Η κουλτούρα του τσαγιού και τα οφέλη του.
Προέκυψε από λάθος πριν από χιλιάδες χρόνια και σήμερα έχει φτάσει να είναι το πιο δημοφιλές παγκοσμίως ρόφημα μετά το νερό. Βάλτε την τσαγιέρα να βράζει και μάθετε περισσότερα για το τσάι.
Μαύρο, άσπρο, πράσινο, του πρωινού, του γραφείου, της πόλης ή του βουνού, παγωμένο ή ζεστό, όπως κι αν το πιείτε το τσάι είναι ένα εύγευστο ρόφημα, ωφέλιμο στα όρια του γιατρικού και με ελάχιστες θερμίδες! Αξίζει να το έχουμε πάντα στο ντουλάπι, όπως και να ξέρουμε πώς μπήκε στη ζωή μας, τα είδη του και πώς μας ωφελεί.
Από τον αυτοκράτορα της Κίνας στην αυλή της Αγγλίας. Οι Κινέζοι θεοποιούσαν πάντα τους αρχαίους αυτοκράτορες τους. Ο πρώτος μυθικός αυτοκράτορας τους ήταν αυτός που ανακάλυψε τη φωτιά, τη μαγειρική και τη μουσική. Ο δεύτερος επινόησε, λένε, τη γεωργία, το άροτρο και πολλά θεραπευτικά βότανα, ανάμεσά τους και το τσάι. Σύμφωνα με μια παλιά κινέζικη παράδοση, λοιπόν, το τσάι ανακαλύφθηκε τυχαία από τον Κινέζο αυτοκράτορα Σεν Νουγκ, που βασίλεψε από το 2737 π.κ.ε. ως το 2697 π.κ.ε.
Οι υπηρέτες του εν λόγω αυτοκράτορα έβραζαν νερό σε μια μεγάλη κατσαρόλα χρησιμοποιώντας κλαδιά από άγρια τεϊόδεντρα για να φουντώσει τη φωτιά. Με ένα ξαφνικό φύσημα του αέρα έπεσαν μερικά φύλλα τσαγιού στο ζεστό νερό, δίνοντάς του ένα σκούρο χρώμα. Περίεργος ο αυτοκράτορας δοκίμασε λίγο από το ρόφημα και εντυπωσιάστηκε με τη φινετσάτη γεύση του.
Λίγο καιρό αργότερα, κατά τη συγγραφή μιας ιατρικής πραγματείας, έγραψε ότι το ρόφημα από φύλλα τσαγιού σβήνει τη δίψα, μειώνει την επιθυμία για ύπνο και ευφραίνει την καρδιά. Το τσάι στη συνέχεια διαδόθηκε σε ολόκληρη την Κίνα, κυρίως από τους βουδιστές μοναχούς που συνέδεσαν την κατανάλωσή του με το διαλογισμό και σύντομα μεταφέρθηκε στην Ιαπωνία, όπου έγινε εξίσου δημοφιλές ρόφημα.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, Ολλανδοί και Πορτογάλοι έμποροι ήταν οι πρώτοι που εισήγαγαν τσάι στην Ευρώπη. Οι Πορτογάλοι το φόρτωναν από τα λιμάνια της Κίνας, ενώ οι Ολλανδοί από την Ινδονησία. Το νέο εμπόρευμα άργησε πολύ να ξεχωρίσει ανάμεσα στα φορτία με μετάξι και μπαχαρικά, ενώ υπήρχε πάντα ο ανταγωνισμός του «παλιού γνώριμου» καφέ. Παράλληλα, οι Ρώσοι -που είχαν ήδη γνωρίσει το τσάι μέσα από τις συναλλαγές τους με τους Κινέζους εμπόρους- άρχισαν να το εκτιμούν και να στέλνουν ολόκληρα καραβάνια με καμήλες για να μεταφέρουν το νέο αγαπημένο τους προϊόν.
Χιλιάδες καμήλες διέσχιζαν κάθε χρόνο τα σύνορα της Κίνας μεταφέροντας το πολύτιμο φορτίο. Αξίζει, βέβαια, να αναφερθεί ότι με την κατασκευή του υπερσιβηρικού σιδηρόδρομου, οι καμήλες συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα, αλλά μια ταξιδιάρικη και αρωματική ανάμνηση εκείνης της εποχής ζει μέσα από τη γεύση του γνωστού χαρμανιού τσαγιού που ονομάζεται Ρωσικό Καραβάνι (Russian Caravan).
Οι Άγγλοι, πιο καλομαθημένοι και σνομπ, αγνοούσαν επιδεικτικά το νέο προϊόν μέχρι που η βασιλική προώθησή του ήρθε να αλλάξει τα πράγματα. Αιτία στάθηκε μια Πορτογαλίδα η οποία έφερε τα πάνω κάτω στο Λονδίνο και κατάφερε να κάνει τη συνήθεια να πίνει τσάι μόδα σε όλο τον κόσμο. Το 1662 ο Άγγλος βασιλιάς Κάρολος Β’ παντρεύτηκε την Καθρίν Μπραγκάντζα, την εν λόγω Πορτογαλίδα πριγκίπισσα, η οποία έπινε φανατικά τσάι. Όπου πήγαινε κουβαλούσε το τσάι της σε όμορφα κινέζικα κουπάκια και σύντομα άρχισε να την αντιγράφει όλο το υπηρετικό προσωπικό. Είχε πλέον όλα τα χαρακτηριστικά για να γίνει trend! Ακριβό, δυσεύρετο και αγαπημένο της βασίλισσας.
Τι άλλο ήθελε για να γίνει το πιο αγαπημένο προϊόν της αριστοκρατίας; Στην αναζήτησή τους για περισσότερο, ποιοτικότερο και φθηνότερο τσάι και προκειμένου να ανταποκριθούν στην πελώρια αύξηση ζήτησης, οι Άγγλοι στράφηκαν στην ινδική αγορά για να σπάσουν το κινέζικο μονοπώλιο. Άρχισαν, λοιπόν, να καλλιεργούν κινέζικους σπόρους σε διάφορες περιοχές της Ινδίας που τότε ήταν υπό βρετανική κατοχή.
Ο παράδεισος της καλλιέργειας βρέθηκε μετά από πολλά πειράματα στο Νταρτζίλιγνκ στη βόρεια Ινδία, ενώ όταν οι Βρετανοί επιστήμονες ανακάλυψαν και νέες αυτοφυείς ποικιλίες της περιοχής, η Ινδία άρχισε να εξελίσσεται στη σημαντικότερη παραγωγό χώρα τσαγιού. Σήμερα, χιλιάδες χρόνια μετά την ανακάλυψη του τσαγιού η παγκόσμια παραγωγή αυξάνεται ετησίως, με την παγκόσμια συγκομιδή να αγγίζει τα 3 εκατομμύρια τόνους το χρόνο.
Η κουλτούρα του τσαγιού. Ένας από τους λόγους που το τσάι έγινε τόσο δημοφιλές ήταν οι αντισηπτικές ιδιότητές του. Φανταστείτε να ζείτε στην Ευρώπη το 17ο αιώνα. Το νερό είναι σχεδόν ακατάλληλο για κατανάλωση και προκαλεί πολλές μορφές στομαχικών διαταραχών. Έτσι, για να αποφύγεις την ταλαιπωρία και τις ασθένειες έχεις τις εξής επιλογές: γάλα, ένα λαχταριστό ποτήρι σκέτο βραστό νερό και μπίρα! Γι’ αυτό, το τσάι αποτέλεσε μια ευχάριστη εναλλακτική λύση. Τονωτικό για τον οργανισμό, με πλούσια γεύση και χωρίς καμία από τις παρενέργειες της μπίρας.
Το μοίρασμα του τσαγιού υιοθετήθηκε και από τα μεγάλα εργοστάσια κατά τη βιομηχανική επανάσταση. Έτσι, οι εργάτες στο διάλειμμα τους αντί για μπίρες άρχισαν το τσαγάκι και τα βουτήματα, κάτι που αμέσως τους έκανε πιο αποδοτικούς στη δουλειά τους. Στα σπίτια της αριστοκρατίας η κατανάλωση τσαγιού αποτελούσε μια ιεροτελεστία για εκλεκτούς.
Το τσάι βρισκόταν κλειδωμένο σε ένα ειδικό κουτί και μια φορά την εβδομάδα η οικοδέσποινα το ξεκλείδωνε για ένα οικογενειακό tea party ή για το καλωσόρισμα κάποιου φιλοξενούμενου. Ήταν, επίσης, ευκαιρία να επιδείξουν τα περίτεχνα πορσελάνινα σερβίτσια, η ποιότητα των οποίων εκείνη την εποχή αποτελούσε μονάδα μέτρησης για την αριστοκρατία.
Στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα τα παραδοσιακά βρετανικά καφενεία άρχισαν σταδιακά να αντικαθίστανται από τους περίφημους κήπους του τσαγιού. Καλαίσθητοι, όμορφα σχεδιασμένοι, γεμάτοι δέντρα και εξωτικά φυτά, ζωντανή μουσική και ρομαντικό φωτισμό, μπορούσες να απολαύσεις το τσάι σου και να κοινωνικοποιηθείς.
Το τσάι συσκευάζεται. Μέχρι και το 1850 το τσάι το έβρισκε κανείς χύμα και σε τσουβάλια. Τότε, ένας από τους μεγαλύτερους Άγγλους εμπόρους τσαγιού, ο Φρέντερικ Τζον Χόφμαν, δημιούργησε μια πρωτότυπη συσκευασία που περιείχε ατομικές μερίδες τσαγιού μέσα σε μολύβδινες κάψουλες.
Δυστυχώς, όμως, οι πωλητές και οι καταστηματάρχες που συνήθιζαν να νοθεύουν το τσάι με άλλα φθηνότερα βότανα δεν υποδέχθηκαν θερμά τη νέα εμπορική κίνηση. Αντιθέτως, προτίμησαν να συνεχίσουν να προωθούν το χύμα τσάι για τα παράπλευρα κέρδη που τους απέφερε.
Ο κύριος Φρέντερικ, βέβαια, δεν το έβαλε κάτω και άρχισε να πουλάει τις ίδιες μολύβδινες κάψουλες σε φαρμακοποιούς γράφοντας, μάλιστα, μηνύματα για τα οφέλη του τσαγιού στη συσκευασία, κάτι που φάνηκε να έχει απήχηση στην αγορά.
Τα φακελάκια τσαγιού ανακαλύφθηκαν το 1908 από τον Αμερικάνο Τόμας Σάλιβαν, έναν εισαγωγέα τσαγιού που -προσπαθώντας να στέλνει δείγματα τσαγιών σε όλο και περισσότερο κόσμο- άρχισε να τα ράβει μέσα σε μικρά μεταξωτά φακελάκια. Οι πελάτες άρχισαν να τα πετάνε κατευθείαν στο βραστό νερό και να απολαμβάνουν έτσι το τσάι τους. Η ζήτηση για τα φακελάκια αυξήθηκε, τα υλικά βελτιώθηκαν και σύντομα πήραν τη σημερινή μορφή τους.
Τα είδη του τσαγιού. Η λέξη «tea» (τσάι) και όλες οι παγκόσμιες παραλλαγές του στην ορθογραφία και την προφορά προέρχονται από τη λέξη te που σημαίνει «τσάι» στην κινεζική διάλεκτο Amoy. Η αντίστοιχη λέξη στη διάλεκτο των μανδαρίνων είναι cha, η οποία με τη σειρά της έχει δημιουργήσει πολλά παράγωγα σε όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους και το ελληνικό τσάι. Το γνωστό μας τσάι είναι ουσιαστικά τα φύλλα του φυτού Camelia Sinensis (Καμέλια η Σινική). Πρόκειται για ένα αειθαλές φυτό με λευκά άνθη που φτάνει σε ύψος μέχρι και τα 10-15 μέτρα και μπορεί να παράγει τσάι για 60-80 χρόνια συνεχόμενα.
Σε αντίθεση με ό,τι νομίζουμε, τα διαφορετικά είδη τσαγιού (άσπρο, μαύρο, πράσινο και ούλονγκ) δεν προέρχονται από διαφορετικές ποικιλίες φυτών, αλλά είναι αποτέλεσμα διαφορετικής επεξεργασίας του ίδιου φυτού. Η συγκομιδή γίνεται χειρωνακτικά και επιλέγονται μόνο οι βλαστοί που δίνουν τσάι υψηλής ποιότητας.
Μετά τη συγκομιδή, το τσάι υποβάλλεται σε ειδική διαδικασία ζύμωσης και ανάλογα με τον τρόπο επεξεργασίας του, χωρίζεται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
Το μη ζυμωμένο προϊόν, που μας δίνει λευκό και πράσινο τσάι.
Το μερικώς ζυμωμένο προϊόν, γνωστό ως τσάι ούλονγκ (Οolong).
Το πλήρως ζυμωμένο μαύρο τσάι.
Σύμφωνα με έρευνες, το 76-78% περίπου του τσαγιού που παράγεται και καταναλώνεται παγκοσμίως είναι μαύρο, το 20-22% είναι πράσινο και λιγότερο από 2% είναι τσάι ούλονγκ.
Τσάι και υγεία. Ήδη από την αρχαιότητα το τσάι είχε τη χρήση φαρμάκου καθώς βοηθούσε στην καταπολέμηση του άσθματος, της βρογχίτιδας, του κοινού κρυολογήματος και των στομαχικών διαταραχών. H παραδοσιακή κινέζικη ιατρική ακόμα και σήμερα το συνιστά ενάντια στους πονοκεφάλους, τη δυσπεψία και ως αντικαταθλιπτικό και αντιγηραντικό.
Επιστήμονες από όλο τον κόσμο έχουν επιβεβαιώσει τις θαυματουργές, θεραπευτικές ιδιότητες του τσαγιού, οι οποίες οφείλονται στην πληθώρα των φαινολικών ενώσεων που περιέχει, λόγω της ισχυρής αντιοξειδωτικής δράσης τους. Οι πολύτιμες πολυφαινόλες του τσαγιού, οι κατεχίνες που υπάρχουν στο πράσινο τσάι, σε συνδυασμό με τη φυσική αντιφλεγμονώδη δράση του, το κάνουν περισσότερο φάρμακο παρά ρόφημα.
Έτσι, η καθημερινή κατανάλωση τσαγιού θωρακίζει την καρδιά, προστατεύει από συγκεκριμένους τύπους καρκίνου, βοηθάει στην απώλεια βάρους, μειώνει την «κακή» χοληστερίνη (LDL), ευνοεί τη διατήρηση της οστικής πυκνότητας βοηθώντας στην πρόληψη της οστεοπόρωσης και χαρίζει λαμπερό χαμόγελο, μια και έχει υψηλή περιεκτικότητα φθορίου. Κατευνάζει τη δυσκοιλιότητα και απενεργοποιεί την κορτιζόλη, ουσία που αυξάνεται στο σώμα σε περιπτώσεις έντονου στρες.
Πέρα από τα φλαβονοειδή αντιοξειδωτικά που περιέχει, είναι πλούσιο σε βιταμίνη C, βιταμίνες P, E και B, καροτενοειδή, τοκοφερόλες και μέταλλα όπως το χρώμοι, το μαγγάνιο, το σελήνιο και ο ψευδάργυρος. Κάτι ήξεραν, συνεπώς, οι Κινέζοι όταν χρόνια πριν έγραψαν την εξής παροιμία: «Καλύτερα να μείνεις τρεις μέρες χωρίς φαγητό παρά μια μέρα χωρίς τσάι».
Το δικό μας τσάι του βουνού έχει εξίσου πολλές ευεργετικές ιδιότητες, οι οποίες οφείλονται επίσης στα φλαβονοειδή. Έχει ευεργετική επίδραση σε κρυολογήματα και φλεγμονές του αναπνευστικού συστήματος, βακτηριοστατική και αντιοξειδωτική δράση, ενώ θεωρείται εφιδρωτικό, τονωτικό, αντιερεθιστικό και αντιαναιμικό γιατί περιέχει σίδηρο.
Στην Ελλάδα αγαπάμε πολύ και το τσάι του βουνού, το οποίο δεν έχει σχέση με το φυτό της καμέλιας και προέρχεται από το φυτό Sideritis Syriaca ή απλά σιδηρίτης, ένα όνομα που πήρε από την ιδιότητά του να θεραπεύει πληγές από σιδερένια αντικείμενα.
Αρκετά δημοφιλές είναι και το κόκκινο τσάι Rooibos που παράγεται από το ομώνυμο φυτό και καλλιεργείται στη δυτική ακτή της Νοτίου Αφρικής. Είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικά και δεν περιέχει καφεΐνη.
Προέκυψε από λάθος πριν από χιλιάδες χρόνια και σήμερα έχει φτάσει να είναι το πιο δημοφιλές παγκοσμίως ρόφημα μετά το νερό. Βάλτε την τσαγιέρα να βράζει και μάθετε περισσότερα για το τσάι.
Μαύρο, άσπρο, πράσινο, του πρωινού, του γραφείου, της πόλης ή του βουνού, παγωμένο ή ζεστό, όπως κι αν το πιείτε το τσάι είναι ένα εύγευστο ρόφημα, ωφέλιμο στα όρια του γιατρικού και με ελάχιστες θερμίδες! Αξίζει να το έχουμε πάντα στο ντουλάπι, όπως και να ξέρουμε πώς μπήκε στη ζωή μας, τα είδη του και πώς μας ωφελεί.
Από τον αυτοκράτορα της Κίνας στην αυλή της Αγγλίας. Οι Κινέζοι θεοποιούσαν πάντα τους αρχαίους αυτοκράτορες τους. Ο πρώτος μυθικός αυτοκράτορας τους ήταν αυτός που ανακάλυψε τη φωτιά, τη μαγειρική και τη μουσική. Ο δεύτερος επινόησε, λένε, τη γεωργία, το άροτρο και πολλά θεραπευτικά βότανα, ανάμεσά τους και το τσάι. Σύμφωνα με μια παλιά κινέζικη παράδοση, λοιπόν, το τσάι ανακαλύφθηκε τυχαία από τον Κινέζο αυτοκράτορα Σεν Νουγκ, που βασίλεψε από το 2737 π.κ.ε. ως το 2697 π.κ.ε.
Οι υπηρέτες του εν λόγω αυτοκράτορα έβραζαν νερό σε μια μεγάλη κατσαρόλα χρησιμοποιώντας κλαδιά από άγρια τεϊόδεντρα για να φουντώσει τη φωτιά. Με ένα ξαφνικό φύσημα του αέρα έπεσαν μερικά φύλλα τσαγιού στο ζεστό νερό, δίνοντάς του ένα σκούρο χρώμα. Περίεργος ο αυτοκράτορας δοκίμασε λίγο από το ρόφημα και εντυπωσιάστηκε με τη φινετσάτη γεύση του.
Λίγο καιρό αργότερα, κατά τη συγγραφή μιας ιατρικής πραγματείας, έγραψε ότι το ρόφημα από φύλλα τσαγιού σβήνει τη δίψα, μειώνει την επιθυμία για ύπνο και ευφραίνει την καρδιά. Το τσάι στη συνέχεια διαδόθηκε σε ολόκληρη την Κίνα, κυρίως από τους βουδιστές μοναχούς που συνέδεσαν την κατανάλωσή του με το διαλογισμό και σύντομα μεταφέρθηκε στην Ιαπωνία, όπου έγινε εξίσου δημοφιλές ρόφημα.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, Ολλανδοί και Πορτογάλοι έμποροι ήταν οι πρώτοι που εισήγαγαν τσάι στην Ευρώπη. Οι Πορτογάλοι το φόρτωναν από τα λιμάνια της Κίνας, ενώ οι Ολλανδοί από την Ινδονησία. Το νέο εμπόρευμα άργησε πολύ να ξεχωρίσει ανάμεσα στα φορτία με μετάξι και μπαχαρικά, ενώ υπήρχε πάντα ο ανταγωνισμός του «παλιού γνώριμου» καφέ. Παράλληλα, οι Ρώσοι -που είχαν ήδη γνωρίσει το τσάι μέσα από τις συναλλαγές τους με τους Κινέζους εμπόρους- άρχισαν να το εκτιμούν και να στέλνουν ολόκληρα καραβάνια με καμήλες για να μεταφέρουν το νέο αγαπημένο τους προϊόν.
Χιλιάδες καμήλες διέσχιζαν κάθε χρόνο τα σύνορα της Κίνας μεταφέροντας το πολύτιμο φορτίο. Αξίζει, βέβαια, να αναφερθεί ότι με την κατασκευή του υπερσιβηρικού σιδηρόδρομου, οι καμήλες συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα, αλλά μια ταξιδιάρικη και αρωματική ανάμνηση εκείνης της εποχής ζει μέσα από τη γεύση του γνωστού χαρμανιού τσαγιού που ονομάζεται Ρωσικό Καραβάνι (Russian Caravan).
Οι Άγγλοι, πιο καλομαθημένοι και σνομπ, αγνοούσαν επιδεικτικά το νέο προϊόν μέχρι που η βασιλική προώθησή του ήρθε να αλλάξει τα πράγματα. Αιτία στάθηκε μια Πορτογαλίδα η οποία έφερε τα πάνω κάτω στο Λονδίνο και κατάφερε να κάνει τη συνήθεια να πίνει τσάι μόδα σε όλο τον κόσμο. Το 1662 ο Άγγλος βασιλιάς Κάρολος Β’ παντρεύτηκε την Καθρίν Μπραγκάντζα, την εν λόγω Πορτογαλίδα πριγκίπισσα, η οποία έπινε φανατικά τσάι. Όπου πήγαινε κουβαλούσε το τσάι της σε όμορφα κινέζικα κουπάκια και σύντομα άρχισε να την αντιγράφει όλο το υπηρετικό προσωπικό. Είχε πλέον όλα τα χαρακτηριστικά για να γίνει trend! Ακριβό, δυσεύρετο και αγαπημένο της βασίλισσας.
Τι άλλο ήθελε για να γίνει το πιο αγαπημένο προϊόν της αριστοκρατίας; Στην αναζήτησή τους για περισσότερο, ποιοτικότερο και φθηνότερο τσάι και προκειμένου να ανταποκριθούν στην πελώρια αύξηση ζήτησης, οι Άγγλοι στράφηκαν στην ινδική αγορά για να σπάσουν το κινέζικο μονοπώλιο. Άρχισαν, λοιπόν, να καλλιεργούν κινέζικους σπόρους σε διάφορες περιοχές της Ινδίας που τότε ήταν υπό βρετανική κατοχή.
Ο παράδεισος της καλλιέργειας βρέθηκε μετά από πολλά πειράματα στο Νταρτζίλιγνκ στη βόρεια Ινδία, ενώ όταν οι Βρετανοί επιστήμονες ανακάλυψαν και νέες αυτοφυείς ποικιλίες της περιοχής, η Ινδία άρχισε να εξελίσσεται στη σημαντικότερη παραγωγό χώρα τσαγιού. Σήμερα, χιλιάδες χρόνια μετά την ανακάλυψη του τσαγιού η παγκόσμια παραγωγή αυξάνεται ετησίως, με την παγκόσμια συγκομιδή να αγγίζει τα 3 εκατομμύρια τόνους το χρόνο.
Η κουλτούρα του τσαγιού. Ένας από τους λόγους που το τσάι έγινε τόσο δημοφιλές ήταν οι αντισηπτικές ιδιότητές του. Φανταστείτε να ζείτε στην Ευρώπη το 17ο αιώνα. Το νερό είναι σχεδόν ακατάλληλο για κατανάλωση και προκαλεί πολλές μορφές στομαχικών διαταραχών. Έτσι, για να αποφύγεις την ταλαιπωρία και τις ασθένειες έχεις τις εξής επιλογές: γάλα, ένα λαχταριστό ποτήρι σκέτο βραστό νερό και μπίρα! Γι’ αυτό, το τσάι αποτέλεσε μια ευχάριστη εναλλακτική λύση. Τονωτικό για τον οργανισμό, με πλούσια γεύση και χωρίς καμία από τις παρενέργειες της μπίρας.
Το μοίρασμα του τσαγιού υιοθετήθηκε και από τα μεγάλα εργοστάσια κατά τη βιομηχανική επανάσταση. Έτσι, οι εργάτες στο διάλειμμα τους αντί για μπίρες άρχισαν το τσαγάκι και τα βουτήματα, κάτι που αμέσως τους έκανε πιο αποδοτικούς στη δουλειά τους. Στα σπίτια της αριστοκρατίας η κατανάλωση τσαγιού αποτελούσε μια ιεροτελεστία για εκλεκτούς.
Το τσάι βρισκόταν κλειδωμένο σε ένα ειδικό κουτί και μια φορά την εβδομάδα η οικοδέσποινα το ξεκλείδωνε για ένα οικογενειακό tea party ή για το καλωσόρισμα κάποιου φιλοξενούμενου. Ήταν, επίσης, ευκαιρία να επιδείξουν τα περίτεχνα πορσελάνινα σερβίτσια, η ποιότητα των οποίων εκείνη την εποχή αποτελούσε μονάδα μέτρησης για την αριστοκρατία.
Στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα τα παραδοσιακά βρετανικά καφενεία άρχισαν σταδιακά να αντικαθίστανται από τους περίφημους κήπους του τσαγιού. Καλαίσθητοι, όμορφα σχεδιασμένοι, γεμάτοι δέντρα και εξωτικά φυτά, ζωντανή μουσική και ρομαντικό φωτισμό, μπορούσες να απολαύσεις το τσάι σου και να κοινωνικοποιηθείς.
Το τσάι συσκευάζεται. Μέχρι και το 1850 το τσάι το έβρισκε κανείς χύμα και σε τσουβάλια. Τότε, ένας από τους μεγαλύτερους Άγγλους εμπόρους τσαγιού, ο Φρέντερικ Τζον Χόφμαν, δημιούργησε μια πρωτότυπη συσκευασία που περιείχε ατομικές μερίδες τσαγιού μέσα σε μολύβδινες κάψουλες.
Δυστυχώς, όμως, οι πωλητές και οι καταστηματάρχες που συνήθιζαν να νοθεύουν το τσάι με άλλα φθηνότερα βότανα δεν υποδέχθηκαν θερμά τη νέα εμπορική κίνηση. Αντιθέτως, προτίμησαν να συνεχίσουν να προωθούν το χύμα τσάι για τα παράπλευρα κέρδη που τους απέφερε.
Ο κύριος Φρέντερικ, βέβαια, δεν το έβαλε κάτω και άρχισε να πουλάει τις ίδιες μολύβδινες κάψουλες σε φαρμακοποιούς γράφοντας, μάλιστα, μηνύματα για τα οφέλη του τσαγιού στη συσκευασία, κάτι που φάνηκε να έχει απήχηση στην αγορά.
Τα φακελάκια τσαγιού ανακαλύφθηκαν το 1908 από τον Αμερικάνο Τόμας Σάλιβαν, έναν εισαγωγέα τσαγιού που -προσπαθώντας να στέλνει δείγματα τσαγιών σε όλο και περισσότερο κόσμο- άρχισε να τα ράβει μέσα σε μικρά μεταξωτά φακελάκια. Οι πελάτες άρχισαν να τα πετάνε κατευθείαν στο βραστό νερό και να απολαμβάνουν έτσι το τσάι τους. Η ζήτηση για τα φακελάκια αυξήθηκε, τα υλικά βελτιώθηκαν και σύντομα πήραν τη σημερινή μορφή τους.
Τα είδη του τσαγιού. Η λέξη «tea» (τσάι) και όλες οι παγκόσμιες παραλλαγές του στην ορθογραφία και την προφορά προέρχονται από τη λέξη te που σημαίνει «τσάι» στην κινεζική διάλεκτο Amoy. Η αντίστοιχη λέξη στη διάλεκτο των μανδαρίνων είναι cha, η οποία με τη σειρά της έχει δημιουργήσει πολλά παράγωγα σε όλο τον κόσμο, ανάμεσά τους και το ελληνικό τσάι. Το γνωστό μας τσάι είναι ουσιαστικά τα φύλλα του φυτού Camelia Sinensis (Καμέλια η Σινική). Πρόκειται για ένα αειθαλές φυτό με λευκά άνθη που φτάνει σε ύψος μέχρι και τα 10-15 μέτρα και μπορεί να παράγει τσάι για 60-80 χρόνια συνεχόμενα.
Σε αντίθεση με ό,τι νομίζουμε, τα διαφορετικά είδη τσαγιού (άσπρο, μαύρο, πράσινο και ούλονγκ) δεν προέρχονται από διαφορετικές ποικιλίες φυτών, αλλά είναι αποτέλεσμα διαφορετικής επεξεργασίας του ίδιου φυτού. Η συγκομιδή γίνεται χειρωνακτικά και επιλέγονται μόνο οι βλαστοί που δίνουν τσάι υψηλής ποιότητας.
Μετά τη συγκομιδή, το τσάι υποβάλλεται σε ειδική διαδικασία ζύμωσης και ανάλογα με τον τρόπο επεξεργασίας του, χωρίζεται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
Το μη ζυμωμένο προϊόν, που μας δίνει λευκό και πράσινο τσάι.
Το μερικώς ζυμωμένο προϊόν, γνωστό ως τσάι ούλονγκ (Οolong).
Το πλήρως ζυμωμένο μαύρο τσάι.
Σύμφωνα με έρευνες, το 76-78% περίπου του τσαγιού που παράγεται και καταναλώνεται παγκοσμίως είναι μαύρο, το 20-22% είναι πράσινο και λιγότερο από 2% είναι τσάι ούλονγκ.
Τσάι και υγεία. Ήδη από την αρχαιότητα το τσάι είχε τη χρήση φαρμάκου καθώς βοηθούσε στην καταπολέμηση του άσθματος, της βρογχίτιδας, του κοινού κρυολογήματος και των στομαχικών διαταραχών. H παραδοσιακή κινέζικη ιατρική ακόμα και σήμερα το συνιστά ενάντια στους πονοκεφάλους, τη δυσπεψία και ως αντικαταθλιπτικό και αντιγηραντικό.
Επιστήμονες από όλο τον κόσμο έχουν επιβεβαιώσει τις θαυματουργές, θεραπευτικές ιδιότητες του τσαγιού, οι οποίες οφείλονται στην πληθώρα των φαινολικών ενώσεων που περιέχει, λόγω της ισχυρής αντιοξειδωτικής δράσης τους. Οι πολύτιμες πολυφαινόλες του τσαγιού, οι κατεχίνες που υπάρχουν στο πράσινο τσάι, σε συνδυασμό με τη φυσική αντιφλεγμονώδη δράση του, το κάνουν περισσότερο φάρμακο παρά ρόφημα.
Έτσι, η καθημερινή κατανάλωση τσαγιού θωρακίζει την καρδιά, προστατεύει από συγκεκριμένους τύπους καρκίνου, βοηθάει στην απώλεια βάρους, μειώνει την «κακή» χοληστερίνη (LDL), ευνοεί τη διατήρηση της οστικής πυκνότητας βοηθώντας στην πρόληψη της οστεοπόρωσης και χαρίζει λαμπερό χαμόγελο, μια και έχει υψηλή περιεκτικότητα φθορίου. Κατευνάζει τη δυσκοιλιότητα και απενεργοποιεί την κορτιζόλη, ουσία που αυξάνεται στο σώμα σε περιπτώσεις έντονου στρες.
Πέρα από τα φλαβονοειδή αντιοξειδωτικά που περιέχει, είναι πλούσιο σε βιταμίνη C, βιταμίνες P, E και B, καροτενοειδή, τοκοφερόλες και μέταλλα όπως το χρώμοι, το μαγγάνιο, το σελήνιο και ο ψευδάργυρος. Κάτι ήξεραν, συνεπώς, οι Κινέζοι όταν χρόνια πριν έγραψαν την εξής παροιμία: «Καλύτερα να μείνεις τρεις μέρες χωρίς φαγητό παρά μια μέρα χωρίς τσάι».
Το δικό μας τσάι του βουνού έχει εξίσου πολλές ευεργετικές ιδιότητες, οι οποίες οφείλονται επίσης στα φλαβονοειδή. Έχει ευεργετική επίδραση σε κρυολογήματα και φλεγμονές του αναπνευστικού συστήματος, βακτηριοστατική και αντιοξειδωτική δράση, ενώ θεωρείται εφιδρωτικό, τονωτικό, αντιερεθιστικό και αντιαναιμικό γιατί περιέχει σίδηρο.
Στην Ελλάδα αγαπάμε πολύ και το τσάι του βουνού, το οποίο δεν έχει σχέση με το φυτό της καμέλιας και προέρχεται από το φυτό Sideritis Syriaca ή απλά σιδηρίτης, ένα όνομα που πήρε από την ιδιότητά του να θεραπεύει πληγές από σιδερένια αντικείμενα.
Αρκετά δημοφιλές είναι και το κόκκινο τσάι Rooibos που παράγεται από το ομώνυμο φυτό και καλλιεργείται στη δυτική ακτή της Νοτίου Αφρικής. Είναι πλούσιο σε αντιοξειδωτικά και δεν περιέχει καφεΐνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου