Δύσκολο να πεις "σ’ αγαπώ"! Κοίτα πόσο χρόνο, απόσταση και προσποίηση επενδύσαμε μπροστά στον τρόμο αυτής της λέξης που σαν φίδι πλησιάζει αθόρυβα, παραμονεύει, και που αρνείσαι μια, δυο, τρεις, πολλές φορές, διώχνοντάς την σαν κακή σκέψη, αδυναμία, παράπτωμα, σαν κάτι ανεπίτρεπτο.
Σήμερα θα 'θελα τα δάχτυλά σου ιστορίες να γράφουν στα μαλλιά μου. Θα 'θελα στον ώμο φιλιά, χουχούλιασμα, τις αλήθειες τις πιο μεγάλες να ξεστομίζεις ή τα πιο μεγάλα ψέματα! Να μου ’λεγες ας πούμε πως είμαι η γυναίκα η πιο ωραία του κόσμου, πως πολύ μ’ αγαπάς και άλλα τέτοια, χιλιοειπωμένα! Με τα επιτακτικά σου φιλιά τις γραμμές του προσώπου μου να διαγράφεις και στα μάτια άχρονα να με κοιτάζεις, λες κι ολάκερη η ζωή σου εξαρτάται απ' το χρώμα τους.
Ν’ αναγνωρίζεις εμπρός στον καθρέφτη το ίχνος, την απουσία των κορμιών που συνομιλούν πλεγμένα. Να νιώθεις πως υπάρχει μια άγρια αγάπη έγκλειστη για λόγους λογικής, καταδικασμένη εις θάνατον από εξάντληση, δίχως να δοθεί σε άλλον κανέναν παρά κυριευμένη από ένα μόνο πρόσωπο αναπόφευκτο. Να χάνεσαι ξαφνικά. Κι ύστερα να επιστρέφεις πάλι, σημαίνοντας την επόμενη συνάντηση, μόνο και μόνο για να το μετανιώσεις ξανά. Να μην αντέχεις το φόβο, τη δειλία, τον τρόμο στον ήχο της φωνής.
Να δραπετεύεις σαν ελάφι, τρομαγμένο απ’ την ίδια του την καρδιά κραυγάζοντας ένα και μόνο όνομα στη σιωπή κι έτσι να κάνεις θόρυβο, να γεμίζεις με φωνές άλλες, μόνο και μόνο για να συνεχίσεις να διαλύεσαι και να αυξάνεις τον τρόμο που προκαλεί ένας παντοτινά χαμένος ουρανός.
Στο ημερολόγιο να μετράς την απουσία και με κόκκινο στυλό να διαγράφεις τις μέρες που κάποτε σημάδεψαν τα ενωμένα κορμιά. Παράθυρα λευκά απ’ όπου θα ξεγλιστρά μια απαρχαιωμένη ηδονή και μια μοναξιά να ανακουφίζει το τεντωμένο δέρμα. Τους ήχους να ξαναβρίσκεις της εσώτερης ζωής, που τα εξαγριωμένα λόγια μας τους είχαν σιγήσει. Οι μέρες να απορροφούν την πικρία καθώς θα πέφτουν έξω οι πρώτες βροχές.
Η μοναξιά θα μυρίζει νοτισμένη γη. Ανέμους θα γεμίζει η καρδιά μου. Λίγες ημέρες ακόμη και θα σβήσουν οι γραμμές οι ακριβείς του προσώπου σου. Και τότε απ’ την αρχή θα σε ποθώ ξανά. Θα αποκλείσω λήθη και οργή. Η νοσταλγία να με μουσκεύει και εγώ η ίδια υγρασία να αναδίδω. Φθαρμένη να προσμένω την ανάσταση της σάρκας αυτού που υπήρξαμε.
Σήμερα θα 'θελα τα δάχτυλά σου ιστορίες να γράφουν στα μαλλιά μου. Θα 'θελα στον ώμο φιλιά, χουχούλιασμα, τις αλήθειες τις πιο μεγάλες να ξεστομίζεις ή τα πιο μεγάλα ψέματα! Να μου ’λεγες ας πούμε πως είμαι η γυναίκα η πιο ωραία του κόσμου, πως πολύ μ’ αγαπάς και άλλα τέτοια, χιλιοειπωμένα! Με τα επιτακτικά σου φιλιά τις γραμμές του προσώπου μου να διαγράφεις και στα μάτια άχρονα να με κοιτάζεις, λες κι ολάκερη η ζωή σου εξαρτάται απ' το χρώμα τους.
Ν’ αναγνωρίζεις εμπρός στον καθρέφτη το ίχνος, την απουσία των κορμιών που συνομιλούν πλεγμένα. Να νιώθεις πως υπάρχει μια άγρια αγάπη έγκλειστη για λόγους λογικής, καταδικασμένη εις θάνατον από εξάντληση, δίχως να δοθεί σε άλλον κανέναν παρά κυριευμένη από ένα μόνο πρόσωπο αναπόφευκτο. Να χάνεσαι ξαφνικά. Κι ύστερα να επιστρέφεις πάλι, σημαίνοντας την επόμενη συνάντηση, μόνο και μόνο για να το μετανιώσεις ξανά. Να μην αντέχεις το φόβο, τη δειλία, τον τρόμο στον ήχο της φωνής.
Να δραπετεύεις σαν ελάφι, τρομαγμένο απ’ την ίδια του την καρδιά κραυγάζοντας ένα και μόνο όνομα στη σιωπή κι έτσι να κάνεις θόρυβο, να γεμίζεις με φωνές άλλες, μόνο και μόνο για να συνεχίσεις να διαλύεσαι και να αυξάνεις τον τρόμο που προκαλεί ένας παντοτινά χαμένος ουρανός.
Στο ημερολόγιο να μετράς την απουσία και με κόκκινο στυλό να διαγράφεις τις μέρες που κάποτε σημάδεψαν τα ενωμένα κορμιά. Παράθυρα λευκά απ’ όπου θα ξεγλιστρά μια απαρχαιωμένη ηδονή και μια μοναξιά να ανακουφίζει το τεντωμένο δέρμα. Τους ήχους να ξαναβρίσκεις της εσώτερης ζωής, που τα εξαγριωμένα λόγια μας τους είχαν σιγήσει. Οι μέρες να απορροφούν την πικρία καθώς θα πέφτουν έξω οι πρώτες βροχές.
Η μοναξιά θα μυρίζει νοτισμένη γη. Ανέμους θα γεμίζει η καρδιά μου. Λίγες ημέρες ακόμη και θα σβήσουν οι γραμμές οι ακριβείς του προσώπου σου. Και τότε απ’ την αρχή θα σε ποθώ ξανά. Θα αποκλείσω λήθη και οργή. Η νοσταλγία να με μουσκεύει και εγώ η ίδια υγρασία να αναδίδω. Φθαρμένη να προσμένω την ανάσταση της σάρκας αυτού που υπήρξαμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου