Διαπίστωση που, όσο και αν μας σοκάρει, έχει πλέον επιστημονικά τεκμηριωθεί, παύοντας να αποτελεί μια απλή αναφορά στην βιβλιογραφία του 2000.
Η αξιοπιστία του ισχυρισμού αυτού, τοποθετείται σε πολυετείς και διεθνούς επιπέδου έρευνες, μεγάλου δείγματος όπου κατά βάση αξιοποιήθηκε η μέθοδος της αυτοαναφοράς και της εγκεφαλικής απεικόνισης των συμμετεχόντων/ουσών.
Παράλληλα, η πλειονότητα των σκέψεων αυτών φαίνεται πως εξαντλείται σε πιθανά σενάρια ή καταστάσεις που δύναται να αντιμετωπίσει το άτομο στο μέλλον, δηλώνοντας συγχρόνως την έμφυτη τάση του ανθρώπινου είδους να προλαμβάνει περιστάσεις και σημεία όπου πιθανά θα του δημιουργήσουν άγχος.
Ταυτόχρονα, δεν είναι λίγες οι φορές όπου οι ενδεχόμενες αυτές υποθέσεις καταλήγουν να λαμβάνουν «σάρκα και οστά», δίνοντας χώρο στην πραγματικότητα και επιβεβαιώνοντας συνάμα τους έως τότε απλούς συλλογισμούς μας. Μερικοί το αποδίδουν σε έμφυτο ταλέντο και άλλοι σε μεταφυσικές ιδιότητες. Λαμβάνοντας υπόψιν τον φαινόμενο αυτό, προκύπτουν αναπόδραστα τα εξής ερωτήματα:
- Με ποιο τρόπο οι σκέψεις μας αποκτούν τέτοια δυναμική ούτως ώστε να επηρεάζουν την τελική έκβαση των πραγμάτων και κατ’ επέκταση το μέλλον μας;
- Πρόκειται για κάποιο είδους «manifest», όπως πολλοί κάνουν λόγο τον τελευταίο καιρό, ή μήπως κρύβεται κάτι βαθύτερο πίσω από ένα τέτοιο επιχείρημα;
Οι σκέψεις μας, λοιπόν, φαίνεται πως ενέχουν δηλωτική ισχύ τόσο στην τέλεση όσο και στην ποιότητα του τελικού προϊόντος που θα απολάβουμε ως απότοκο της ίδιας μας της συμπεριφοράς.
Πως όμως μπορεί να εξηγηθεί η ντετερμινιστική αυτή σχέση ανάμεσα στις νοητικές αναπαραστάσεις της εκάστοτε ατομικότητας και στο αποτέλεσμα που θα λάβουμε ως απόρροια αυτής;
Σε αυτό το σημείο, την απάντηση έρχεται να δώσει το «θεώρημα Thomas» (1928), όπου οι δύο ομώνυμοι εκπρόσωποι του, κοινωνιολόγοι στο επάγγελμα, υποστήριξαν ότι η υποκειμενική πραγματικότητα όπου ο άνθρωπος δημιουργεί νοητικά, είναι ικανή όχι μόνο να επιδράσει αλλά και να κατευθύνει συμπεριφορικά τον ίδιο.
Με άλλα λόγια: "εάν οι άνθρωποι ορίζουν καταστάσεις ως πραγματικές, τότε αυτές είναι πραγματικές στις συνέπειές τους."
Οι δύο αυτοί ερευνητές συγκρότησαν την πρώτη και μη οργανωμένη προσπάθεια καταγραφής της αιτιατής αυτής κατάστασης μεταξύ σκέψεων και συμπεριφοράς, τοποθετώντας έτσι τα θεμέλια για την περαιτέρω διερεύνηση της. Πράγματι, είκοσι χρόνια αργότερα (1948), ο Merton προχώρησε στην ονομασία του φαινομένου ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» μέσα από ένα άρθρο του.
Πιο συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στον αντίκτυπο του φαινομένου αυτού στην χρεοκοπία της -γνωστής τότε- αμερικανικής τράπεζας «Last National Bank». Μεταξύ άλλων, θέλησε να εξετάσει ενδελεχώς το πως αυτή η τράπεζα κατέληξε να κηρύξει πτώχευση, παρά την αξιοπιστία και την εύρυθμη λειτουργία της, από μια φήμη παρόμοιων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Ο Merton, υποβάλλοντας το εξής παράδειγμα, υπογράμμισε το πώς μια αρχικά αναληθή πρόβλεψη (φήμη περί χρεοκοπίας πέτυχε να οικειοποιηθεί από χιλιάδες άτομα/επενδυτές και να επηρεάσει την συμπεριφορά τους, οδηγώντας εν τέλει στην επιβεβαίωση της.
Ερχόμενοι στο σήμερα, η αυτοεκπληρούμενη προφητεία (self-fulfilling prophecy) συγκροτεί ένα φαινόμενο με καθαρά ψυχολογικό υπόβαθρο και φαίνεται πως βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε ποικίλους τομείς της ζωής του ανθρώπου, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η εργασία κ.λπ.
Πιο συγκεκριμένα, ορίζεται ως μια αρχικά εσφαλμένη πεποίθηση (θετική ή αρνητική) απέναντι σε μια κατάσταση ή ένα άτομο, προκαλώντας μια νέα συμπεριφορά (διαφορετική από την αναμενόμενη), η οποία είναι ικανή να επιβεβαιώσει τον αρχικό ισχυρισμό και να τον καταστήσει αληθή. Πολλοί κάνουν λόγο για έναν φαύλο κύκλο, και δικαίως, αφού το άτομο που κάνει την αρχική πρόβλεψη καταλήγει να επιβεβαιώνεται, πράγμα το οποίο χρησιμοποιεί ως αδιάσειστο επιχείρημα σε τυχόν επόμενα «θύματα» του.
Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι δυνατό να λάβει μια πληθώρα ερμηνειών και διασυνδέσεων με άλλες κοινωνιολογικές ή και ψυχολογικές θεωρήσεις.
Αναλυτικότερα, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε πως ένα βασικό πεδίο εφαρμογής της εντοπίζεται στην θεωρία περί κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας. Σύμφωνα με αυτή, η πραγματικότητα δεν λαμβάνεται ως κάτι αντικειμενικό και καθολικό, αλλά ως ένας καρπός των ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων μας. Πιο συγκεκριμένα, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έχει την τάση να μοιράζεται τις σκέψεις και τις αξίες του με την υπόλοιπη κοινότητα, εξωτερικεύοντας τες, συνήθως, λεκτικοποιημένα. Η κοινότητα, από την άλλη πλευρά, κινείται προς δύο κύριες κατευθύνσεις: εκείνη της αποδοχής ή της επίκρισης/απόρριψης.
Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης εντοπίζεται η αντικειμενοποίηση των διαμοιραζόμενων ιδεών και έπειτα, η παγίωση τους ως κάτι συλλογικά ορθό ή μη. Με αυτόν τον τρόπο καταλήγουμε και στην θεσμοθέτηση των υποκειμενικών αξιών που σήμερα γνωρίζουμε ως οικουμενικές και πανανθρώπινες. Όπως μπορούμε άμεσα να αντιληφθούμε, πρόκειται για έναν μηχανισμό συμπεριφοράς όπου οι πεποιθήσεις μας ανάγονται ως βασικά φίλτρα λειτουργίας για την αρμονική συνδιαλλαγή μας με την υπόλοιπη κοινωνία.
Κλασσικό παράδειγμα εφαρμογής του περιγραφόμενου φαινομένου εντοπίζεται στο «πείραμα του Πυγμαλίωνα», το οποίο πραγματοποιήθηκε το 1968 σε μαθητές/τριες δημοτικού του Σικάγο.
Οι ερευνητές του προγράμματος υπέβαλαν την μαθητική κοινότητα σε ένα πλαστό και μη λεκτικό τεστ νοημοσύνης, με την πρόφαση πως θα εντοπίσουν τις «αυριανές ιδιοφυΐες». Μετά, επέλεξαν με τυχαίο τρόπο ένα μέρος του δείγματος και το όρισαν ως μαθητές/τριες με προδιάθεση να μεγαλουργήσουν στην εκπαίδευση και τις επιστήμες, ενημερώνοντας ταυτόχρονα μόνο τους/τις εκπαιδευτικούς του αντίστοιχου τμήματος.
Οι εκπαιδευτικοί, που είχαν πληροφορηθεί για τα αποτελέσματα, εμφάνισαν διαφορετική αντιμετώπιση ως προς τα παιδιά της ομάδας αυτής, και οι προσδοκίες των ίδιων για εκείνα άλλαξαν ριζικά. Οκτώ μήνες αργότερα, η ίδια ομάδα παιδιών επανεξετάστηκε με πραγματικά, αυτή την φορά, ψυχομετρικά τεστ αξιολόγησης της νοημοσύνης τους, και εντοπίστηκε σημαντική πρόοδος από ότι εμφάνισε η γενική τάξη. Το πείραμα αυτό καταδεικνύει την δυναμική σύνδεση που κρύβεται ανάμεσα στις προσδοκίες ή/και προκαταλήψεις και στη συμπεριφορά μας.
Αν μέχρι τώρα δεν έχετε βρεθεί σε μια αντίστοιχη θέση όπως ο άνωθεν πειραματισμός, τότε σίγουρα έχετε υπάρξει θύμα ή και μάρτυρας του αγοραστικού πανικού. Ως καπιταλιστικά όντα, επενδύουμε και προβαίνουμε σε αγορές καθημερινά. Πόσες, όμως, από αυτές είναι πραγματικά ωφέλιμες και επιτακτικές; Και συνεπαγόμενα, από ποιόν ορίζεται η αναγκαιότητα ενός πράγματος;
Πολλές εταιρίες, και στα πλαίσια της πολιτικής marketing που ακολουθούν, εκθειάζουν τα προϊόντα τους, υποσχόμενες εξωπραγματικά συνήθως αποτελέσματα, υπερ-προβάλλοντας τα σε διάφορα μέσα με ελκυστικό τρόπο.
Πολλοί καταναλωτές, επηρεαζόμενοι από την υπέρ-προβολή, σπεύδουν να τα αγοράσουν, αυξάνοντας συνεπαγόμενα την αγοραστική τους ζήτηση. Όσο, όμως, μεγιστοποιείται η ζήτηση ενός προϊόντος, τόσο περισσότεροι νέοι πελάτες εμφανίζονται στην λίστα της εταιρίας, η οποία παρουσιάζει συσσώρευση κερδών και πολλαπλασιάζει την τελική τιμή του προϊόντος, ενισχύοντας το καθαρό κέρδος της. Όταν, όμως, το κόστος υπερβεί, με τις συνεχείς ανατιμήσεις, τις δυνατότητες του αγοραστικού κοινού, εκείνο θα πάψει να το καταναλώνει με την ίδια συχνότητα, και η εταιρία, φοβούμενη για αποτυχία, ρίχνει την τιμή. Η πολιτική αυτή, αν και αναμενόμενη, επιφέρει αντίθετα αποτελέσματα στην επιχείρηση, αφού εκκινεί την οικονομική κρίση της. Το κοινό επιβεβαιώνεται για την εσωτερική κατάρρευση της εταιρίας, δεδομένο ότι η αξία δεν εμμένει σταθερή, και εκείνο αποσύρεται σταδιακά οδηγώντας στο σπάσιμο της «αγοραστικής φούσκας».
Το κοινωνικό φαινόμενο της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, παρουσιάζει επίσης άμεση σύνδεση τόσο με τα στερεότυπα όσο και με τις προκαταλήψεις που συνεχώς διαιωνίζονται, εδραιώνοντας, εκ παραλλήλου μεγάλο φάσμα κοινωνικών ανισοτήτων. Οι αυθαίρετες γενικεύσεις αλλά και οι παγιωμένες αντιλήψεις (με θετικό ή και αρνητικό πρόσημο) απέναντι σε μια ομάδα ανθρώπων με κάποιο -συγκεκριμένο- κοινό χαρακτηριστικό είναι ικανές όχι μόνο να επηρεάσουν την συμπεριφορά της υπόλοιπης κοινότητας ως προς αυτά τα άτομα, αλλά και να την κατευθύνουν σε καταστάσεις καθαρού φανατισμού.
Ένα κατ’ εξοχήν παράδειγμα αποτελεί η εργασιακή ανισότητα εις βάρος του γυναικείου πληθυσμού, γεγονός που καταδεικνύεται και από τις μειωμένες θέσεις ευθύνης που οι ίδιες κατέχουν στον χώρο αυτό, φέρνοντας προ των πυλών το «φαινόμενο της γυάλινης οροφής». Η γυναικεία χειραφέτηση συγκροτεί ένα από τα διαχρονικότερα κοινωνικά ζητήματα, όπως και οι διακρίσεις εις βάρος των αλλοδαπών πληθυσμών, των ατόμων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό ή των ανθρώπων με κάποιας μορφής αναπηρία. Λαμβάνοντας υπόψιν χαρακτηριστικά όπως τα αναγραφόμενα η κοινωνία αναπτύσσει συγκεκριμένο εύρος απαιτήσεων από την εκάστοτε ομάδα, όπου τις περισσότερες φορές δεν ανταποκρίνεται στις ρεαλιστικές δυνατότητες της ίδιας. Απόρροια αυτού είναι η μειωμένη -συναισθηματική ή και οικονομική- επένδυση ως προς αυτά τα σύνολα, ενισχύοντας ταυτόχρονα το σχήμα της αυτοεκπληρούμενης προφητείας και οδηγώντας τα άτομα στην οικειοποίηση αυτών των στοιχείων/χαρακτηριστικών.
Εν συνεχεία, αξίζει να σημειωθεί, ότι ο κύκλος της αυτοεκπληρούμενης προφητείας δεν περιορίζεται μόνο ως προς τις κοινωνικές/διαπροσωπικές σχέσεις του ανθρώπου, αλλά εντοπίζεται και στην ενδοατομική σχέση του ίδιου με τον εαυτό του. Πιο αναλυτικά, πολλές φορές η συμπεριφορά μας εμφανίζεται να κατευθύνεται από τις προσδοκίες που οι ίδιοι έχουμε καλλιεργήσει για τον εαυτό μας, καθορίζοντας εν δυνάμει τις δυνατότητες μας, την ποιότητα επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους και αν μη τι άλλο, επιδρώντας δηλωτικά στην αυτοεικόνα μας.
Ως απότοκο αυτού, παρουσιάζεται συχνά το φαινόμενο του «αυτό-σαμποτάζ», όπου, αν και αποτελεί μια μη εσκεμμένη ενέργεια, μπορεί να εντοπιστεί σε διάφορους τομείς της ζωής μας (π.χ. διαπροσωπικές σχέσεις, επαγγελματική καριέρα κ.λπ.) και να εντείνει την αρχική πεποίθηση που έχει δημιουργηθεί. Η σύμπραξη των νοητικών σχημάτων (δηλαδή αντιλήψεων) και της συμπεριφοράς μας μοιάζει να συνθέτει ένα σαφώς ψυχολογικό προϊόν, συμπέρασμα που συνάγεται και αυτό από την νευροεπιστήμη. Σύμφωνα, λοιπόν, με το παρόν ερευνητικό πεδίο, ο ανθρώπινος εγκέφαλος τείνει να ενεργοποιείται και να καθορίζεται λειτουργικά από τις πεποιθήσεις που οι ίδιοι ή οι γύρω μας τους διαθέτουμε ως αδιάσειστα τεκμήρια. Με αυτόν τον τρόπο, επιλέγει ασυνείδητα να «κρατά» τις πληροφορίες εκείνες όπου θα επαληθεύσουν τον αρχικό ισχυρισμό (θετικό ή αρνητικό), επιδρώντας συνάμα στην βιοχημεία του νου, εκκρίνοντας ορμόνες αντίστοιχες με την κατάσταση όπου αναμένεται από το ίδιο το πρόσωπο, ανεξαρτήτως τελικής έκβασης των πραγμάτων.
Σε αντιδιαστολή με τις έως τώρα «αρνητικές» συνέπειες που μπορεί να αποφέρει το φαινόμενο της αυτοεκπληρούμενης προφητείας στον άνθρωπο, αλλά και στην κοινωνία ευρύτερα, αξίζει να αναφερθεί και η θετική πλευρά αυτού, η οποία κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική. Πιο αναλυτικά, τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί τεράστιο ενδιαφέρον ως προς την θετική ψυχολογία, η οποία εστιάζει στα θετικά στοιχεία της συμπεριφοράς του εκάστοτε προσώπου προκειμένου να επιτευχθεί ή να αναπτυχθεί ευημερία του ίδιου. Συγχρόνως, διαμέσου αυτού του κλάδου, προάγονται αξίες ιδιαίτερα ευεργετικές για το άτομο, όπως η ευγνωμοσύνη, η αισιοδοξία, η ψυχική ανθεκτικότητα κ.λπ.
Εύλογα, σε αυτό το σημείο μπορεί να δημιουργείται σε πολλούς από εμάς το ερώτημα: Πώς και με ποιο τρόπο η αυτοεκπληρούμενη προφητεία συνδέεται με την θετική ψυχολογία;
Η σύνδεση αυτή είναι όχι μόνο ισχυρή, αλλά και ιδιαιτέρα ενδιαφέρουσα, καθώς κοινός τους στόχος είναι ο θετικός επηρεασμός του εκάστοτε ατόμου, ούτως ώστε να μεταβάλει την συμπεριφορά του και να δράσει με τον βέλτιστο τρόπο. Με άλλα λόγια, λόγος γίνεται για μια γνωσιακή αναδόμηση, όπου τα υπάρχοντα αρνητικά μοτίβα σκέψεων αντικαθίστανται με πιο λειτουργικά για το πρόσωπο νοητικά σχήματα. Οι προσδοκίες πλέον λαμβάνουν θετικό πρόσημο, ενώ ενισχύεται δηλωτικά η αυτοπεποίθηση και η αυτοεικόνα κάθε εμπλεκόμενου στην διαδικασία μέλους. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί ότι οι προσδοκίες που το άτομο αναπτύσσει επιβάλλεται να είναι ρεαλιστικές και να απορρέουν από το ευρύτερο περιβάλλον, όπου το ίδιο ζει. Διαφορετικά, η απογοήτευση και η παραίτηση θα είναι το πιο σύνηθες μονοπάτι...
Κλείνοντας, η αυτοεκπληρούμενη προφητεία απαρτίζει μια αρκετά βαρυσήμαντη έννοια, προερχόμενη από τους κλάδους της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας, η οποία εστιάζει στην αλληλεπίδραση μεταξύ της συμπεριφοράς και των σκέψεων του ατόμου.
Ταυτόχρονα, οι σκέψεις λογίζονται περισσότερο ως οι προσωπικές μας δυνάμεις, που είναι ικανές να μεταβάλουν τόσο την συμπεριφορά μας όσο και τον τρόπο που επιλέγουμε να ζήσουμε, παρά ως μια παθητική και δίχως νόημα διαδικασία. Τέλος, αν προσεγγίσουμε το φαινόμενο αυτό υπό το πρίσμα της θετικής ψυχολογίας, δύναται να λειτουργήσει ως εφαλτήριο προσωπικής ανάπτυξης και ως μέσο εξισορρόπησης των προσδοκιών με τους στόχους μας, αλλά και με την πραγματικότητα.
Πως όμως μπορεί να εξηγηθεί η ντετερμινιστική αυτή σχέση ανάμεσα στις νοητικές αναπαραστάσεις της εκάστοτε ατομικότητας και στο αποτέλεσμα που θα λάβουμε ως απόρροια αυτής;
Σε αυτό το σημείο, την απάντηση έρχεται να δώσει το «θεώρημα Thomas» (1928), όπου οι δύο ομώνυμοι εκπρόσωποι του, κοινωνιολόγοι στο επάγγελμα, υποστήριξαν ότι η υποκειμενική πραγματικότητα όπου ο άνθρωπος δημιουργεί νοητικά, είναι ικανή όχι μόνο να επιδράσει αλλά και να κατευθύνει συμπεριφορικά τον ίδιο.
Με άλλα λόγια: "εάν οι άνθρωποι ορίζουν καταστάσεις ως πραγματικές, τότε αυτές είναι πραγματικές στις συνέπειές τους."
Οι δύο αυτοί ερευνητές συγκρότησαν την πρώτη και μη οργανωμένη προσπάθεια καταγραφής της αιτιατής αυτής κατάστασης μεταξύ σκέψεων και συμπεριφοράς, τοποθετώντας έτσι τα θεμέλια για την περαιτέρω διερεύνηση της. Πράγματι, είκοσι χρόνια αργότερα (1948), ο Merton προχώρησε στην ονομασία του φαινομένου ως «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» μέσα από ένα άρθρο του.
Πιο συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στον αντίκτυπο του φαινομένου αυτού στην χρεοκοπία της -γνωστής τότε- αμερικανικής τράπεζας «Last National Bank». Μεταξύ άλλων, θέλησε να εξετάσει ενδελεχώς το πως αυτή η τράπεζα κατέληξε να κηρύξει πτώχευση, παρά την αξιοπιστία και την εύρυθμη λειτουργία της, από μια φήμη παρόμοιων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων. Ο Merton, υποβάλλοντας το εξής παράδειγμα, υπογράμμισε το πώς μια αρχικά αναληθή πρόβλεψη (φήμη περί χρεοκοπίας πέτυχε να οικειοποιηθεί από χιλιάδες άτομα/επενδυτές και να επηρεάσει την συμπεριφορά τους, οδηγώντας εν τέλει στην επιβεβαίωση της.
Ερχόμενοι στο σήμερα, η αυτοεκπληρούμενη προφητεία (self-fulfilling prophecy) συγκροτεί ένα φαινόμενο με καθαρά ψυχολογικό υπόβαθρο και φαίνεται πως βρίσκει πεδίο εφαρμογής σε ποικίλους τομείς της ζωής του ανθρώπου, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η εργασία κ.λπ.
Πιο συγκεκριμένα, ορίζεται ως μια αρχικά εσφαλμένη πεποίθηση (θετική ή αρνητική) απέναντι σε μια κατάσταση ή ένα άτομο, προκαλώντας μια νέα συμπεριφορά (διαφορετική από την αναμενόμενη), η οποία είναι ικανή να επιβεβαιώσει τον αρχικό ισχυρισμό και να τον καταστήσει αληθή. Πολλοί κάνουν λόγο για έναν φαύλο κύκλο, και δικαίως, αφού το άτομο που κάνει την αρχική πρόβλεψη καταλήγει να επιβεβαιώνεται, πράγμα το οποίο χρησιμοποιεί ως αδιάσειστο επιχείρημα σε τυχόν επόμενα «θύματα» του.
Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι δυνατό να λάβει μια πληθώρα ερμηνειών και διασυνδέσεων με άλλες κοινωνιολογικές ή και ψυχολογικές θεωρήσεις.
Αναλυτικότερα, θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε πως ένα βασικό πεδίο εφαρμογής της εντοπίζεται στην θεωρία περί κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας. Σύμφωνα με αυτή, η πραγματικότητα δεν λαμβάνεται ως κάτι αντικειμενικό και καθολικό, αλλά ως ένας καρπός των ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων μας. Πιο συγκεκριμένα, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έχει την τάση να μοιράζεται τις σκέψεις και τις αξίες του με την υπόλοιπη κοινότητα, εξωτερικεύοντας τες, συνήθως, λεκτικοποιημένα. Η κοινότητα, από την άλλη πλευρά, κινείται προς δύο κύριες κατευθύνσεις: εκείνη της αποδοχής ή της επίκρισης/απόρριψης.
Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης εντοπίζεται η αντικειμενοποίηση των διαμοιραζόμενων ιδεών και έπειτα, η παγίωση τους ως κάτι συλλογικά ορθό ή μη. Με αυτόν τον τρόπο καταλήγουμε και στην θεσμοθέτηση των υποκειμενικών αξιών που σήμερα γνωρίζουμε ως οικουμενικές και πανανθρώπινες. Όπως μπορούμε άμεσα να αντιληφθούμε, πρόκειται για έναν μηχανισμό συμπεριφοράς όπου οι πεποιθήσεις μας ανάγονται ως βασικά φίλτρα λειτουργίας για την αρμονική συνδιαλλαγή μας με την υπόλοιπη κοινωνία.
Κλασσικό παράδειγμα εφαρμογής του περιγραφόμενου φαινομένου εντοπίζεται στο «πείραμα του Πυγμαλίωνα», το οποίο πραγματοποιήθηκε το 1968 σε μαθητές/τριες δημοτικού του Σικάγο.
Οι ερευνητές του προγράμματος υπέβαλαν την μαθητική κοινότητα σε ένα πλαστό και μη λεκτικό τεστ νοημοσύνης, με την πρόφαση πως θα εντοπίσουν τις «αυριανές ιδιοφυΐες». Μετά, επέλεξαν με τυχαίο τρόπο ένα μέρος του δείγματος και το όρισαν ως μαθητές/τριες με προδιάθεση να μεγαλουργήσουν στην εκπαίδευση και τις επιστήμες, ενημερώνοντας ταυτόχρονα μόνο τους/τις εκπαιδευτικούς του αντίστοιχου τμήματος.
Οι εκπαιδευτικοί, που είχαν πληροφορηθεί για τα αποτελέσματα, εμφάνισαν διαφορετική αντιμετώπιση ως προς τα παιδιά της ομάδας αυτής, και οι προσδοκίες των ίδιων για εκείνα άλλαξαν ριζικά. Οκτώ μήνες αργότερα, η ίδια ομάδα παιδιών επανεξετάστηκε με πραγματικά, αυτή την φορά, ψυχομετρικά τεστ αξιολόγησης της νοημοσύνης τους, και εντοπίστηκε σημαντική πρόοδος από ότι εμφάνισε η γενική τάξη. Το πείραμα αυτό καταδεικνύει την δυναμική σύνδεση που κρύβεται ανάμεσα στις προσδοκίες ή/και προκαταλήψεις και στη συμπεριφορά μας.
Αν μέχρι τώρα δεν έχετε βρεθεί σε μια αντίστοιχη θέση όπως ο άνωθεν πειραματισμός, τότε σίγουρα έχετε υπάρξει θύμα ή και μάρτυρας του αγοραστικού πανικού. Ως καπιταλιστικά όντα, επενδύουμε και προβαίνουμε σε αγορές καθημερινά. Πόσες, όμως, από αυτές είναι πραγματικά ωφέλιμες και επιτακτικές; Και συνεπαγόμενα, από ποιόν ορίζεται η αναγκαιότητα ενός πράγματος;
Πολλές εταιρίες, και στα πλαίσια της πολιτικής marketing που ακολουθούν, εκθειάζουν τα προϊόντα τους, υποσχόμενες εξωπραγματικά συνήθως αποτελέσματα, υπερ-προβάλλοντας τα σε διάφορα μέσα με ελκυστικό τρόπο.
Πολλοί καταναλωτές, επηρεαζόμενοι από την υπέρ-προβολή, σπεύδουν να τα αγοράσουν, αυξάνοντας συνεπαγόμενα την αγοραστική τους ζήτηση. Όσο, όμως, μεγιστοποιείται η ζήτηση ενός προϊόντος, τόσο περισσότεροι νέοι πελάτες εμφανίζονται στην λίστα της εταιρίας, η οποία παρουσιάζει συσσώρευση κερδών και πολλαπλασιάζει την τελική τιμή του προϊόντος, ενισχύοντας το καθαρό κέρδος της. Όταν, όμως, το κόστος υπερβεί, με τις συνεχείς ανατιμήσεις, τις δυνατότητες του αγοραστικού κοινού, εκείνο θα πάψει να το καταναλώνει με την ίδια συχνότητα, και η εταιρία, φοβούμενη για αποτυχία, ρίχνει την τιμή. Η πολιτική αυτή, αν και αναμενόμενη, επιφέρει αντίθετα αποτελέσματα στην επιχείρηση, αφού εκκινεί την οικονομική κρίση της. Το κοινό επιβεβαιώνεται για την εσωτερική κατάρρευση της εταιρίας, δεδομένο ότι η αξία δεν εμμένει σταθερή, και εκείνο αποσύρεται σταδιακά οδηγώντας στο σπάσιμο της «αγοραστικής φούσκας».
Το κοινωνικό φαινόμενο της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, παρουσιάζει επίσης άμεση σύνδεση τόσο με τα στερεότυπα όσο και με τις προκαταλήψεις που συνεχώς διαιωνίζονται, εδραιώνοντας, εκ παραλλήλου μεγάλο φάσμα κοινωνικών ανισοτήτων. Οι αυθαίρετες γενικεύσεις αλλά και οι παγιωμένες αντιλήψεις (με θετικό ή και αρνητικό πρόσημο) απέναντι σε μια ομάδα ανθρώπων με κάποιο -συγκεκριμένο- κοινό χαρακτηριστικό είναι ικανές όχι μόνο να επηρεάσουν την συμπεριφορά της υπόλοιπης κοινότητας ως προς αυτά τα άτομα, αλλά και να την κατευθύνουν σε καταστάσεις καθαρού φανατισμού.
Ένα κατ’ εξοχήν παράδειγμα αποτελεί η εργασιακή ανισότητα εις βάρος του γυναικείου πληθυσμού, γεγονός που καταδεικνύεται και από τις μειωμένες θέσεις ευθύνης που οι ίδιες κατέχουν στον χώρο αυτό, φέρνοντας προ των πυλών το «φαινόμενο της γυάλινης οροφής». Η γυναικεία χειραφέτηση συγκροτεί ένα από τα διαχρονικότερα κοινωνικά ζητήματα, όπως και οι διακρίσεις εις βάρος των αλλοδαπών πληθυσμών, των ατόμων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό ή των ανθρώπων με κάποιας μορφής αναπηρία. Λαμβάνοντας υπόψιν χαρακτηριστικά όπως τα αναγραφόμενα η κοινωνία αναπτύσσει συγκεκριμένο εύρος απαιτήσεων από την εκάστοτε ομάδα, όπου τις περισσότερες φορές δεν ανταποκρίνεται στις ρεαλιστικές δυνατότητες της ίδιας. Απόρροια αυτού είναι η μειωμένη -συναισθηματική ή και οικονομική- επένδυση ως προς αυτά τα σύνολα, ενισχύοντας ταυτόχρονα το σχήμα της αυτοεκπληρούμενης προφητείας και οδηγώντας τα άτομα στην οικειοποίηση αυτών των στοιχείων/χαρακτηριστικών.
Εν συνεχεία, αξίζει να σημειωθεί, ότι ο κύκλος της αυτοεκπληρούμενης προφητείας δεν περιορίζεται μόνο ως προς τις κοινωνικές/διαπροσωπικές σχέσεις του ανθρώπου, αλλά εντοπίζεται και στην ενδοατομική σχέση του ίδιου με τον εαυτό του. Πιο αναλυτικά, πολλές φορές η συμπεριφορά μας εμφανίζεται να κατευθύνεται από τις προσδοκίες που οι ίδιοι έχουμε καλλιεργήσει για τον εαυτό μας, καθορίζοντας εν δυνάμει τις δυνατότητες μας, την ποιότητα επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους και αν μη τι άλλο, επιδρώντας δηλωτικά στην αυτοεικόνα μας.
Ως απότοκο αυτού, παρουσιάζεται συχνά το φαινόμενο του «αυτό-σαμποτάζ», όπου, αν και αποτελεί μια μη εσκεμμένη ενέργεια, μπορεί να εντοπιστεί σε διάφορους τομείς της ζωής μας (π.χ. διαπροσωπικές σχέσεις, επαγγελματική καριέρα κ.λπ.) και να εντείνει την αρχική πεποίθηση που έχει δημιουργηθεί. Η σύμπραξη των νοητικών σχημάτων (δηλαδή αντιλήψεων) και της συμπεριφοράς μας μοιάζει να συνθέτει ένα σαφώς ψυχολογικό προϊόν, συμπέρασμα που συνάγεται και αυτό από την νευροεπιστήμη. Σύμφωνα, λοιπόν, με το παρόν ερευνητικό πεδίο, ο ανθρώπινος εγκέφαλος τείνει να ενεργοποιείται και να καθορίζεται λειτουργικά από τις πεποιθήσεις που οι ίδιοι ή οι γύρω μας τους διαθέτουμε ως αδιάσειστα τεκμήρια. Με αυτόν τον τρόπο, επιλέγει ασυνείδητα να «κρατά» τις πληροφορίες εκείνες όπου θα επαληθεύσουν τον αρχικό ισχυρισμό (θετικό ή αρνητικό), επιδρώντας συνάμα στην βιοχημεία του νου, εκκρίνοντας ορμόνες αντίστοιχες με την κατάσταση όπου αναμένεται από το ίδιο το πρόσωπο, ανεξαρτήτως τελικής έκβασης των πραγμάτων.
Σε αντιδιαστολή με τις έως τώρα «αρνητικές» συνέπειες που μπορεί να αποφέρει το φαινόμενο της αυτοεκπληρούμενης προφητείας στον άνθρωπο, αλλά και στην κοινωνία ευρύτερα, αξίζει να αναφερθεί και η θετική πλευρά αυτού, η οποία κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική. Πιο αναλυτικά, τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί τεράστιο ενδιαφέρον ως προς την θετική ψυχολογία, η οποία εστιάζει στα θετικά στοιχεία της συμπεριφοράς του εκάστοτε προσώπου προκειμένου να επιτευχθεί ή να αναπτυχθεί ευημερία του ίδιου. Συγχρόνως, διαμέσου αυτού του κλάδου, προάγονται αξίες ιδιαίτερα ευεργετικές για το άτομο, όπως η ευγνωμοσύνη, η αισιοδοξία, η ψυχική ανθεκτικότητα κ.λπ.
Εύλογα, σε αυτό το σημείο μπορεί να δημιουργείται σε πολλούς από εμάς το ερώτημα: Πώς και με ποιο τρόπο η αυτοεκπληρούμενη προφητεία συνδέεται με την θετική ψυχολογία;
Η σύνδεση αυτή είναι όχι μόνο ισχυρή, αλλά και ιδιαιτέρα ενδιαφέρουσα, καθώς κοινός τους στόχος είναι ο θετικός επηρεασμός του εκάστοτε ατόμου, ούτως ώστε να μεταβάλει την συμπεριφορά του και να δράσει με τον βέλτιστο τρόπο. Με άλλα λόγια, λόγος γίνεται για μια γνωσιακή αναδόμηση, όπου τα υπάρχοντα αρνητικά μοτίβα σκέψεων αντικαθίστανται με πιο λειτουργικά για το πρόσωπο νοητικά σχήματα. Οι προσδοκίες πλέον λαμβάνουν θετικό πρόσημο, ενώ ενισχύεται δηλωτικά η αυτοπεποίθηση και η αυτοεικόνα κάθε εμπλεκόμενου στην διαδικασία μέλους. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί ότι οι προσδοκίες που το άτομο αναπτύσσει επιβάλλεται να είναι ρεαλιστικές και να απορρέουν από το ευρύτερο περιβάλλον, όπου το ίδιο ζει. Διαφορετικά, η απογοήτευση και η παραίτηση θα είναι το πιο σύνηθες μονοπάτι...
Κλείνοντας, η αυτοεκπληρούμενη προφητεία απαρτίζει μια αρκετά βαρυσήμαντη έννοια, προερχόμενη από τους κλάδους της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας, η οποία εστιάζει στην αλληλεπίδραση μεταξύ της συμπεριφοράς και των σκέψεων του ατόμου.
Ταυτόχρονα, οι σκέψεις λογίζονται περισσότερο ως οι προσωπικές μας δυνάμεις, που είναι ικανές να μεταβάλουν τόσο την συμπεριφορά μας όσο και τον τρόπο που επιλέγουμε να ζήσουμε, παρά ως μια παθητική και δίχως νόημα διαδικασία. Τέλος, αν προσεγγίσουμε το φαινόμενο αυτό υπό το πρίσμα της θετικής ψυχολογίας, δύναται να λειτουργήσει ως εφαλτήριο προσωπικής ανάπτυξης και ως μέσο εξισορρόπησης των προσδοκιών με τους στόχους μας, αλλά και με την πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου