Ο αρχαιολογικός χώρος και τα νεκροταφεία της Παλαιπάφου καταλαμβάνουν τη σημερινή θέση του χωριού Κούκλια, πάνω σε επιβλητικό υψίπεδο που απέχει 2 περίπου χλμ. από την παραλία, και επεκτείνονται και α’ αρκετές τοποθεσίες κυρίως στα βορειοανατολικά, στα νοτιοανατολικά και στα νοτιοδυτικά περίχωρά του. Οι πρώτες απόπειρες για εξερεύνηση του αρχαιολογικού χώρου της πόλης και ιδιαίτερα των νεκροταφείων της Παλαιπάφου, που είχαν καθαρά ερασιτεχνικό χαρακτήρα και θησαυροθηρικό στόχο, έγιναν μεταξύ 1869-1870 από τον Luigi Palma di Cesnola, χωρίς όμως κανένα θετικό αρχαιολογικό συμπέρασμα. Με τον ίδιο τρόπο ο περιβόητος αυτός Ιταλός στρατηγός, που στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας υπηρετούσε στην Κύπρο σαν πρόξενος της Αμερικής, ρήμαξε κυριολεκτικά τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους του νησιού. Το σοβαρό ανασκαφικό έργο άρχισε το 1888 από το Ταμείο Κυπριακών Ερευνών και οι σύγχρονες συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες έγιναν το 1950-1955 από τη Βρετανική Αρχαιολογική Αποστολή υπό τη διεύθυνση των Τ.Β. Mitfoτd και J. Η. Illiffe. Από το 1966 οι ανασκαφές συνεχίζονται κάθε χρόνο αδιάλειπτα από την Ελβετό-Γερμανική Αποστολή των Πανεπιστημίων της Κωνστάντζης (μέχρι το 1971) και της Ζυρίχης και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου με διευθυντή τον καθηγητή F. G. Maier. Παράλληλα με τις ανασκαφικές εργασίες των δυο ξένων αρχαιολογικών αποστολών, το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό την διεύθυνση του διευθυντή του δρα Β. Καραγιώργη ερεύνησε συστηματικά ένα τάφο, το 1961, στην τοποθεσία Κάτω Αλώνια και πενήντα πέντε άλλους τάφους και μια πυρά στην τοποθεσία Σκάλες, το 1979 και το 1980.
Από τα πολυάριθμα ταφικά και οικοδομικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και κινητά ευρήματα, που ήρθαν στο φως με τις μακροχρόνιες αυτές ανασκαφικές έρευνες και που απέδειξαν ότι ο χώρος της Παλαιπάφου παρουσιάζει μια συνεχή κατοίκηση από τα μέσα του 16ου αιώνα π.Χ. μέχρι τα τέλη των Μεσαιωνικών χρόνων, στην Τελευταία εποχή του Χαλκού εντάσσονται οι τάφοι των νεκροταφείων στις τοποθεσίες Ξύλινος, Μάρσελλος, Μάντισσα, Καμίνια, Ευρετή και Ασπρογή και το αρχικό ιερό της Αφροδίτης.
Οι ανασκαφέντες τάφοι, από τους οποίους οι περισσότεροι ανήκουν στα νεκροταφεία της Ευρετής, Ασπρογής και Καμινιών, είναι λαξευτοί μέσα στον φυσικό ασβεστολιθικό βράχο και αποτελούνται από μικρό λακκοειδή δρόμο, που οδηγεί στον νεκρικό θάλαμο. Αρκετοί από τους τάφους, εκτός από τον κύριο νεκρικό θάλαμο, είναι εφοδιασμένοι και με πλαγιοθαλάμους και χρησιμοποιήθηκαν για δυο ή και περισσότερες ακόμη ταφές. Τα πλούσια ταφικά κτερίσματα αντιπροσωπεύονται από αριστουργηματικά δείγματα κεραμικής, χρυσοχοΐας, αργυροχοΐας, ελεφαντουργίας, σφραγιδογλυφίας και από πολυποίκιλα άλλα έργα της προϊστορικής κυπριακής τέχνης.
Η κεραμική περιλαμβάνει αρκετούς τύπους αγγείων με τη χαρακτηριστική δακτυλιοειδή βάση (Base-Ring και το λευκό επίχρισμα (White Slip) του 16ου και 15ου αιώνα π.Χ., εξαιρετικά δείγματα εισαγομένων και επιτόπια κατασκευασμένων κρητο-μινωικών αγγείων του 14ου και 13ου αιώνα π.Χ. και μεγάλο αριθμό Κύπρο-μυκηναϊκών αγγείων του 12ου και 11ου αιώνα π.Χ. Ανάμεσα στα τελευταία αυτά κεραμικά δείγματα ξεχωρίζουν μερικά πινάκια και ψευδόστομοι αμφορείς του λεγόμενου Ποιμενικού Τύπου (Pastoral Style ή Rude Style) με πλούσια διακόσμηση τυποποιημένων ταύρων, ψαριών, πτηνών και γεωμετρικών μοτίβων, που θυμίζουν την τεχνοτροπία των μυκηναϊκών προτύπων του περίφημου Εικονογραφικού Ρυθμού (Pictorial Style).
Από τα έργα χρυσοχοΐας εντυπωσιακά για την τεχνική επιμέλειά τους είναι επτά γυναικεία δακτυλίδια και τρία ενώτια με κρεμαστές ταυροκεφαλές, που προέρχονται από ένα μόνο τάφο του νεκροταφείου της Ευρετής, κι από τα αντικείμενα αργυροχοΐας δυο ασημένια κύπελλα. Από τα ελεφάντινα έργα μοναδική στο είδος της είναι μια λαβή καθρέφτη με περίτεχνη ανάγλυφη διακόσμηση ενός πολεμιστή, που εξοντώνει με το ξίφος του ένα μανιασμένο λιοντάρι, που κι αυτή προέρχεται από τον προαναφερθέντα τάφο της Ευρετής. Τέλος ανάμεσα στις σφραγιδόλιθους, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν τη προέλευσή τους από τις χώρες της Εγγύς Ανατολής, εξαιρετικής σημασίας είναι μια κυλινδρική σφραγίδα από πρασινωπό στεατίτη με αιγιακά χαρακτηριστικά στοιχεία, που απεικονίζει στη μια πλευρά μια φτερωτή θεά με ποδήρη ενδυμασία και στην άλλη πλευρά γυναικεία θεότητα μεταξύ δυο όρθιων ζώων. Όλα αυτά τα υπέροχα έργα της παφιακής προϊστορικής τέχνης βρίσκονται στο Κυπριακό Μουσείο της Λευκωσίας. Αρκετά άλλα αντιπροσωπευτικά δείγματα από τα ευρήματα της Παλαιπάφου της Τελευταίας εποχής του Χαλκού είναι εκτεθειμένα στο τοπικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Κουκλιών. Τα αποκαλυφθέντα ταφικά κτερίσματα στο σύνολό τους„ εκτός από την εκδήλωση βαθιάς θρησκευτικότητας και λατρείας των νεκρών, επιβεβαιώνουν τις εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις της Παλαιπάφου με τις γειτονικές χώρες και τον μυκηναϊκό ελλαδικό χώρο και φανερώνουν το ψηλό κοινωνικό-οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο της στη διάρκεια της Τελευταίας εποχής του Χαλκού. Τα οικιακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του σημαντικότατου αυτού προϊστορικού οικισμού δυστυχώς δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί. Έχει όμως αποκαλυφθεί το ιερό της Αφροδίτης, που, σύμφωνα με τ’ ανασκαφικά δεδομένα της Ελβετο-Γερμανικής Αποστολής, κτίστηκε στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ., και αναμφίβολα αποτελεί μια επιπρόσθετη αδιάσειστη μαρτυρία για τη μεγάλη ακμή και πολιτιστική ανάπτυξη της Παλαιπάφου στην τρίτη φάση της Τελευταίας εποχής του Χαλκού.
Το περίφημο ιερό της Παφίας θεάς, που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα της Αρχαιότητας, αποκαλύφθηκε σταδιακά με τις συστηματικές ανασκαφικές έρευνες του Ταμείου Κυπριακών Ερευνών το 1888 και της Ελβετο-Γερμανικής Αποστολής από το 1973 μέχρι το 1979. Τα αποκαλυφθέντα αρχιτεκτονικά κατάλοιπά του, που βρίσκονται μεταξύ των νοτιότερων κατοικιών των Κουκλιών και του μεσαιωνικού αρχοντικού κτιρίου των Κουκλιών, αποτελούν ένα ενιαίο μνημειακό οικοδομικό σύμπλεγμα, του οποίου το νότιο τμήμα ανήκει στο αρχικό ιερό της Αφροδίτης και το βόρειο στο μεταγενέστερο ιερό της ίδιας θεάς, που εντάσσεται στους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Το αρχικό ιερό αποτελείτο από μια μεγάλη ανοικτή αυλή, το Τέμενος, που περιβαλλόταν από ψηλό τοίχο, και από μια ευρύχωρη αίθουσα, στη βορειοδυτική γωνιά του Τεμένους, που ταυτίζεται με το Άδυτο. Ο περίβολος του Τεμένους ήταν κτισμένος με τεράστιους επεξεργασμένους ασβεστόλιθους, που στηρίζονταν πάνω σε ισχυρά Θεμέλια, των οποίων το ανώτερο τμήμα έφερε επένδυση από πελεκητές ασβεστολιθικές πλάκες σε οριζόντια διάταξη. Μερικοί από τους επιβλητικούς αυτούς ορθοστάτες, που διατηρούνται ακόμη στη δυτική πλευρά του Τεμένους και που φθάνουν στο μήκος των 5μ. και το ύψος των 2μ., είναι εφοδιασμένοι με μεγάλες ακανόνιστες οπές, που πιθανόν να επινοήθηκαν για τη διευκόλυνση της ρυμούλκησής τους. Η όλη εμφάνιση του διατηρημένου τοίχου στη δυτική πλευρά του Τεμένους θυμίζει τα «Κυκλώπεια» τείχη της Μυκηναϊκής Ελλάδος και αποτελεί το πιο εντυπωσιακό τμήμα του ανασκαφέντος μνημείου. Εκτός από τα κατάλοιπα αυτά του δυτικού τοίχου του Τεμένους, που είχε μήκος 28 μ., κι ένα μικρό τμήμα από τα Θεμέλια του νότιου τοίχου μήκους 4,50 μ., κανένα άλλο ίχνος από τον ανατολικό και βόρειο τοίχο δεν έχει διασωθεί. Στον «Κυκλώπειο» δυτικό τοίχο υπήρχε μια είσοδος, από την οποία τρία κτιστά σκαλιά οδηγούσαν στον ιερό χώρο του Τεμένους, που βρισκόταν σε χαμηλότερο επίπεδο. Τα κατάλοιπα του βωμού, που αναμφίβολα υπήρχε μέσα στον χώρο του ανοικτού Τεμένους, εξαφανίστηκαν μαζί με τα υπόλοιπα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του περιβόλου του Τεμένους στη διάρκεια των μεταγενεστέρων διαρρυθμίσεων και ανακαινίσεων του ιερού, που έγιναν από τα τέλη της Τελευταίας εποχής του Χαλκού μέχρι τα Μεσαιωνικά χρόνια.
Η ευρύχωρη αίθουσα ή το Άδυτο του αρχικού ιερού είχε ορθογώνια κάτοψη διαστάσεων 23,5Ομ. x 11,5Ομ. και ήταν κτισμένη με πελεκητούς ασβεστόλιθους, όπως φαίνεται από μερικά δείγματα στον βόρειο και νότιο τοίχο της που έχουν διατηρηθεί. Δυο σειρές από ασβεστολιθικές τετράγωνες βάσεις στην ανατολική πλευρά και στο κέντρο του Αδύτου υποστήριζαν μεγάλους τετράγωνους μονολιθικούς ασβεστολιθικούς πεσσούς με αιχμηρά άκρα, από τους οποίους ο βορειότερος, στην ανατολική πλευρά, διατηρείται ακόμη στην αρχική του θέση. Παρόλο που ελάχιστα μόνο κατάλοιπα από το όλο κτίριο του Αδύτου έχουν διασωθεί, τα ανασκαφικά πορίσματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τούτο ήταν ανοικτό στην ανατολική και νότια πλευρά και κλειστό με στερεούς τοίχους στη δυτική και βόρεια πλευρά.
Μέσα σ’ ένα λαξευτό κοίλωμα στο νοτιοδυτικό τμήμα του δαπέδου του Αδύτου βρέθηκε μια σπασμένη πήλινη ακόσμητη λεκάνη που το σχήμα της είναι πανομοιότυπο με το ορθογώνιο σχήμα των περίτεχνων μινωικών και μυκηναϊκών μπανιερών. Σ’ ένα άλλο λαξευτό αβαθές κυκλικό κοίλωμα στο βορειοδυτικό τμήμα του δαπέδου του Αδύτου αποκαλύφθηκε ένας μεγάλος πήλινος αποθηκευτικός πίθος από τον οποίο μόνο το χείλος, που προεξείχε από το δάπεδο, καταστράφηκε από ένα μεσαιωνικό τοίχο. Ο πίθος αυτός, που είναι ένα από τα μεγαλύτερα και σπάνια δείγματα στο είδος του, είναι κοσμημένος με ανάγλυφες κυματοειδείς γραμμές στο πάνω μέρος του και σε μια από τις επίπεδες επιφάνειες των κάθετων λαβών του φέρει αποτύπωμα κυλινδρικής σφραγίδας, που παριστάνει πάλη λιονταριού και ταύρου, μια σφίγγα κι ένα πτηνό που κοιτάζουν σ’ ένα ιερό δέντρο και δυο ξεχωριστά μικρά ζώα που αλληλοκαταδιώκονται. Το διατηρούμενο ύψος του είναι 1,50 μ. και η διάμετρός του 1,32 μ. Μέσα στον πίθο υπήρχαν αρκετά σπασμένα μυκηναϊκά αγγεία του 13ου και 12ου αιώνα π.Χ. τόσο η λεκάνη -μπανιέρα- και ο μεγάλος αποθηκευτικός πίθος όσο και μια μικρή λεκάνη, λαξευμένη μέσα στο φυσικό βράχωμα σε απόσταση 4 περίπου μ. στ’ ανατολικά του πίθου, χρησίμευαν για την αποθήκευση νερού, που ήταν απαραίτητο στις διάφορες ιεροτελεστίες και λατρευτικές εκδηλώσεις, που γίνονταν μέσα στο Άδυτο του ιερού.
Το κύριο λατρευτικό αντικείμενο μέσα στο Άδυτο ήταν το ανεικονικό σύμβολο της Θεάς, αφού η αναπαράστασή της, σύμφωνα με την παράδοση, που διασώθηκε από αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, δεν ήταν ανθρωπόμορφη. Τούτο αντιπροσωπευόταν από ένα μεγάλο κωνικό λίθο, που «εχρίετο δι’ ελαίου στη διάρκεια των μεγάλων τελετουργιών». Ένας τέτοιος μεγάλος γκριζόμαυρος κωνικός λίθος, που βρέθηκε στο παρελθόν κοντά στη δυτική πλευρά του Τεμένους, έξω από τον βόρειο τοίχο του Αδύτου, και που σήμερα βρίσκεται στο Κυπριακό Μουσείο, πολύ πιθανόν να αποτελεί το μυθολογούμενο λατρευτικό σύμβολο της Θεάς, που βρισκόταν μέσα στο Άδυτο.
Εκτός από τον μεγάλο πίθο και τη μπανιέρα, στον ανασκαφικό χώρο του Τεμένους και του Αδύτου του ιερού αποκαλύφθηκαν ένα ακέραιο ασβεστολιθικό κιονόκρανο με βαθμιδωτές πλευρές, τρία θραύσματα παρόμοιων κιονόκρανων κι ένα ζεύγος ασβεστολιθικών κεράτων καθοσιώσεως, που είναι παρόμοια με αντίστοιχα αρχιτεκτονικά μέλη από τα ιερά της Έγκωμης, της Μύρτου και του Κιτίου. Όλα αυτά τα σημαντικά ευρήματα, που έχουν καθαρά λατρευτικό χαρακτήρα και έντονή αιγαιακή και κρητική επίδραση, φανερώνουν την κυριαρχία των κρητο-μυκηναϊκών λατρευτικών στοιχείων στον χώρο του αρχικού ιερού της Παλαιπάφου, του οποίου ο αρχιτεκτονικός τύπος δεν προέρχεται από τη μυκηναϊκή Ελλάδα αλλά από τις χώρες της Εγγύς Ανατολής.
Σημαντικός συνοικισμός της Τελευταίας εποχής του Χαλκού φαίνεται να υπήρχε και στην περιοχή της Γεροσκήπου, του Ιερού Κήπου της Αφροδίτης κατά τον Στράβωνα. Τούτο συμπεραίνεται από τρεις τάφους, που σκάφτηκαν το 1964 στην τοποθεσία Ασπρογή, στα βόρεια περίχωρα του χωριού, από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση του πρώην εφόρου του Κυπριακού Μουσείου Κ. Νικολάου και από πέντε άλλους συλημένους τάφους στην τοποθεσία Πλαγερή του ίδιου νεκροταφείου. Από τους ανασκαφέντες τάφους, που είναι του συνηθισμένου λαξευτού μονοθάλαμου τύπου με μικρό ελλειψοειδή δρόμο, ο ένας ήταν εντελώς άθικτος και οι άλλοι δυο είχαν συληθεί στο απώτερο παρελθόν. Ο άθικτος τάφος απέδωσε αρκετά εκλεκτά δείγματα αγγείων και διάφορα άλλα αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία εντυπωσιακά είναι μερικά πήλινα κωνικά κυπρο-μυκηναϊκά κύπελλα, ένα χρυσό διάδημα με παράσταση ενός λιονταριού, που επιτίθεται σε ταύρο, κι ένας χάλκινος καθρέφτης. Από τα υπολείμματα των κτερισμάτων στους δυο συλημένους τάφους σημαντικά θεωρούνται ένα ζεύγος χρυσών ενωτίων σε σχήμα βουκρανίων και μερικά αγγεία, παρόμοια μ’ εκείνα του άθικτου τάφου. Οι πέντε συλημένοι τάφοι στην τοποθεσία Πλαγερή περιείχαν εξ ίσου σημαντικό αρχαιολογικό υλικό.
Οι περισσότερες αρχαιολογικές μαρτυρίες για τη συνεχή κατοίκηση και το ένδοξο μεγαλείο του βασιλείου της Πάφου προέρχονται από πολυάριθμους τάφους των εκτενών του νεκροταφείων, που βρίσκονται στις τοποθεσίες Ξύλινος, Ξερόλιμνη, Μάρσελλος, Μάντισσα, Ασπρογή, Ευρετή, Χασάν Αγά, Λαόνα, Λάκκος του Σκάρνου, Χατζή Απτουλλάχ, Κάτω Αλώνια, Ελιομύλια, Μαυρομμάτης και Σκάλες. Όπως έχει ήδη προαναφερθεί, αρκετά από τα ευρήματα, που απέδωσαν οι τάφοι των νεκροταφείων στις τοποθεσίες Καμίνια, Ευρετή και Ασπρογή, ρίχνουν φως στον πολιτισμό του βασιλείου της Πάφου σ’ ολόκληρη τη διάρκεια του 12ου αιώνα π.Χ. Τα ευρήματα αυτά περιλαμβάνουν εκλεκτά δείγματα πήλινων αγγείων του χαρακτηριστικού μυκηναϊκού τύπου IIIC:I, που εμφανίζεται στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. και που σχετίζεται άμεσα με την άφιξη των πρώτων Αχαιών αποίκων στην Κύπρο. Αμέσως μετά τη λεγόμενη κάθοδο των Δωριέων στην Ελλάδα, γύρω στο 1100 π.Χ., ένα δεύτερο και μεγαλύτερο κύμα Αχαιών αποίκων και Κρητών εγκαταστάθηκε στην Πάφο και σε διάφορα άλλα μέρη της Κύπρου και συμπλήρωσε τον ελληνικό αποικισμό και τον εξελληνισμό του νησιού. Με το δεύτερο αυτό ελληνικό αποικιακό κύμα συνδέεται κι ο νέος τύπος κεραμικής, τα λεγόμενα Πρωτο-Λευκά Γραπτά ή Πρωτο-Δίχρωμα αγγεία, που αντικατέστησαν τα προηγούμενα κυπρο-μυκηναϊκά αγγεία του τύπου IIIC:I. Αρκετά από τα σχήματα των αγγείων αυτών θυμίζουν τα μυκηναϊκά πρότυπα, αλλά η διακόσμηση τους, που είναι καθαρά γεωμετρική και που προαγγέλλει τη Γεωμετρική εποχή, αποτελεί ένα κράμα κυπριακών και ανατολικών στοιχείων. Πολλά από τα αρχικά δείγματα των Πρωτο-Λευκών αγγείων μαζί με αρκετά μικροτεχνικά έργα, που βρέθηκαν στους τάφους των νεκροταφείων στις τοποθεσίες Ξύλινος, Ξερόλιμνη, Καμίνια και Μάρσελλος καθρεφτίζουν τον πολιτισμό του βασιλείου της Πάφου από το 1100 μέχρι το 1050 π.Χ., που σημειώνει και το τέλος της κυπρο-μυκηναικής εποχής. Παρόμοια δείγματα του εξελιγμένου τύπου των Πρωτο-Λευκών αγγείων και διάφορα άλλα ευρήματα του 11ου αιώνα π.Χ. προέρχονται και από τους τάφους των νεκροταφείων στις τοποθεσίες Λάκκος του Σκάρνου, Χασάν Αγά και Σκάλες. Οι τάφοι αυτοί, εκτός από τα δείγματα των εξελιγμένων τύπων των Πρωτο-Λευκών αγγείων, απέδωσαν μεγάλες ποσότητες κεραμικής και πολυποίκιλα άλλα μικροτεχνικά έργα, που χρονολογούνται από τον 11ο αιώνα μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. και που αποτελούν αδιάσειστες αρχαιολογικές μαρτυρίες για τη συνεχή κατοίκηση και ακμή του βασιλείου της Πάφου από την εποχή της ίδρυσής του μέχρι τους χρόνους της κατάργησής τους.
Από τα ταφικά κτερίσματα των τριών αυτών νεκροταφείων τα πολυπληθέστερα και σημαντικότερα προέρχονται από το νεκροταφείο στην τοποθεσία Σκάλες. Δυο από τους τάφους του νεκροταφείου αυτού, του 11ου αιώνα π.Χ., ερευνήθηκαν το 1951 από τη Βρετανική Αρχαιολογική Αποστολή στα Κούκλια. Το 1979, στη διάρκεια ισοπεδώσεων με μηχανικό εκσκαφέα από χώρο του νεκροταφείου, αρκετοί άλλοι τάφοι αποκαλύφθηκαν και το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανέλαβε την συστηματική εξερεύνησή τους υπό τη διευθύνον του Β. Καραγιώργη. Με τις ανασκαφικές αυτές εργασίες, που έγιναν στη διάρκεια του 1979 και τον 1980, ερευνήθηκαν εξονυχιστικά 55 συνολικά τάφοι και μια πυρά, που απέδωσαν εκλεκτά αντιπροσωπευτικά δείγματα της αρχαίας παφιακής και γενικότερα της κυπριακής τέχνης από τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. μέχρι τις αρχές των Ελληνιστικών χρόνων.
Η αρχιτεκτονική των ανασκαφέντων τάφων παρουσιάζει έντονη εξέλιξη σε σύγκριση με την αρχιτεκτονική των τάφων του 13ον και τον 12ου αιώνα π.Χ. Οι τάφοι, που όλοι σχεδόν ήσαν οικογενειακοί και είχαν χρησιμοποιηθεί για δυο ή περισσότερες ταφές, είναι λαξευτοί Θαλαμοειδείς και αντί τον μικρού ορθογώνιου ή κυκλικού λακκοειδούς ανοίγματος, που χαρακτηρίζει τους προγενέστερους τάφους, είναι εφοδιασμένοι με κεκλιμένο στενόμακρο δρόμο που οδηγεί στον κύριο νεκρικό θάλαμο. Αρκετοί τάφοι, εκτός από τον κύριο νεκρικό Θάλαμο, φέρουν και δεύτερο συνεχόμενο νεκρικό Θάλαμο και πλαγιοθαλάμους. Οι νεκροί θάβονταν σε οριζόντια θέση και συνοδεύονταν από πλούσια κτερίσματα. Ωστόσο σε δυο περιπτώσεις οι νεκροί είχαν καεί και η νεκρική σποδός μαζί με τα καμένα υπολείμματα των οστών τοποθετήθηκαν σε μεγάλους αμφορείς. Τόσο το νέο αυτό έθιμο της καύσης των νεκρών όσο και η καινοτομία στην αρχιτεκτονική των τάφων προέρχονται από τον αιγαιακό χώρο και πολύ πιθανό να είχαν εισαχθεί στην Πάφο από Αχαιούς αποίκους γύρω στο 1100 π.Χ.
Τα πολυάριθμα ταφικά κτερίσματα περιλαμβάνουν υπέροχα δείγματα Πρωτο-Λευκών, Λευκών Γραπτών, Διχρώμων, Ερυθρών Μελανοβαφών και άλλων αγγείων, πήλινα ειδώλια, χάλκινα οικιακά σκεύη, όπλα, εργαλεία και άλλα αντικείμενα, χρυσά κοσμήματα και πολυποίκιλα μικροτεχνικά έργα. Ανάμεσα στα χάλκινα αντικείμενα σημαντικότατος και μοναδικός στο είδος του είναι ένας από τους τρεις οβελούς, που βρέθηκαν μαζί στον τάφο 49. Ο οβελός αυτός, που έχει μήκος 87,2 εκ., φέρει εγχάρακτη επιγραφή σε Κυπρο-συλλαβική γραφή αποτελούμενη από πέντε σημεία. Διαβαζόμενα από τ’ αριστερά προς τα δεξιά, τα σημεία αυτά σχηματίζουν τη λέξη ο.ρe.le.ta.u, που είναι η γενική πτώση του ελληνικού ονόματος Οφέλτης (γεν. Οφέλτου). Στην κοινή μυκηναϊκή ελληνική γλώσσα η κατάληξη των ονομάτων στη γενική πτώση λήγει σε -ο. Στην περίπτωση αυτή, που η γενική του ονόματος λήγει σε -υ, υποδηλώνεται το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώριμα της αρκαδικής διαλέκτου. Ο οβελός χρονολογείται από τον ανασκαφέα στην Πρωτογεωμετρική περίοδο (1050-950 π.Χ.) και η εγχάρακτη επιγραφή, που θεωρείται το αρχαιότερο δείγμα Κυπρo-συλλαβικής γραφής, αντιπροσωπεύει το τοπικό παφιακό γλωσσικό ιδίωμα της ελληνικής Κυπρο-αρκαδικής διαλέκτου.
Από τ’ αρχιτεκτονικά δείγματα της πόλης της Πάφου έχουν αποκαλυφθεί μόνο τα προαναφερθέντα κατάλοιπα του αρχικού μυκηναϊκού ιερού της Αφροδίτης, τα κατάλοιπα της βορειοανατολικής πύλης, ένα τμήμα του αμυντικού τείχους κι ένα πολιορκητικό ανάχωμα στον «Λόφο του Μαρσέλλου», ένα άλλο τμήμα του αμυντικού τείχους και τα κατάλοιπα ενός κτιρίου στην τοποθεσία Χατζή-Απτουλλάχ και μερικά οικιακά κατάλοιπα στις τοποθεσίες Μάντισσα, Ευρετή Ασπρογή και Αρκαλού.
Η βορειοανατολική πύλη της Πάφου κατείχε μια επιβλητική θέση πάνω στον «Λόφο του Μαρσέλλου», που απέχει γύρω στα 600 μ. από το σημερινό χωριό των Κουκλιών. Από τ’ αποκαλυφθέντα κατάλοιπα φαίνεται ότι πλαισιωνόταν από δυο επάλξεις και το πλάτος της έφθανε τα 12,50 μ. Η χρονολόγησή της εντάσσεται γύρω στο 700 π.Χ. περί τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, στη διάρκεια της γενικής ανακατασκευής των οχυρωματικών έργων, που αποδίδεται στον τελευταίο βασιλιά της Πάφου Νικoκλή, η εξωτερική δίοδος της πύλης στένεψε κατά 2,80 μ., τα μέτωπα των επάλξεων ενισχύθηκαν και τρία νέα φυλάκια αντικατέστησαν τα παλαιά. Η ανεύρεση αρκετών εστιών, πολλών πήλινων αγγείων και ζωικών οστών στους χώρους των φυλακίων μαρτυρεί ότι αυτά χρησίμευαν και σαν αποθήκες και κουζίνες.
Κοντά στη βορειοανατολική πύλη αποκαλύφθηκε κι ένα τμήμα του αμυντικού τείχους και τα κατάλοιπα ενός ορθογώνιου πύργου, που εντάσσονται στην ίδια χρονική περίοδο και παρουσιάζουν την ίδια εικόνα καταστροφής και ανοικοδόμησης. Το αρχικό τείχος θεμελιώθηκε με αργόλιθους και κτίστηκε με πλιθάρια, αλλά γύρω στο 600 π.Χ. επενδύθηκε εσωτερικά με χαλίκια και μικρούς αργούς λίθους. Το πάχος του υπολογίζεται να έφθανε περίπου τα 6,50 μ. Στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα το τμήμα της εσωτερικής του όψης, που συνόρευε με την πύλη, ξανακτίστηκε με πελεκητούς ασβεστόλιθους. Το όλο τείχος περιβαλλόταν από τάφρο βάθους 4 μ. και πλάτους 10 μ. Η τελική καταστροφή και εγκατάλειψή του χρονολογείται στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.
Το 499 π.Χ., όπως και οι άλλες κυπριακές πόλεις (εκτός από την Αμαθούντα) έτσι και η Πάφος συμπαραστάθηκε στις ιωνικές πόλεις και με το ξεκίνημα της Ιωνικής επανάστασης εξεγέρθηκε εναντίον των Περσών, αλλά η εξέγερση αυτή απέτυχε το 498 π.Χ. Το γεγονός αυτό μαρτυρούν τα κατάλοιπα ενός εντυπωσιακού πολιορκητικού αναχώματος, που κατασκευάστηκε από τον περσικό στρατό στη διάρκεια της επίθεσής του εναντίον της πόλης και που αποκαλύφθηκε με τις ανασκαφικές έρευνες της Ελβετο-Γερμανικής Αποστολής στην εκτός των τειχών περιοχή, κοντά στην βορειοανατολική πύλη. Πρόκειται για τεράστιο τεχνητό ύψωμα, κατασκευασμένο από μεγάλη ποσότητα χώματος, ανάμεικτο με κορμούς δέντρων και οικοδομικό υλικό μαζί με διάφορα αφιερώματα από ένα ιερό, που βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλης και που κατέστρεψαν οι Πέρσες στη διάρκεια της προέλασής τους. Η κατασκευή του πολιορκητικού αυτού αναχώματος αποσκοπούσε στην προώθηση ξύλινου πύργου κοντά στο αμυντικό τείχος της πόλης, από τον οποίο τα περσικά βέλη θα πετύχαιναν ευκολότερα τον στόχο τους. Οι αμυνόμενοι Έλληνες της Πάφου για εξουδετέρωση των περσικών σχεδίων υπονόμευσαν το εχθρικό πολιορκητικό ανάχωμα με τέσσερις σήραγγες, από τις οποίες οι τρεις περνούσαν κάτω από το τείχος της πόλης και η τέταρτη κάτω από τη δίοδο της βορειοανατολικής πύλης.
Όλες οι σήραγγες κατέληγαν στον πυθμένα του πολιορκητικού αναχώματος, από το οποίο αφαιρέθηκε αρκετό μέρος, και το κοίλωμα που σχηματίστηκε υποστρώθηκε με ξύλα, που στηρίζονταν πάνω σε πλίνθινες βάσεις. Κάτω από το ξύλινο αυτό υπόστρωμα τοποθετήθηκαν χάλκινοι λέβητες με εύφλεκτες ουσίες, από τις οποίες η δυνατή φωτιά που δημιουργήθηκε, προκάλεσε κατάκαυση των ξύλων και ολοσχερή κατάρρευση και καταστροφή του πολιορκητικού αναχώματος και του ξύλινου πύργου. Παρά την επιτυχία του έξυπνου τεχνάσματος των αμυνομένων Παφίων, η πόλη τελικά υπέκυψε στους Πέρσες, που παραβίασαν με φωτιά τη βορειοανατολική της πύλη. Πειστικές μαρτυρίες για τη μεγάλη μάχη, που έγινε στη διάρκεια της ανέγερσης του περσικού πολιορκητικού αναχώματος, αποτελούν πεντακόσιες περίπου ορειχάλκινες και σιδηρές αιχμές βελών και λογχών κι ένα ελληνικό ορειχάλκινο κράνος που προέρχονται από τον χώρο του αναχώματος. Από τον ίδιο χώρο προέρχονται και πολυάριθμα κομμάτια από βωμούς, αναθηματικές στήλες, κολόνες, κορμούς αγαλμάτων-κούρων και επιγραφές και κεφαλές γυναικείων και ανδρικών αγαλμάτων-κούρων και κορών και μια κεφαλή αγάλματος ενός από τους βασιλιάδες-αρχιερείς της Πάφου.
Ένα άλλο τμήμα του αμυντικού τείχους της πόλης, που αποτελείται μόνο από δυο υπολείμματα ογκωδών τοίχων, αποκαλύφθηκε στην τοποθεσία Χατζή Απτουλλάχ. Τούτο χαρακτηρίζεται από την ίδια οικοδομική τεχνοτροπία και παρουσιάζει τις ίδιες χρονολογικές φάσεις με το τμήμα του τείχους που ενώνεται με τη βορειοανατολική πύλη.
Απέναντι ακριβώς από την εξωτερική όψη του τείχους, στην ίδια τοποθεσία, βρέθηκαν τα κατάλοιπα ενός μεγάλου κτιρίου των Πρώιμων Κυπρο-Κλασσικών χρόνων διαστάσεων 42 x 43 μ. που ήταν κτισμένο με πελεκητούς ασβεστόλιθους. Η αρχιτεκτονική του κτιρίου έχει καθαρές ανατολικές και ιδιαίτερα περσικές επιδράσεις με κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα τους στενούς διαδρόμους, τα μικρά δωμάτια και τους ογκώδεις τοίχους. Κατά τους ανασκαφείς, το κτίριο αυτό πολύ πιθανόν να ήταν η κατοικία του Πέρση στρατηγού της Πάφου.
Τα αποκαλυφθέντα οικιακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στις τοποθεσίες Μάντισσα, Ασπρογή, Ευρετή και Αρκαλού αποτελούνται από μερικά τμήματα τοίχων από αργόλιθους, κοντά στους οποίους ανακαλύφθηκαν δείγματα δεξαμενών και μερικά φρέατα, που απέδωσαν πολυάριθμα κεραμικά όστρακα όλων σχεδόν των τύπων της Κυπρο-Κλασικής εποχής. Οι αρχαιολογικές αυτές μαρτυρίες σε συνδυασμό με το μεγάλο πλήθος των πολυποίκιλων ταφικών κτερισμάτων από τα νεκροτομεία στις τοποθεσίες Λάκκος του Σκάρνου, Χασάν Αγά και Σκύλες φανερώνουν την αδιάλειπτη κατοίκηση και καταπληκτική ανάπτυξη τον βασιλείου και της πόλης της Πάφου από την Κυπρο-Αρχαϊκή εποχή μέχρι τους Πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους.
Σ’ αντίθεση με τη Νέα Πάφο, που αμέσως μετά την ίδρυσή της άρχισε την αλματώδη ανοδική εξελικτική της πορεία, η Παλαίπαφος πήρε τον κατηφορικό δρόμο της απότομης παρακμής, γιατί οι περισσότεροι κάτοικοί της μετοίκησαν στη νέα πόλη του Νικοκλέους και των Πτολεμαίων. Ωστόσο η απέραντη φήμη τον ιερού της Αφροδίτης συνεχίστηκε με αμείωτο ρυθμό και το αξίωμα του αρχιερέα ακολούθησε την παράδοσή του σ’ ολόκληρη τη διάρκεια των Ελληνιστικών και των μετέπειτα Ρωμαϊκών χρόνων.
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των δημόσιων κτιρίων και των ιδιωτικών κατοικιών της ελληνιστικής Παλαιπάφου, εκτός απ’ εκείνα του ιερού της Αφροδίτης που υπολογίζεται ότι είναι ενσωματωμένα στα κατάλοιπα του ιερού των προηγούμενων χρόνων, πιστεύεται ότι είναι κρυμμένα κάτω από τις κατοικίες του σημερινού χωριού των Κουκλιών. Αρκετοί όμως τάφοι, των νεκροταφείων στις τοποθεσίες φωνές και Αλώνια, που βρίσκονται στα νοτιοδυτικά και δυτικά περίχωρα των Κουκλιών, απέδωσαν σημαντικό αριθμό πήλινων και γυάλινων αγγείων, μερικά εκλεκτά χρυσά, αργυρά και χάλκινα κοσμήματα και διάφορα άλλα κτερίσματα. Παρόμοια κτερίσματα βρέθηκαν και στους ελληνιστικούς τάφους των νεκροταφείων στις τοποθεσίες Σκάλες, Λάκκος του Σκάρνου και Χασάν Αγά, στα νοτιοανατολικά και ανατολικά περίχωρα του χωριού. Οι τάφοι στις τοποθεσίες φωνές και Αλώνια είναι λαξευτοί στο φυσικό σκληρό βράχωμα και αποτελούνται από ένα ή περισσότερους ορθογώνιους νεκρικούς θαλάμους και πλάγιες Θήκες, που χρησιμοποιήθηκαν για πολλές ταφές.
Από τον χώρο του ιερού της Αφροδίτης προέρχονται μερικά αναθηματικά ειδώλια και μια μαρμάρινη κεφαλή «νεαρού υπηρέτη του ναού» (‘Temple boy’), αρκετές ενεπίγραφες πλάκες και βάσεις αγαλμάτων, λαβές αμφορέων με ενεπίγραφα αποτυπώματα σφραγίδων και ποικιλόμορφα άλλα αντικείμενα, ανάμεσα στα οποία πολύ σημαντική και μοναδική στο είδος της είναι μια χάλκινη επίχρυση διακοσμητική καρφίδα μήκους 17,8 εκ. Στον κορμό της υπάρχει εγχάρακτη επιγραφή, που αναφέρει ότι την καρφίδα αυτή την αφιέρωσε στην Αφροδίτη η σύζυγος του Πτολεμαίου Αυλητή Αράτου, Ευβόλα. Η κεφαλή της καρφίδας αποτελείται από τέσσερις ανάγλυφες κεφαλές αιγών, χωρισμένες από άνθη λωτού, που ξετυλίγονται από φύλλωμα άκανθας, και από τέσσερις περιστέρες με ανοικτά φτερά, επιστρωμένες από δυο αλλεπάλληλα επίχρυσα μαργαριτάρια με χρυσό κρίκο στην κορφή.
Τα ρωμαϊκά οικιακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και τα ταφικά μνημεία είναι επίσης πολυάριθμα στην Παλαίπαφο και μαρτυρούν την ακμή της πόλης μέχρι τα τέλη τον 4ον αιώνα μ.Χ., παρά τη μετοίκηση μεγάλο μέρους τον πληθυσμού της στη Νέα Πάφο και τις αλλεπάλληλες καταστροφές της από σεισμούς. Τούτο οφείλεται στο ότι η Παλαίπαφος διατήρησε την έδρα του «Κοινού Κυπρίων», και το ιερό της Αφροδίτης την αίγλη τον σαν παγκύπριο θρησκευτικό κέντρο. Το «Κοινόν Κυπρίων», το οποίο, εκτός από τον έλεγχο των κυπριακών νομισματοκοπείων, είχε και την απόλυτη δικαιοδοσία των θρησκευτικών υποθέσεων, οργάνωνε ετήσιες θρησκευτικές εκδηλώσεις και «ιερούς αγώνες» προς τιμήν Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Στη διάρκεια των τελετουργιών και των «ιερών αγώνων» κατέφθαναν στην Παλαίπαφο ταξιδιώτες απ’ όλη την Κύπρο και τη Ρωμαϊκή επικράτεια κι από τη Νέα Πάφο μια επίσημη πομπή λατρευτών, στεφανωμένων με φύλλα μυρσίνης, ξεκινούσε από το λιμάνι της πόλης και με τη συνοδεία μουσικής κατέληγε στο ιερό της Αφροδίτης, που το κοσμούσαν αγάλματα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και μελών των οικογενειών τους. Μέρος των ιεροτελεστιών πιστεύεται ότι αποτελούσαν η θρησκευτική πορνεία και μαστροπεία, η επάλειψη του μεγάλου κωνικού λίθινου συμβόλου της Θεάς με λάδι και οι προσφορές «θυμιάματος και γνησίου πυρός» στον βωμό της Θεάς. Οι λατρευτές που για πρώτη φορά συμμετείχαν στα «μυστήρια» πλήρωναν για τη μύηση τους ένα νόμισμα και σαν αντάλλαγμα έπαιρναν ένα σβόλο από άλας κι ένα πήλινο φαλλικό ομοίωμα, που συμβόλιζαν αντιστοίχως τη γέννηση της Αφροδίτης από την αλμυρή Θάλασσα και την ιδιότητά της σαν Θεάς της.
Το ιερό της Αφροδίτης απεικονίζεται τροποποιημένο και απλοποιημένο σε διάφορα ορειχάλκινα και αργυρά ρωμαϊκά νομίσματα, που χωρίζονται σε τρεις διαφορετικούς τύπους: ο πρώτος τύπος περιλαμβάνει ορειχάλκινα νομίσματα του Αυγούστου, του Δρούσου, του Βεσπασιανού, του Τραϊανού και τον Αδριανού, όπου απεικονίζεται σαν στεγασμένο μονομερές ιερό με εμπρόσθια, περίκλειστη, ημικυκλική αυλή. Ο δεύτερος τύπος αργυρά νομίσματα του Βεσπασιανού, του Τίτου και του Δομιτιανού, όπου παριστάνεται σαν στεγασμένο τριμερές ιερό χωρίς αυλή. Και ο τρίτος τύπος μεγάλα ορειχάλκινα νομίσματα του Σεπτιμίου Σεβήρου και τον Καρακάλλα, όπου παρουσιάζεται σαν στεγασμένο τριμερές ιερό με ημικυκλική αυλή. Και στους τρεις τύπους των νομισμάτων απεικονίζονται οι κοινές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες του ιερού και το κωνικό σύμβολο της θεάς. Με παρόμοια περίπου διαφοροποίηση και απλοποίηση το ιερό της θεάς απεικονίζεται σαν τριμερές, σαν μονομερές και αστέγαστο στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, πάνω σε αρκετά από τα πολυάριθμα πήλινα αποτυπώματα σφραγίδων της Ελληνιστικής εποχής, που αποκαλύφθηκαν στα κατώτερα στρώματα της «Οικίας τον Διονύσου» στη Νέα Πάφο. Έτσι όλοι αυτοί οι διαφορετικοί αρχιτεκτονικοί τύποι τον ιερού της Αφροδίτης δεν αντιπροσωπεύουν τις διάφορες χρονολογικές τον φάσεις, αλλά τις αλλοιωμένες και απλουστευμένες μορφές τον για την εικονογραφική αναπαράστασή τον σε νομίσματα και σφραγιδόλιθους. Επομένως είναι φυσικό τόσο το αρχικό ιερό της Θεάς όσο και το ρωμαϊκό να μη ταυτίζονται με τις παραστάσεις των ρωμαϊκών νομισμάτων και των ελληνιστικών σφραγιδο-τυπωμάτων.
Το ρωμαϊκό ιερό της Αφροδίτης αποτελεί συνέχεια τον αρχικού μυκηναϊκού ιερού της θεάς και καταλαμβάνει τον χώρο που συνορεύει με τη βόρειά του πλευρά. Πρόκειται για μεγάλο ορθογώνιο κτιριακό σύμπλεγμα διαστάσεων 79 x 67 μ., που αποτελείται από μια υπαίθρια εσωτερική αυλή (Τέμενος), πλαισιωμένη από τη νότια στοά, την ανατολική πτέρυγα, τη βόρεια στοά και την ενωμένη μ’ αυτήν βόρεια αίθουσα. Ολόκληρο το οικοδόμημα περιβαλλόταν από στενή επίστρωση ασβεστολιθικών πλακών, μέρος της οποίας διασώθηκε στη βόρεια και βορειοανατολική τον πλευρά.
Η νότια στοά είναι ενισχυμένη με εσωτερικό τοίχο, που διασώζεται σε ύψος 0,60 μ. και σχηματίζει μια ορθογώνια αίθουσα, διαστάσεων 56 x 11 μ., με βαθμίδες στη δυτική της πλευρά και ψηφιδωτό δάπεδο, τον οποίου τα διατηρημένα τμήματα κοσμούνται με μαιανδρικά και ρομβοειδή σχήματα. Το κενό μεταξύ του εξωτερικού και εσωτερικού τοίχου της στοάς είναι γεμισμένο με αργούς λίθους και χώματα και η επιφάνειά του σχηματίζει εξέδρα πλάτους 3 μ. Κατά μήκος του κέντρου της αίθουσας διατηρούνται τετράγωνες βάσεις ασβεστολιθικών δωρικών κιόνων, που υποστήριζαν τη στέγη.
Η ανατολική πτέρυγα είναι κτισμένη με πελεκητούς ασβεστόλιθους και φέρει μια μεγάλη κεντρική είσοδο, την κύρια είσοδο του ρωμαϊκού ιερού, που πλαισιώνεται από δυο συμπλέγματα ορθογώνιων δωματίων, των οποίων η χρήση δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί. Η βόρεια στοά είναι ενωμένη με τη βόρεια αίθουσα με κοινό τοίχο. Όπως και η νότια στοά έτσι και η βόρεια αίθουσα είναι ενισχυμένη με εσωτερικό τοίχο, που διασώθηκε σε ύψος Ο,50μ. Το κενό μεταξύ των δυο τοίχων είναι γεμισμένο με χώματα και αργόλιθους και πάνω απ’ αυτό σχηματίζεται εξέδρα πλάτους 2,80 μ. Το δάπεδο της αίθουσας εκαλύπτετο με ψηφιδωτά γεωμετρικά σχήματα, από τα οποία όμως ελάχιστα έχουν διασωθεί. Το κωνικό λίθινο σύμβολο της Θεάς βρισκόταν είτε στην αυλή του αρχικού ιερού είτε στην αυλή του ρωμαϊκού ιερού. Τα δυο ιερά ενώνονταν με εξωτερική κλιμακωτή πρόσβαση, που οδηγούσε στο κέντρο της νότιας στοάς.
Στα δυτικά της νότιας πτέρυγας του αρχικού μυκηναϊκού ιερού της θεάς και σε απόσταση 40 περίπου μ. αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα μεγάλης ρωμαϊκής κατοικίας, που πιθανόν να χρησίμευε σαν χώρος διαμονής των ιερέων της Αφροδίτης. Αποτελείται από αρκετά δωμάτια, συγκεντρωμένα γύρω από μια υπαίθρια, περίστυλη αυλή, της οποίας οι στοές έφεραν κιονοστοιχίες. Τα δάπεδα των δωματίων κοσμούνταν με ψηφιδωτά γεωμετρικά σχήματα, από τα οποία τα περισσότερα έχουν καταστραφεί. Η κατοικία κτίστηκε στις αρχές της Ρωμαϊκής εποχής, καταστράφηκε με τους σεισμούς των μέσων του 4ου αιώνα και αναστηλώθηκε στα τέλη του ίδιου αιώνα. Η τελική καταστροφή και εγκατάλειψή της συμπίπτει με τις αραβικές επιδρομές των μέσων του 7ου αιώνα μ.Χ.
Περισσότερα οικιακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των Ρωμαϊκών χρόνων αποκαλύφθηκαν σ’ ελάχιστη απόσταση νοτιοανατολικά της κατοικίας αυτής. Ανάμεσα σ’ αυτά αποκαλύφθηκαν και τα ερείπια της μεσαιωνικής εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, που κτίστηκε τον 16ο αιώνα και καταστράφηκε από πυρκαγιά τον 18ο αιώνα. Μέσα στον περίβολο της εκκλησίας-βρέθηκαν αρκετά μνήματα, που απέδωσαν μερικά πήλινα κύπελλα με στιλβωτό επίχρισμα.
Ένα τμήμα μιας άλλης σημαντικής ρωμαϊκής κατοικίας αποκαλύφθηκε τυχαία το 1972, στην τοποθεσία Αλώνια. Στο ψηφιδωτό δάπεδό μιας μεγάλης αίθουσας, διαστάσεων 5,50 x 6 μ., που φαίνεται να αποτελούσε την τραπεζαρία (triclinium) της κατοικίας, απεικονίζεται μια υπέροχη, πολύχρωμη σύνθετη με τη μυθική σκηνή της συνάντησης του Δία και της Λήδας. Η σύνθεση βρίσκεται μέσα σε τετράγωνο διάχωρο, διαστάσεων 1 x 1 μ., που περιβάλλεται από διάφορα γεωμετρικά σχήματα. Στο κέντρο του διάχωρου εικονίζεται όρθιο και ημίγυμνο το πίσω μέρος του καλλίγραμμου σώματος της Λήδας, μέσα στα νερά του Ευρώτα, όπου συνήθιζε να απολαμβάνει συχνά το μπάνιο της. Φορεί μόνο στηθόδεσμο, κρατεί στα χέρια τον μανδύα της, μέρος του οποίου καλύπτει τα πόδια της, και γυρίζει την κεφαλή της προς τα πίσω, όπου ο Δίας, μεταμφιεσμένος σε κύκνο, προσπαθεί με το δυνατό ράμφος του να της αποσπάσει από το δεξί χέρι του μανδύα. Η σύνθεση συμπληρώνεται από μια στήλη, πάνω στην οποία υπάρχει ένα ωοειδές αντικείμενο (καθρέφτης ή το αυγό της Νέμεσης), και από ένα λουτήρα κάτω από ένα δέντρο. Η σχετική μυθολογική εκδοχή αναφέρει ότι από τον ερωτικό της δεσμό με τον Κύκνο-Δία η Λήδα γέννησε δυο αυγά. Από το ένα βγήκε η πανέμορφη Ελένη, που για χάρη της ομορφιάς της έγινε ο Τρωικός πόλεμος, κι από το άλλο οι Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης. Η χρονολόγηση του ψηφιδωτού εντάσσεται στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ. Ολόκληρο το ψηφιδωτό πλαίσιο αποκολλήθηκε και σήμερα είναι εκτεθειμένο στο Κυπριακό Μουσείο ενώ στη θέση του τοποθετήθηκε πανομοιότυπο αντίγραφο.
Εκτός από τα οικιακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, αρκετοί τάφοι των Ρωμαϊκών χρόνων με πλούσια κτερίσματα αποκαλύφθηκαν στα νεκροταφεία της Παλαιπάφου. Πολλοί άλλοι τάφοι καθώς και μεγάλη ποσότητα αρχιτεκτονικών μελών, γλυπτών, αγαλμάτων, επιτύμβιων στηλών, μαρμάρινων επιγραφών, μετάλλινων αντικειμένων και διάφορων άλλων μικροτεχνικών έργων των Ρωμαϊκών χρόνων αποκαλύφθηκαν τυχαία στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιπάφου, στους αρχαιολογικούς χώρους της Νέας Πάφου και του Μαρίου και σε αρκετούς άλλους χώρους της παφιακής επαρχίας. Αρκετά από τα ευρήματα αυτά, που προέρχονται από τυχαίες ανακαλύψεις, βρίσκονται στο Κυπριακό Μουσείο και μερικά στο επαρχιακό Μουσείο της Πάφου και το τοπικό Μουσείο των Κουκλιών.
Από την περίοδο της φραγκοκρατίας στην περιοχή της Παλαιπάφου σώζονται τα κατάλοιπα ενός ζαχαρόμυλου όπως και το φεουδαρχικό αρχοντικό των Κουκλιών.
Το φεουδαρχικό αρχοντικό στα Κούκλια, στα νότια του αρχαιολογικού χώρου του ιερού της Αφροδίτης, ήταν το κέντρο της περιφερειακής διοίκησης και της επίβλεψης της παραγωγής και επεξεργασίας του ζαχαροκάλαμου.
Είναι ένα μεγάλο κτιριακό σύμπλεγμα με κεντρική υπαίθρια αυλή, του οποίου η βόρεια πτέρυγα με την επιβλητική πύλη, η δυτική πτέρυγα και η μισή ανατολική κτίστηκαν στις αρχές της τουρκοκρατίας και αναστηλώθηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων. Αναστηλώθηκε επίσης η νότια πτέρυγα του κτιρίου, στην οποία διατηρείται ένα μέρος της θολωτής στέγης και μια οξυκόρυφη αψίδα στη νοτιοανατολική γωνιά, που χρονολογείται στα μέσα του 15ου αιώνα μ.Χ. Στην ανατολική πτέρυγα σώζεται μια μεγάλη ορθογώνια αίθουσα, που ανήκει στο αρχικό φραγκικό κάστρο των Κουκλιών, του 13ου αιώνα μ.Χ. Η αίθουσα αυτή, που είναι προσιτή με σκαλοπάτια, γιατί το επίπεδό της είναι χαμηλότερο από το επίπεδο της σημερινής αυλής, έχει Θολωτή στέγη στηριγμένη σε διαδοχικές καμάρες της τεχνοτροπίας της Βουργουνδίας και της μεσημβρινής Γαλλίας. Πάνω από την αίθουσα αυτή βρίσκεται μια άλλη ευρύχωρη αίθουσα με επίπεδη στέγη στηριγμένη σε μεγάλες δοκούς, που αποτελεί σήμερα το κύριο τμήμα του τοπικού Μουσείου των Κουκλιών.
ΣΗΜ: Αλληλένδετος με τον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο της Παλαιπάφου είναι και ο αρχαιολογικός χώρος των Προϊστορικών χρόνων στα βόρεια των Κουκλιών, που εμπίπτει στα διοικητικά όρια του χωριού Σουσκιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου