Ερευνώντας το Άγνωστο ο ερευνητής βρίσκεται μπροστά στο πιο αδυσώπητο φάντασμα απ’ όλα. Δεν μπορεί ούτε να το αποφύγει ούτε να το αγνοήσει. Είναι ένα φάντασμα που δεν αναγνωρίζει σύνορα, που περνά μέσα από τους τοίχους με άνεση, και που δε δέχεται κανέναν περιορισμό. Όσο κι αν προσπαθεί κανείς να το περιορίσει και να το εγκλωβίσει τόσο περισσότερο συνειδητοποιεί ότι αυτό είναι αδύνατο και ακατόρθωτο.Το Φάντασμα αυτό λέγεται Πραγματικότητα.
Δεν ορίζεται, ούτε περιορίζεται. Δεν έχει όρια, περίγραμμα ή μορφή. Δεν μπορεί να κλειστεί σ’ ένα κουτάκι που λέγεται Φυσικός Νόμος. Ο κάθε “φυσικός” νόμος δεν είναι παρά ένα συγκεκριμένο ποσό ανθρώπινης μωρίας. Είναι ένα κβάντουμ ανοησίας. Η πραγματικότητα δεν μπορεί καν να χωριστεί σε κατηγορίες και να ταξινομηθεί, δίχως ν’ αλλοιωθεί η φύση της ή και να χαθεί εντελώς. Όλα σχετίζονται με όλα, αλλά σχεδόν πάντα οι σχέσεις αυτές και οι αλληλεπιδράσεις παραμένουν άγνωστες για μας ή, το πολύ, είναι οριακά γνωστές.
Ο διαχωρισμός των φαινομένων σε κατηγορίες ή ομάδες φτιάχνει τεχνητούς χώρους, που όμως δεν έχουν καμία στεγανότητα και σπάνια ικανοποιούν ακόμη και την πιο συμβατική έννοια αυτών των λέξεων. Γι’ αυτό και είναι αδύνατο να δοθεί σ’ ένα βιβλίο μια ολοκληρωμένη εικόνα. Όχι γιατί δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτό, αλλά γιατί από τη φύση της η Πραγματικότητα είναι μια έκφραση του χάους και δεν ολοκληρώνεται. Ολοκλήρωση σημαίνει περιορισμό. Δεν ξέρουμε τίποτα που πραγματικά ν’ αρχίζει από κάπου και να τελειώνει κάπου. Τα πάντα αρχίζουν από το άγνωστο και συνεχίζονται σε αμέτρητα παρακλάδια, που χωρίζονται σε άλλα υποπαρακλάδια, επ’ άπειρο, προς το άγνωστο. Ο μόνος τρόπος για να “ολοκληρώσεις” ένα θέμα είναι ν’ αγνοήσεις το μεγαλύτερο μέρος του. Δε γίνεται διαφορετικά. Τελικά, αυτό κάνω κι εγώ, αυτό κάνουν όλοι.
Ορίζουμε αυθαίρετα μια αρχή και αυθαίρετα ένα τέλος.
Υπάρχει ένα πλήθος μυστηρίων γύρω από τη θάλασσα που, ακόμη και με τον περιορισμό αυτό –το “γύρω από τη θάλασσα” είναι περιορισμός– δεν είναι δυνατό να τα ταξινομήσουμε σε μια κάπως ικανοποιητικά ολοκληρωμένη μορφή. Τα ίδια συμβάντα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως υλικό στην έρευνα των θαλάσσιων τεράτων, στην έρευνα των στοιχειωμένων πλοίων, των παραψυχολογικών φαινομένων, των υποβρύχιων πολιτισμών, ή και σε οποιαδήποτε άλλη έρευνα. Ναι, ακόμη και στην έρευνα ενός ψυχολόγου που θα ήθελε ν’ αποδείξει ότι όσοι ασχολούνται με αυτά είναι τρελοί.
Για παράδειγμα, σε ποιο σημείο οι εξαφανίσεις των πληρωμάτων των πλοίων αρχίζουν να συνδέονται με το φαινόμενο των ΑΤΥΑ (Αγνώστου Ταυτότητας Υποβρύχια Αντικείμενα), και σε ποιο σημείο τα ΑΤΥΑ αρχίζουν να ταυτίζονται με τα ΑΤΙΑ; Πότε τα σκάφη αυτά γίνονται δεκτά ως εξωγήινα και πότε ως εκδηλώσεις παράλληλων κόσμων ή και ως εκδηλώσεις του “υπερφυσικού”; Πού αρχίζουν να συνδέονται οι λεγόμενοι Παράλληλοι Κόσμοι με τα παραψυχολογικά φαινόμενα; Πότε τα θαλάσσια τέρατα είναι φυσικά “προϊστορικά” πλάσματα που έτυχε να επιβιώσουν ως τις μέρες μας, και πότε είναι εξωγήινα όντα ή εκπρόσωποι ενός πιθανού υποβρύχιου ιθαγενούς αλλά μη ανθρώπινου πολιτισμού;
Παντού οι κατηγορίες συγχέονται. Δεν ξέρουμε πού ανήκουν. Μπορεί να μην ανήκουν σε καμία γνωστή κατηγορία· αλλά κι αν ανήκουν σε κάποια, μια έρευνα που θα κάναμε σε βάθος θ’ απαιτούσε να τα κατατάξουμε αργότερα σε μια πιο γενική κατηγορία και μετά σε μια ακόμη πιο γενική… σε μια σειρά χωρίς τελειωμό.
Από την άλλη μεριά, σύντομα θα σκοντάφταμε στο εξής βασικό πρόβλημα: στις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις της κάθε κατηγορίας φαινομένων με άλλες γενικές ή επιμέρους κατηγορίες φαινομένων. Και όποιος πιστεύει πως υπάρχουν απλές απαντήσεις και λύσεις σε όλα, σημαίνει ότι ποτέ δεν ασχολήθηκε σοβαρά με το να τις βρει.
Ο κόσμος, η πραγματικότητα, όπως θέλετε πέστε το, και το καθετί που ανήκει σ’ αυτά, έχουν μια ενιαία υπόσταση. Δε διαχωρίζονται, και οποιαδήποτε έρευνα που αναγκαστικά έχει αρχή και τέλος είναι, εξίσου αναγκαστικά, ανεπαρκής. Αν ένα βιβλίο τελειώνει εξηγώντας τα πάντα χωρίς ν’ αφήνει περιθώρια γι’ άλλες εξηγήσεις ή αμφιβολίες, πετάξτε το στα σκουπίδια. Μια πλήρης έκθεση της πραγματικότητας θ’ απαιτούσε ένα συγγραφέα με άπειρη διάνοια για να γράψει ένα βιβλίο με άπειρες σελίδες, κι έναν αναγνώστη με άπειρη εγκεφαλική χωρητικότητα. Και ασφαλώς, μια αιωνιότητα για να γραφτεί και να διαβαστεί το κάθε κεφάλαιο αυτού του βιβλίου.
Ακόμη κι αν υπήρχαν όλα αυτά, θα χρειαζόταν άπειρη υπομονή και από τη μεριά του συγγραφέα και από τη μεριά του αναγνώστη – κάτι που σίγουρα δε διαθέτουμε, αν δεν έχει εξαντληθεί ήδη. Έτσι συμβιβαζόμαστε σε μια μικρή όψη του χάους που αποκαλείται –μια πραγματικά αθώα λέξη– Πραγματικότητα.
Οι αναλύσεις που θα κάνουμε έχουν δύο όψεις: Πρώτο, δεν ανήκουν σε καμία από τις προηγούμενες κατηγορίες φαινομένων που είδαμε. Η καθεμία στέκει μεν από μόνη της, αλλά ταυτόχρονα είναι ανεπαρκής αν τη δει κανείς αποκομμένη από το ευρύτερο πλέγμα. Δεύτερο, μπορεί οι αναλύσεις να μπουν σε λογικά πλαίσια, αλλά η πίστη στη λογική φύση της πραγματικότητας είναι το πιο παράλογο πράγμα που έχω συναντήσει μέχρι σήμερα. Δεν έχω βρει τίποτα το λογικό σε όλα αυτά τα γεγονότα, αν με τον όρο “λογικό” εννοούμε μια απλή ερμηνεία που να καλύπτει τα πάντα. Ναι, δείχνουν κάποια νοημοσύνη, αλλά η μηχανιστική λογική δεν είναι γνώρισμα καμίας φυσικής νοημοσύνης.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα: Γιατί ένα τηγανητό κολοκυθάκι είναι πιο λογικό να υπάρχει από πένα πλοίο-φάντασμα;
Μπορεί να χρησιμοποιώ αστεία παραδείγματα, αλλά δεν αστειεύομαι. Ναι, τελικά, τι το πιο λογικό υπάρχει στην ύπαρξη ενός κολοκυθιού σε σύγκριση μ’ εκείνη ενός πλοίου-φαντάσματος; Με καμία φιλοσοφική, γνωσιολογική ή άλλη μεθοδολογία δεν μπορεί ν’ αποδείξει κανείς ότι το κολοκυθάκι υπάρχει περισσότερο από ένα πλοίο-φάντασμα. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι καν δυνατό ν’ αποδείξει κανείς ότι υπάρχει τίποτα. Μπορεί ο Ντεκάρτ να υπήρχε επειδή σκεπτόταν –ξέρετε, εννοώ εκείνη τη γνωστή φράση του– αλλά πόσο σκέφτεται ένα κολοκυθάκι για να υπάρχει;
Η λεγόμενη αντικειμενική ύπαρξη είναι απλώς μια σύμβαση που έχουμε κάνει με το Άγνωστο. Είναι αξίωμα, δεν έχει αποδείξεις.
Αλλά, ακόμη κι αν δεχτεί κανείς ως αξίωμα ότι το κολοκυθάκι υπάρχει, έχει κάθε δικαίωμα να το αναλύσει σε μόρια και σε άτομα, σε νετρίνο και σε κουάρκ, να το περιγράψει σαν μια χωροχρονική ανωμαλία του πεδίου με όρους κυμάτων πιθανοτήτων και με κβαντικούς αριθμούς… και άλλα τέτοια ακατανόητα ακόμη και για εκείνους που πήραν Νομπέλ επειδή τα ανακάλυψαν.
Αλλά, με ποια λογική, ξεκινώντας από τις ίδιες βασικές καταστάσεις, καταλήγουν όλα αυτά να διαμορφώνουν πότε ένα τηγανητό κολοκυθάκι, πότε έναν τεράστιο ήλιο, πότε έναν άνθρωπο και πότε ένα παξιμάδι βίδας… ή ένα βακτηρίδιο ή έναν εκπρόσωπο του Θεού επί ης ταλαίπωρης Γης;
Πώς θ’ αναλύσουμε όλα αυτά τα διαφορετικά αντικείμενα, πλάσματα και υποστάσεις και πώς θα εξηγήσουμε τις διαφορές τους καταφεύγοντας στα κουάρκ και τους κβαντικούς αριθμούς;
Λογική; Χα! Απλώς το σύμπαν υπάρχει – και αυτό τα λέει όλα.
Θα μου ήταν εύκολο να δείξω, ακολουθώντας διαφορετική τακτική, ότι ένα τηγανητό κολοκυθάκι κρύβει τόσο μυστήριο όσο και η εξαφάνιση ενός πλοίου ή η παρουσία ενός ΑΤΙΑ ή και η ίδια η φύση του σύμπαντος, και δε θα αστειευόμουν καθόλου. Οποιοδήποτε κομματάκι του σύμπαντος κρύβει το μυστήριο του συνόλου. Ρωτήστε έναν επιστήμονα που προσπαθεί να ενοποιήσει τη βαρύτητα, τον ηλεκτρομαγνητισμό, τις ασθενείς και τις ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις σ’ ένα ενιαίο σύνολο και θα διαπιστώσετε με έκπληξη ότι το τηγανητό κολοκυθάκι μπορεί να είναι –και είναι– το ίδιο ακατανόητο και γοητευτικό όσο και τα σμήνη των μακρινών γαλαξιών.
Αλλά η πεζή αλήθεια εδώ είναι ότι κατά βάθος δεν εξετάζουμε τόσο τα μεγάλα μυστήρια όσο τα πιο εντυπωσιακά από τα μεγάλα μυστήρια, όπως τουλάχιστον τα εννοεί ο συνηθισμένος μέσος άνθρωπος. Είναι για τον ίδιο σχεδόν λόγο που οι εφημερίδες και οι τηλεοράσεις προτιμούν να ασχολούνται με τη Μαντόνα, παρά με την κυρία Ευανθία που μένει δίπλα σας.Από την άποψη αυτή, ακόμη και η πιο σοβαρή έρευνα –ας πούμε για παράδειγμα, “η επίδραση των αμινογλυκοσίδων στη μονάδα 30S των ριβοσωμάτων”– θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα επιστημονικό πορνογράφημα, γιατί ασχολείται με κάτι ευρύτερου ενδιαφέροντος. Όπως ο Τύπος ασχολείται με τη Μαντόνα και όχι με την τυχαία κυρία Ευανθία.
Το πλεονέκτημα αυτής της τακτικής –του να δίνουμε έμφαση στη Μαντόνα αντί για την κυρία Ευανθία, και στα εντυπωσιακά μυστήρια αντί για τα πιο ταπεινά– είναι ότι εγγυάται να τραβήξει το ενδιαφέρον του μέσου αναγνώστη. Αυτό είναι απολύτως θεμιτό. Τραβώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη με μερικά εντυπωσιακά συμβάντα το μυαλό του αρχίζει να δουλεύει, και σιγά-σιγά αρχίζει να βλέπει να ν’ ανακαλύπτει από μόνος του πράγματα που δεν υπήρχαν καν στο τυχόν αρχικό κείμενο που διάβασε.
Έτσι αρχίζει ν’ αναζητά και, κυρίως, αρχίζει ν’ αμφιβάλλει για πράγματα που σε κάθε άλλη περίπτωση θα τα θεωρούσε ως σίγουρες, απόλυτες και αναμφισβήτητες αλήθειες. Αρχίζει έτσι να χάνει την πίστη του στην απόλυτη γνώση και στην απόλυτη αλήθεια, που συνήθως δεν είναι παρά τα σαλιαρίσματα κάποιων απολιθωμένων και αραχνιασμένων μυαλών. Και αυτή η αμφισβήτηση του απόλυτου είναι το πιο σημαντικό βήμα προς την προσωπική εσωτερική ελευθερία και την αληθινή κατανόηση του σύμπαντος. Γιατί “κατανόηση” δε σημαίνει να μικραίνεις το σύμπαν στα ανεπαρκή όρια της ανθρώπινης λογικής, αλλά να το δεχτείς στην απειρία του ως έχει και, φυσικά, να το ερευνήσεις.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι το σύμπαν αποτελεί μια πρόκληση. Πρέπει να τη δεχτούμε και ν’ ανταποκριθούμε σ’ αυτή. Δεν είναι δυνατό να προβάλλουμε πάνω του σαν σε οθόνη τις προκαταλήψεις μας, και να προσπαθούμε μετά να τις βαφτίσουμε “μεγάλες αλήθειες”. Ό,τι αινιγματικό συμβαίνει πρέπει να ερευνηθεί, έστω μόνο και μόνο επειδή είναι αινιγματικό. Δεν έχει τόσο σημασία το να βρεθεί μια τελική απάντηση –που δεν υπάρχει– όσο το να διευρυνθεί η οπτική γωνία από την οποία βλέπουμε τον κόσμο. Η συνολική κατανόηση της Πραγματικότητας είναι πάντα πέρα από τη λύση των επιμέρους προβλημάτων. Λύνοντας το κάθε πρόβλημα ξεχωριστά και απαντώντας σε κάθε αίνιγμα ανεξάρτητα χάνουμε τελικά την πραγματικότητα και την ουσία του συνόλου. Και τότε η γνώση είναι σαν στάχτη στο στόμα και σαν ναρκωτικό για το μυαλό.
Έτσι, οι αναλύσεις των αινιγμάτων που θα δούμε τώρα είναι φαινομενικά μόνο ανεξάρτητες και δεν έχει ιδιαίτερη αξία ή σημασία η προσπάθεια να βγάλετε μια “πλήρη” εικόνα. Συσχετισμοί υπάρχουν, αλλά κάνοντάς τους θα βρεθείτε αντιμέτωποι με πιο πολύπλοκες καταστάσεις από πριν.
Δεν πειράζει.
Δε ζορίζουμε τα γεγονότα για να στριμωχτούν κάπου. Σημασία έχει να πετάξετε τις παρωπίδες και ν’ αντιληφθείτε πόσο προσβλητική είναι η ιδιότητα του οπαδού. Και η τυφλή αποδοχή της οποιασδήποτε ιδέας ως τελικής και οριστικής αλήθειας σας κάνει οπαδό.
Όλα όσα είδαμε είχαν μια ομίχλη μυστηρίου γύρω τους, αλλά είναι μια χρήσιμη ομίχλη, όσο κι αν αυτό ακούγεται περίεργο. Χρήσιμη γιατί εμποδίζει την πλήρη ταξινόμηση. Αν ήταν εφικτό θ’ απέφευγα την οποιαδήποτε ταξινόμηση των θεμάτων σε κάθε βιβλίο μου, αλλά ένα τέτοιο βιβλίο δεν θα ήταν δυνατό να διαβαστεί. Βασικά, η δική μου δουλειά είναι να δείχνω την άλλη πλευρά της κάθε επίσημης αλήθειας, ώστε κάπως να ισορροπούν τα πράγματα.
Αλλά, γέμισα κιόλας μερικές σελίδες με κουβέντα (κακό αυτό), αν κι ελπίζω να σας έβαλα σε σκέψεις (καλό αυτό) για να συνεχίσετε την έρευνα.
Ενδιαφέρον αυτό!
Και ο Ιανός έχει κάποιο ρόλο σ’ αυτό το παιχνίδι της πραγματικότητας.
Τι παράξενοι κόσμοι θα μπορούσαν να κρύβονται πίσω απ’ όλα αυτά που είδαμε; Πού θα πρέπει να τους αναζητήσουμε; Πού τους αναζήτησαν άλλοι και τι βρήκαν; Στους βυθούς, στο διάστημα, σε άλλες διαστάσεις;… Ή μήπως σε όλα αυτά μαζί; Μήπως οι παράξενοι κόσμοι αλληλοσυμπληρώνονται; Η απάντηση είναι θετική, αλλ’ αυτό θα το κρίνετε και μόνοι σας. Είναι γεγονός ότι έχουν προταθεί διάφορα μοντέλα “θεωρητικών κόσμων” για να εξηγηθούν τα φαινόμενα, με λιγότερες ή περισσότερες δόσεις συνοχής και συνέπειας στη δομή τους. Αυτό είναι φανερό. Εκείνο που δεν είναι τόσο φανερό είναι το ποιο μοντέλο πλησιάζει περισσότερο στη λεγόμενη Πραγματικότητα.
Τα μοντέλα αυτά έχουν περισσότερο ή λιγότερο στενά πλαίσια και ο κάθε συγγραφέας φαίνεται να πιστεύει –ανόητα μάλλον– ότι έχει υποχρέωση να πρωτοτυπήσει, χρησιμοποιώντας κάθε φορά κι ένα διαφορετικό όνομα για να περιγράψει κάτι που ήδη περιγράφουν και άλλοι. Έτσι, έχουμε το Τρίγωνο των Βερμούδων, τη Θάλασσα του Διαβόλου, τα Νεκροταφεία του Διαβόλου, το Τρίγωνο του Θανάτου, τη Θάλασσα των Χαμένων Ψυχών, τον Τόπο (Limbo) των Καταραμένων ή των Χαμένων, κι ένα σωρό εξίσου γραφικά ονόματα για το ίδιο πράγμα, γεγονός που τελικά μάλλον προκαλεί σύγχυση παρά διαφωτίζει το θέμα.
Αλλά… δε βαριέστε, έχει κι αυτό το κέφι του.
Θα δούμε πώς έχουν τα πράγματα κάτω από τη γενική ονομασία Παράξενοι Τόποι. Όπου είναι δυνατό θα αναφέρουμε συγκριτικά και παράλληλα τις διάφορες προτεινόμενες θεωρίες και απόψεις, διαφορετικά θα τις εξετάσουμε ξεχωριστά στη συνέχεια. Έτσι κι αλλιώς, όπως είπαμε, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα όρια ή σύνορα ανάμεσά τους.
Τι να κάνουμε; Το χάος υπήρχε ήδη πριν αρχίσω να γράφω εγώ. Ναι, μάρτυράς μου και ο Ησίοδος.
Αλλά ας βουτήξουμε τώρα στη δίνη αυτών των τόπων.
Φυσικά, με κέφι.
Δεν ορίζεται, ούτε περιορίζεται. Δεν έχει όρια, περίγραμμα ή μορφή. Δεν μπορεί να κλειστεί σ’ ένα κουτάκι που λέγεται Φυσικός Νόμος. Ο κάθε “φυσικός” νόμος δεν είναι παρά ένα συγκεκριμένο ποσό ανθρώπινης μωρίας. Είναι ένα κβάντουμ ανοησίας. Η πραγματικότητα δεν μπορεί καν να χωριστεί σε κατηγορίες και να ταξινομηθεί, δίχως ν’ αλλοιωθεί η φύση της ή και να χαθεί εντελώς. Όλα σχετίζονται με όλα, αλλά σχεδόν πάντα οι σχέσεις αυτές και οι αλληλεπιδράσεις παραμένουν άγνωστες για μας ή, το πολύ, είναι οριακά γνωστές.
Ο διαχωρισμός των φαινομένων σε κατηγορίες ή ομάδες φτιάχνει τεχνητούς χώρους, που όμως δεν έχουν καμία στεγανότητα και σπάνια ικανοποιούν ακόμη και την πιο συμβατική έννοια αυτών των λέξεων. Γι’ αυτό και είναι αδύνατο να δοθεί σ’ ένα βιβλίο μια ολοκληρωμένη εικόνα. Όχι γιατί δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτό, αλλά γιατί από τη φύση της η Πραγματικότητα είναι μια έκφραση του χάους και δεν ολοκληρώνεται. Ολοκλήρωση σημαίνει περιορισμό. Δεν ξέρουμε τίποτα που πραγματικά ν’ αρχίζει από κάπου και να τελειώνει κάπου. Τα πάντα αρχίζουν από το άγνωστο και συνεχίζονται σε αμέτρητα παρακλάδια, που χωρίζονται σε άλλα υποπαρακλάδια, επ’ άπειρο, προς το άγνωστο. Ο μόνος τρόπος για να “ολοκληρώσεις” ένα θέμα είναι ν’ αγνοήσεις το μεγαλύτερο μέρος του. Δε γίνεται διαφορετικά. Τελικά, αυτό κάνω κι εγώ, αυτό κάνουν όλοι.
Ορίζουμε αυθαίρετα μια αρχή και αυθαίρετα ένα τέλος.
Υπάρχει ένα πλήθος μυστηρίων γύρω από τη θάλασσα που, ακόμη και με τον περιορισμό αυτό –το “γύρω από τη θάλασσα” είναι περιορισμός– δεν είναι δυνατό να τα ταξινομήσουμε σε μια κάπως ικανοποιητικά ολοκληρωμένη μορφή. Τα ίδια συμβάντα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως υλικό στην έρευνα των θαλάσσιων τεράτων, στην έρευνα των στοιχειωμένων πλοίων, των παραψυχολογικών φαινομένων, των υποβρύχιων πολιτισμών, ή και σε οποιαδήποτε άλλη έρευνα. Ναι, ακόμη και στην έρευνα ενός ψυχολόγου που θα ήθελε ν’ αποδείξει ότι όσοι ασχολούνται με αυτά είναι τρελοί.
Για παράδειγμα, σε ποιο σημείο οι εξαφανίσεις των πληρωμάτων των πλοίων αρχίζουν να συνδέονται με το φαινόμενο των ΑΤΥΑ (Αγνώστου Ταυτότητας Υποβρύχια Αντικείμενα), και σε ποιο σημείο τα ΑΤΥΑ αρχίζουν να ταυτίζονται με τα ΑΤΙΑ; Πότε τα σκάφη αυτά γίνονται δεκτά ως εξωγήινα και πότε ως εκδηλώσεις παράλληλων κόσμων ή και ως εκδηλώσεις του “υπερφυσικού”; Πού αρχίζουν να συνδέονται οι λεγόμενοι Παράλληλοι Κόσμοι με τα παραψυχολογικά φαινόμενα; Πότε τα θαλάσσια τέρατα είναι φυσικά “προϊστορικά” πλάσματα που έτυχε να επιβιώσουν ως τις μέρες μας, και πότε είναι εξωγήινα όντα ή εκπρόσωποι ενός πιθανού υποβρύχιου ιθαγενούς αλλά μη ανθρώπινου πολιτισμού;
Παντού οι κατηγορίες συγχέονται. Δεν ξέρουμε πού ανήκουν. Μπορεί να μην ανήκουν σε καμία γνωστή κατηγορία· αλλά κι αν ανήκουν σε κάποια, μια έρευνα που θα κάναμε σε βάθος θ’ απαιτούσε να τα κατατάξουμε αργότερα σε μια πιο γενική κατηγορία και μετά σε μια ακόμη πιο γενική… σε μια σειρά χωρίς τελειωμό.
Από την άλλη μεριά, σύντομα θα σκοντάφταμε στο εξής βασικό πρόβλημα: στις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις της κάθε κατηγορίας φαινομένων με άλλες γενικές ή επιμέρους κατηγορίες φαινομένων. Και όποιος πιστεύει πως υπάρχουν απλές απαντήσεις και λύσεις σε όλα, σημαίνει ότι ποτέ δεν ασχολήθηκε σοβαρά με το να τις βρει.
Ο κόσμος, η πραγματικότητα, όπως θέλετε πέστε το, και το καθετί που ανήκει σ’ αυτά, έχουν μια ενιαία υπόσταση. Δε διαχωρίζονται, και οποιαδήποτε έρευνα που αναγκαστικά έχει αρχή και τέλος είναι, εξίσου αναγκαστικά, ανεπαρκής. Αν ένα βιβλίο τελειώνει εξηγώντας τα πάντα χωρίς ν’ αφήνει περιθώρια γι’ άλλες εξηγήσεις ή αμφιβολίες, πετάξτε το στα σκουπίδια. Μια πλήρης έκθεση της πραγματικότητας θ’ απαιτούσε ένα συγγραφέα με άπειρη διάνοια για να γράψει ένα βιβλίο με άπειρες σελίδες, κι έναν αναγνώστη με άπειρη εγκεφαλική χωρητικότητα. Και ασφαλώς, μια αιωνιότητα για να γραφτεί και να διαβαστεί το κάθε κεφάλαιο αυτού του βιβλίου.
Ακόμη κι αν υπήρχαν όλα αυτά, θα χρειαζόταν άπειρη υπομονή και από τη μεριά του συγγραφέα και από τη μεριά του αναγνώστη – κάτι που σίγουρα δε διαθέτουμε, αν δεν έχει εξαντληθεί ήδη. Έτσι συμβιβαζόμαστε σε μια μικρή όψη του χάους που αποκαλείται –μια πραγματικά αθώα λέξη– Πραγματικότητα.
Οι αναλύσεις που θα κάνουμε έχουν δύο όψεις: Πρώτο, δεν ανήκουν σε καμία από τις προηγούμενες κατηγορίες φαινομένων που είδαμε. Η καθεμία στέκει μεν από μόνη της, αλλά ταυτόχρονα είναι ανεπαρκής αν τη δει κανείς αποκομμένη από το ευρύτερο πλέγμα. Δεύτερο, μπορεί οι αναλύσεις να μπουν σε λογικά πλαίσια, αλλά η πίστη στη λογική φύση της πραγματικότητας είναι το πιο παράλογο πράγμα που έχω συναντήσει μέχρι σήμερα. Δεν έχω βρει τίποτα το λογικό σε όλα αυτά τα γεγονότα, αν με τον όρο “λογικό” εννοούμε μια απλή ερμηνεία που να καλύπτει τα πάντα. Ναι, δείχνουν κάποια νοημοσύνη, αλλά η μηχανιστική λογική δεν είναι γνώρισμα καμίας φυσικής νοημοσύνης.
Σκεφτείτε, για παράδειγμα: Γιατί ένα τηγανητό κολοκυθάκι είναι πιο λογικό να υπάρχει από πένα πλοίο-φάντασμα;
Μπορεί να χρησιμοποιώ αστεία παραδείγματα, αλλά δεν αστειεύομαι. Ναι, τελικά, τι το πιο λογικό υπάρχει στην ύπαρξη ενός κολοκυθιού σε σύγκριση μ’ εκείνη ενός πλοίου-φαντάσματος; Με καμία φιλοσοφική, γνωσιολογική ή άλλη μεθοδολογία δεν μπορεί ν’ αποδείξει κανείς ότι το κολοκυθάκι υπάρχει περισσότερο από ένα πλοίο-φάντασμα. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι καν δυνατό ν’ αποδείξει κανείς ότι υπάρχει τίποτα. Μπορεί ο Ντεκάρτ να υπήρχε επειδή σκεπτόταν –ξέρετε, εννοώ εκείνη τη γνωστή φράση του– αλλά πόσο σκέφτεται ένα κολοκυθάκι για να υπάρχει;
Η λεγόμενη αντικειμενική ύπαρξη είναι απλώς μια σύμβαση που έχουμε κάνει με το Άγνωστο. Είναι αξίωμα, δεν έχει αποδείξεις.
Αλλά, ακόμη κι αν δεχτεί κανείς ως αξίωμα ότι το κολοκυθάκι υπάρχει, έχει κάθε δικαίωμα να το αναλύσει σε μόρια και σε άτομα, σε νετρίνο και σε κουάρκ, να το περιγράψει σαν μια χωροχρονική ανωμαλία του πεδίου με όρους κυμάτων πιθανοτήτων και με κβαντικούς αριθμούς… και άλλα τέτοια ακατανόητα ακόμη και για εκείνους που πήραν Νομπέλ επειδή τα ανακάλυψαν.
Αλλά, με ποια λογική, ξεκινώντας από τις ίδιες βασικές καταστάσεις, καταλήγουν όλα αυτά να διαμορφώνουν πότε ένα τηγανητό κολοκυθάκι, πότε έναν τεράστιο ήλιο, πότε έναν άνθρωπο και πότε ένα παξιμάδι βίδας… ή ένα βακτηρίδιο ή έναν εκπρόσωπο του Θεού επί ης ταλαίπωρης Γης;
Πώς θ’ αναλύσουμε όλα αυτά τα διαφορετικά αντικείμενα, πλάσματα και υποστάσεις και πώς θα εξηγήσουμε τις διαφορές τους καταφεύγοντας στα κουάρκ και τους κβαντικούς αριθμούς;
Λογική; Χα! Απλώς το σύμπαν υπάρχει – και αυτό τα λέει όλα.
Θα μου ήταν εύκολο να δείξω, ακολουθώντας διαφορετική τακτική, ότι ένα τηγανητό κολοκυθάκι κρύβει τόσο μυστήριο όσο και η εξαφάνιση ενός πλοίου ή η παρουσία ενός ΑΤΙΑ ή και η ίδια η φύση του σύμπαντος, και δε θα αστειευόμουν καθόλου. Οποιοδήποτε κομματάκι του σύμπαντος κρύβει το μυστήριο του συνόλου. Ρωτήστε έναν επιστήμονα που προσπαθεί να ενοποιήσει τη βαρύτητα, τον ηλεκτρομαγνητισμό, τις ασθενείς και τις ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις σ’ ένα ενιαίο σύνολο και θα διαπιστώσετε με έκπληξη ότι το τηγανητό κολοκυθάκι μπορεί να είναι –και είναι– το ίδιο ακατανόητο και γοητευτικό όσο και τα σμήνη των μακρινών γαλαξιών.
Αλλά η πεζή αλήθεια εδώ είναι ότι κατά βάθος δεν εξετάζουμε τόσο τα μεγάλα μυστήρια όσο τα πιο εντυπωσιακά από τα μεγάλα μυστήρια, όπως τουλάχιστον τα εννοεί ο συνηθισμένος μέσος άνθρωπος. Είναι για τον ίδιο σχεδόν λόγο που οι εφημερίδες και οι τηλεοράσεις προτιμούν να ασχολούνται με τη Μαντόνα, παρά με την κυρία Ευανθία που μένει δίπλα σας.Από την άποψη αυτή, ακόμη και η πιο σοβαρή έρευνα –ας πούμε για παράδειγμα, “η επίδραση των αμινογλυκοσίδων στη μονάδα 30S των ριβοσωμάτων”– θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν ένα επιστημονικό πορνογράφημα, γιατί ασχολείται με κάτι ευρύτερου ενδιαφέροντος. Όπως ο Τύπος ασχολείται με τη Μαντόνα και όχι με την τυχαία κυρία Ευανθία.
Το πλεονέκτημα αυτής της τακτικής –του να δίνουμε έμφαση στη Μαντόνα αντί για την κυρία Ευανθία, και στα εντυπωσιακά μυστήρια αντί για τα πιο ταπεινά– είναι ότι εγγυάται να τραβήξει το ενδιαφέρον του μέσου αναγνώστη. Αυτό είναι απολύτως θεμιτό. Τραβώντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη με μερικά εντυπωσιακά συμβάντα το μυαλό του αρχίζει να δουλεύει, και σιγά-σιγά αρχίζει να βλέπει να ν’ ανακαλύπτει από μόνος του πράγματα που δεν υπήρχαν καν στο τυχόν αρχικό κείμενο που διάβασε.
Έτσι αρχίζει ν’ αναζητά και, κυρίως, αρχίζει ν’ αμφιβάλλει για πράγματα που σε κάθε άλλη περίπτωση θα τα θεωρούσε ως σίγουρες, απόλυτες και αναμφισβήτητες αλήθειες. Αρχίζει έτσι να χάνει την πίστη του στην απόλυτη γνώση και στην απόλυτη αλήθεια, που συνήθως δεν είναι παρά τα σαλιαρίσματα κάποιων απολιθωμένων και αραχνιασμένων μυαλών. Και αυτή η αμφισβήτηση του απόλυτου είναι το πιο σημαντικό βήμα προς την προσωπική εσωτερική ελευθερία και την αληθινή κατανόηση του σύμπαντος. Γιατί “κατανόηση” δε σημαίνει να μικραίνεις το σύμπαν στα ανεπαρκή όρια της ανθρώπινης λογικής, αλλά να το δεχτείς στην απειρία του ως έχει και, φυσικά, να το ερευνήσεις.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι το σύμπαν αποτελεί μια πρόκληση. Πρέπει να τη δεχτούμε και ν’ ανταποκριθούμε σ’ αυτή. Δεν είναι δυνατό να προβάλλουμε πάνω του σαν σε οθόνη τις προκαταλήψεις μας, και να προσπαθούμε μετά να τις βαφτίσουμε “μεγάλες αλήθειες”. Ό,τι αινιγματικό συμβαίνει πρέπει να ερευνηθεί, έστω μόνο και μόνο επειδή είναι αινιγματικό. Δεν έχει τόσο σημασία το να βρεθεί μια τελική απάντηση –που δεν υπάρχει– όσο το να διευρυνθεί η οπτική γωνία από την οποία βλέπουμε τον κόσμο. Η συνολική κατανόηση της Πραγματικότητας είναι πάντα πέρα από τη λύση των επιμέρους προβλημάτων. Λύνοντας το κάθε πρόβλημα ξεχωριστά και απαντώντας σε κάθε αίνιγμα ανεξάρτητα χάνουμε τελικά την πραγματικότητα και την ουσία του συνόλου. Και τότε η γνώση είναι σαν στάχτη στο στόμα και σαν ναρκωτικό για το μυαλό.
Έτσι, οι αναλύσεις των αινιγμάτων που θα δούμε τώρα είναι φαινομενικά μόνο ανεξάρτητες και δεν έχει ιδιαίτερη αξία ή σημασία η προσπάθεια να βγάλετε μια “πλήρη” εικόνα. Συσχετισμοί υπάρχουν, αλλά κάνοντάς τους θα βρεθείτε αντιμέτωποι με πιο πολύπλοκες καταστάσεις από πριν.
Δεν πειράζει.
Δε ζορίζουμε τα γεγονότα για να στριμωχτούν κάπου. Σημασία έχει να πετάξετε τις παρωπίδες και ν’ αντιληφθείτε πόσο προσβλητική είναι η ιδιότητα του οπαδού. Και η τυφλή αποδοχή της οποιασδήποτε ιδέας ως τελικής και οριστικής αλήθειας σας κάνει οπαδό.
Όλα όσα είδαμε είχαν μια ομίχλη μυστηρίου γύρω τους, αλλά είναι μια χρήσιμη ομίχλη, όσο κι αν αυτό ακούγεται περίεργο. Χρήσιμη γιατί εμποδίζει την πλήρη ταξινόμηση. Αν ήταν εφικτό θ’ απέφευγα την οποιαδήποτε ταξινόμηση των θεμάτων σε κάθε βιβλίο μου, αλλά ένα τέτοιο βιβλίο δεν θα ήταν δυνατό να διαβαστεί. Βασικά, η δική μου δουλειά είναι να δείχνω την άλλη πλευρά της κάθε επίσημης αλήθειας, ώστε κάπως να ισορροπούν τα πράγματα.
Αλλά, γέμισα κιόλας μερικές σελίδες με κουβέντα (κακό αυτό), αν κι ελπίζω να σας έβαλα σε σκέψεις (καλό αυτό) για να συνεχίσετε την έρευνα.
Ενδιαφέρον αυτό!
Και ο Ιανός έχει κάποιο ρόλο σ’ αυτό το παιχνίδι της πραγματικότητας.
Τι παράξενοι κόσμοι θα μπορούσαν να κρύβονται πίσω απ’ όλα αυτά που είδαμε; Πού θα πρέπει να τους αναζητήσουμε; Πού τους αναζήτησαν άλλοι και τι βρήκαν; Στους βυθούς, στο διάστημα, σε άλλες διαστάσεις;… Ή μήπως σε όλα αυτά μαζί; Μήπως οι παράξενοι κόσμοι αλληλοσυμπληρώνονται; Η απάντηση είναι θετική, αλλ’ αυτό θα το κρίνετε και μόνοι σας. Είναι γεγονός ότι έχουν προταθεί διάφορα μοντέλα “θεωρητικών κόσμων” για να εξηγηθούν τα φαινόμενα, με λιγότερες ή περισσότερες δόσεις συνοχής και συνέπειας στη δομή τους. Αυτό είναι φανερό. Εκείνο που δεν είναι τόσο φανερό είναι το ποιο μοντέλο πλησιάζει περισσότερο στη λεγόμενη Πραγματικότητα.
Τα μοντέλα αυτά έχουν περισσότερο ή λιγότερο στενά πλαίσια και ο κάθε συγγραφέας φαίνεται να πιστεύει –ανόητα μάλλον– ότι έχει υποχρέωση να πρωτοτυπήσει, χρησιμοποιώντας κάθε φορά κι ένα διαφορετικό όνομα για να περιγράψει κάτι που ήδη περιγράφουν και άλλοι. Έτσι, έχουμε το Τρίγωνο των Βερμούδων, τη Θάλασσα του Διαβόλου, τα Νεκροταφεία του Διαβόλου, το Τρίγωνο του Θανάτου, τη Θάλασσα των Χαμένων Ψυχών, τον Τόπο (Limbo) των Καταραμένων ή των Χαμένων, κι ένα σωρό εξίσου γραφικά ονόματα για το ίδιο πράγμα, γεγονός που τελικά μάλλον προκαλεί σύγχυση παρά διαφωτίζει το θέμα.
Αλλά… δε βαριέστε, έχει κι αυτό το κέφι του.
Θα δούμε πώς έχουν τα πράγματα κάτω από τη γενική ονομασία Παράξενοι Τόποι. Όπου είναι δυνατό θα αναφέρουμε συγκριτικά και παράλληλα τις διάφορες προτεινόμενες θεωρίες και απόψεις, διαφορετικά θα τις εξετάσουμε ξεχωριστά στη συνέχεια. Έτσι κι αλλιώς, όπως είπαμε, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα όρια ή σύνορα ανάμεσά τους.
Τι να κάνουμε; Το χάος υπήρχε ήδη πριν αρχίσω να γράφω εγώ. Ναι, μάρτυράς μου και ο Ησίοδος.
Αλλά ας βουτήξουμε τώρα στη δίνη αυτών των τόπων.
Φυσικά, με κέφι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου