Μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Βιέννης από τους Οθωμανούς, το 1683, τον επόμενο χρόνο υπεγράφη στην Αυστρία μια συμμαχία ανάμεσα στον εκπρόσωπο του Πάπα και τους εκπροσώπους της Αυστρίας, της Πολωνίας και της Βενετίας, που στρεφόταν κατά του Σουλτάνου των Οθωμανών. Η συμμαχία αυτή έγινε γνωστή ως «Ιερός Συνασπισμός του Λιντς»
Επειδή η Βενετία δεν διέθετε δικό της στρατό, η συμμετοχή της στον συνασπισμό, αρχικά υποτιμήθηκε. Όταν όμως κατέφυγε για μισθοφόρους στα γερμανικά κρατίδια, τα οποία διέθεταν πολυάριθμους στρατιώτες που είχαν μείνει δίχως απασχόληση μετά τη λήξη του Τριακονταετούς Πολέμου, τότε ο ρόλος της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας στον ελλαδικό χώρο έγινε ουσιαστικότερος.
Η Βενετία, τον Ιανουάριο του 1684, αποφάσισε να διεξαγάγει πόλεμο κατά των Οθωμανών, με στόχο την κατάληψη την Πελοποννήσου. Αρχιστράτηγος του εκστρατευτικού σώματος διορίστηκε ο παλαίμαχος της πολιορκίας του Χάνδακα, Φραντσέσκο Μοροζίνι, ενώ ο Γουλιέλμος φον Κένιξμαρκ ανέλαβε τη διοίκηση των χερσαίων δυνάμεων, οι οποίες απετελούντο από μισθοφόρους προερχομένους από τα κρατίδια του Ανοβέρου, του Μπράουνσβάιγκ, της Έσσης, της Σαξονίας και της Βυρτεμβέργης.
Μετά την κήρυξη του πολέμου, τον Απρίλιο του 1684, ο Μοροζίνι απέπλευσε με τη Μοίρα του στόλου του τον Ιούνιο του ιδίου έτους προς το Ιόνιο Πέλαγος.
Εκεί, στη Μοίρα των ιταλικών πλοίων προστέθηκαν και 6 γαλέρες με Έλληνες από τα νησιά του Ιονίου. Οι Βενετοί κατέλαβαν πρώτα τη Λευκάδα και την Πρέβεζα και στη συνέχεια το Αιτωλικό και το Μεσολόγγι.
Το 1685, συγκεντρώθηκαν στην Κέρκυρα, στην Πρέβεζα και στο Δραγαμέστο τα στρατεύματα που είχαν στρατολογηθεί για τις επιχειρήσεις της Πελοποννήσου. Η δύναμη που μεταφέρθηκε στη Νότια Πελοπόννησο ανερχόταν σε 9.500 άνδρες. Πρώτα κατελήφθη η Κορώνη και στη συνέχεια η Καλαμάτα, η Μάνη και τμήμα της Μεσσηνίας. Το 1686, τα στρατεύματα των Βενετών κατέλαβαν τη Μεθώνη, την Κυπαρισσία και το Ναύπλιο.
Η κατάκτηση της Πελοποννήσου συνεχίστηκε και το 1687 με την κατάληψη της Πάτρας και της Κορίνθου.
Έτσι, μέσα σε τρία χρόνια, ο Μοροζίνι κατόρθωσε να καταλάβει ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο, με εξαίρεση τη Μονεμβασιά. Ο Βενετός αρχιστράτηγος εκτιμώντας ότι το τείχος του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Κορίνθου δεν ήταν επαρκές, για την απόκρουση πιθανών οθωμανικών επιθέσεων από Βορρά, αποφάσισε να συνεχίσει τις επιχειρήσεις του, με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη των Αθηνών.
Στο τέλος Αυγούστου του 1687, έφθασε εκ μέρους των Αθηναίων στο στρατόπεδο των Βενετών ένας Καπουτσίνος μοναχός, εξουσιοδοτημένος να διαπραγματευτεί το ποσό που θα έπρεπε να καταβάλουν οι Αθηναίοι για να αποφευχθεί η βενετική επίθεση εναντίον τους. Οι Βενετοί απαίτησαν το ποσόν των 40.000 ρεαλίων ετησίως, για να μην βαδίσουν εναντίον της πόλεως, όμως η πρότασή τους κρίθηκε υπερβολική.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1687, νέα αντιπροσωπεία των Αθηναίων άρχισε ένα νέο κύκλο διαπραγματεύσεων με τους Βενετούς, οι οποίοι δέχθηκαν να ακυρώσουν την επίθεση. Ωστόσο, στις 14 Σεπτεμβρίου, κατά τη διάρκεια πολεμικού συμβουλίου, οι αρχηγοί των μισθοφόρων έλαβαν αντίθετη θέση και επέμεναν στην πραγματοποίηση της επίθεσης.
Τότε έφθασε μια νέα αντιπροσωπεία εκ μέρους των Αθηναίων Προκρίτων, εξουσιοδοτημένη να δηλώσει την συμπαράστασή της στην εκστρατεία των Βενετών. Μετά από αυτές τις εξελίξεις, ο στόλος των Βενετών, κατέπλευσε στον Πειραιά, ενώ μια Μοίρα του βενετικού στόλου κινήθηκε παραπλανητικά προς την Εύβοια. Όταν οι Βενετοί αποβίβασαν στον Πειραιά 8.000 άνδρες και 870 ιππείς, οι Τούρκοι εκκένωσαν την πόλη και οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη, αποφασισμένοι να την κρατήσουν, έως ότου φθάσουν ενισχύσεις από την Θήβα. Έτσι, ανενόχλητοι οι Βενετοί με 150 άνδρες κατέλαβαν την πόλη των Αθηνών.
Η Ακρόπολη των Αθηνών το 1687
Η Ακρόπολη των Αθηνών υπήρξε το κέντρο, γύρω από το οποίο αναπτύχθηκε η πόλη των Αθηνών. Ενώ κατά την μυκηναϊκή περίοδο η Ακρόπολη ήταν έδρα του βασιλέα των Αθηνών, μετά το τέλος της περιόδου αυτής, έπαυσε να είναι η έδρα του ηγεμόνα και διοικητικό κέντρο, μετατράπηκε δε σε θρησκευτικό τόπο.
Κατά τη διάρκεια της περσικής επιδρομής εναντίον των Ελλήνων, τα ιερά της Ακροπόλεως πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν, καθώς και πολλά από τα πλούσια αφιερώματα. Ο Ιερός Βράχος πήρε την τελική του μορφή σύμφωνα με το όραμα του Περικλή κατά την περίοδο 450 έως 420 π.Χ.
Με την επιβλητική μορφή και την απαράμιλλη αρχιτεκτονική του, ο Παρθενών είναι άρρηκτα συνδεμένος με την εικόνα της Ακροπόλεως και της Αθήνας. Ανεγέρθη στη διάρκεια της διακυβερνήσεως των Αθηνών από τον Περικλή μεταξύ των ετών 447-438 π.Χ.
Σχεδιάστηκε από τον Ικτίνο με τη συνεργασία του Καλλικράτη, υπό τη γενική εποπτεία του Φειδία, ο οποίος μαζί με τους συνεργάτες του σχεδίασε και εκτέλεσε το γλυπτό διάκοσμο του ναού. Ήδη, από τον 6ο αιώνα μ.Χ., ο Παρθενών είχε μετατραπεί σε χριστιανικό ναό, ο οποίος διαρρυθμίστηκε σε σχήμα βασιλικής και είχε αφιερωθεί στην Αγία του Θεού Σοφία. Αργότερα αφιερώθηκε στην Παναγία την Αθηνιώτισσα. Ο κυρίως ναός, ο οποίος ήταν τριμερής, απετέλεσε το ναό της χριστιανικής βασιλικής, ενώ ο αρχαίος οπισθόδομος στη δυτική πλευρά, απετέλεσε το νάρθηκα του ναού.
Η ανατολική είσοδος καταργήθηκε και κατασκευάστηκε στην πλευρά αυτή η κόγχη του ιερού, σύμφωνα με τον προσανατολισμό των χριστιανικών ναών, ενώ ως κυρία είσοδος διατηρήθηκε η υπάρχουσα δυτική είσοδος του αρχαίου ναού. Στο χριστιανικό ναό προσήλθε για να προσκυνήσει ο Αυτοκράτωρ Βασίλειος ο Β’ ο Βουλγαροκτόνος, το 1018, μετά τη νίκη του εναντίον των Βουλγάρων. Στις αρχές του 13ου αιώνα η λειτουργία του ναού συνεχίστηκε, αλλά μετά τη Δ’ Σταυροφορία οι Φράγκοι, οι οποίοι κατέλαβαν την Αθήνα, μετέβαλαν το μνημείο σε καθολικό ναό. Μετά την επίσκεψη του Μεχμέτ (Μωάμεθ) του Πορθητή στην Αθήνα, το 1458, ο χριστιανικός ναός μετατράπηκε σε τζαμί.
Το Ερέχθειο ανεγέρθη μετά τον Παρθενώνα. Η κατασκευή του άρχισε το 421 π.Χ. και αποπερατώθηκε το 405 π.Χ. Στους χριστιανικούς χρόνους μετατράπηκε σε τρίκλιτη βασιλική, αφιερωμένη στον Σωτήρα Χριστό. Την περίοδο της Φραγκοκρατίας το κτίριο απεδόθη σε κοσμική χρήση, ενώ κατά την Τουρκοκρατία είχε μετατραπεί σε κατοικία του αγά, ο οποίος στέγαζε εκεί και το χαρέμι του. Η πρόσταση των Κορών διατηρείτο ανέπαφη, όμως το ενδιάμεσο διάστημα από Καρυάτιδα σε Καρυάτιδα είχε κτιστεί.
Τα Προπύλαια της Ακροπόλεως ανεγέρθηκαν την περίοδο 437-432 π.Χ. Στο τέλος του 12ου αιώνα είχαν μετατραπεί σε κατοικία των ορθοδόξων επισκόπων των Αθηνών και στη συνέχεια των Φράγκων δουκών. Επάνω στο κεντρικό κτίριο είχε προστεθεί ένας όροφος, ως δάπεδο του οποίου χρησιμοποιήθηκε η αρχαία φατνωματική οροφή του κτιρίου. Επάνω στη νότια πτέρυγα των Προπυλαίων ανήγειραν οι Φράγκοι πύργο, ύψους 26 μέτρων. Στα μετακιόνια των δωρικών κιονοστοιχιών του κεντρικού κτίσματος υψώθηκαν τοίχοι και έτσι καταργήθηκε η πρόσβαση στο Κάστρο από τα Προπύλαια.
Η νέα είσοδος της Ακροπόλεως κατασκευάστηκε ανάμεσα στον φράγκικο πύργο και στο νότιο τείχος της. Επί Τουρκοκρατίας, τα Προπύλαια χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικία του φρουράρχου (δισδάρη) της Ακροπόλεως. Το 1640 ένας κεραυνός έπεσε στο κεντρικό κτίριο των Προπυλαίων, στο οποίο ήταν αποθηκευμένη πυρίτιδα και η έκρηξη που επακολούθησε κατέστρεψε σημαντικό τμήμα του κτιρίου, όμως το δυτικό τμήμα του διατηρήθηκε ανέπαφο.
Ο ναός της Αθηνάς Νίκης ανεγέρθη την περίοδο 427-424 π.Χ. με σχέδια του Καλλικράτη, στη θέση του αρχαιότερου μυκηναϊκού πύργου. Παρέμεινε ανέπαφος έως την πολιορκία των Βενετών. Το τμήμα της οχύρωσης, ανάμεσα στο μνημείο του Αγρίππα και τον αρχαίο πύργο όπου είχε οικοδομηθεί ο ναός, ήταν αρκετά υψηλό, ώστε να ενσωματωθεί σε αυτό και η δυτική πρόσοψη του ναού μαζί με τους κίονες.
Η πολιορκία της Ακροπόλεως
Μετά την κατάληψη της πόλης των Αθηνών, οι Βενετοί με διακοίνωσή τους προς τους Τούρκους απαίτησαν την παράδοση της Ακροπόλεως, παρέχοντας ταυτόχρονα τη διαβεβαίωση ότι θα επιτραπεί σε αυτούς η ασφαλής και ανενόχλητη αποχώρηση μαζί με όλα τα υπάρχοντά τους.
Αλλά ο αγάς του κάστρου Αλή, επειδή είχε πολεμικά εφόδια και τρόφιμα σε επαρκή ποσότητα, αρνήθηκε να παραδοθεί, ενώ ταυτόχρονα μερίμνησε για την αποστολή ενισχύσεων. Παράλληλα, για την άμεση αντιμετώπιση του κινδύνου, οι πολιορκούμενοι Τούρκοι ενίσχυσαν τα τείχη και κατασκεύασαν συμπληρωματικά οχυρωματικά έργα στη δυτική πλευρά της Ακροπόλεως. Συγκεκριμένα, έκτισαν έναν πύργο δυτικά του ναού της Αθηνάς Νίκης και προέβησαν στην ενίσχυση του προμαχώνα μεταξύ του ναού και του Μνημείου του Αγρίππα, τοποθετώντας εκεί μια δεύτερη πυροβολαρχία.
Στο μεταξύ, το κύριο σώμα της βενετικής δύναμης υπό τον Κένιξμαρκ είχε καταλάβει τα στρατηγικά σημεία της πόλης, στα οποία ήταν δυνατόν να τοποθετηθούν πυροβόλα. Οι μηχανικοί του προσπάθησαν να διανοίξουν σήραγγες στον βράχο της Ακροπόλεως, για να ανατινάξουν τα τείχη της. Όταν ο Κένιξμαρκ αντελήφθη τη δυσκολία του εγχειρήματος της αλώσεως της Ακροπόλεως, αποφάσισε να προσβάλει το ισχυρό φρούριο με τηλεβόλα.
Για τον σκοπό αυτό, οι Βενετοί σχεδίασαν την τοποθέτηση 15 τηλεβόλων στο λόφο των Μουσών και 9 στην Πνύκα, επίσης 5 μεγάλων όλμων στο λόφο του Αρείου Πάγου, τα οποία και τοποθέτησαν στις επιλεγείσες θέσεις.
Επικεφαλής του βενετικού πυροβολικού τοποθετήθηκε ο Αντόνιο Μουτόνι. Οι περισσότερες μαρτυρίες για τον επικεφαλής του βενετικού πυροβολικού δεν είναι κολακευτικές. Σύμφωνα με αυτές, στην αρχή της επιχειρήσεως τα περισσότερα βλήματα περνούσαν πάνω από την Ακρόπολη και έπεφταν στην άλλη πλευρά του Ιερού Βράχου, με αποτέλεσμα να φονεύονται οι Βενετοί πολιορκητές, που ευρίσκοντο εκεί. Όμως, μετά τις πρώτες αποτυχίες του πυροβολικού, τοποθετήθηκε μια νέα πυροβολαρχία στην ανατολική πλευρά του λόφου. Ατυχώς, κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών ένα βλήμα επέτυχε τη μικρή αποθήκη πυρίτιδας, που βρισκόταν στα Προπύλαια, με αποτέλεσμα να ανατιναχθεί ένα τμήμα του κτιρίου.
Ο Ταγματάρχης Σομπιεβόλσκυ από το κρατίδιο της Έσσης, ο οποίος ήταν εκείνη την περίοδο ανθυπολοχαγός, περιγράφει την καταστροφή του Παρθενώνος ως εξής: «Στις 22 Σεπτεμβρίου άρχισε η διάνοιξη χαρακωμάτων πλησίον των πυροβολαρχιών. Επικεφαλής της επιχείρησης τοποθετήθηκε ο υπολοχαγός κύριος Ντι Μον.
Κατά τη διάνοιξη όμως των χαρακωμάτων, ο ταγματάρχης του συντάγματος, στο οποίο υπηρετούσε ο υπολοχαγός Κλέτερς, κτυπήθηκε θανάσιμα. Επειδή δεν υπήρχε ελπίδα να δημιουργηθούν βλάβες στο φρούριο, άρχισε η κατασκευή σηράγγων μέσα στο σκληρό βράχο, στη βάση του κάστρου.
Ενώ δε φαινόταν ότι και αυτή η προσπάθεια θα αποβεί μάταιη, έφθασε από το κάστρο ένας φυγάς, ο οποίος έφερε την είδηση, ότι ο διοικητής του φρουρίου, είχε μεταφέρει όλη την ποσότητα της πυρίτιδας καθώς και όλα τα πολύτιμα αντικείμενα στο ναό, γνωστό ως ναό της Αθηνάς, επίσης ότι όλοι οι αξιωματούχοι του φρουρίου είχαν καταλύσει μέσα στο ναό, πιστεύοντας ότι οι χριστιανοί δεν θα ήθελαν να τον βλάψουν.
Όμως, οι Βενετοί έστρεψαν τους όλμους τους προς αυτή την κατεύθυνση και άρχισαν να βάλλουν κατά του ναού. Ωστόσο, κανένα βλήμα δεν μπόρεσε να του επιφέρει βλάβες, επειδή η σκεπή του είχε κλίση και ήταν μαρμάρινη προσφέροντας ικανοποιητική προστασία. Τότε ένας ανθυπολοχαγός από το Λίνεμπουργκ, άρχισε να βάλλει με όλμους κατά του ναού.
Όταν ένα βλήμα διαπέρασε τη στέγη του ναού και έπεσε στον όγκο της πυρίτιδας που είχε συγκεντρωθεί εκεί, ανατινάχτηκε ο ναός στο μέσον του και ο εσωτερικός χώρος του καλύφτηκε με πέτρες. Τότε οι Τούρκοι μεταβίβασαν συνθήματα με φωτιές στον στρατό τους, που βρισκόταν εκείνη την στιγμή στη Θήβα».
Από την τρομερή έκρηξη κατέρρευσαν οι τρεις από τους τέσσερεις τοίχους του σηκού και κατέπεσαν τα τρία πέμπτα των ανάγλυφων της αρχαίας ζωοφόρου. Πιθανότατα η στέγη του ναού κατέπεσε στο σύνολό της, καθώς και έξι κίονες της νότιας πλευράς, όπως και το σύνολο των κιόνων της ανατολικής πρόστασης, εκτός από έναν. Με την πτώση των κιόνων έπεσαν τα επιστύλια, τα τρίγλυφα και οι μετόπες.
Η έκρηξη και η επακολουθήσασα ανατίναξη του Παρθενώνος προκάλεσε μεγάλο πανικό. Τριακόσιοι Τούρκοι φονεύτηκαν από τα θραύσματα των μαρμάρων, που εκτοξεύτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Επίσης η πυρκαγιά που ξέσπασε από την έκρηξη, μεταδόθηκε γρήγορα στα γύρω σπίτια, ενώ καθώς δεν υπήρχε νερό για την κατάσβεσή της, αυτή συνεχίστηκε ολόκληρη τη νύχτα της 26ης προς την 27η Σεπτεμβρίου 1687, αλλά και την επομένη ημέρα.
Παρά την επελθούσα καταστροφή, οι Τούρκοι οι οποίοι ευρίσκοντο επάνω στην Ακρόπολη δεν ήθελαν να παραδοθούν, γιατί πίστευαν ότι ο τουρκικός στρατός θα έφθανε σύντομα. Πράγματι, στις 28 Σεπτεμβρίου τα τουρκικά στρατεύματα φάνηκαν κοντά στην Αθήνα. Όμως, ο Κένιξμαρκ απέστειλε αμέσως εναντίον τους όλο το διαθέσιμο πεζικό, καθώς και το ιππικό του. Τότε οι Τούρκοι, που είχαν έλθει για να λύσουν την πολιορκία της Ακροπόλεως, υποχώρησαν γρήγορα προς Βορρά, δίχως να ρίξουν ούτε μια τουφεκιά.
Όταν οι φρουροί, που ήταν επάνω στην Ακρόπολη, διαπίστωσαν ότι οι δυνάμεις που είχαν έλθει από τη Θήβα για να τους σώσουν απεμακρύνοντο, αποφάσισαν να παραδοθούν και στις 28 Σεπτεμβρίου ύψωσαν λευκή σημαία στον πύργο των Προπυλαίων. Στη συνέχεια απέστειλαν πέντε αξιωματούχους για να διαπραγματευτούν τους όρους της παράδοσης. Τότε ο Κένιξμαρκ διέταξε παύση του πυρός και οι εκπρόσωποι των Τούρκων οδηγήθηκαν στο βενετικό στρατηγείο του Πειραιά.
Στο πολεμικό συμβούλιο που συνεκλήθη, ο Μοροζίνι επέμενε στην άνευ όρων παράδοση της Ακροπόλεως καθώς και των Τούρκων, που ευρίσκοντο εκεί. Όμως, οι Τούρκοι ζήτησαν εγγυήσεις για τη ζωή των πολιορκημένων και την εξασφάλιση των μέσων για την αποχώρησή τους από την Αθήνα. Τελικά, ο Κένιξμαρκ συμφώνησε με τα αιτήματα των Τούρκων απεσταλμένων και στις 29 Σεπτεμβρίου υπεγράφη η συνθήκη παράδοσης. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, οι Τούρκοι παραδόθηκαν και η βενετσιάνικη σημαία με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου υψώθηκε στην Ακρόπολη, εμπρός από τα Προπύλαια.
Στο χώρο της Ακροπόλεως, μαζί με τους επιβιώσαντες της πολιορκίας Τούρκους, που περίμεναν σε άθλια κατάσταση για να μεταφερθούν εκτός της πόλεως των Αθηνών, εκείτοντο 300 νεκροί, καθώς και μεγάλος αριθμός τραυματιών. Στις 4 Οκτωβρίου ναυλώθηκαν τα πλοία που θα μετέφεραν τους Τούρκους, όλοι δε οι επιζώντες ξεκίνησαν από την Ακρόπολη για τον Πειραιά με τα πόδια.
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων, οι Βενετοί ανέβηκαν στην Ακρόπολη και εγκαταστάθηκαν εκεί. Φρούραρχος τοποθετήθηκε ο κόμης Τομάζο Πομπέι, o οποίος φρόντισε για την ταφή των νεκρών και την καταγραφή των πολεμοφοδίων που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι επάνω στην Ακρόπολη. Μετά τον απόπλου των Τούρκων, ο Moροζίνι εισήλθε θριαμβευτικά στην Αθήνα, συνοδευόμενος από τον Κένιξμαρκ και περιστοιχιζόμενος από τους ανώτερους αξιωματικούς του. Στις πύλες της πόλης τον υποδέχθηκαν ως νικητή ο Επίσκοπος και οι Πρόκριτοι των Αθηνών και διακήρυξαν την πίστη τους προς τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας.
Μετά τη δοξολογία, ο Μοροζίνι με την συνοδεία του ανέβηκε στην Ακρόπολη και όλοι μαζί αντίκρισαν τα κατεστραμμένα μνημεία. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Ταγματάρχη Σομπιεβόλσκι, όλα όσα είχαν καταπέσει στο «Κάστρο» θα ξανακτίζονταν και θα αποκτούσαν την παλαιά τους όψη. Στο ημερολόγιό της η Άννα Ακερχιέλμ, κυρία επί των τιμών της συζύγου του Κένιξμαρκ, αναφέρει ότι «ο κόσμος δεν θα μπορέσει να κτίσει ξανά ένα τέτοιο αριστούργημα». Ενώ, για τον Μοροζίνι, ο οποίος έστειλε το «χαρμόσυνο» μήνυμα στη Βενετία για τον «τυχερό όλμο» που κατέστρεψε τον Παρθενώνα, το μνημείο το οποίο κατεστράφη ήταν «ένα παλιοτζαμί, στο οποίο είχε μετατραπεί ο υπέροχος ναός της Αθηνάς»!
Το νέο για την καταστροφή του Παρθενώνος διαδόθηκε γρήγορα στην Ευρώπη και προξένησε θλίψη. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Παρθενών είχε καταστραφεί για πάντα, λησμονήθηκε σύντομα. Ο ίδιος ο Κένιξμαρκ προσπάθησε να αποσείσει από επάνω του την ευθύνη της καταστροφής του μνημείου. Βεβαίως, οι κάτοικοι των Αθηνών είχαν πλήρη συνείδηση για τη βαρβαρότητα των πολιορκητών και το μέγεθος της καταστροφής που προξένησαν οι εκπρόσωποι της πολιτισμένης Δύσης στα μνημεία του Ιερού Βράχου, τον οποίον κατέλαβαν χρησιμοποιώντας κανόνια και όλμους.
Μετά την απόφαση του Μοροζίνι να διαχειμάσει στην Αθήνα, όλοι οι μισθοφόροι εισήλθαν στην πόλη και στρατοπέδευσαν κατά έθνη. Στον Βενετό μηχανικό Βερνέντα ανετέθη η σύνταξη των τοπογραφικών σχεδίων της πόλεως και η σχεδίαση της αναπαράστασης των Αθηνών και της Ακροπόλεως. Έτσι, σχέδια της βομβαρδισμένης Ακροπόλεως και της επικρατούσας κατάστασης στην πόλη των Αθηνών εκείνης της περιόδου, έφθασαν έως τις μέρες μας. Όταν η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ατόμων μέσα στην πόλη δημιούργησε έλλειψη τροφίμων και νερού, τότε οι Γερμανοί μισθοφόροι άρχισαν τις διαρπαγές και τις λεηλασίες, ενώ στην πόλη ξέσπασε πανώλη.
Η εκκένωση των Αθηνών και η λεηλασία των μνημείων
Στις 31 Δεκεμβρίου 1687, ο Μοροζίνι συγκάλεσε στον Πειραιά πολεμικό συμβούλιο, στο οποίο εξέθεσε την κατάσταση, προτείνοντας την εγκατάλειψη των Αθηνών, αφού για τη συνέχιση της κατοχής της πόλεως απαιτείτο η κατασκευή οχυρών, πολλά έτη εργασίας και μεγάλος αριθμός εργατών.
Επίσης, πρότεινε την εκκένωση της Αθήνας και την απομάκρυνση των κατοίκων της. Πρότεινε επίσης την καταστροφή της πόλεως των Αθηνών εκ θεμελίων καθώς και της Ακροπόλεώς της, για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων! Οι Αθηναίοι τότε αντιπρότειναν να προσφέρουν χρήματα και να συγκροτήσουν οι ίδιοι τις απαιτούμενες στρατιωτικές μονάδες για την άμυνα της πόλεως. Επίσης, πρότειναν την ανάληψη της μισθοδοσίας τους για ένα χρόνο. Όμως, ο Μοροζίνι αρνήθηκε επίμονα κάθε συνδιαλλαγή.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1688, το πολεμικό συμβούλιο αποφάσισε οριστικά την εγκατάλειψη και την εκκένωση των Αθηνών και την καταστροφή της πόλης με εκρηκτικά. Ωστόσο, για την καταστροφή των οικημάτων της πόλης, των τειχών της Ακροπόλεως και των άλλων αρχαίων μνημείων απαιτούντο πολυάριθμοι εργάτες, πολύμηνη εργασία καθώς και μεγάλη ποσότητα εκρηκτικών. H έλλειψη των απαιτούμενων μέσων ήταν τελικά ο μοναδικός λόγος που τότε σώθηκε η Αθήνα και τα μνημεία της από την κοντόφθαλμη πολιτική της Βενετίας, η οποία από το 1204 και μετά συνέχιζε να πολεμά εναντίον των Τούρκων, μέσα στην πρώην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αδιαφορώντας για τις δυσμενείς συνέπειες που είχαν για τους Έλληνες κατοίκους αυτοί οι αποικιοκρατικοί πόλεμοί της.
Στο μεταξύ, η Γερουσία της Βενετίας είχε ήδη στείλει στον Μοροζίνι το ψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου 1687, στο οποίο ανεγράφοντο τα ακόλουθα: «Ελάβαμε το σχέδιο της πόλης των Αθηνών και του φρουρίου αυτής το οποίον εκπόνησε ο Κόμης ντε Σαν Φελίτσε και με ευχαρίστηση παρατηρήσαμε τα υπάρχοντα εκεί περίφημα αρχαία μνημεία. Εξουσιοδοτούμε την Υμετέρα Σύνεση, να αφαιρέσει και να αποστείλει εις ημάς ενταύθα εκείνο που θα έκρινε πιο σπουδαίο και πιο καλλιτεχνικό, δυνάμενο να επαυξήσει την αίγλη της Κυριάρχου, το οποίο θα χρησιμεύσει επίσης ως νέο αιώνιο μνημείο της Ημετέρας Διακεκριμένης Αρετής».
Ενώ ο Μοροζίνι ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την πόλη των Αθηνών αβοήθητη στη σκληρή μοίρα της, που την είχε προκαλέσει ο ίδιος, παράλληλα αποφάσισε να αφαιρέσει, όσα αρχαία μπορούσε και να τα μεταφέρει στη Βενετία, όπως είχε πράξει ο Δόγης Ενρίκο Ντάντολο το 1204, όταν οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν την Κωνσταντινούπολη εν ονόματι των υποκριτών της δυτικής χριστιανοσύνης. Τότε, ο Ντάντολο είχε μεταφέρει στη Βενετία και τα τέσσερα άλογα από χαλκό, τα οποία κοσμούσαν τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινουπόλεως και τα τοποθέτησε στο ναό του Αγίου Μάρκου, όπου βρίσκονται έως και σήμερα.
Ο Μοροζίνι με τη σειρά του επέλεξε τα καλύτερα διατηρημένα αγάλματα του δυτικού αετώματος, τα οποία δεν είχαν καταπέσει από την έκρηξη και προσπάθησε να τα αποσπάσει από τη θέση τους. Ανάμεσα στα αγάλματα αυτά ήταν τα άλογα της θεάς Αθηνάς και ο Ποσειδών. Όμως το αέτωμα κατέπεσε από το ύψος που βρισκόταν και τα αρχαία γλυπτά καταστράφηκαν οριστικά.
Η αναφορά του Μοροζίνι της 19ης Μαρτίου 1688 έχει ως εξής: «Η αιτία της πτώσης των αρχαίων είναι ότι το οικοδόμημα ήταν κατασκευασμένο δίχως κονίαμα και οι διάφοροι λίθοι είναι συναρμολογημένοι ο ένας με τον άλλο με αξιοθαύμαστη τέχνη. Άλλωστε, από την έκρηξη της πυριτιδαποθήκης που βρισκόταν εκεί, το οικοδόμημα υπέστη σοβαρότατο κλονισμό. Η αδυναμία της εγκατάστασης ικριωμάτων, διά της μεταφοράς των υψηλών καταρτιών των πλοίων καθώς και η έλλειψη και άλλων αναγκαίων μηχανημάτων μας αναγκάζει να εγκαταλείψομε κάθε περαιτέρω απόπειρα. Διακόπτεται συνεπώς κάθε προσπάθεια για την αφαίρεση άλλων ανάγλυφων κοσμημάτων. Άλλωστε, λείπουν από το οικοδόμημα τα πλέον αξιοθαύμαστα κομμάτια και όλα τα υποληφθέντα είναι κατώτερα και παρουσιάζουν φθορές που οφείλονται εις την πολυκαιρία».
Τελικά, ο Μοροζίνι αποφασίζει να συγκεντρώσει γλυπτά με παραστάσεις λεόντων ή ολόγλυφους λέοντες, επειδή στη σημαία της Βενετίας απεικονίζεται ο λέων. Ακολούθως, εντοπίζει έναν ολόγλυφο λέοντα στην Ακρόπολη, άλλον έναν στην περιοχή του Θησείου, καθώς και τον γνωστό λέοντα του Πειραιά, από τον οποίο ο Πειραιάς ήταν γνωστός ως Πόρτο Λεόνε. Τα γλυπτά αυτά μεταφέρθηκαν στη Βενετία και σήμερα κοσμούν τον παλαιό ναύσταθμο (Arsenale) της πόλης. Όμως, και οι αξιωματικοί του Μοροζίνι πήραν μαζί τους στις μακρινές πατρίδες τους όσα έργα τέχνης μπορούσαν να μεταφέρουν. Έτσι, διάφορα τμήματα από τα γλυπτά του Παρθενώνος καθώς και άλλα ελληνικά αρχαία βρίσκονται σήμερα διάσπαρτα στα μουσεία των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Ο Παρθενών, προ της καταστροφής του από τους Βενετούς ήταν σχεδόν ακέραιος. Το μνημείο είχε μεν μετατραπεί σε τζαμί, αλλά οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν την απόσπαση και του μικρότερου μαρμάρινου λίθου, επειδή το κτίριο είχε και γι’ αυτούς θρησκευτική αξία.
Στα μέσα του Μαρτίου του 1688, οι Αθηναίοι με μεγάλη τους λύπη εγκατέλειψαν την πόλη τους για πολλοστή φορά. Επιβιβάστηκαν στα βενετικά πλοία με οδύνη και θρήνους για να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς. Πολλοί από αυτούς θα καταφύγουν στη γειτονική Σαλαμίνα, άλλοι στην Αίγινα, άλλοι θα σκορπίσουν στην Πελοπόννησο και μερικοί θα εγκατασταθούν στα Επτάνησα. Κάποιοι από τους πρόσφυγες αυτούς θα ξαναγυρίσουν αργότερα στις προγονικές τους εστίες. Το δράμα ολοκληρώνεται στις 10 Απριλίου, με την εκκένωση των Αθηνών. Όπλα και λάφυρα φορτώνονται όλα μαζί στα βενετικά πλοία, τα οποία σαλπάρουν για το τελικό τους ταξίδι.
Από τους πρωταγωνιστές της επιχείρησης, ο Μοροζίνι εκλέγεται στις 3 Απριλίου παμψηφεί Δόγης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Διατηρεί όμως τη θέση του γενικού αρχιστρατήγου των χριστιανικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Μετά την τελετή ορκωμοσίας, η οποία έγινε στην Αίγινα, το καλοκαίρι ο Μοροζίνι αποφάσισε να πολιορκήσει τη Χαλκίδα. Όμως, η καλά οχυρωμένη πόλη του Νεγροπόντε αντιστάθηκε, ο δε λοιμός θέρισε τα χριστιανικά στρατεύματα και τον Κένιξμαρκ.
Η λεηλασία των αρχαίων από τον λόρδο Έλγιν
Μετά από σχεδόν 110 χρόνια, το 1799, ο Τόμας Μπρους, έβδομος κόμης του Έλγιν, διορίστηκε πρέσβης της Μεγάλης Βρετανίας στην Υψηλή Πύλη. Στην αρχή, πέραν των υπηρεσιακών υποχρεώσεών του, ο πρέσβης επεδίωξε τη σχεδίαση και την παραγωγή εκμαγείων των γλυπτών του Παρθενώνος, στη συνέχεια δε την αφαίρεση ορισμένων γλυπτών που ευρίσκοντο στο έδαφος αλλά και στον ίδιο το ναό.
Η πρωτοβουλία του κόμη έγινε σε μια πολύ κατάλληλη στιγμή για την πραγμάτωση των σκοπών του, καθώς μετά τη ναυμαχία του Νείλου, με την οποία ο Νέλσων είχε νικήσει τον γαλλικό στόλο του Ναπολέοντα, τον Αύγουστο του 1798, ο σουλτάνος ανήμπορος παρακαλούσε να εξασφαλίσει την εύνοια και προστασία των Βρετανών, για να αποκρούσει την επιθετικότητα των Γάλλων.
Έτσι, ο Έλγιν κατόρθωσε να αποσπάσει ένα φιρμάνι από τους υπουργούς του σουλτάνου, που τον εξουσιοδοτούσαν να παράγει μήτρες και σχέδια των γλυπτών που ευρίσκοντο στη θέση τους στον «ναό των ειδώλων», να εκτελέσει ανασκαφή γύρω από τον ναό για πεσμένα κομμάτια γλυπτών και να αφαιρέσει μερικές πέτρες με επιγραφές ή γλυπτά.
Όμως, θεωρείται απίθανο ότι το σουλτανικό φιρμάνι επέτρεπε στον Έλγιν να καταστρέψει τμήματα του ναού για να αποκτήσει τα γλυπτά του. Ωστόσο έχοντας στο χέρι του αυτό το ασαφές φιρμάνι, ο Έλγιν, εκμεταλλευόμενος την πολιτική κατάσταση, κατόρθωσε να αφαιρέσει και να αποστείλει στην Αγγλία πάνω από 50 πλάκες της ζωφόρου του ναού και 15 μετόπες, τις οποίες θεώρησε αξιόλογες. Υπάρχει όμως αμφιβολία εάν το σουλτανικό φιρμάνι πράγματι εκδόθηκε νομότυπα ή ακόμη εάν πράγματι εκδόθηκε ποτέ τέτοιο έγγραφο, αφού αντίγραφό του δεν σώζεται.
Το μεγαλύτερο ελάττωμα του Σκωτσέζου λόρδου Έλγιν ήταν η φιλαργυρία. Όταν διορίστηκε πρέσβης μετά από δικές του παρασκηνιακές κινήσεις, πίστεψε ότι θα δοξαζόταν ασχολούμενος με τις Καλές Τέχνες. Όταν συνέλαβε την ιδέα της εκπόνησης σχεδίων και εκμαγείων των ερειπίων των Αθηνών, προσπάθησε να αποσπάσει τη συμπαράσταση της βρετανικής κυβέρνησης. Επίσης, ήλθε σε επαφή με τον νεαρό τότε ζωγράφο Τέρνερ, τον οποίο τελικά δεν προσέλαβε, επειδή σύμφωνα με τα λεγόμενά του θα του στοίχιζε 800 λίρες το χρόνο.
Έτσι, έχασε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει ένα μεγάλο ταλέντο για τον σκοπό αυτό. Η επιλογή του Τέρνερ (1775-1853), ο οποίος κληροδότησε όλα του τα έργα στο βρετανικό Δημόσιο, θα είχε ως αποτέλεσμα την εκπόνηση περισσοτέρων σχεδίων του Παρθενώνος, είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι ο Έλγιν, εάν είχε συνεργαστεί μαζί του, δεν θα μπορούσε να αποσπάσει τα μάρμαρα του ναού. Τελικά, ο Έλγιν αποφάσισε να χρησιμοποιήσει για την εκπόνηση των σχεδίων, δύο λιγότερο ικανούς άνδρες: Τον Ουίλιαμ Ρίτσαρντ Χάμιλτον, που έγινε ο προσωπικός του γραμματέας στη βρετανική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη και τον Τζιοβάνι Μπατίστα Λουζιέρι, ο οποίος ήταν εικονογράφος βιβλίων, ως ζωγράφο της επιχείρησης. Από τους δύο συνεργάτες του, ο μεν Χάμιλτον έγινε αργότερα υφυπουργός Εξωτερικών, ενώ ο Λουζιέρι πέθανε στην Αθήνα και τα σχέδιά του χάθηκαν στη θάλασσα. Οι δύο συνεργάτες του Έλγιν όταν έφθασαν στην Ρώμη, προσέλαβαν έναν Ρώσο ζωγράφο, δύο Ιταλούς αρχιτέκτονες και δύο ειδικούς εκμαγείων, και τον Ιούλιο του 1800 έφθασαν στην Αθήνα, όπου τους υποδέχθηκε ο Βρετανός πρόξενος Σπυρίδων Λογοθέτης.
Η Αθήνα, η οποία εκείνη την εποχή είχε 1.200 σπίτια, διοικείτο από έναν βοεβόδα, ενώ η Ακρόπολη ήταν υπό την δικαιοδοσία του Δισδάρη, ο οποίος εκτελούσε χρέη φρουράρχου. Αυτός συνήθιζε να εισπράττει χρήματα από τους ξένους που επιθυμούσαν να επισκεφτούν την Ακρόπολη. Εκείνη την περίοδο, μέσα στον Παρθενώνα είχε κτιστεί ένα μικρό τζαμί, το Ερέχθειο είχε γίνει πυριτιδαποθήκη και στα Προπύλαια είχαν τοποθετηθεί κανόνια. Επίσης, το Θησείο ήταν εκκλησία και ο Πύργος των Ανέμων ήταν έδρα των Δερβίσηδων.
Την άνοιξη του 1801, ο Λουζιέρι, με μια επιστολή προς τον Έλγιν, ανέφερε ότι όλες οι εργασίες στην Ακρόπολη είχαν γίνει μετά τη δωροδοκία του Δισδάρη και ότι ο καδής και ο βοεβόδας των Αθηνών απειλούσαν τον Δισδάρη, επειδή άφηνε τους ανθρώπους του Έλγιν να εισέρχονται στην Ακρόπολη. Επίσης, έγραφε ότι απαιτείτο ένα νέο φιρμάνι για τη συνέχιση των εργασιών, επειδή το πρώτο που είχε αποσταλεί δεν είχε φθάσει στον προορισμό του.
Μολονότι ο Έλγιν είχε δηλώσει ότι σκοπός του ήταν μόνο η εκπόνηση σχεδίων και εκμαγείων, φαίνεται ότι τον Μάιο του 1801, διαπιστώνοντας ότι οι Τούρκοι ήταν έντρομοι, άλλαξε σκοπό. Αυτό αποδεικνύεται και από μια δήλωσή του στη βρετανική Βουλή: «Από την εποχή της επίσκεψης του Στιούαρτ στην Αθήνα έως τον διορισμό μου στην Τουρκία, έχει γίνει μεγάλη καταστροφή. Ένας παλαιός ναός στον Ιλισσό εξαφανίστηκε. Κάθε επισκέπτης παίρνει ένα κομμάτι από τα αγάλματα που συναντά. Οι Τούρκοι συνεχώς καταστρέφουν τα πρόσωπα των κεφαλών, έχουν δε μετατρέψει αγάλματα σε ασβέστη. Για τον λόγο αυτόν αποφάσισα να αφαιρέσω όσα περισσότερα αγάλματα μπορούσα, ενώ το αρχικό μου σχέδιο δεν προέβλεπε να μεταφέρω τίποτε άλλο παρά μόνο τα εκμαγεία».
Αυτή η δήλωση του Έλγιν δεν είναι τόσο σαφής όσο ο ίδιος νόμιζε. Η απαίτηση του Λουζιέρι για φιρμάνι δεν ήταν για την κατασκευή εκμαγείων αλλά για την περίπτωση που αυτοί θα προέβαιναν «στην αφαίρεση τμημάτων από μάρμαρο με παλιές επιγραφές ή γλυπτά, ώστε να μη συναντήσουν αντίσταση».
Το δεύτερο φιρμάνι, το οποίο εκδόθηκε στις 6 Ιουλίου και επιδόθηκε στον βοεβόδα, διέταζε τους υφισταμένους της Υψηλής Πύλης «να αποφύγουν την ανάμειξη με τις σκαλωσιές του έργου και τα συνεργεία, επίσης να μην εμποδίσουν την αφαίρεση μαρμάρων με επιγραφές και ανάγλυφα». Αυτό αναγράφεται στην ιταλική μετάφραση του φερμανιού, που γράφτηκε εκείνη την περίοδο, επειδή το ίδιο το φιρμάνι δεν έχει διασωθεί.
Εάν παραδεχθούμε ότι οι Οθωμανοί αδιαφορούσαν για τα αρχαία μνημεία και ότι προέβαιναν ακόμη και στην ασβεστοποίηση των μαρμάρων, τότε τίθεται το ερώτημα της ηθικής υπόστασης του οθωμανικού φιρμανιού, το οποίον επιθυμούσαν τόσο πολύ οι άνθρωποι του Έλγιν, προκειμένου να λεηλατήσουν τον Παρθενώνα. Δηλαδή προς τι η άδεια από μια Αρχή, η οποία ούτως ή άλλως κατέστρεφε τα αρχαία;
Από τις ιδιωτικές επιστολές του Έλγιν φαίνονται καθαρά οι απώτεροι σκοποί του, αφού δεν γίνεται σε αυτές μνεία για τις Καλές Τέχνες και για τη διάσωση των αρχαίων μνημείων. Αντίθετα, σε μια από αυτές τις επιστολές, ο Έλγιν ζητά από τους υπαλλήλους του στην Αθήνα να του προμηθεύσουν μαρμάρινους κίονες για το σπίτι του στη Βρετανία.
Ενώ σε μια άλλη επιστολή του προς τον λόρδο Κηθ, αρχηγό του βρετανικού στόλου στη Μεσόγειο, αναφέρει τα παρακάτω: «Έχω ξοδέψει πολλά χρήματα στην Αθήνα, όπου διαθέτω μεγάλη δύναμη και ισχύ. Τώρα εάν εσείς διαθέσετε ένα μεγάλο πολεμικό πλοίο, να συνοδέψει το πλοίο του Κομισάριου, επιτρέψετε επίσης την παραμονή του πλοίου στην Αθήνα για δύο ημέρες, ώστε να μεταφέρει ένα αρχιτεκτονικό σύνολο που είναι στην διάθεσή μου, θα με υποχρεώσετε ιδιαιτέρως και θα προσφέρετε μεγάλη υπηρεσία στις Τέχνες της Αγγλίας. Ο Βοναπάρτης δεν κατόρθωσε να αποκομίσει κάτι ανάλογο από τις ληστείες του στην Ιταλία».
Είναι φανερό ότι ο Έλγιν, με την επιστολή του αυτή, ζητούσε ένα πολεμικό πλοίο από τον Βρετανό ναύαρχο για να τον διευκολύνει να ξεπεράσει τον Βοναπάρτη σε «πλιάτσικο». Αυτή λοιπόν ήταν η μεγάλη αγάπη του λόρδου για τις τέχνες και την αρχαία Ελλάδα!
Μολονότι ο ναύαρχος δεν μπόρεσε να διαθέσει ένα πολεμικό πλοίο για τον Έλγιν, οι συνεργάτες του Έλγιν είχαν ήδη αφαιρέσει την πρώτη μετόπη από τον Παρθενώνα στις 31 Ιουλίου 1801 και συνέχισαν να αφαιρούν και άλλες. Τον Σεπτέμβριο του 1801, ο Λουζιέρι με επιστολή του ζήτησε από τον Έλγιν την προμήθεια μεγάλων πριονιών για την κοπή των μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών του ναού αλλά και για την αφαίρεση αρχιτεκτονικών μελών του Ερεχθείου.
Ο ίδιος ο Έλγιν επισκέφτηκε την Αθήνα για πρώτη φορά μεταξύ της 1ης Απριλίου και της 15ης Ιουνίου 1802. Ήδη πριν την άφιξή του, το προϊόν της λεηλασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς των Αθηνών και της Ελλάδος, είχε φορτωθεί σε διάφορα πλοία με προορισμό τη Βρετανία. Το πρώτο πλοίο ήταν το «Constanza». Το ιδιόκτητο πλοίο του Έλγιν, «Mentor», τον Ιανουάριο του 1802, κατά τη μεταφορά των αρχαίων, βυθίστηκε στα Κύθηρα. Η ζωφόρος της Απτέρου Νίκης ανασύρθηκε από το βυθό της θάλασσας μέσα σε ένα μήνα, ενώ τα υπόλοιπα τμήματα ανασύρθηκαν χάρη στον μόχθο των ντόπιων ψαράδων. Επίσης, τα πολεμικά πλοία «La Diane» και «Μutine» μετέφεραν διάφορα γλυπτά με προορισμό τη Βρετανία. Κάποια στιγμή, ο Έλγιν σκέφτηκε να μεταφέρει και το γλυπτό με τους λέοντες από την πύλη του τείχους των Μυκηνών. Όμως η επιχείρηση προσέκρουσε σε τεχνικά προβλήματα.
Τον Φεβρουάριο του 1803, το πλοίο «Braakel», το οποίο απέπλευσε από τον Πειραιά, μετέφερε τα κύρια αγάλματα του ανατολικού αετώματος και δύο αγάλματα του δυτικού. Επίσης μετέφερε δύο μετόπες, 17 κιβώτια με τη ζωφόρο του Παρθενώνα, αρχιτεκτονικά μέλη του Ερεχθείου και του Θησείου, τμήμα της ζωφόρου του ναού της Απτέρου Νίκης και άλλα.
Τον Ιανουάριο του 1803, ο Έλγιν εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη, επειδή είχε λήξει η θητεία του ως πρέσβη. Το Πάσχα του 1803 παρέμεινε στην Ρώμη, ενώ μετά αποφάσισε να επιστρέψει οδικώς στην Αγγλία. Όταν έφθασε στη Γαλλία, ο Βοναπάρτης είχε ήδη κηρύξει τον πόλεμο κατά της Βρετανίας.
Ο Έλγιν συνελήφθη τότε από τις Αρχές. Παρέμεινε στα χέρια των Γάλλων τρία χρόνια και απελύθη από τον Ταλλεϊράνδο το 1806, αφού έδωσε πρώτα τον λόγο της τιμής του ότι δεν θα συμπεριφερόταν εχθρικά προς την πολιτική του Βοναπάρτη. Ωστόσο, η αιχμαλωσία του λόρδου Έλγιν φαίνεται ότι δεν στάθηκε εμπόδιο στον Λουζιέρι για να συνεχίσει την κλοπή των αρχαίων. Κατά τη διάρκεια της θητείας του νέου Βρετανού πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, Σερ Ουίλιαμ Ντράμοντ, μεταφέρθηκε στην Αγγλία μία από τις Καρυάτιδες, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη του Ερεχθείου αλλά και άλλων μνημείων.
Η τελευταία αποστολή αρχαίων πραγματοποιήθηκε με το πλοίο «Hydra», στις 22 Νοεμβρίου 1811, στο οποίο επέβαιναν ο Λουζιέρι και ο λόρδος Βύρων. Αργότερα, ο Λουζιέρι επέστρεψε στην Αθήνα για να εκπονήσει τα σχέδιά του. Όμως το 1819, ο Έλγιν, προφασιζόμενος την άσχημη οικονομική του κατάσταση και τις ατέλειωτες συμφορές του, δήλωσε με λύπη του στον Λουζιέρι ότι δεν μπορούσε πλέον να τον χρησιμοποιήσει.
Ο Λουζιέρι πέθανε στην Αθήνα την 1η Μαρτίου 1821. Εάν είχε ζήσει λίγες μέρες ακόμη, θα είχε γίνει θεατής της Επανάστασης των Ελλήνων, τους οποίους δεν ήθελε να βλέπει στα μάτια του, έστω και εάν τους είχε καταληστέψει για λογαριασμό του Έλγιν. Όσον αφορά στα περιβόητα σχέδια του Λουζιέρι, που εκπονούσε όλα αυτά τα χρόνια στην Αθήνα, χάθηκαν όταν ναυάγησε το πολεμικό πλοίο «Cambrian» που τα μετέφερε, στις 31 Ιανουαρίου 1828, στα χωρικά ύδατα της Κρήτης.
Πράγματι, οι συμφορές που επικαλείτο ο Έλγιν δεν ήταν και λίγες. Είχε χάσει την υπόληψη και την περιουσία του, τη γυναίκα του, επιπλέον το κάτω τμήμα της μύτης του. Η παραμόρφωση της μύτης του, που οφειλόταν σε μια δερματική πάθηση, έγινε αιτία δισυπόστατων φημών, όπως ότι είχε κολλήσει σύφιλη στην Τουρκία.
Επιπλέον, η αιχμαλωσία του από τους Γάλλους και η απελευθέρωσή του υπό τον όρο ότι δεν θα τους πολεμούσε, κατέστρεψε τη διπλωματική του καριέρα, ενώ η «ζωηρή» σύζυγός του Μαρία, εκμεταλλευόμενη τη μακρόχρονη απουσία του, δεν δίστασε να συνάψει σχέσεις με τον Σκωτσέζο Ρόμπερτ Φέργκιουσον. Αργότερα διεζεύχθη τον Έλγιν.
Η πώληση των αρχαίων
Μετά την απελευθέρωσή του, ο Έλγιν αποφάσισε να εκθέσει τον θησαυρό του σε έναν πρόχειρα διαμορφωμένο χώρο δίπλα στο προσωρινό σπίτι του, στη λεωφόρο Παρκ Λέιν του Λονδίνου. Τότε, η αυθεντικότητα των μαρμάρων αμφισβητήθηκε από τον Ρίτσαρντ Πέιν Νάιτ, o οποίος είπε στον Έλγιν: «Λόρδε μου άδικα κοπίασες.
Τα μάρμαρά σου είναι υπερτιμημένα. Δεν είναι ελληνικά, είναι ρωμαϊκά, της περιόδου του Αδριανού». Αυτή η αβάσιμη γνώμη του Νάιτ για τα γλυπτά του Παρθενώνος που είχαν μεταφερθεί στην Αγγλία, στάθηκε ακόμη ένα εμπόδιο για τον Έλγιν, ο οποίος δεν μπορούσε πλέον να τα πουλήσει, αφού αμφισβητείτο η αυθεντικότητά τους.
Όταν τα σχέδια του Έλγιν για τη μεταφορά των μαρμάρων στο σπίτι του στο Μπρούμχωλ της Σκωτίας ναυάγησαν, άρχισε να σκέπτεται ότι θα μπορούσε να τα κρατήσει στο Παρκ Λέιν. Το 1810, ο Έλγιν συζήτησε με τον Τζόζεφ Πλάντα, που ήταν βιβλιοθηκάριος του Βρετανικού Μουσείου, την πώληση των αρχαίων και τον Μάιο του 1811 προσέφερε τη συλλογή του προς 62.440 στερλίνες. Ωστόσο, ο πρωθυπουργός Σπένσερ Πέρσιβαλ θεώρησε ότι το ποσό των 30.000 στερλινών ήταν αρκετό για την αγορά της συλλογής.
Στις 31 Ιουλίου 1811, ο Έλγιν έγραψε στον πρωθυπουργό: «Έχουν γίνει υπαινιγμοί ότι απέκτησα ένα μέρος των μαρμάρων ως δώρο από την Πύλη και δίχως έξοδα και ότι το επίδομα των 10.000 λιρών που εισέπραξα το 1806, καλύπτει μέρος των δαπανών μου για την απόκτηση της συλλογής μου. Επίσης, ότι κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως πρέσβης έλαβα δώρα πέραν των προβλεπομένων σε άλλες αυλές της Ευρώπης.
Περισσότερο δε από τα άτομα που επωμίστηκαν την απελευθέρωση της Αιγύπτου. Δεν είχα κανένα άλλο πλεονέκτημα από την τουρκική κυβέρνηση πέραν από το φιρμάνι, που επίσης δόθηκε και σε άλλους Άγγλους ταξιδιώτες. Οι διάδοχοί μου στην πρεσβεία δεν κατόρθωσαν να πάρουν κάποια διαφορετική άδεια, ώστε να μπορέσουν και εκείνοι να επιτύχουν την απόκτηση έργων που εγώ δεν μπόρεσα να αποσπάσω.
Και ο κύριος Αντέρ, που είχε μεσολαβήσει προς όφελός μου, είχε αντιληφθεί ότι η Πύλη είχε διατυπώσει την άποψη ότι τα άτομα που είχαν πωλήσει σε εμένα τα μάρμαρα, δεν είχαν το δικαίωμα να το πράξουν».
Η τελευταία φράση του Έλγιν, σε μια ενυπόγραφη επιστολή προς τον Βρετανό πρωθυπουργό, αποδεικνύει ότι είχε αποκτήσει τα μάρμαρα από άτομα τα οποία δεν είχαν δικαίωμα να του τα πωλήσουν, δηλαδή τα είχε αποκτήσει παράνομα. Το Βρετανικό Μουσείο καθίστατο κλεπταποδόχος! Η ομολογία του αυτή διαψεύδει και τους ισχυρισμούς των μετέπειτα βρετανικών κυβερνήσεων, οι οποίες ισχυρίστηκαν ότι ο Έλγιν είχε αποκτήσει νόμιμα τα μάρμαρα και επομένως καλώς ευρίσκοντο στο Βρετανικό Μουσείο.
Στη συνέχεια ο Έλγιν, στερούμενος χρημάτων, μετακόμισε στο σπίτι του Δούκα του Ντέβονσαϊρ, το Μπέρλινγκτον Χάουζ, εκεί δε μετέφερε και την συλλογή του.
Ωστόσο, η δολοφονία του Βρετανού πρωθυπουργού ματαίωσε τις διαπραγματεύσεις που είχαν αρχίσει για την πώληση των αρχαίων. Όταν και το Μπέρλινγκτον Χάουζ πωλήθηκε, o Έλγιν άρχισε να ερευνά για ένα νέο καταφύγιο. Στο μεταξύ, πολλοί επέμεναν ότι οι πρωτοβουλίες του λόρδου Έλγιν στην Ελλάδα δεν είχαν καμία σχέση με τις συνήθεις ασχολίες ενός Βρετανού πρέσβη και ότι αυτός είχε εκμεταλλευτεί μια σπάνια συγκυρία για λογαριασμό του.
Όμως, κανένας δεν σκέφτηκε πριν τον λόρδο Βύρωνα, ότι ο Έλγιν με την οικειοποίηση των αρχαίων δεν είχε ζημιώσει τους Οθωμανούς αλλά τους Έλληνες, οι οποίοι, λίγο πριν την Επανάσταση του 1821, απώλεσαν ένα σημαντικό τμήμα της πολιτιστικής κληρονομιάς τους.
Όταν το 1821, οι Έλληνες που πολιορκούσαν την Ακρόπολη πληροφορήθηκαν ότι οι Τούρκοι σκόπευαν να αφαιρέσουν τα μολυβένια άγκιστρα από τα αρχαία μνημεία για να τα κάμουν σφαίρες, απέστειλαν στους Τούρκους μια ποσότητα από σφαίρες για να μην καταστραφούν τα κτίρια της Ακροπόλεως. Αλλά και ο Μακρυγιάννης, όταν διαπίστωσε ότι μερικοί στρατιώτες προσπαθούσαν να πωλήσουν αρχαία αγάλματα στους ξένους, τους είπε: «Δεν πρέπει να δίνετε αυτά σε ξένους, ούτε για δέκα χιλιάδες τάλιρα. Δεν πρέπει να τα αφήνετε να φύγουν από την χώρα. Για αυτά πολεμήσαμε».
Φαίνεται λοιπόν ότι, ενώ όλοι οι Έλληνες γνώριζαν τη σημασία που είχαν τα αρχαία για αυτούς, πολλοί Βρετανοί το αγνοούσαν. Ωστόσο, ο Τζωρτζ Νόελ Γκόρντον λόρδος Βύρων, ο οποίος γνώριζε την Ελλάδα, είχε διαπιστώσει ότι ο ελληνικός λαός ήταν γνώστης του ένδοξου παρελθόντος της πατρίδας του και είχε εκδηλώσει την αγανάκτησή του. Στο έργο του «Child Harold» και στο μεταγενέστερο «The curse of Minerva», είχε εκφράσει και γραπτώς την προσωπική του αγανάκτηση κατά του Έλγιν. Ο Βύρων εννοούσε αυτά που έγραφε. Εμείς θα τον θυμόμαστε ως έναν από τους λίγους Άγγλους που σκέφτηκε ότι και οι Έλληνες είχαν λόγο για τα θέματα που τους αφορούσαν και όχι μόνο οι Άγγλοι ή οι Οθωμανοί!
Φαίνεται ότι το πάθος του λόρδου Βύρωνα επηρέασε κάποιους όπως τον Χιου Χάμερσλι, ο οποίος στις 7 Ιουνίου 1816, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Βουλής, υπαινίχθηκε την επιστροφή των μαρμάρων στην Ελλάδα. Κατά την αγόρευσή του πρόσθεσε: «Η Επιτροπή έχοντας λάβει υπ’ όψιν τον τρόπο, με τον οποίο ο κόμης Έλγιν έθεσε υπό την κατοχή του ορισμένα γλυπτά από την Αθήνα, τονίζει ότι αυτός ο πρέσβης αγνόησε την υψηλή θέση που κατείχε ως εκπρόσωπος του Ηγεμόνα του, και η θέση αυτή θα έπρεπε να τον είχε αποτρέψει από την κατοχή των πολυτίμων αντικειμένων, που ανήκαν στην κυβέρνηση στην οποία είχε διαπιστευτεί».
Στη συνέχεια δε τόνιζε ότι ο λόρδος είχε προβεί στην πράξη του αυτή για να ωφελήσει τη χώρα του, θέτοντας υπό την κατοχή του μερικά από τα πλέον πολύτιμα δείγματα αρχαίας γλυπτικής. Επίσης, πρότεινε τη διάθεση του ποσού των 25.000 στερλινών για την αγορά τους.
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, ο Τζων Ουίλσον Κρούκερ, τόνισε με σαρκασμό: «Πολλά ζητάμε όταν το ενδιαφέρον μας στρέφεται γύρω από τα αισθήματά μας σχετικά με τον μελλοντικό κατακτητή αυτών των κλασσικών περιοχών, και για τα δικαιώματά του επάνω σε θησαυρούς, οι οποίοι αποκτήθηκαν με εγκληματικό τρόπο…». Προσέθεσε δε ότι η σκέψη της επιστροφής αυτών των αρχαίων έργων στους Τούρκους ήταν αστεία και σκέτη χίμαιρα. Όπως πολλοί από τους συγχρόνους του, ο Κρούκερ δεν μπορούσε καν να διανοηθεί ότι η Αθήνα σύντομα θα κυβερνιόταν από τους Έλληνες και ότι αυτοί ήταν που διέθεταν τίτλους ιδιοκτησίας για τις δικές τους αρχαιότητες.
Κατά την ψηφοφορία που έγινε στη Βουλή για τα μάρμαρα του Έλγιν, 82 αντιπρόσωποι ψήφισαν υπέρ της αγοράς των αρχαίων και 30 κατά. Έτσι, τα μάρμαρα του Παρθενώνος αγοράστηκαν από τη βρετανική κυβέρνηση για 30.000 στερλίνες και παραδόθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο.
Στις 23 Ιανουαρίου 1941, ενώ η Ελλάδα και η Βρετανία ήταν οι μόνες δημοκρατίες της Ευρώπης που αντιστέκονταν ακόμη στη νέα τάξη πραγμάτων του Χίτλερ, η βουλευτής Θέλμα Καζαλέ υπέβαλε ερώτηση στον πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ εάν σκόπευε να εισαγάγει νόμο, με τον οποίο τα μάρμαρα του Παρθενώνα θα επιστρέφονταν στην Ελλάδα μετά τη λήξη των εχθροπραξιών.
Ο Κλέμεντ Άτλι, γραμματέας του Τσώρτσιλ, απαντώντας για λογαριασμό του, έσπευσε να τονίσει ότι η κυβέρνηση της Αυτού Μεγαλειότητος δεν ήταν διατεθειμένη για κάτι τέτοιο. Η σχετική άρνηση των βρετανικών κυβερνήσεων, παρά τις πιέσεις της Ελλάδας και της διεθνούς κοινής γνώμης, συνεχίζεται μέχρι σήμερα…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου