Ο φαιδρός Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι είχε φοβηθεί τότε ότι ο πόλεμος θα έληγε χωρίς η χώρα του να προλάβει να επωφεληθεί από αυτόν. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, ιταλικά στρατεύματα επιτέθηκαν στη Γαλλία, στο μέτωπο των Θαλασσίων Άλπεων, αλλά ηττήθηκαν κατά κράτος.
Η συνθηκολόγηση της Γαλλίας ωστόσο, οδήγησε και τον Μουσολίνι στις τάξεις των νικητών. Παγιδευμένος στα πέπλα της ματαιοδοξίας του, ο Μουσολίνι, μετά το «θρίαμβο» στη Γαλλία, αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη των όπλων του στη βόρεια Αφρική.
Στόχος του ήταν αυτή τη φορά η βρετανοκρατούμενη Αίγυπτος. Ο Μουσολίνι είχε κάθε λόγο να είναι αισιόδοξος, αφού διέθετε περίπου 450.000 άνδρες στην αφρικανική ήπειρο. Από αυτούς, περισσότεροι των 200.000 ήταν ανεπτυγμένοι στην Κυρηναϊκή –την αρχαία Ελληνική Κυρήνη– σε απόσταση αναπνοής από την Αίγυπτο.
Οι υπόλοιποι ήταν ανεπτυγμένοι στην ανατολική Αφρική, απειλώντας τις εκεί βρετανικές αποικίες και κτήσεις. Αμέσως μετά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, ο Μουσολίνι διέταξε τον αρχιστράτηγο των δυνάμεών του στη Βόρεια Αφρική, Ίταλο Μπάλμπο, να επιτεθεί κατά των Βρετανών.
Ο Μπάλμπο όμως σκοτώθηκε από φίλια αντιαεροπορικά πυρά υπεράνω του Τομπρούκ, και τη διοίκηση ανέλαβε ο στρατάρχης Ροδόλφο Γκρατσιάνι.
Ο Γκρατσιάνι, μεγάλος στην ηλικία, με την νοοτροπία του αποικιακού στρατιώτη (είχε πολεμήσει στην Αβησσυνία), και εθισμένος δεν ήταν στον ταχύ ρυθμό επιχειρήσεων, αλλά και τις αδυναμίες των στρατευμάτων του γνώριζε. Στις αρχές του Αυγούστου του 1940 ο Γκρατσιάνι είχε στη διάθεσή του δύο στρατιές.
Στην Τριπολίτιδα στάθμευε η 5η του Στρατιά υπό τον στρατηγό Ίταλο Γκαριμπόλντι, περιλαμβάνουσα το 10ο, το 20ο και το 23ο Σώματα Στρατού με έξι μεραρχίες του στρατού, δύο μεραρχίες μελανοχιτώνων και μία λιβυκή μεραρχία.
Στην Κυρηναϊκή, στάθμευε η 10η Ιταλική Στρατιά, υπό τον στρατηγό Μπέρτι, περιλαμβάνουσα το 21ο και το 22ο Σώματα Στρατού με τρεις μεραρχίες του Στρατού, μία μεραρχία μελανοχιτώνων και μία λιβυκή μεραρχία. Οι 14 αυτές μεραρχίες όμως δεν πρέπει να οδηγούν σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
Οι ιταλικές δυνάμεις ήταν πενιχρά εφοδιασμένες και τραγικά εξοπλισμένες και στελεχωμένες. Κάθε μεραρχία πεζικού διέθετε 8 μόλις από τα μέτρια αντιαρματικά πυροβόλα Μπρέντα των 47 χιλ.
Όσον αφορά τον τομέα των αρμάτων, οι ιταλικές δυνάμεις διέθεταν αρματίδια CV 35, οπλισμένα με δύο πολυβόλα και ελαφρά άρματα Μ 11 και Μ 13, οπλισμένα με ένα πυροβόλο των 37 χιλ. στο εμπρόσθιο τμήμα του σκάφους και με δύο πολυβόλα στον πυργίσκο, τα πρώτα, και με πυροβόλο των 47 χιλ., τα δεύτερα. Συνολικά, ο στρατάρχης Γκρατσιάνι διέθετε 152.775 άνδρες, 410 άρματα, 1.441 πυροβόλα και 8.000 οχήματα γενικής χρήσης.
Στις 15 Ιουλίου 1940, ο Μουσολίνι διέταξε τον Γκρατσιάνι να επιτεθεί. Στόχος του ήταν η Αίγυπτος και η ζωτική για τη Βρετανία διώρυγα του Σουέζ. Ο Γκρατσιάνι μόλις στις 9 Σεπτεμβρίου αποφάσισε να κινηθεί. Η αργοπορία του αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι έπρεπε πρωτίστως να συγκεντρώσει τις διασκορπισμένες στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα δυνάμεις του, με τα ελάχιστα μεταφορικά μέσα που διέθετε.
Την ίδια ώρα ο Μουσολίνι τηρούσε «εν εφεδρεία» 30.000 φορτηγά αυτοκίνητα, εν όψει ενδεχόμενης επιθέσεως κατά της Γιουγκοσλαβίας. Τελικά, μετά κόπων και βασάνων οι Ιταλοί κινήθηκαν, και στις 16 Σεπτεμβρίου προωθήθηκαν ως το Σίντι Μπαράνι, εντός του αιγυπτιακού εδάφους.
Εκεί σταμάτησαν, αναμένοντας την κατασκευή υδραγωγού που θα προμήθευε τη στρατιά με νερό – οι ήδη υπάρχουσες υδατοδεξαμενές που υπήρχαν στην Μπάρντια είχαν καταστραφεί από βομβαρδισμό του Γαλλικού Ναυτικού. Στο Σίντι Μπαράνι οι Ιταλοί ακινητοποιήθηκαν επί τρεις σχεδόν μήνες. Μόλις στις 3 Δεκεμβρίου 1940, ο υδραγωγός ήταν έτοιμος.
Κατόπιν τούτου, ο Γκρατσιάνι αποφάσισε να ξεκινήσει την κατά της Αιγύπτου επίθεσή του, στις 15 Δεκεμβρίου. Οι Βρετανοί όμως τον πρόλαβαν. Ανησυχώντας ιδιαιτέρως για την τύχη της Αιγύπτου, ο Τσόρτσιλ είχε αποφασίσει, και παρά την απειλή εναντίον αυτών καθαυτών των βρετανικών νήσων, να ενισχύσει τις ισχνές βρετανικές δυνάμεις που φρουρούσαν την Αίγυπτο.
Συγκροτήθηκε η στρατιωτική διοίκηση Αιγύπτου, υπό τον Σερ Χένρι Μέιτλαντ Ουίλσον, η οποία διέθετε το 13ο Σώμα Στρατού – την ονομασία αυτή έλαβε στα μέσα Δεκεμβρίου, μετά την έναρξη των επιχειρήσεων.
Το 13ο Σώμα, υπό τον στρατηγό Ο΄ Κόνορ, διέθετε την περίφημη 7η Τεθωρακισμένη Μεραρχία (οι «Ποντικοί της Ερήμου»), την 4η Ινδική Μεραρχία Πεζικού, δύο ακόμα ταξιαρχίες πεζικού (Συντάγματα, στην πραγματικότητα – Οι Βρετανοί είχαν υιοθετήσει δική τους ορολογία, στηριγμένοι στην παράδοση του Στρατού τους). Η μία ταξιαρχία αποτελούσε τη φρουρά της Μάρσα Ματρούχ, του επόμενου στόχου της ιταλικής επίθεσης.
Λίγο αργότερα, οι δυνάμεις αυτές ενισχύθηκαν με την 6η Αυστραλιανή Μεραρχία. Συνολικά, οι Βρετανοί διέθεταν περίπου 30.000 μάχιμους άνδρες. Τα τμήματά τους όμως ήταν εξ ολοκλήρου μηχανοκίνητα και, ως εκ τούτου, ευκίνητα.
Επίσης, οι Βρετανοί υπερείχαν συντριπτικά των αντιπάλων τους στην ποιότητα των αρμάτων μάχης και των αεροσκαφών που παρέτασσαν. Ιδιαιτέρως, τα άρματα Α12, τα περίφημα «Ματίλντα», δικαίως έλαβαν το προσωνύμιο «βασίλισσα της μάχης». Αν και αργοκίνητα, τα άρματα αυτά διέθεταν πολύ ισχυρή θωράκιση, που τα καθιστούσε άτρωτα σχεδόν στις βολές των ιταλικών αντιαρματικών.
Σταθμίζοντας τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του, ο Ουίλσον αποφάσισε να διεξαγάγει «επιθετική αναγνώριση» κατά των ιταλικών θέσεων γύρω από το Σίντι Μπαράνι. Στη θέση αυτή οι Ιταλοί είχαν εγκατασταθεί αμυντικά σε μια σειρά σημείων στηρίγματος, τα οποία όμως ήταν έτσι εγκατεστημένα, ώστε αδυνατούσαν να αλληλοϋποστηρίζονται.
Οι τέσσερις ιταλικές μεραρχίες της 10ης Στρατιάς στάθμευαν σε απόσταση 30 χλμ. η μία από την άλλη, κατά μέσο όρο. Συνδετικός κρίκος της προβληματικής αυτής διάταξης ήταν το Μηχανοκίνητο Συγκρότημα Μαλέτι, το οποίο στάθμευε στη Νιμπεβία.
Οι Βρετανοί, δικαίως, αποφάσισαν ότι πρώτος τους στόχος έπρεπε να είναι ακριβώς το Συγκρότημα Μαλέτι. Αν το συγκρότημα αυτό καταστρεφόταν, οι λοιπές ιταλικές μεραρχίες θα καταστρέφονταν επίσης μία προς μία, απομονωμένες και ανίκανες να κινηθούν, όπως ήταν.
Τα βρετανικά «Ματίλντα» κινήθηκαν όλο το βράδυ της 8ης προς την 9η Δεκεμβρίου με κατεύθυνση νοτιοδυτική, και το πρωί της 9ης Δεκεμβρίου εμφανίστηκαν στα νώτα του Μηχανοκίνητου Συγκροτήματος Μαλέτι.
Ο θόρυβος της προσέγγισής τους καλύφθηκε από τον αεροπορικό βομβαρδισμό των εχθρικών θέσεων από τη RAF. Υπό αυτές τις συνθήκες, το ιταλικό μηχανοκίνητο συγκρότημα σαρώθηκε. Ο ίδιος ο διοικητής του, ο στρατηγός Μαλέτι, σκοτώθηκε πολεμώντας.
Σε λιγότερο από τέσσερις ώρες όλα είχαν τελειώσει. Την ίδια ώρα, ο διοικητής της 2ης Λιβυκής Μεραρχίας Πεζικού, υποστράτηγος Πεσκατόρι, ακούγοντας τον «ήχο των πυροβόλων», συγκρότησε μια φάλαγγα τη οποία και απέστειλε προς ενίσχυση του Μαλέτι.
Η φάλαγγα αυτή κονιορτοποιήθηκε καθ’ οδόν από τα τρομερά βρετανικά Ματίλντα και έως το βράδυ την ίδια τύχη είχε και η 2η Λιβυκή Μεραρχία, η οποία εξουδετερώθηκε από την 4η Ινδική Μεραρχία σε συνεργασία με μια Επιλαρχία με 22 Ματίλντα.
Την ίδια ημέρα, η 1η Λιβυκή Μεραρχία αιφνιδιάστηκε από την ταξιαρχία φρουράς της Μάρσα Ματρούχ και τράπηκε σε φυγή προς το Σίντι Μπαράνι, σπεύδοντας με τη σειρά της να πέσει στην παγίδα.
Πραγματικά, το Σίντι Μπαράνι δέχθηκε την επίθεση της 4ης Ινδικής Μεραρχίας και των Ματίλντα στις 11 Δεκεμβρίου. Η Μεραρχία Μελανοχιτώνων 3ης Ιανουαρίου, που αποτελούσε τη φρουρά, διαλύθηκε κυριολεκτικά.
Έχοντας ήδη απωλέσει τέσσερις μεραρχίες του, ο Γκρατσιάνι διέταξε τις εναπομείνασες δυνάμεις του στα αιγυπτιακά σύνορα να υποχωρήσουν. Η μεταβίβαση της διαταγής όμως υπήρξε πλημμελής. Αποτέλεσμα τούτου ήταν η αγκίστρωση των μεραρχιών Τσιρένε και Καταντζάρο, και η πρόκληση σε αυτές σκληρών απωλειών.
Τελικά, ό,τι απέμεινε από τις προκεχωρημένες ιταλικές δυνάμεις βρήκε καταφύγιο, υπό τον στρατηγό Μπεργκαντσόλι, στην «οχυρή τοποθεσία» της Μπάρντια, εντός του λιβυκού πλέον εδάφους – τέσσερις ιταλικές μεραρχίες με 45.000 περίπου άνδρες, υποστηριζόμενους από 430 πυροβόλα.
Η «οχυρή τοποθεσία» της Μπάρντια είχε ανάπτυγμα 38 χλμ. Η οχύρωση σύγκειτο από πολλά μικρά σκυρόδετα «περιπόλια», το καθένα εκ των οποίων διέθετε δύο πολυβόλα και ένα αντιαρματικό πυροβόλο των 47 χιλ.
Πέραν της εξωτερικής περιμέτρου, τίποτα άλλο δεν υπήρχε. Όλο δε το πεδινό πυροβολικό ήταν ταγμένο εντελώς ακάλυπτο. Ήταν μάλλον γελοίο να αναμένει κανείς σοβαρή αντίσταση από τους πολιορκημένους στην Μπάρντια.
Η ιταλική διοίκηση όμως δεν είχε άλλη επιλογή από το να διατάξει άμυνα, άνευ ιδέας συμπτύξεως, στη συγκεκριμένη θέση, αφού οι πεζοπόρες δυνάμεις της δεν ήταν δυνατό να επιχειρήσουν να διαφύγουν από την καταδίωξη των μηχανοκινήτων και τεθωρακισμένων βρετανικών δυνάμεων.
Οι Βρετανοί πραγματικά επιτέθηκαν κατά της Μπάρντια στις 17 Δεκεμβρίου. Προς τιμήν τους, οι Ιταλοί παρέτειναν την αγωνία τους έως τις 5 Ιανουαρίου. Την ημέρα αυτή τα υπολείμματα των δυνάμεων του Μπεργκαντσόλι παρεδόθησαν.
Ήδη από την στιγμή της έναρξης της επίθεσής τους, οι Βρετανοί είχαν συλλάβει 75.000 Ιταλούς αιχμαλώτους, έχοντας καταστρέψει 8 εχθρικές μεραρχίες. Δεν αρκέστηκαν στη νίκη τους. Αμέσως επιτέθηκαν στο Τομπρούκ, το οποίο και επίσης πολιόρκησαν από τις 7 Ιανουαρίου 1941 έως τις 25 Ιανουαρίου.
Η 6η Αυστραλιανή Μεραρχία δέχθηκε την ημέρα αυτή την παράδοση των 25.000 Ιταλών που αποτελούσαν τη φρουρά της πόλης, ανεβάζοντας έτσι τον αριθμό των συλληφθέντων αιχμαλώτων στους 100.000 άνδρες. Και πάλι όμως οι Βρετανοί δεν σταμάτησαν.
Αντί να κινηθούν μέσω της παραλιακής οδού, όπου οι Ιταλοί είχαν οργανώσει τρόπον τινά την άμυνά τους, οι Βρετανοί κινήθηκαν και πάλι νοτιοδυτικά, μέσω της ερήμου, και κατέλαβαν τον οδικό κόμβο του Μεκίλι, εντός της ιταλικής επαρχίας της Κυρηναϊκής, στα νώτα των ιταλικών δυνάμεων.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1941, οι βρετανικές δυνάμεις έφτασαν στην Ελ Αγκέιλα, στον κόλπο της Σύρτης. Όλες οι ανατολικότερα αποκλεισμένες ιταλικές δυνάμεις αναγκάστηκαν επίσης να παραδοθούν.
Μέσα σε δύο μήνες οι Βρετανοί είχαν διανύσει πολεμώντας 900 χλμ. και με κόστος 550 νεκρών και 1.973 τραυματιών είχαν συλλάβει 130.000 Ιταλούς αιχμαλώτους και είχαν κυριεύσει ή καταστρέψει 400 σχεδόν εχθρικά άρματα και 845 πυροβόλα.
Επρόκειτο για μια άνευ προηγουμένου καταστροφή, την ευθύνη της οποίας έφεραν πρωτίστως ο Μουσολίνι και δευτερευόντως ο Γκρατσιάνι. «Η σκληρή εμπειρία των λίαν πικρών τούτων ημερών μάς οδηγεί στο συμπέρασμα πως, επί του συγκεκριμένου θεάτρου επιχειρήσεων, μία μόνο τεθωρακισμένη μεραρχία είναι ισχυρότερη ενός ολόκληρου Στρατού».
Τα παραπάνω λόγια καταγράφηκαν από τον Μουσολίνι στο ημερολόγιό του και αποτελεί μάλλον μια έμμεση μορφή αυτοκριτικής για την πείσμονα άρνησή του να αποστείλει στη βόρεια Αφρική την 132η Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Αριέτε» και την 101η Μηχανοκίνητη «Τριέστε», όπως του ζητούσε ο Γκρατσιάνι, καθώς επίσης και για την άρνησή του να δεχθεί τη μία μεραρχία Πάντσερ που του παραχωρούσε ο σύμμαχος του Χίτλερ, μετά την κατάρρευση της Γαλλίας.
Άλλωστε και ο Μπάλμπο, πριν σκοτωθεί από φίλια πυρά, είχε ζητήσει την ενίσχυση των ιταλικών βορειοαφρικανικών δυνάμεων με τουλάχιστον 50 από τα «περίφημα» γερμανικά άρματα.
Ο θάνατός του μάλλον εμπόδισε την υλοποίηση και του σχεδίου αυτού. Κατόπιν όμως της καταστροφής, ο Μουσολίνι αποδέχθηκε τη γερμανική πρόταση, και σχεδόν εκλιπάρησε για τη γερμανική βοήθεια. Ο Χίτλερ επίσης δεν μπορούσε να αφήσει τον σύμμαχό του να διαλυθεί και στην Αφρική, όπως στην Αλβανία.
Έτσι, υποχρεώθηκε να ενισχύσει τους Λατίνους συμμάχους τους και στα δύο μέτωπα. Σχεδιάστηκαν η επιχείρηση «Μαρίτα», κατά της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας, και η επιχείρηση «Ηλιοτρόπιο».
Η τελευταία αφορούσε την ενίσχυση των ιταλικών δυνάμεων της βόρειας Αφρικής και είχε ως στόχο την εκδίωξη των Βρετανών και την επιστροφή τους στην Αίγυπτο. Σε δεύτερο χρόνο θα επιχειρούνταν η κατάληψη της Αιγύπτου.
Το «Ηλιοτρόπιο» ανθίζει
Η απόφαση του Χίτλερ να ενισχύσει τους συμμάχους είχε τις ρίζες της στο ευρύτερο γεωστρατηγικό σχέδιο αποκοπής της Βρετανίας από τη Μέση Ανατολή. Βάσει ενός σχεδίου-πρόταση που είχε υποβάλει στον Χίτλερ, ήδη από την 6η Σεπτεμβρίου 1940, ο ναύαρχος Ράινερ, η αποδυνάμωση της Βρετανίας θα επιτυγχανόταν με εκκαθάριση των μεσογειακών της κτήσεων.
Με τον τρόπο αυτό και η Ιταλία θα ένιωθε πιο σίγουρη, και δεν θα υπήρχε φόβος εξόδου της από τον πόλεμο, και η Τουρκία θα αναγκαζόταν να εισέλθει στη ζώνη επιρροής του Άξονα και ένα ακόμα μέτωπο στο «μαλακό υπογάστριο» της Σοβιετικής Ένωσης θα μπορούσε να δημιουργηθεί.
Ωστόσο, ο Χίτλερ, αν και δέχθηκε ως απολύτως λογική την πρόταση του Ράινερ, εντούτοις δεν κινήθηκε, για δύο λόγους: Πρώτον, δεν επιθυμούσε να εμπλακεί και πάλι σε χερσαίο αγώνα με τους Βρετανούς, με τους οποίους μετά τη Δουνκέρκη πίστευε πως θα μπορούσε να έρθει σε συνεννόηση.
Δεύτερον, ήταν ο Μουσολίνι που αντιδρούσε στη σκέψη αποστολής γερμανικής βοήθειας στην Αφρική. Μια τέτοια κίνηση θα έπληττε καίρια το γόητρο του Ιταλικού Στρατού.
Κατά τη διάρκεια συναντήσεώς τους στο Μπρένερ, στις 3 Οκτωβρίου 1940, ο Μουσολίνι δήλωσε στον Χίτλερ πως δεν συνέτρεχε λόγος ανησυχίας και πως τα στρατεύματά του θα συνέχιζαν την κατά της Αιγύπτου προέλασή τους μετά τις 15 Οκτωβρίου.
Ο Χίτλερ πάντως δήλωσε ότι ισχύει η προσφορά για μια τεθωρακισμένη μεραρχία. Έδωσε μάλιστα εντολή στην 3η Τεθωρακισμένη Μεραρχία να είναι σε ετοιμότητα για να μεταβεί στη βόρεια Αφρική. Απέστειλε επίσης τον στρατηγό φον Τόμα στη Λιβύη για να αποκτήσει ιδία άποψη για την εκεί κατάσταση.
Η αναφορά του στρατηγού δεν ήταν ιδιαιτέρως ενθαρρυντική για τον Χίτλερ. Πρώτα από όλα, ο φον Τόμα δήλωσε στον Φύρερ του ότι τα ιταλικά στρατεύματα βρίσκονταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση και πως, κατά τη γνώμη του, θα απαιτούνταν η αποστολή τεσσάρων τουλάχιστον τεθωρακισμένων μεραρχιών στην Αφρική για να καταστεί εφικτή η κατάληψη της Αιγύπτου.
Ο Χίτλερ φυσικά δεν μπορούσε να διαθέσει τέσσερις πολύτιμες τεθωρακισμένες μεραρχίες στο συγκεκριμένο μέτωπο.
Η εμπλοκή όμως των Ιταλών στην Ελλάδα και η συντριβή τους από τους Βρετανούς το Δεκέμβριο του 1940 κατέστησε επιτακτική την ανάγκη αποστολής γερμανικών δυνάμεων στο συγκεκριμένο πολεμικό θέατρο.
Ήδη, από τη 10η Δεκεμβρίου, ο Χίτλερ διέταξε τη Λουφτβάφε να επικεντρώσει την προσοχή της στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας και στη ναυτική κίνηση από και προς το Σουέζ. Πραγματικά, στα τέλη του μήνα το 10ο Αεροπορικό Σώμα εγκαταστάθηκε στη Σικελία και άρχισε τις επιχειρήσεις κατά των Βρετανών.
Από την πλευρά του και ο Μουσολίνι εμφανίστηκε τώρα πολύ διαφορετικός και εκλιπαρούσε σχεδόν για τη γερμανική βοήθεια. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Χίτλερ συγκάλεσε στις 9 Ιανουαρίου σύσκεψη στην Καγκελαρία, κατά τη διάρκεια της οποίας ελήφθη η απόφαση αποστολής γερμανικών δυνάμεων στην Αφρική.
Εξήγησε στους παρευρισκόμενους αξιωματούχους ότι δεν μπορούσε να επιτρέψει την απώλεια της Λιβύης. Κάτι τέτοιο τόνισε θα υπέσκαπτε καίρια το ηθικό των Ιταλών.
Μετά τη λήψη της απόφασης, άρχισε η συγκέντρωση των δυνάμεων. Αποφασίστηκε η συγκρότηση της 5ης Αφρικανικής Ελαφράς Μεραρχίας, στην οποία όμως θα εντάσσονταν οργανικά τμήματα της 3ης Τεθωρακισμένης.
Η δύναμη αυτή ανάσχεσης της βρετανικής προέλασης, όπως χαρακτηρίστηκε, θα αποβιβαζόταν στην Αφρική στα μέσα Φεβρουαρίου και θα είχε ως αποστολή την ενίσχυση της ιταλικής άμυνας στον κόλπο της Σύρτης.
Κατόπιν της άτακτης ιταλικής φυγής και της αναφοράς του στρατηγού φον Φούνκ, ο οποίος είχε μεταβεί στην Αφρική ως ειδικός απεσταλμένος τους Χίτλερ, αποφασίστηκε η σταδιακή αποστολή επιπλέον δυνάμεων στην περιοχή, με σκοπό όμως, όπως η οδηγία του Χίτλερ καθόριζε: «Την άμυνα της περιοχής της Τριοπολίτιδας και την αγκίστρωση όσο το δυνατόν περισσοτέρων βρετανικών δυνάμεων εκεί».
Αυτό που έλειπε πια ήταν και ο ορισμός νέου διοικητή των εν Αφρική γερμανικών δυνάμεων – οι οποίες στις 19 Φεβρουαρίου 1941 σχημάτισαν επίσημα το Γερμανικό Αφρικανικό Σώμα (DAK), το περίφημο Άφρικα Κορπς.
Για τη ηγεσία του «εξωτικού» αυτού σώματος επελέγη από τον ίδιον τον Χίτλερ ένας εξαιρετικά δραστήριος αξιωματικός, ο Έρβιν Ρόμελ, η «Αλεπού» και ο θρύλος της ερήμου. Ο Χίτλερ γνώριζε καλά τη δράση του Ρόμελ, τόσο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και στην εκστρατεία της Γαλλίας – όπου διοίκησε με εξαιρετική επιτυχία την 7η Τεθωρακισμένη Μεραρχία-«φάντασμα».
Ο Ρόμελ έφτασε στην Τρίπολη της Λιβύης αεροπορικώς το μεσημέρι της 12ης Φεβρουαρίου 1941. Μία μόλις ώρα αργότερα συναντήθηκε με τον Ιταλό διοικητή βορείου Αφρικής στρατηγό Γκαριμπόλντι.
Ο τελευταίος δεν αποδέχθηκε τις προτάσεις του Ρόμελ για διενέργεια αμυντικού αγώνα στην περιοχή της Σύρτης. Ήταν βέβαιος ότι δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν τους Βρετανούς στο σημείο εκείνο. «Διέταξε» μάλιστα τον Ρόμελ να διενεργήσει προσωπική αναγνώριση για να διαπιστώσει και μόνος του του λόγου το αληθές.
Ο Ρόμελ δεν χρειαζόταν την εισήγηση του Ιταλού φυσικά. Λίγη ώρα μετά τη συνάντησή τους πέταξε με έναν «Πελαργό» επάνω από τη Σύρτη και αντιλήφθηκε ότι το έδαφος προσφερόταν για τη διεξαγωγή αμυντικού αγώνα, με δεδομένη τη σοβαρή υποστήριξη της Λουφτβάφε.
Επιστρέφοντας από την αναγνώριση, ήταν αυτός που «διέταξε» τον Γκαριμπόλντι να τάξει κάθε διαθέσιμο άνδρα στην αμυντική γραμμή της Σύρτης. Στο μεταξύ, τα τμήματα της 5ης Ελαφράς Αφρικανικής Μεραρχίας –της μετέπειτα 21ης Τεθωρακισμένης– άρχισαν να αποβιβάζονται στο λιμάνι της Τρίπολης. Σύντομα θα ακολουθούσε και η 15η Τεθωρακισμένη Μεραρχία. Ο Ρόμελ, πάντως, και το Άφρικα Κορπς μαζί του, φάνηκαν εξαρχής τυχεροί.
Οι βρετανικές δυνάμεις της βορείου Αφρικής, ισχνές έτσι και αλλιώς, αποδυναμώθηκαν και άλλο, καθώς σημαντικό μέρος τους ετοιμάστηκε να μεταφερθεί στην Ελλάδα, εν όψει της επικείμενης γερμανικής εισβολής.
Από την άλλη, και ο Μουσολίνι απέστειλε στην Αφρική ισχυρές δυνάμεις – την τεθωρακισμένη μεραρχία Αριέτε, τη μηχανοκίνητη Τριέστε και τη μεραρχία πεζικού Μπρέσια. Παρ’ όλα αυτά, όταν ο Ρόμελ έφτασε στη Σύρτη, το σημείο στηρίγματος υποτίθεται της αμυντικής του γραμμής βρήκε εκεί ένα μόνο ιταλικό σύνταγμα πεζικού ως φρουρά. Αμέσως επικοινώνησε με τον Γκαριμπόλντι και του ζήτησε να αποστείλει άμεσα όλες τις δυνάμεις του στη Σύρτη.
Χρειάστηκε η άμεση επέμβαση του Μουσολίνι για να πειστεί ο Γκαριμπόλντι να αποδεχθεί το σχέδιο του Γερμανού –θεωρητικά– υφισταμένου του και να διατάξει την αποστολή των δυνάμεών του στην περιοχή. Αυτή ήταν η πρώτη ένδειξη για τις δυσχέρειες στη συνεννόηση που θα προέκυπταν και στο μέλλον μεταξύ του Ρόμελ και των Ιταλών στρατηγών.
Είναι αλήθεια ότι ο Ρόμελ αντιμετώπιζε «αφ’ υψηλού» τους Ιταλούς, τους οποίους είχε πολεμήσει στο Καπορέτο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και με ένα τάγμα είχε συλλάβει μερικές χιλιάδες αιχμαλώτους.
Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι οι Ιταλοί στρατηγοί δεν είχαν –οι περισσότεροι τουλάχιστον– καλές σχέσεις με το επάγγελμά τους. Αντίθετα, τα ιταλικά στρατεύματα πολέμησαν γενναία, παρά τις φρικτές τους ελλείψεις σε σύγχρονο για την εποχή υλικό.
Αφού αρχικά οχύρωσε τη γραμμή της Σύρτης με 7.000 περίπου Ιταλούς, πολλοί από τους οποίους ήταν βοηθητικοί που είχαν ξεφύγει από τη βρετανική καταδίωξη, ο Ρόμελ αποφάσισε να παραβεί τη διαταγή που τον περιόριζε σε άμυνα στη Σύρτη.
Μόλις θα έφθαναν στην περιοχή οι πρώτες γερμανικές δυνάμεις, σκόπευε να εξαπολύσει «αναγνωριστική» επίθεση κατά των προκεχωρημένων βρετανικών θέσεων. Στις 14 Φεβρουαρίου, οι πρώτες γερμανικές δυνάμεις, αμέσως μετά την αποβίβασή τους στο λιμάνι της Τρίπολης, κινήθηκαν προς την περιοχή της Σύρτης. Επρόκειτο για την 3η Επιλαρχία Αναγνώρισης και για το 39ο Αντιαρματικό Τάγμα.
Την ίδια ημέρα άρχισαν να βαδίζουν προς τη Σύρτη και οι ιταλικές μεραρχίες Αριέτε και Μπρέσια. Το πρωί της 15ης Φεβρουαρίου, ο Ρόμελ επιθεώρησε τα τμήματά του στη Σύρτη και εξέδωσε τις διαταγές του. Η 3η Επιλαρχία Αναγνώρισης θα αποτελούσε τον προπομπό των δυνάμεών του, έχοντας εντολή την επαφή με τον εχθρό προς την κατεύθυνση της Ελ Αγκέιλα, ανατολικά. Η Ελ Αγκέιλα αποτελούσε στην κυριολεξία την είσοδο στην καρδιά της Λιβύης.
Η κατοχή της ήταν ζήτημα υψίστης σημασίας και για τους δύο αντιπάλους. Οι Βρετανοί κρατώντας τη τηρούσαν υπό το κράτος της απειλής εισβολής τους, τους αντιπάλους τους. Αντίθετα, η κατοχή της από τις δυνάμεις του Άξονα θα τους εξασφάλιζε μια σίγουρη αμυντική γραμμή και μια βάση εξόρμησης για τυχόν περαιτέρω προέλασή τους προς την Αίγυπτο.
Ωστόσο, ο Ρόμελ έπρεπε να περιμένει έως το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου για να σκεφθεί να επιχειρήσει μεγάλης κλίμακας επίθεση κατά των Βρετανών. Μόλις στις 11 Μαρτίου αφίχθη στην Αφρική το σύνολο της 5ης Ελαφράς Μεραρχίας. Στις 15 Μαρτίου τα τμήματα της 5ης Ελαφράς αντικαταστάθηκαν στα αμυντικά τους καθήκοντα από την ιταλική μεραρχία Μπρέσια.
Έτσι, ο Ρόμελ διέθετε πια τη δύναμη εφόδου που επιθυμούσε. Στις 19 του μηνός, ο Ρόμελ πήγε στο Βερολίνο όπου του δόθηκαν οδηγίες από τον Χίτλερ και τον αρχηγό του επιτελείου Μπράουχιτς. Ο τελευταίος επέμεινε στη διαταγή περί μη ανάληψης οποιαδήποτε επιθετικής ενέργειας πριν από το Μάιο του 1941.
Ο Ρόμελ όμως είχε ήδη δώσει διαταγές στην 5η Ελαφρά Μεραρχία να επιτεθεί κατά της Ελ Αγκέιλα στις 24 Μαρτίου. Επίσης είχε διατάξει την κατασκευή εκατοντάδων ψευτοαρμάτων, ώστε να παραπλανηθούν οι Βρετανοί και να πιστέψουν πως διέθετε πολύ μεγαλύτερες των υφισταμένων δυνάμεις.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι Βρετανοί είχαν περιοριστεί σε παθητικό ρόλο. Η 6η Αυστραλιανή και η 2η Νεοζηλανδική Μεραρχίες και ένα σημαντικό τμήμα της 2ης Τεθωρακισμένης είχαν μεταφερθεί ήδη στην Ελλάδα.
Η 7η Τεθωρακισμένη αναδιοργανωνόταν στην Αλεξάνδρεια. Εκεί στάθμευε και η 7η Αυστραλιανή Μεραρχία, εν όψει ενδεχόμενης επίθεσης κατά των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων. Η περίφημη επίσης 4η Ινδική Μεραρχία είχε μεταφερθεί στην ιταλική Αφρική, όπου, μαζί με άλλες τρεις μεραρχίες, πολεμούσαν τους Ιταλούς στην Αβησσυνία, τη Σομαλία και το βορειοανατολικό Σουδάν.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν ολόκληρη η Κυρηναϊκή φρουρούνταν από την 9η Αυστραλιανή Μεραρχία, από την 3η Ινδική Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία και από ό,τι είχε απομείνει από τη 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία.
Η επέλαση της Ελαφράς Μεραρχίας!
Εκμεταλλευόμενος ακριβώς την πολυδιάσπαση των έτσι και αλλιώς ισχνών βρετανικών δυνάμεων ο Ρόμελ, και παρά τις ρητές διαταγές που είχε περί του αντιθέτου, επιτέθηκε στις 2 Απριλίου κατά των εχθρικών θέσεων στην Ατζεντάμπια.
Οι Ιταλοί επιτέθηκαν μετωπικά, ενώ η 5η Γερμανική Ελαφρά αναπτύχθηκε σε δύο τακτικά συγκροτήματα εκατέρωθεν των ιταλικών δυνάμεων. Οι αεροπορικές αναγνωρίσεις έδειξαν στον Ρόμελ ότι ο όγκος των βρετανικών δυνάμεων οπισθοχωρούσε ανατολικά.
Οπότε, η ισχνή βρετανική φρουρά της Ατζεντάμπια δεν κατόρθωσε παρά να κρατήσει τους Γερμανούς και τους Ιταλούς για λίγες ώρες. Το απόγευμα της 2ας Απριλίου η σημαία με τη σβάστικα κυμάτιζε στην πόλη.
Την επομένη, το στρατηγείο του Άφρικα Κορπς μεταφέρθηκε στην Ατζεντάμπια (στην πλέον προωθημένη εκείνη τη στιγμή θέση των αξονικών δυνάμεων). Στην άλλη πλευρά του λόφου, ο Ουέιβελ, αγνοώντας την πραγματική ισχύ του Ρόμελ, διέταξε τον επικεφαλής του 13ου Σώματος Στρατού, στρατηγό Νιμ, να αναδιπλώσει τις δυνάμεις του πιο ανατολικά, εγκαταλείποντας και τη Βεγγάζη, εάν αυτό κρινόταν απαραίτητο.
Στο μεταξύ, οι Γερμανοί εννοούσαν να μη χάσουν τον καιρό τους. Έχοντας υπό τις διαταγές του μόνο την 5η Ελαφρά και μερικά καταπονημένα ιταλικά τμήματα, ο Ρόμελ αποφάσισε να καταλάβει και τη Βεγγάζη.
Είχε πληροφορηθεί τυχαία από έναν Ιταλό ιερέα ότι η πόλη είχε εγκαταλειφθεί από τους Βρετανούς και, παρά τα ανεφοδιαστικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι μονάδες του, το βράδυ της 3ης Απριλίου η 3η Επιλαρχία Αναγνώρισης της 5ης Ελαφράς Μεραρχίας βρισκόταν στη Βεγγάζη. Στο μεταξύ, είχαν αφιχθεί στην Τρίπολη τα πρώτα στοιχεία της 15ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας και της Ιταλικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας «Αριέτε».
Παρ’ όλα αυτά, ο Ρόμελ είχε να αντιμετωπίσει διοικητικής φύσεως προβλήματα. Ο Ιταλός αρχιστράτηγος Γκαριμπόλντι, υπό τις διαταγές του οποίου υπαγόταν, θεωρητικά, και το Άφρικα Κορπς, αφάνταστα εκνευρισμένος από τη συμπεριφορά του θερμόαιμου Γερμανού (!), επιτίμησε με σφοδρότητα τον Ρόμελ για το θράσος του να παρακούσει την περί μη επιθέσεως διαταγή.
Ευτυχώς όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή έφτασε στην Τρίπολη σήμα από την Ανωτάτη Διοίκηση Ενόπλων Δυνάμεων (ΟΚW), που ενέκρινε τη δράση του Ρόμελ. Κατόπιν τούτου, ο Γκαριμπόλντι δεν ξαναμίλησε.
Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια της αφρικανικής εκστρατείας, οι σχέσεις του Ρόμελ με την ιταλική ηγεσία δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εγκάρδιες. Είναι αλήθεια πως οι Ιταλοί στρατηγοί δεν είχαν και τις καλύτερες σχέσεις με τη στρατηγική (!) πλην ορισμένων φωτεινών εξαιρέσεων.
Το πλέον εκνευριστικό για τον Ρόμελ ήταν η επιμονή των Ιταλών στρατηγών να του παρουσιάζουν προσκόμματα και να του συστήνουν προσοχή. Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως οι Ιταλοί δεν είχαν πάντα άδικο. Ο Ρόμελ πολλές φορές δρούσε παρορμητικά, με καταστροφικά αποτελέσματα.
Από την άλλη πλευρά, οι Ιταλοί στρατηγοί ήταν στην πλειοψηφία τους απόλεμοι και δεν επιθυμούσαν να βρίσκονται κοντά στη ζώνη των επιχειρήσεων. Αντίθετα ο Ρόμελ διοικούσε πάντα από το μέτωπο. Άλλωστε, από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήδη ήταν γνωστή η ρήση: «Όπου είναι ο Ρόμελ είναι και το μέτωπο».
Το πρωί της 4ης Απριλίου έφτασε στη Βεγγάζη και η ιταλική μεραρχία Μπρέσια. Ο Γερμανός διοικητής άδραξε λοιπόν και πάλι την ευκαιρία και, αφήνοντας τους Ιταλούς να φρουρούν την πόλη, διέταξε την 3η Επιλαρχία Αναγνώρισης να κινηθεί εμπρός.
Ο όγκος της 5ης Ελαφράς Μεραρχίας και τα πρώτα στοιχεία της Ιταλικής ΤΘ Μεραρχίας Αριέτε, που ακολουθούσαν, διατάχθηκαν να κινηθούν, μέσω της ερήμου, προς το Μεκίλι, σημαντικότατο συγκοινωνιακό κόμβο, μέσω του οποίου αναπτύσσονταν ακτινωτά όλο το οδικό δίκτυο της Κυρηναϊκής.
Προς το Μεκίλι κατηύθυνε ο Ρόμελ και τη μοναδική ίλη Πάντσερ που είχε στη διάθεσή του. Στο μεταξύ, η 3η Επιλαρχία ακολουθούσε τον κύριο παραλιακό οδικό άξονα, με στόχο επίσης το Μεκίλι. Ο Ρόμελ στόχευε, όχι μόνο στην κατάληψη εδαφών, αλλά στην περικύκλωση και αποκοπή όλων των βρετανικών δυνάμεων της δυτικής Κυρηναϊκής.
Οι αεροπορικές αναγνωρίσεις του είχαν αναφέρει τη συγκέντρωση ισχυρών βρετανικών δυνάμεων στην πόλη. Του δινόταν λοιπόν μια χρυσή ευκαιρία να τις εξολοθρεύσει. Δεν βάδιζαν συνέχεια βέβαια σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του δαιμόνιου Γερμανού.
Τα ιταλικά αλλά και τα γερμανικά τμήματα που αποτελούσαν το νότιο σκέλος της ηλάγρας αργούσαν να αναφέρουν τη λήψη των προκαθορισμένων θέσεων γύρω από την πόλη.
Φανερά εκνευρισμένος, ο Ρόμελ ανέβηκε σε ένα ελαφρύ αναγνωριστικό –τον περίφημο «Πελαργό» (Storch)– και άρχισε να αναζητά τις μονάδες του στην έρημο! Τελικά, κατόπιν επισταμένης αναγνώρισης, εντόπισε το πρωί της 7ης Απριλίου τη γερμανική φάλαγγα του Συνταγματάρχη Όλμπριχ.
Αμέσως, διέταξε τον χειριστή να προσγειώσει το αεροσκάφος κοντά στη φάλαγγα, τα «έψαλλε» στον Όλμπριχ και επέστρεψε στο στρατηγείο του, μόνο και μόνο για να απογειωθεί και πάλι με το πρώτο φως της επομένης, 8ης Απριλίου, ημέρας που θα έπρεπε να εκδηλωθεί η επίθεση.
Από ψηλά, και παρά τα πυρά που δέχθηκε κατά λάθος από ιταλικά τμήματα της Αριέτε, ο Ρόμελ παρακολούθησε την κατάληψη της πόλης. Οι Βρετανοί που προσπάθησαν να υποχωρήσουν έπεσαν στο βόρειο σκέλος της γερμανικής ηλάγρας και αιχμαλωτίστηκαν κοντά στην Ντέρνα, από το απόσπασμα του συνταγματάρχη Πόνατ –8ο Τάγμα Πολυβόλων– το οποίο ενισχύθηκε από το Απόσπασμα Σβέριν – αποτελούνταν από ένα λόχο διαβιβάσεων, έναν αντιαρματικό λόχο και ένα ιταλικό τμήμα της Μεραρχίας Αριέτε.
Το απόγευμα της 8ης Απριλίου, ο Ρόμελ μετέβη προσωπικά στη Ντέρνα για να διαπιστώσει ποια ήταν η έκπληξη για την οποία του είχαν μιλήσει οι υφιστάμενοί του.
Πραγματικά, ο Ρόμελ βρέθηκε προ εκπλήξεως όταν αντίκρισε ενώπιόν του τους Βρετανούς στρατηγούς Νιμ, διοικητή του 13ου Σώματος Στρατού και Ο’ Κόνορ, διοικητή της 7ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, ο οποίος απλώς έτυχε να βρίσκεται στο στρατηγείο του προϊσταμένου του.
Λίγο νωρίτερα, στο Μεκίλι είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και ο στρατηγός Γκάμπιερ-Πέρι, διοικητής της 2ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, η οποία είχε σηκώσει το βάρος της αξονικής επίθεσης, έως τότε, και είχε σαρωθεί. Πρέπει πάντως να λεχθεί πως εκείνη την εποχή η 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία διέθετε 22 μόλις βρετανικά άρματα Cruiser και 25 ιταλικά Μ 13, λάφυρα της χειμερινής εκστρατείας.
Η επανάληψη του Blitzkrieg της Πολωνίας και της Γαλλίας στην Αφρική ήταν γεγονός. Μέσα σε λιγότερο από δύο μήνες και με ελάχιστες δυνάμεις, η Βέρμαχτ, αντιπροσωπευόμενη από το Άφρικα Κορπς και το Χ Αεροπορικό Σώμα, είχε αναιρέσει τη μοναδική, έως τότε, βρετανική επιτυχία στα πολεμικά μέτωπα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η συγκεκριμένη επιτυχία πιστώθηκε, δίκαια, σε έναν άνθρωπο: στον Έρβιν Ρόμελ. Ήταν τότε που γεννήθηκε ο θρύλος της «Αλεπούς της Ερήμου».
Το παράδοξο πάντως ήταν ότι τον Ρόμελ δεν τον κατέστησαν θρύλο μόνο οι άνδρες του. Σε αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν και οι αντίπαλοι, γεγονός εντελώς έξω από την βρετανική ιδιοσυγκρασία. Παρ’ όλα αυτά, τα παγωμένα βράδια της ερήμου οι Βρετανοί στρατιώτες ακούστηκαν πολλές φορές να λένε ότι χρειαζόταν ένας Βρετανός Ρόμελ για να νικήσουν.
Πράγματι, αργότερα, ο Τσόρτσιλ δημιούργησε τον «Βρετανό Ρόμελ» ή τον «αντί-Ρόμελ», ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον Μπέρναρ Λο Μοντγκόμερι.
Ωστόσο, ένας προσεκτικός αναλυτής θα ήταν σε θέση να παρατηρήσει ότι φυσικά ούτε γενικά οι Γερμανοί ούτε ειδικά ο Ρόμελ ήταν υπεράνθρωποι. Απλώς, το Άφρικα Κορπς και ο ηγέτης του επεφύλαξε στους Βρετανούς την ίδια τύχη που οι ίδιοι είχε επιφυλάξει στους άμοιρους Ιταλούς.
Όπως τα ταλαίπωρα στρατεύματα του Γκρατσιάνι δεν είχαν τίποτε να αντιπαρατάξουν απέναντι στα τρομερά Ματίλντα των Βρετανών, έτσι και οι τελευταίοι δεν διέθεταν τίποτε απέναντι στα γερμανικά Pz III και Pz IV, καθώς και στα τρομερά αντιαεροπορικά πυροβόλα των 88 χιλ. και στα νέα αντιαρματικά των 50 χιλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου