεγάλη ψυχή και απέραντη αντοχή. Θέλει κότσια.
Έλα μου έγνεψε χαμογελώντας. Κάνε γρήγορα. Τα όμορφα πράγματα στην ζωή κρατούν όσο η βροχή μέσα στα δάχτυλα μου. Αν αρνηθείς, είναι βρισιά. Δεν χρειάζεται σκέψη. Δε σου ταιριάζουν οι δισταγμοί. Ξέρω τι ψάχνεις. Ξέρω που πάς. Ψηλάφισα τα ίχνη από τα βήματα σου μια νύχτα που είχε ολόγιομο φεγγάρι. Έχω κρυμμένης τα στήθια μου την έκρηξη που θα διαλύσει τα κύτταρα σου και θα σε σκορπίσει στον ουρανό. Κοίταξε με είμαι ένα κόκκινο πλατανόφυλλο σε ένα ποτάμι ορμητικό. Αν κυνηγάς τα όνειρα, πέσε μέσα να με πιάσεις. Αν δεν κάμεις, αν φοβηθείς δεν είσαι για μένα. Φύγε. Δεν σε συνάντησα ποτέ.
Για σένα της έλεγα. Μόνο για σένα. Για να σου τραγουδούν τις ώρες της σιωπής σου. Άπλωνα τα χέρια μου μέσα στην νύχτα και μάζευα πολύχρωμους ήλιους και άσπρα φτερά από περιστέρια. Για σένα της έλεγα Μόνο για σένα. Για να σκεπάσεις το γυμνό κορμί σου. "Ξέρεις τι είναι ο έρωτας" μου έλεγε σιγά η Δάφνη. Η φωνή της ήταν τρυφερή, λιγο τσαλακωμένη, λίγο χνουδωτή, σαν φυλλαράκι της μοναξιά Το βαθύ μπλε του ουρανού. Το βαθύ κόκκινο της παπαρούνας. Το φλύαρο πράσινο του λιβαδιού. Τα χρώματα στης ψυχής. Αυτός είναι ο έρωτας.
Ξέρεις τι μετράει τελικά; Ποιά χέρια θα σε αγκαλιάσουν και θα κάμουν το δέρμα σου να δακρύσει. Ποιό στόμα θα τσακίσει το φλοιό του μυαλού σου και θα σε τινάξει χωρίς αναπνοή στ αστέρια. Δεν έχει ταυτότητα ο έρωτας.
Κάθε φορά που τυχαίνει να πετάξω τις αποσκευές μου, να βάλω φωτιά στο καλύβι μου, με πιάνει μετά από λίγο τέτοια ταραχή , που τρέχω να ξεπουλήσω όσο την ανεξαρτησία μου. Αυτοί που λένε πως είναι ευτυχείς, γιατί έκοψαν τα νήματα που τους συνδέανε με τους υπόλοιπους, αν δεν το παίζουν βούδες είναι το λιγότερο μαλάκες του γλυκού νερού. Όσο περισσότερο ξεκόβεις από τους άλλους, τόσο έρχεσαι κοντύτερα στην Άβυσσο. Κι εκεί τα πράματα είναι δύσκολα. Παρία και πληγή. Χρειαζόμαστε μικρές σκλαβιές στην ζωή μας, για να ξυπνάμε. Χρειαζόμαστε πλαίσια. Σκοπούς. Προσδιορισμούς. Χρειαζόμαστε κορνίζες για να κλείνουμε μέσα τα τοπία που ζωγραφίζει η ψυχή μας. Αλλιώς, τα παίρνει ο άνεμος.
Πού πάμε καπετάνιο; Με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι. Όπου πάνε τα κύματα λέω επίσημα εγώ. Και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα. Κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς παρατάει το τιμόνι του και χορεύει. Και η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους αληταράδες. Και η ψυχή μου γεμίζει νύχτες πολύχρωμες. Γεμίζει σμαραγδιά φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά. Πού να χωρέσουν μέσα μου όλα αυτά? Που να στριμωχτούν πανάθεμα τα;
Αν βρισκόταν τώρα κάποιος δίπλα μου να μου ζεστάνει τα χέρια, να μου πει ψιθυριστά "Εντάξει, μη φοβάσαι μωρό μου". Κι εγώ να σύρω τα δάχτυλα μου στο πρόσωπο του και να πιάσω το σχήμα του χαμόγελου του. Να πιάσω το σχήμα του κόσμου. Και να γλυκαθώ. Κάτι τέτοιες νύχτες είναι που έχω κάνει όλες τις αγοραπωλησίες της ψυχής μου με τον πρώτο έμπορα που θα μου παρουσιαστεί. Πουλάω τα πάντα έτσι για έναν παρά.
Είναι κάτι νύχτες του Γενάρη που τα πουλιά τρέχουν να κρυφτούν γιατί νιώθουν πως έρχεται ο χιονιάς. Πολλά πουλιά χιλιάδες. Θέλω να φύγω. Θέλω να φύγω γρήγορα πριν με προλάβει ο χιονιάς… Βαρέθηκα να ανάβω φωτιές για να ζεσταθούν οι άλλοι και στο τέλος να ξεπαγιάζω εγώ. Να μοιράζομαι την καρέκλα μου με τον κάθε κουρασμένο και στο τέλος να στρογγυλοκάθεται αυτός και γω να κουλουριάζομαι στο πάτωμα. Να σκουπίζω με τα χείλια μου τα δάκρυα των άλλων και τα δικά μου να ξεραίνονται στα μαγούλα μου και να κάνουν κρουστά. Κουράστηκε η ράχη μου να κουβαλά πληγωμένους. Στέγνωσε το στόμα μου να τους φωνάζω. Μη σωριάζεστε ρε ξεφτίλες. Σταθείτε στα πόδια σας. Μπόρα είναι. Βγάλτε τις τσίμπλες από τα μάτια σας. Ξημερώνει.
Βαρέθηκα να φτιάχνομαι από τα λάθη μου. Να φυτεύω βολβούς πάνω σε σωρούς από σκατά. Να βγάζω αθώους τους ένοχους και να κάθομαι για πάρτη τους στο σκαμνί. Να μουλιάζω στην βροχή γιατί άνοιξα την ομπρελά μου να μπουν από κάτω δυο τρεις μουρόχαβλοι που μου φάνηκαν κρυουλιάρηδες...
Το κακό είναι πώς όλα αυτά γίνονται επειδή στο βάθος είμαι δειλός. Τα κάνω για να πιστέψω έστω και για λίγο πώς είμαι και εγώ εδώ. Πως παίζω και εγώ σ΄ αυτό το ντέρμπυ. Πάντως όπως και να χει το ζήτημα ένα πράμα ξέρω καλά. Πως γουστάρω πολύ. Γουστάρω την φάση και περισσότερο την αντίφαση. Γουστάρω την τρελά μου και περισσότερο την τρελά των άλλων. Γουστάρω να μυρίζομαι ανθρωπιά. Γουστάρω τ΄ αγόρια που έχουν κορδέλες στα μαλλιά και στα μάτια ένα ματσάκι μενεξέδες. Γουστάρω τα κορίτσια που τραγουδούν στις ακρογιαλιές μένα θαλασσοπούλι ανάμεσα στα φρύδια. Μπορεί να είμαι μια δειλή μια φευγάτη αλλά χαίρομαι αφάνταστα που κάποιος με έσπειρε σε αυτή την γη.
Αν σκοτωθούμε σε καμία στροφή να ξέρεις συμβαίνει αυτό και στα πουλιά. Ήρθαμε στην γη περάσαμε καλά ευχαριστώ, δαγκάσαμε μερικές γερές μπουκιές, μούλιασε η ψυχή και το πετσί μας μέσα στο ζουμί της ζωής και αυτό ήταν το καλύτερο που μπορούσαμε να κάμομε. Σημασία έχει η ένταση. Όχι η διάρκεια. Το χει η κούτρα σου να ζεις. Μπορεί να φτάσεις στα εκατό χωρίς να ζήσεις ούτε μια μέρα. Γι αυτό σου επαναλαμβάνω.
Αν σκοτωθούμε σε καμιά στροφή να ξέρεις ότι τίποτα δεν θα ανατραπεί από τον όμορφο τούτο κόσμο, που είχαμε την τιμή να γνωρίσουμε. Τίποτε απολύτως. Ξυπνώ το πρωί και λέω ευχαριστώ. Ευχαριστώ που ξύπνησα. Ως το βράδυ, έχω να ζήσω μια ζωή που μετράει σαν αιώνας. Μεριές ρε συ πότε είσαι ωραίος; Όταν την κάθε ώρα σου μπορείς να την ρισκάρεις. Να την παίζεις στο μπαρούτι έτσι για το τίποτα. Όχι για κόπους και μαλακίες., γιατί τότε είσαι ματαιόδοξος. Τότε είσαι άτομο που προσπαθεί να γράψει ιστορία. Να δώσει παραδείγματα, μηνύματα, σκατά, όπως θέλεις πες τα. Όχι. Δεν γουστάρω τίποτα από μεγάλες ιδέες οράματα και κουραφέξαλα. Δεν με αφορούν. Και για να σου δώσω να καταλάβεις. Δεν θα πήγαινα να σκοτωθώ σε έναν πόλεμο σαν ηλίθιος. Θα μπορούσα όμως να παλέψω, ενδεχομένως και να πεθάνω για να σε δω να χαίρεσαι μα να χοροπηδάς σαν χορτάτη μαϊμού στο πανηγύρι της ζωής.
Περπατώ ολομόναχη στην πλαγιά των λύκων. Σε ένα μονοπάτι που έχουν φυτρώσει στην άκρη του κάτι πολύχρωμα όνειρα. Σαν αγριολούλουδα. Πέρα από τα σύνορα της ψυχής μου. Πέρα από τα σύνορα της λογικής μου. Στην κόψη της νύχτας.
Πήρα την ανάσα της ροδακινιάς και ξέπλυνα το πρόσωπο μου. Έκλεψα το χαμόγελο μου από τον ύπνο ενός παιδιού και σκέπασα την γύμνια μου. Μάζεψα τα σκόρπια φύλλα του φθινοπώρου κι άναψα φωτιά να ζεσταθώ. Περπατώ ολομόναχη στην πλάγια των λύκων. Αν ακούσω το κλάμα τους θα κρυφτώ στις φτερούγες εκείνου του μικρού πουλιού που τραγουδάει, γιατί ονειρεύεται ένα κόκκινο τσαμπί σταφύλι.
Αν συναντήσω ένα χείμαρρο, θα γίνω φεγγάρι και θα μπερδευτώ στα κλωνάρια κείνης της λεύκας, που ψιθυρίζει τα μυστικά της στα περαστικά σύννεφα. Αν συναντήσω την λύπη θα της ζωγραφίσω ένα χρωματιστό καραβάκι. Αν συναντήσω ένα θαλασσοπούλι, θα κρεμάσω στο πόδι του ένα ραβασάκι να το πάει σε κείνον π΄ αγαπώ. Αν συναντήσω τον θάνατο θα χαζέψω την χαίτη του άλογου του ώσπου να με σηκώσει στην αγκαλιά του.
Όταν κάποια φορά στην ζωή σου νιώσεις πανικό χτυπά την πόρτα εκείνου που ξέρεις πως σε περιμένει. Την ώρα του μεγάλου πανικού θα χτυπήσεις την πόρτα εκείνου που ορκίστηκε πώς πάντα θα σε περιμένει. Είδες που άδικα φοβόσουνα; Δεν χάλασε ο κόσμος λοιπόν, όταν όλοι θα σε απαρνηθούν και ο τελευταίος Ιούδας θα αρπάξει τα δηνάρια του, μόλις σε φιλήσει με πάθος στο στόμα.
Δεν τρέχει κάστανο αν κάποιος κολλητός σου σε δει μια μέρα γυμνό και ξεχασμένο σε ένα πεζοδρόμιο και σου δαγκώσει την ψυχή με τον οίκτο του. Δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, αν κάποτε γκρεμοτσακιστείς από τον βράχο που σκαρφάλωσες, γιατί πήρε το μάτι σου ένα ανθισμένο κυκλάμινο. Αυτός θα είναι εκεί. Τελείωνε μωρό μου, θα σου πει. Ξεπάγιασαν τα χέρια μου να περιμένουν να σε αγκαλιάσουν.
Ήταν ένα απομεσήμερο του Σεπτέμβρη. Ένα μοβ απομεσήμερο που τα ηλιοτρόπια ήταν δακρυσμένα, γιατί ο ήλιος τα είχε ξεχάσει και ταξίδευε πίσω από σκούρα σύννεφα Κουράγιο έλεγα μέσα μου. Μην ιδρώνεις. Την μεριές καλά την πόρτα του. Ακόμα και αν φωνάξεις., θα σε ακούσει. Αφού στο είπε. Στ΄ ορκίστηκε πώς θα σε περιμένει. Φώναξα δυνατά ώσπου βράχνιασα. Χτύπησα δυνατά ώσπου μάτωσαν τα χέρια μου. Κανείς...
Τι όμορφα που είναι τα μοβ απομεσήμερα του Σεπτέμβρη.. Ακόμα και όταν ξέρεις πως αυτός που νόμιζες πως θα σε περιμένει, κρύφτηκε πίσω από σκούρα σύννεφα και σε ξέχασε. Όχι πώς η αφεντιά μου είναι τίποτα σπουδαίο. Απλώς κορόιδεψα λιγότερο από ότι με κορόιδεψαν. Έκλεψα λιγότερο από όσο με έκλεψαν. Και σίγουρα μοίρασα τα τιμαλφή μου, έτσι δίχως να τα χρεώσω πουθενά. Δεν βαριέσαι. Η ουσία είναι ότι χωρίς να το καταλάβω καλά βρέθηκα στην απ' έξω.
Φαίνεται την ώρα που οι άλλοι λογάριαζαν κι έβγαζαν τα μερτικά, εγώ περίμενα να σηκωθεί το φεγγάρι από τα κλαδιά της κουκουναριάς. Σε αυτό το πανηγύρι λοιπόν της ζωής, κάτι θα βρει ο καθένας να τον τραβήξει. Κάτι θα βρει να του αρέσει. Απλωμένη η πραμάτεια. Δεν γίνεται να μην γουστάρεις κατιτί. Το ζήτημα είναι να λάβεις μέρος. Μη σε πάρει η απόκοτων, γιατί την έκανες. Ρε συ, το γονατισμένου τον πηδούν οι πάντες. Ακόμα και οι απόμαχοι τρέχουν να κάνουν μάτι. Σήκω στα πόδια σου. Κάνε παιχνίδι ρε κωλόπαιδο. Μην με κοιτάς σαν μαλάκας.
Δεν παίρνει ο άλλος από θεωρίες. Σκύβεις κοντά στον άνθρωπο σου και προσπαθείς να του μάθεις από το άλφα την ζωή. Προσπαθείς να του φέρεις ξανά στο μυαλό του όλες τις όμορφες εικόνες, που αυτός τις έχει σβήσει και δεν τις θυμάται πια. Σιγά, με πολλή αγάπη και μεγάλη προσοχή. Του συλλαβίζεις από την αρχή το ποιηματάκι. Κατάλαβες; Αυτό προϋποθέτει βέβαια μεγάλη ψυχή και απέραντη αντοχή. Θέλει κότσια.
Έλα μου έγνεψε χαμογελώντας. Κάνε γρήγορα. Τα όμορφα πράγματα στην ζωή κρατούν όσο η βροχή μέσα στα δάχτυλα μου. Αν αρνηθείς, είναι βρισιά. Δεν χρειάζεται σκέψη. Δε σου ταιριάζουν οι δισταγμοί. Ξέρω τι ψάχνεις. Ξέρω που πάς. Ψηλάφισα τα ίχνη από τα βήματα σου μια νύχτα που είχε ολόγιομο φεγγάρι. Έχω κρυμμένης τα στήθια μου την έκρηξη που θα διαλύσει τα κύτταρα σου και θα σε σκορπίσει στον ουρανό. Κοίταξε με είμαι ένα κόκκινο πλατανόφυλλο σε ένα ποτάμι ορμητικό. Αν κυνηγάς τα όνειρα, πέσε μέσα να με πιάσεις. Αν δεν κάμεις, αν φοβηθείς δεν είσαι για μένα. Φύγε. Δεν σε συνάντησα ποτέ.
Για σένα της έλεγα. Μόνο για σένα. Για να σου τραγουδούν τις ώρες της σιωπής σου. Άπλωνα τα χέρια μου μέσα στην νύχτα και μάζευα πολύχρωμους ήλιους και άσπρα φτερά από περιστέρια. Για σένα της έλεγα Μόνο για σένα. Για να σκεπάσεις το γυμνό κορμί σου. "Ξέρεις τι είναι ο έρωτας" μου έλεγε σιγά η Δάφνη. Η φωνή της ήταν τρυφερή, λιγο τσαλακωμένη, λίγο χνουδωτή, σαν φυλλαράκι της μοναξιά Το βαθύ μπλε του ουρανού. Το βαθύ κόκκινο της παπαρούνας. Το φλύαρο πράσινο του λιβαδιού. Τα χρώματα στης ψυχής. Αυτός είναι ο έρωτας.
Ξέρεις τι μετράει τελικά; Ποιά χέρια θα σε αγκαλιάσουν και θα κάμουν το δέρμα σου να δακρύσει. Ποιό στόμα θα τσακίσει το φλοιό του μυαλού σου και θα σε τινάξει χωρίς αναπνοή στ αστέρια. Δεν έχει ταυτότητα ο έρωτας.
Κάθε φορά που τυχαίνει να πετάξω τις αποσκευές μου, να βάλω φωτιά στο καλύβι μου, με πιάνει μετά από λίγο τέτοια ταραχή , που τρέχω να ξεπουλήσω όσο την ανεξαρτησία μου. Αυτοί που λένε πως είναι ευτυχείς, γιατί έκοψαν τα νήματα που τους συνδέανε με τους υπόλοιπους, αν δεν το παίζουν βούδες είναι το λιγότερο μαλάκες του γλυκού νερού. Όσο περισσότερο ξεκόβεις από τους άλλους, τόσο έρχεσαι κοντύτερα στην Άβυσσο. Κι εκεί τα πράματα είναι δύσκολα. Παρία και πληγή. Χρειαζόμαστε μικρές σκλαβιές στην ζωή μας, για να ξυπνάμε. Χρειαζόμαστε πλαίσια. Σκοπούς. Προσδιορισμούς. Χρειαζόμαστε κορνίζες για να κλείνουμε μέσα τα τοπία που ζωγραφίζει η ψυχή μας. Αλλιώς, τα παίρνει ο άνεμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου