Δευτερεύoν όφελος είναι ένας ψυχολογικός όρος ο οποίος περιγράφει τους κρυφούς λόγους για τους οποίους κάποιος μπορεί να εμμένει σε μια καταστροφική συμπεριφορά, κατάσταση η σχέση. Ο όρος αυτός βασίζεται στην άποψη ότι υπάρχουν πολλά, μη εμφανή πλεονεκτήματα κυρίως κοινωνικά και διαπροσωπικά που οδηγούν τα άτομα στο να διατηρούν και να διαιωνίζουν αρνητικές καταστάσεις.
Δυστυχώς το δευτερεύον όφελος υποστηρίζεται από πολύπλοκες διεργασίες που είναι βαθιά ριζωμένες στο υποσυνείδητο και είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν και να γίνουν κατανοητές από το ίδιο το άτομο χωρίς ψυχολογική υποστήριξη από ειδικό. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της θεραπείας είναι πολύ δύσκολο να για το ίδιο το άτομο να αντιληφθεί ότι μπορεί να υπάρχει όφελος που λειτουργεί ως κίνητρο για την επανάληψη αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί εδώ είναι εάν το άτομο θέλει πραγματικά να θεραπευτεί η έχει ισχυρούς λόγους να αντιστέκεται και να εμμένει στο φαύλο κύκλο.
Ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι ο χρόνιος πόνος που έχει ψυχοσωματική βάση. Το δευτερεύον όφελος σε αυτή την περίπτωση είναι αρκετά εμφανές. Το άτομο που πάσχει μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφύγει οποιαδήποτε υποχρέωση μπορεί να έχει χρησιμοποιώντας αυτή τη δικαιολογία. Μπορεί να μην πάει στη δουλεία, να μην κάνει τις δουλείες τους σπιτιού ή και να αποφύγει μια συνάντηση.
Ένα πολυπλοκότερο παράδειγμα είναι οι γυναίκες ή οι άντρες που συνεχίζουν να μένουν σε αυτοκαταστροφικές σχέσεις, παρότι έχουν πλήρη επίγνωση των αρνητικών επιπτώσεων που έχουν αυτές οι σχέσεις στη ζωή τους. Το ρητό “καλύτερα ο βάλτος που ξέρουμε”, περιγράφει σφαιρικά τo δευτερεύον όφελος που απορρέει από αυτό το φαινόμενο. Ο βάλτος στην προκειμένη περίπτωση είναι η αυτοκαταστροφική σχέση. Ο βάλτος αυτός έχει στενά όρια και περιορίζει την εξέλιξη του ατόμου που υποσυνείδητα έχει επιλέξει να κατοικεί μέσα του. Τα στενά όρια και ο περιορισμός είναι τα αρνητικά στοιχεία αυτού του περιβάλλοντος αλλά είναι παράλληλα και θετικά αν τα εξετάσουμε ως δευτερεύοντα οφέλη.
Ο περιορισμός αυτός μπορεί να λειτουργήσει ως φαινομενικά θετικός για την συγκεκριμένη γυναίκα. Κατ αρχήν της προσφέρει μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας, βρίσκεται στο περιβάλλον που ξέρει και έχει μάθει να λειτουργεί και να ελίσσεται. Για παράδειγμα μπορεί να μην της αρέσει το γεγονός ότι τσακώνετε με την σχέση της, αλλά μπορεί να την αποζημιώνει η συγνώμη , οι αγκαλιές και οι υποσχέσεις που θα ακολουθήσουν. Ο τσακωμός δηλαδή είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για να αναδυθεί το δευτερεύον όφελος.
Επίσης λόγω του ότι η συγκεκριμένη γυναίκα είναι περιορισμένη, απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη και προπάντων δεν χρειάζεται να πάρει κανένα ρίσκο. Διαλέγει δηλαδή την αυτοκαταστροφική σχέση από το να ρισκάρει και να ξεκινήσει μια νέα γνωριμία που θα την βγάλει από το βάλτο που ξέρει. Η συνήθεια υπερνικά την αβεβαιότητα.
Πρέπει λοιπόν όλοι μας να αναρωτηθούμε γιατί διαιωνίζουμε καταστάσεις οι οποίες είναι δυσλειτουργικές και να προσπαθήσουμε να το αλλάξουμε.
Δυστυχώς το δευτερεύον όφελος υποστηρίζεται από πολύπλοκες διεργασίες που είναι βαθιά ριζωμένες στο υποσυνείδητο και είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν και να γίνουν κατανοητές από το ίδιο το άτομο χωρίς ψυχολογική υποστήριξη από ειδικό. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της θεραπείας είναι πολύ δύσκολο να για το ίδιο το άτομο να αντιληφθεί ότι μπορεί να υπάρχει όφελος που λειτουργεί ως κίνητρο για την επανάληψη αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών. Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί εδώ είναι εάν το άτομο θέλει πραγματικά να θεραπευτεί η έχει ισχυρούς λόγους να αντιστέκεται και να εμμένει στο φαύλο κύκλο.
Ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι ο χρόνιος πόνος που έχει ψυχοσωματική βάση. Το δευτερεύον όφελος σε αυτή την περίπτωση είναι αρκετά εμφανές. Το άτομο που πάσχει μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποφύγει οποιαδήποτε υποχρέωση μπορεί να έχει χρησιμοποιώντας αυτή τη δικαιολογία. Μπορεί να μην πάει στη δουλεία, να μην κάνει τις δουλείες τους σπιτιού ή και να αποφύγει μια συνάντηση.
Ένα πολυπλοκότερο παράδειγμα είναι οι γυναίκες ή οι άντρες που συνεχίζουν να μένουν σε αυτοκαταστροφικές σχέσεις, παρότι έχουν πλήρη επίγνωση των αρνητικών επιπτώσεων που έχουν αυτές οι σχέσεις στη ζωή τους. Το ρητό “καλύτερα ο βάλτος που ξέρουμε”, περιγράφει σφαιρικά τo δευτερεύον όφελος που απορρέει από αυτό το φαινόμενο. Ο βάλτος στην προκειμένη περίπτωση είναι η αυτοκαταστροφική σχέση. Ο βάλτος αυτός έχει στενά όρια και περιορίζει την εξέλιξη του ατόμου που υποσυνείδητα έχει επιλέξει να κατοικεί μέσα του. Τα στενά όρια και ο περιορισμός είναι τα αρνητικά στοιχεία αυτού του περιβάλλοντος αλλά είναι παράλληλα και θετικά αν τα εξετάσουμε ως δευτερεύοντα οφέλη.
Ο περιορισμός αυτός μπορεί να λειτουργήσει ως φαινομενικά θετικός για την συγκεκριμένη γυναίκα. Κατ αρχήν της προσφέρει μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας, βρίσκεται στο περιβάλλον που ξέρει και έχει μάθει να λειτουργεί και να ελίσσεται. Για παράδειγμα μπορεί να μην της αρέσει το γεγονός ότι τσακώνετε με την σχέση της, αλλά μπορεί να την αποζημιώνει η συγνώμη , οι αγκαλιές και οι υποσχέσεις που θα ακολουθήσουν. Ο τσακωμός δηλαδή είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει για να αναδυθεί το δευτερεύον όφελος.
Επίσης λόγω του ότι η συγκεκριμένη γυναίκα είναι περιορισμένη, απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη και προπάντων δεν χρειάζεται να πάρει κανένα ρίσκο. Διαλέγει δηλαδή την αυτοκαταστροφική σχέση από το να ρισκάρει και να ξεκινήσει μια νέα γνωριμία που θα την βγάλει από το βάλτο που ξέρει. Η συνήθεια υπερνικά την αβεβαιότητα.
Πρέπει λοιπόν όλοι μας να αναρωτηθούμε γιατί διαιωνίζουμε καταστάσεις οι οποίες είναι δυσλειτουργικές και να προσπαθήσουμε να το αλλάξουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου