Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΣΟΦΟΚΛΗΣ, ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

ΣΟΦ Φιλ 730–826

Δεύτερο επεισόδιο: Ο Φιλοκτήτης πέφτει σε βαθύ ύπνο ύστερα από μια κρίση της αρρώστιας του

Στο πρώτο επεισόδιο ο Φιλοκτήτης πείστηκε από την ψεύτικη ιστορία του Νεοπτόλεμου για δήθεν αναχώρησή του από την Τροία και τον ικέτευσε να τον πάρει μαζί του. Ανάμεσα στην είσοδο των δύο ηρώων στη σπηλιά για την προετοιμασία της αναχώρησής τους και την έξοδό τους παρενεβλήθη το πρώτο στάσιμο , όπου ο χορός θρήνησε για τις συμφορές που για δέκα χρόνια υπέμενε στωικά ο Φιλοκτήτης, πριν αναφερθεί στο αίσιο τέλος της περιπέτειάς του και την επιστροφή του στην πατρίδα.

(730) ΝΕ. Ἕρπ’, εἰ θέλεις. Τί δή ποθ’ ὧδ’ ἐξ οὐδενὸς
λόγου σιωπᾷς κἀπόπληκτος ὧδ’ ἔχῃ;
ΦΙ. Ἆ, ἆ, ἆ, ἆ.
ΝΕ. Τί ἔστιν; ΦΙ. Οὐδὲν δεινόν. Ἀλλ’ ἴθ’, ὦ τέκνον.
ΝΕ. Μῶν ἄλγος ἴσχεις τῆς παρεστώσης νόσου;
(735) ΦΙ. Οὐ δῆτ’ ἔγωγ’, ἀλλ’ ἄρτι κουφίζειν δοκῶ.
Ἰὼ θεοί.
ΝΕ. Τί τοὺς θεοὺς οὕτως ἀναστένων καλεῖς;
ΦΙ. Σωτῆρας αὐτοὺς ἠπίους θ’ ἡμῖν μολεῖν.
Ἆ, ἆ, ἆ, ἆ.
(740) ΝΕ. Τί ποτε πέπονθας; Οὐκ ἐρεῖς, ἀλλ’ ὧδ’ ἔσῃ
σιγηλός; Ἐν κακῷ δέ τῳ φαίνῃ κυρῶν.
ΦΙ. Ἀπόλωλα, τέκνον, κοὐ δυνήσομαι κακὸν
κρύψαι παρ’ ὑμῖν, ἀτταταῖ· διέρχεται,
διέρχεται. Δύστηνος, ὦ τάλας ἐγώ.
(745) Ἀπόλωλα, τέκνον· βρύκομαι, τέκνον· παπαῖ,
ἀπαππαππαῖ, παπᾶ παπᾶ παπᾶ παπαῖ.
Πρὸς θεῶν, πρόχειρον εἴ τί σοι, τέκνον, πάρα
ξίφος χεροῖν, πάταξον εἰς ἄκρον πόδα·
ἀπάμησον ὡς τάχιστα· μὴ φείσῃ βίου·
(750) Ἴθ’, ὦ παῖ.
ΝΕ. Τί δ’ ἔστιν οὕτω νεοχμὸν ἐξαίφνης, ὅτου
τοσήνδ’ ἰυγὴν καὶ στόνον σαυτοῦ ποῇ;
ΦΙ. Οἶσθ’, ὦ τέκνον. ΝΕ. Τί δ’ ἔστιν; ΦΙ. Οἶσθ’, ὦ παῖ. ΝΕ. Τί σοι;
Οὐκ οἶδα. ΦΙ. Πῶς οὐκ οἶσθα; παππαπαππαπαῖ.
(755) ΝΕ. Δεινόν γε τοὐπίσαγμα τοῦ νοσήματος.
ΦΙ. Δεινὸν γὰρ οὐδὲ ῥητόν· ἀλλ’ οἴκτιρέ με.
ΝΕ. Τί δῆτα δράσω; ΦΙ. Μή με ταρβήσας προδῷς·
ἥκει γὰρ αὕτη διὰ χρόνου, πλάνοις ἴσως
ὡς ἐξεπλήσθη. ΝΕ. Ἰὼ ἰὼ δύστηνε σύ,
(760) δύστηνε δῆτα διὰ πόνων πάντων φανείς.
Βούλει λάβωμαι δῆτα καὶ θίγω τί σου;
ΦΙ. Μὴ δῆτα τοῦτό γ’· ἀλλά μοι τὰ τόξ’ ἑλὼν
τάδ’, ὥσπερ ᾐτοῦ μ’ ἀρτίως, ἕως ἀνῇ
(765) τὸ πῆμα τοῦτο τῆς νόσου τὸ νῦν παρόν,
σῷζ’ αὐτὰ καὶ φύλασσε· λαμβάνει γὰρ οὖν
ὕπνος μ’, ὅταν περ τὸ κακὸν ἐξίῃ τόδε·
κοὐκ ἔστι λῆξαι πρότερον· ἀλλ’ ἐᾶν χρεὼν
ἕκηλον εὕδειν. Ἢν δὲ τῷδε τῷ χρόνῳ
(770) μόλωσ’ ἐκεῖνοι, πρὸς θεῶν, ἐφίεμαι
ἑκόντα μήτ’ ἄκοντα, μήτε τῳ τέχνῃ
κείνοις μεθεῖναι ταῦτα, μὴ σαυτόν θ’ ἅμα
κἄμ’, ὄντα σαυτοῦ πρόστροπον, κτείνας γένῃ.
ΝΕ. Θάρσει προνοίας οὕνεκ’· οὐ δοθήσεται
(775) πλὴν σοί τε κἀμοί· ξὺν τύχῃ δὲ πρόσφερε.
ΦΙ. Ἰδοὺ δέχου, παῖ· τὸν φθόνον δὲ πρόσκυσον,
μή σοι γενέσθαι πολύπον’ αὐτά, μηδ’ ὅπως
ἐμοί τε καὶ τῷ πρόσθ’ ἐμοῦ κεκτημένῳ.
ΝΕ. Ὦ θεοί, γένοιτο ταῦτα νῷν· γένοιτο δὲ
(780) πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλὴς ὅποι ποτὲ
θεὸς δικαιοῖ χὠ στόλος πορσύνεται.
ΦΙ. Δέδοικα δ’, ὦ παῖ, μή ἀτελὴς εὐχὴ τύχῃ·
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ’ ἐκ βυθοῦ
κηκῖον αἷμα, καί τι προσδοκῶ νέον.
(785) Παπαῖ, φεῦ·
παπαῖ μάλ’, ὦ πούς, οἷά μ’ ἐργάσῃ κακά.
Προσέρπει,
προσέρχεται τόδ’ ἐγγύς. Οἴμοι μοι τάλας.
Ἔχετε τὸ πρᾶγμα· μὴ φύγητε μηδαμῇ.
(790) Ἀτταταῖ.
Ὦ ξένε Κεφαλλήν, εἴθε σοῦ διαμπερὲς
στέρνων ἔχοιτ’ ἄλγησις ἥδε. Φεῦ, παπαῖ,
παπαῖ μάλ’ αὖθις. Ὦ διπλοῖ στρατηλάται,
Ἀγάμεμνον, ὦ Μενέλαε, πῶς ἂν ἀντ’ ἐμοῦ
(795) τὸν ἴσον χρόνον τρέφοιτε τήνδε τὴν νόσον;
Ὤμοι μοι.
Ὦ θάνατε θάνατε, πῶς ἀεὶ καλούμενος
οὕτω κατ’ ἦμαρ οὐ δύνᾳ μολεῖν ποτε;
Ὦ τέκνον, ὦ γενναῖον, ἀλλὰ συλλαβών,
(800) τῷ Λημνίῳ τῷδ’ ἀνακαλούμενον πυρὶ
ἔμπρησον, ὦ γενναῖε· κἀγώ τοί ποτε
τὸν τοῦ Διὸς παῖδ’ ἀντὶ τῶνδε τῶν ὅπλων,
ἃ νῦν σὺ σῴζεις, τοῦτ’ ἐπηξίωσα δρᾶν.
Τί φῄς, παῖ;
(805) Τί φῄς; Τί σιγᾷς; Ποῦ ποτ’ ὤν, τέκνον, κυρεῖς;
ΝΕ. Ἀλγῶ πάλαι δὴ τἀπὶ σοὶ στένων κακά.
ΦΙ. Ἀλλ’, ὦ τέκνον, καὶ θάρσος ἴσχ’· ὡς ἥδε μοι
ὀξεῖα φοιτᾷ καὶ ταχεῖ’ ἀπέρχεται.
Ἀλλ’ ἀντιάζω, μή με καταλίπῃς μόνον.
(810) ΝΕ. Θάρσει, μενοῦμεν. ΦΙ. Ἦ μενεῖς; ΝΕ. Σαφῶς φρόνει.
ΦΙ. Οὐ μήν σ’ ἔνορκόν γ’ ἀξιῶ θέσθαι, τέκνον.
ΝΕ. Ὡς οὐ θέμις γ’ ἐμοῦστι σοῦ μολεῖν ἄτερ.
ΦΙ. Ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν. ΝΕ. Ἐμβάλλω μενεῖν.
ΦΙ. Ἐκεῖσε νῦν μ’, ἐκεῖσε. ΝΕ. Ποῖ λέγεις; ΦΙ. Ἄνω.
(815) ΝΕ. Τί παραφρονεῖς αὖ; Τί τὸν ἄνω λεύσσεις κύκλον;
ΦΙ. Μέθες, μέθες με. ΝΕ. Ποῖ μεθῶ; ΦΙ. Μέθες ποτέ.
ΝΕ. Οὔ φημ’ ἐάσειν. ΦΙ. Ἀπό μ’ ὀλεῖς, ἢν προσθίγῃς.
ΝΕ. Καὶ δὴ μεθίημ’, εἴ τι δὴ πλέον φρονεῖς.
ΦΙ. Ὦ γαῖα, δέξαι θανάσιμόν μ’ ὅπως ἔχω·
(820) τὸ γὰρ κακὸν τόδ’ οὐκέτ’ ὀρθοῦσθαί μ’ ἐᾷ.
ΝΕ. Τὸν ἄνδρ’ ἔοικεν ὕπνος οὐ μακροῦ χρόνου
ἕξειν· κάρα γὰρ ὑπτιάζεται τόδε·
ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας,
μέλαινά τ’ ἄκρου τις παρέρρωγεν ποδὸς
(825) αἱμορραγὴς φλέψ. Ἀλλ’ ἐάσωμεν, φίλοι,
ἕκηλον αὐτόν, ὡς ἂν εἰς ὕπνον πέσῃ.

***
ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Άς προχωρούμε αν θέλης· μα πώς έτσι
χωρίς κανένα λόγο στέκεσαι
αμίλητος και σαν αλλοπαρμένος;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Άα, άα!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι τρέχει;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τίποτα δεν είναι·
έλα, πάμε, παιδί μου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μήπως σου ήρθε
κανένας πόνος από την πληγή σου;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Όχι όχι· μάλιστα σα να τη νοιώθω
πολύ τώρα καλύτερα. ― Θεέ μου!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι κράζεις το Θεό κι αναστενάζεις;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Να φανή σπλαχνικός και να μας σώση.
Άα, άα !

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα τι έχεις πάθη; δε θα πής; θα μένης
έτσι λοιπόν αμίλητος; μα εσύ
πολύ υποφέρεις, φαίνεται.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Παιδί μου,
χάνομαι, πάω και δε θα μπορέσω
να κρύψω το κακό από σας. Πω, πω, πω!
Με περνά, με σουβλίζει· ωιμένα, ο μαύρος,
χάθηκα, μ' έφαγε, με ρούφηξε,
παιδί μου, ω πω πω, πω, πω πω, πω πω πω!
Για όνομα του θεού, παιδί μου, αν έχης
κανένα σπαθί πρόχειρο μαζί σου,
χτύπα, κόψε μου αμέσως απ' την άκρη
το πόδι· μη λυπάσαι τη ζωή μου.
Έλα, παιδί!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μα τι κακό 'ναι τούτο
το ξαφνικό, που τόσο να βογγάς
σε κάνει και να κλαις τον εαυτό σου;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ξέρεις, παιδί.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι 'ναι που ξέρω;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ξέρεις.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι έχεις; δεν ξέρω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα πώς να μην ξέρης;
Ω πω πω, πω πω!

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Φοβερό είν' αλήθεια
κι ασήκωτο φορτίο το πάθημά σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Φοβερ' όσο δε λέγεται· μα ελέησέ με. . .

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι θες να κάμω;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κοίτα μη σε πιάση
φόβος και με προδώσης· γιατ' η αρρώστεια
ξανάρχεται πολύν καιρό κατόπι
κι αφού χορτάση αλλού ίσως να γυρίζη.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ω τι δυστυχισμένος που είσαι, αλήθεια
δυστυχισμένος, πόχεις περασμένα
όλα τα βάσανα του κόσμου· θέλεις
να σε πιάσω; να σε στηρίξω κάπως;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Όχι, άφησέ με· μόνο αυτά τα τόξα,
καθώς μου τα ζητούσες πριν, να, παρ' τα
ως να περάσ' η κρίση της αρρώστειας,
που τώρα με βαστά, και φύλαξέ τα
και σώσε μού τα· γιατί, σα μ' αφήνει
πια το κακό, με κυριεύει ο ύπνος
και δε μπορεί να πάψη πριν, μα πρέπει
ήσυχο να μ' αφήσουν να κοιμούμαι.
Κι αν στ' αναμεταξύ φτάσουν εκείνοι,
στους θεούς σε ξορκίζω, να μην τύχη
και τους τα παραδώσης, μήτε μόνος
με θέλημά σου, μήτε με τη βία,
μήτε μ' άλλο κανένα τρόπο, αν θέλης
να μη γενής αιτία και του δικού σου
χάμου και μένα, που σου είμαι ικέτης.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έγνοια σου και το νου μου θα 'χω· σ' άλλου
χέρια δεν πάνε, εκτός απ' τα δικά μου
και τα δικά σου· δόσε τα κι ας είναι
η ώρα η καλή.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Να, πάρε τα, παιδί μου,
και το Φθόνο προσκύνα, μη σου γίνουν
και σένα πολυστέναχτα, όπως ήταν
σε μένα και τον πρώτο κάτοχό τους.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ω θεοί, ας μας έβγη σε καλό των δυο μας
κι ο αγέρας πρίμος ας μας προβοδίζη
όπου ο Θεός το κρίνει δίκιο κι όπου
ετοιμαζόμαστε να πάμε.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αχ, γυιε μου,
φοβούμαι μην του κάκου πάη η ευχή σου,
γιατί μου ξαναρχίζει μαύρο γαίμα
βαθιά 'πο την πληγή μου ν' αναδίνη
και νέα πάλι θα 'χωμε· ω πω, πω πω!
Θεοκατάρατε Θειακέ, και να 'ταν
πέρα και πέρα μες στα σωθικά σου
να σου ρίζωνε αυτός ο σφάχτης. Αχ, αχ
και πάλιν αχ· ω διπλοί στρατηλάτες,
Μενέλαε και Αγαμέμνονα, πως να 'ταν
αντίς εμέ να θρέφατε ίσα χρόνια
την αρρώστεια μου εσείς. Ω αλλίμονό μου,
ω θάνατε, αχ ω θάνατε, πώς έτσι
που σε καλούνε πάντα νύχτα – μέρα,
πώς δεν μπορείς τέλος να 'ρθής; Μα, γυιε μου,
εσύ έλα καν, γενναία ψυχή, και πιάσε
σ' αυτή που λένε τη φωτιά της Λήμνου
να με κάψης· και 'γω το ίδιο να κάμω
δέχτηκα μια φορά στο γυιο του Δία,
αντίς γι' αυτά που μου φυλάς τα τόξα.
Μα δε μιλάς, παιδί, γιατί σωπαίνεις;
πού είσαι; πού βρίσκεσαι, παιδί;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Έτσι στέκω
βουβός και κλαίω από μέσα μου για σένα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα έχε και θάρρος, γυιε μου· όπως με πιάνει
με μιας η αρρώστεια, έτσι με μιας και φεύγει.
Μα σε ξορκίζω, μη μ' αφήσης μόνο.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μη φοβάσαι, θα μείνωμε.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θα μείνης
αλήθεια;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να είσαι βέβαιος.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μα με όρκους
δε θα 'θελα, παιδί μου, να σε δέσω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κανείς θεός δε θα το συχωρούσε
να σηκωθώ να φύω χωρίς εσένα.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δόσε λοιπόν το χέρι σου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Το δίνω
πως θε να μείνω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Εκεί, να, από κει τώρα. .

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι εκεί;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Να, επάνω. . .

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τι παθαίνεις πάλι;
γιατί στον ουρανό γυρνάς τα μάτια;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Άφις, άφις με.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πού θες να σ' αφήσω;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Άφις με τέλος.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Όχι, δε σ' αφήνω.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θα με σκοτώσης, αν μ' αγγίξης.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Να που
σ' αφήνω, αν είσαι πιο στα σύγκαλά σου.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ω γη, δέξου με συ, όπως είμαι τώρα
του θανάτου, γιατί πια δε μ' αφήνουν
οι πόνοι αυτοί στα πόδια μου να στέκω.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Φαίνεται δε θ' αργήση ακόμα ο ύπνος
να τον πάρη· να, γερν' η κεφαλή του
κι ο ίδρως απ' όλο το κορμί του στάζει·
μια φλέβα μαύρη τού άνοιξε στην άκρη
του ποδιού του· και τρέχει αίμα ποτάμι.
Μ' ας τον αφήσωμε ήσυχο, παιδιά,
για να τον πάρη στα βαθιά του ο ύπνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου