3.9. Παράρτημα: «από τον μύθο στον λόγο»[1]Στον μισόδρομο της ελληνικής αρχαιότητας σταματούμε να θεωρήσουμε σε γενικές γραμμές την ως τώρα πορεία μας.
Ξεκινήσαμε από τα ομηρικά έπη, έμμετρα αφηγηματικά έργα συνθεμένα σε άνετη, βαριοστολισμένη, τραγουδιστική ποιητική λαλιά - έργα που αναφέρονται στον μυθικό κόσμο των θεών και των ηρώων. Καταλήξαμε στα πεζά επιστημονικά υπομνήματα του Αριστοτέλη, γραμμένα σε συνοπτικό, απέριττο ύφος - έργα που αναφέρονται στον πραγματικό, όχι στον μυθικό κόσμο. Ο δρόμος ήταν μακρύς, μεσολάβησαν πολλά, και η διαφορά, αρχή και τέλος, μεγάλη.
Ωστόσο, όταν μιλούμε για την πορεία από τον μύθο στον λόγο, δεν εννοούμε μόνο τη σταδιακή μετακίνηση των ενδιαφερόντων από τον μυθικό κόσμο στην πραγματικότητα, ούτε μόνο τη βαθμιαία μετάβαση από τους ποιητικούς στους πεζολογικούς τρόπους γλωσσικής επικοινωνίας, αλλά και κάτι σημαντικότερο: την προοδευτική μεταβολή στον τρόπο που οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν, αναζητούσαν και παρουσίαζαν το καλό και την αλήθεια.
Στα πρώιμα χρόνια, του Ομήρου, του Ησιόδου και των λυρικών, το καλό και η αλήθεια προέρχονταν πρώτα και πάνω απ᾽ όλα από τους θεούς. Από αυτούς αντλούσαν τη γνώση τους οι μάντεις, από αυτούς και οι ποιητές. Φυσικά, μια τέτοια γνώση από θεού δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και δε χρειάζεται απόδειξη - αλλά βέβαια είχαν δίκιο οι Μούσες όταν αποκάλυψαν στον Ησίοδο ότι «ξέρουν να λεν και τις αλήθειες, ξέρουν να λεν και ψέματα που μοιάζουν με αλήθειες» (Θεογονία 27-8).
Αναπόδειχτοι έμεναν οι ισχυρισμοί και όταν ο ομιλητής, όποιος και αν ήταν, για να δυναμώσει την άποψή του έφερνε ένα παράδειγμα που τις περισσότερες φορές προερχόταν από τη μυθολογία. Έτσι, για να μεταπείσει τον Αχιλλέα ο γερο-Φοίνικας παρουσίασε το παράδειγμα του Μελέαγρου (I 527-99)· έτσι, για να αποδείξει τη δύναμη του έρωτα η Σαπφώ χρησιμοποίησε το παράδειγμα της ωραίας Ελένης (απόσπ. 195 P.).
Άλλος τρόπος να ενισχύσει κανείς τις απόψεις του ήταν να επικαλεστεί ως τεκμήριο ένα μύθο σαν του Αισώπου, μια παροιμία («κατάλοιπο παλιάς σοφίας που σώθηκε για τη συντομία και την πετυχημένη της διατύπωση», Αριστοτέλης, απόσπ. 13), ή και μιαν αναπόδειχτη γνώμη, συνήθως επώνυμη, του Ομήρου π.χ., του Ησιόδου, ή των Επτά σοφών. Αντίστοιχα, όχι μόνο ο Θαλής, που συγκαταλέγεται στους Επτά σοφούς, αλλά και άλλοι προσωκρατικοί δε δίστασαν να διατυπώσουν επιγραμματικά τις πεποιθήσεις τους, δογματικά, χωρίς καθόλου να νοιάζονται και να τις αποδείξουν.
Οι παραπάνω τρόποι να προσεγγίσει και να παρουσιάσει κανείς την άποψή του για το καλό και την αλήθεια ήταν πάντα, και είναι ακόμα σήμερα, συνηθισμένοι· όμως καθώς περνούσαν τα χρόνια, όλο και περισσότερο οι άνθρωποι ανακάλυπταν το πνεύμα,[2] και μάθαιναν να χρησιμοποιούν τις συλλογιστικές δυνατότητες: τους ορισμούς, τις κρίσεις, τις λογικές αποδείξεις κλπ. Έτσι, στα κλασικά χρόνια οι ρήτορες και οι σοφιστές ήξεραν καλά πως όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερες γνώμες, σωστό είναι να αντιπαραταχτούν με επιχειρήματα και αποδεικτικούς συλλογισμούς, οπότε ο κρείττων λόγος, ο πιο σωστός, αν υποστηριχτεί ορθολογικά θα υπερτερήσει.
Όχι σπάνια, έχοντας διερευνήσει σε βάθος τους αποδεικτικούς τρόπους, οι σοφιστές, είτε για να υπερισχύσουν στους αγώνες λόγων και στους εριστικούς διάλογους, είτε για να επιδείξουν τη νοητική τους δεινότητα, εκμεταλλεύονταν τις συλλογιστικές δυνατότητες όχι μόνο για να λένε, όπως οι Μούσες, αλλά και για να υποστηρίζουν πειστικά, με λογικά επιχειρήματα, «ψέματα που μοιάζαν με αλήθειες». Παράλληλα, την ίδια εποχή, ο Σωκράτης συζητούσε τις διάφορες απόψεις για το καλό και την αλήθεια, δείχνοντας με την ιδιότυπη διαλεκτική του πως οι περισσότερες δεν άντεχαν σε λογικό έλεγχο.
Ένα βήμα πέρα από τον Σωκράτη, που σταματούσε στον έλεγχο χωρίς ο ίδιος να καταλήγει σε αμετάκλητες απόψεις, οι μαθητές του, με πρώτο και σπουδαιότερο τον Πλάτωνα, πίστεψαν πως πια μπορούσαν να συλλάβουν συλλογιστικά και να στηρίξουν με ακλόνητα επιχειρήματα οριστικές θέσεις για το καλό και την αλήθεια.
Τελευταίος στις εξελίξεις που παρακολουθούμε, ο Αριστοτέλης δεν περιορίστηκε στο να εκθέτει συστηματικά και τεκμηριωμένα τις απόψεις του για τα πολλά και ποικίλα θέματα που τον απασχόλησαν, αλλά φρόντισε, σε μια σειρά από διατριβές, να συστηματοποιήσει και να μελετήσει σε βάθος τη λογική σκέψη, δηλαδή το ίδιο το Όργανο που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναζητήσει με τον νου και να γνωρίσει το καλό και την αλήθεια.
Σύδδετες με τις παραπάνω εξελίξεις ήταν, όπως θα το περιμέναμε, και οι μεταβολές στα εκφραστικά μέσα. Από όπου και αν προερχόταν, ο αναπόδεικτος λόγος έπρεπε, για να γίνει πιο πειστικός, να επιστρατεύσει τα εξωλογικά, μαγικά σχεδόν, μέσα της ποίησης και της μουσικής. Έτσι, από τις αρχές και για ένα μεγάλο διάστημα που ξεπερνά το κατώφλι της κλασικής εποχής, η λογοτεχνική παραγωγή ήταν στο μεγαλύτερο μέρος προφορική, έμμετρη και τραγουδιστή.
Αργότερα, στην εποχή της δημοκρατικής ακμής, των μεγάλων ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων, των σοφιστών και του Σωκράτη, η διερεύνηση των συλλογιστικών τρόπων, η επίπονη αναζήτηση του σωστού και της αλήθειας, ο έλεγχος και η αντιπαράθεση των διαφόρων απόψεων ευνοούσαν άλλους εκφραστικούς τρόπους. Έτσι, αναπτύχτηκαν και κυριάρχησαν (στα δικαστήρια, στην εκκλησία του δήμου, στις σοφιστικές επιδείξεις και αλλού) προφορικά πάλι είδη, ο αγώνας λόγων και ο διάλογος.
Τέλος, τον 4ο π.Χ. αιώνα, από τη μια οι σωκρατικοί χρησιμοποίησαν ως εκφραστικό μέσο τον διάλογο, σε γραπτή παγιωμένη μορφή που όλο και περισσότερο τον απομάκρυνε από την αρχική του ζωντάνια, από την άλλη ο νηφάλιος γραπτός πεζός λόγος κυριάρχησε στις κάθε λογής πραγματείες ως το μόνο κατάλληλο μέσο για να παρουσιαστούν το καλό και η αλήθεια, απογυμνωμένα από κάθε στολίδι, με μόνο στήριγμα τη λογική.
Ξεχωριστή θέση σε όλα αυτά κατέχει το θέατρο, όπου μέσα του συνυπάρχουν ο μυθικός με τον λογικό τρόπο σκέψης και το τραγούδι με τον διάλογο - και βέβαια τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα πώς και γιατί στην εξέλιξη του θεάτρου τα τραγουδιστικά χορικά ολοένα και λιγόστευαν, ώσπου σχεδόν εξαφανίστηκαν για χάρη του διαλόγου.
Ένα ιδιαίτερο φαινόμενο διαπιστώνουμε και στη ρητορεία, όπου οι ομιλητές, για να πείσουν ευκολότερα ή και για να παραπλανήσουν τους ακροατές τους, δε διστάζουν μαζί με τα λογικά τους επιχειρήματα να χρησιμοποιούν και τα γοργίεια σχήματα, που βέβαια ανήκουν στα εξωλογικά, «μαγικά», ποιητικά και μουσικά μέσα.
Τελευταία, ίσως περιττή, παρατήρηση: η πορεία από τον μύθο στον λόγο, δηλαδή η βαθμιαία μετάβαση από τον μυθικό-θεολογικό στον ορθολογικό τρόπο σκέψης, και συνάμα από τους ποιητικούς στους πεζολογικούς εκφραστικούς τρόπους, δεν περιορίστηκε στους συγγραφείς και στους διανοούμενους, αλλά αφορούσε το σύνολο της αρχαιοελληνικής κοινωνίας - ουσιαστικά τον τρόπο που οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν και ερμήνευαν τον κόσμο.
-------------------------
1. Από τον μύθο στον λόγο είναι ο πετυχημένος τίτλος ενός βιβλίου του γερμανού φιλολόγου Β. Νέστλε (1940). Οι ιστορικοί του πνεύματος τον χρησιμοποιούν συχνά όταν περιγράφουν πώς εξελίχτηκε ο τρόπος σκέψης των Ελλήνων από τον Όμηρο ως το τέλος της κλασικής εποχής.
2. Η ανακάλυψη του πνεύματος είναι ένας ακόμα πετυχημένος τίτλος βιβλίου, όπου σε μια σειρά από δοκίμια ο γερμανός φιλόλογος Μ. Σνελ σχολιάζει την εξέλιξη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού από τις αρχές ως αργά στα ελληνιστικά χρόνια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου