Ο λανθασμένος υπολογισμός των αντιδράσεων των αντιπάλων από τον Λουδοβίκο ΙΔ’ προκάλεσε τον Εννεαετή Πόλεμο, γνωστό και ως Πόλεμο της Λίγκας του Άουσμπουργκ. Οι σύγχρονοι ιστορικοί έχουν χαρακτηρίσει τον πόλεμο αυτό ως το «μεγάλο σφάλμα» του Λουδοβίκου. Ο τελευταίος προκάλεσε τον πόλεμο περισσότερο με το σκεπτικό της εξασφάλισης των προηγούμενων γαλλικών κατακτήσεων, παρά για να κερδίσει νέα εδάφη.
Ο πόλεμος όμως είχε και μία ακόμα παράμετρο. Μετά την απόκρουση των Τούρκων έξω από τη Βιέννη, το 1683, οι Αυστριακοί είχαν αναλάβει μεγάλης κλίμακας αντεπίθεση κατά των Οθωμανών, καταλαμβάνοντας την Ουγγαρία και φτάνοντας σχεδόν στα όρια της Βαλκανικής Χερσονήσου. Εάν ο Λουδοβίκος δεν κήρυσσε τον πόλεμο στους Αυστριακούς, ενδεχομένως η ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ήταν διαφορετική. Η επέμβαση όμως των Γάλλων έσωσε κυριολεκτικά τους Τούρκους από τη συντριβή.
Το 1688 ο εκλέκτορας του γερμανικού κρατιδίου της Κολωνίας πέθανε. Αμέσως ο Λουδοβίκος έσπευσε να εκμεταλλευτεί το γεγονός, προωθώντας για διάδοχο έναν γαλλόφιλο υποψήφιο. Με τον τρόπο αυτό επιθυμούσε να διαβρώσει το Ράιχ (την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους) εκ των έσω. Φυσικά, ο Αυστριακός βασιλιάς και αυτοκράτορας του Ράιχ, ο Λεοπόλδος των Αψβούργων, αντέδρασε σθεναρά. Αυτή ήταν η πρώτη αφορμή. Θα ακολουθούσαν ακόμα δυσμενέστερες εξελίξεις για τον Λουδοβίκο.
Το Σεπτέμβριο του 1688, ο γαμπρός του καθολικού Άγγλου βασιλιά Ιακώβου Β’ επαναστάτησε εναντίον του και, με τη συνδρομή της αγγλικανικής πλειοψηφίας του αγγλικού λαού, εκθρόνισε αναίμακτα τον καθολικό βασιλιά και ανέβηκε στον αγγλικό θρόνο. Το όλο θέμα ίσως να μην είχε και τόση σημασία εάν ο νέος βασιλιάς της Αγγλίας δεν ήταν ο Ολλανδός Γουλιέλμος της Οράγγης, προτεστάντης και φανατικός εχθρός της Γαλλίας και του Γάλλου βασιλιά προσωπικά. Με τον τρόπο αυτό ο Λουδοβίκος έχασε τον μοναδικό του σύμμαχο στην Ευρώπη. Ο Γάλλος βασιλιάς επιχείρησε να προλάβει τη δυσάρεστη αυτή εξέλιξη, διακηρύσσοντας ότι η ανάρρηση στον αγγλικό θρόνο του Γουλιέλμου θα αποτελούσε αιτία πολέμου (casus belli) για τη Γαλλία.
Επειδή όμως ο Γουλιέλμος απλώς αδιαφόρησε, ο Λουδοβίκος, χωρίς να προηγηθεί κήρυξη πολέμου, διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλουν στο Παλατινάτο, την περιοχή που αργότερα έμεινε γνωστή ως Ρηνανία. Τα γαλλικά στρατεύματα εισέβαλαν και χωρίς να συναντήσουν αντίσταση (οι αυστριακές-αυτοκρατορικές δυνάμεις βρίσκονταν ακόμα στο τουρκικό μέτωπο) άρχισαν να λεηλατούν, να καίνε και να καταστρέφουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Τέτοιες καταστροφές η Ευρώπη είχε να βιώσει από τον καιρό των μογγολικών επιδρομών.
Εκατοντάδες χωριά ισοπεδώθηκαν κυριολεκτικά. Σε πολλές περιπτώσεις, οι κάτοικοι εξοντώθηκαν. Δεκάδες πόλεις, ανάμεσά τους και μεγάλες, όπως το Μανχάιμ, η Βορμς, η Χαϊδελβέργη, πυρπολήθηκαν. Όλα τα σπίτια κατεδαφίστηκαν, οι περιουσίες των κατοίκων κατασχέθηκαν με τη βία, και όποιος τολμούσε να αντισταθεί έπεφτε αμέσως νεκρός. Επρόκειτο για μια άνευ προηγουμένου, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα -όχι μόνο εκείνης της εποχής- αγριότητα, που, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε την κατακραυγή όλων των λαών της Γηραιάς Ηπείρου. Έτσι ξεκίνησε ο πόλεμος, που επεκτάθηκε και στο Νέο Κόσμο. Για το λόγο αυτό ο Εννεαετής Πόλεμος θεωρείται από κάποιους ιστορικούς ως ο πρώτος πραγματικά παγκόσμιος πόλεμος.
Στην Ευρώπη επιχειρήσεις διεξήχθησαν κυρίως σε τρία μέτωπα, στη Φλάνδρα του σημερινού Βελγίου, στην περιοχή της Σαβοΐας, στη βόρεια Ιταλία και στο Ρήνο, στα γαλλογερμανικά σύνορα. Δευτερεύοντα μέτωπα υπήρξαν στα γαλλοϊσπανικά σύνορα, στην Ιρλανδία και τη Σκοτία. Στο Νέο Κόσμο επιχειρήσεις διεξήχθησαν κυρίως στα σημερινά σύνορα ΗΠΑ-Καναδά.
Ο πόλεμος εξελίχθηκε σε μια σύγκρουση φθοράς, με πολλές πολιορκίες και λίγες μάχες. Αιτία αυτού του γεγονότος ήταν η αδυναμία των συμμάχων – Ολλανδία, Αγγλία, Αυστρία, Ισπανία, Βαυαρία και άλλα γερμανικά κρατίδια, Πρωσία, Σουηδία, Σαβοΐα. Επίσης, συμμετείχαν οι επαναστατημένοι Ιρλανδοί και Σκότοι οπαδοί του έκπτωτου καθολικού Άγγλου βασιλιά Ιακώβου.
Μετά την απόβαση του Γουλιέλμου της Οράγγης στην Αγγλία και την ένδοξη και αναίμακτη επανάσταση, ο Ιάκωβος κατέφυγε στη Γαλλία και κατόπιν, με την υποστήριξη του Λουδοβίκου ΙΔ’, στην καθολική Ιρλανδία. Εκεί σχημάτισε στρατό και άρχισε να πολιορκεί τους προτεστάντες στη Βόρεια Ιρλανδία.
Ο Γουλιέλμος συγκέντρωσε επίσης μια συμμαχική στρατιά και αποβιβάστηκε στην Ιρλανδία, όπου κατανίκησε δύο φορές τα στρατεύματα του Ιακώβου, στις μάχες του Μπόιν και του Όγκριμ. Παράλληλα, εξέγερση υπέρ του Ιακώβου ξέσπασε και στη Σκοτία. Οι Σκότοι νίκησαν τις δυνάμεις του Γουλιέλμου στο Κιλιεκράνκι, αλλά τελικά ηττήθηκαν.
Με την υποστήριξη που παρείχε στους Ιρλανδούς και Σκότους επαναστάτες, ο Λουδοβίκος ΙΔ’ κατάφερε να καθηλώσει στα βρετανικά νησιά τον Γουλιέλμο και το στρατό του. Μόνο μετά την απόλυτη επικράτησή του αποτόλμησε ο Γουλιέλμος να εμφανιστεί με στρατό στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Στο μεταξύ, μετά την καταστροφή του Παλατινάτου, ο Γαλλικός Στρατός είχε επιχειρήσει να εισβάλει στη Φλάνδρα. Στην αρχή αποκρούστηκε από τους συμμάχους, αλλά όταν τη διοίκηση ανέλαβε ο εξαίρετος στρατάρχης ντε Λουξεμπούργκ, όλα άλλαξαν. Ο Λουξεμπούργκ ήταν ένας άξιος μαθητής και διάδοχος του Κοντέ και του Τουρέν, φανατικός οπαδός του επιθετικού δόγματος. Σε πρώτη φάση νίκησε τους συμμάχους στο Φλερί, και τα επόμενα χρόνια του συνέτριψε στις μάχες του Στέενκιρκ και του Νέερβιντεν, μάχες με τις οποίες θα ασχοληθούμε εκτενέστερα.
Στο μέτωπο της Σαβοΐας, οι Γάλλοι πέτυχαν δύο συντριπτικές νίκες και ανάγκασαν το Δουκάτο της Σαβοΐας να συνθηκολογήσει. Ο πόλεμος έληξε τελικά το 1697, με τη Γαλλία να έχει μεν περισσότερες επιτυχίες στα πεδία των μαχών, αλλά χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα και με τεράστιο οικονομικό κόστος. Επίσης, βαρύ ήταν το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, τόσο λόγω των πολεμικών επιχειρήσεων, όσο και λόγω του λοιμού που έπληξε τη Γαλλία τα καλοκαίρια του 1693-94, συνεπεία των πολεμικών επιχειρήσεων.
H μάχη του Στέενκιρκ
Τον Ιούλιο του 1692, ο γαλλικός στρατός της Φλάνδρας, με επικεφαλής έναν εξαιρετικό στρατιωτικό, τον στρατάρχη Φρανσουά ντε Λουξεμπούργκ, κατάφερε να αιφνιδιάσει τον συμμαχικό στρατό, που, με επικεφαλής τον βασιλιά της Αγγλίας Γουλιέλμο της Οράγγης, υπεράσπιζε το σημερινό Βέλγιο.
Ο ντε Λουξεμπούργκ βάδισε στο Βέλγιο και πολιόρκησε την πόλη του Ναμίρ, στις όχθες του ποταμού Μεύση, στρατηγικό σημείο ολόκληρου του συμμαχικού αμυντικού συστήματος. Παρά τις προσπάθειες του Γουλιέλμου, η πόλη έπεσε και οι Γάλλοι απέκτησαν ένα εξαίρετο προγεφύρωμα στη βελγική πλευρά του ποταμού.
Έχοντας αποτύχει να υπερασπίσει το Ναμίρ, ο Γουλιέλμος αποφάσισε να αιφνιδιάσει με τη σειρά του τον ντε Λουξεμπούργκ, ώστε να τον υποχρεώσει να αποτραβηχτεί και πάλι στη νότια όχθη του ποταμού. Από την πλευρά του, ο ντε Λουξεμπούργκ είχε αναπτύξει τις δυνάμεις του βόρεια του ποταμού, καλύπτοντας τη νέα του κατάκτηση –το Ναμίρ– μέχρι η φρουρά που είχε τοποθετήσει να προλάβει να επισκευάσει τα κατεστραμμένα από την πολιορκία τείχη.
Ο στρατός του είχε επίσης εξασθενίσει και λόγω των απωλειών, αλλά και γιατί ακριβώς είχε υποχρεωθεί να αφήσει στον Ναμίρ μερικές χιλιάδες άνδρες, ως φρουρά. Έτσι, είχε απομείνει μόνο με 57.000 άνδρες, στρατοπεδευμένους σε μια αρκετά ισχυρή τοποθεσία, ανάμεσα στον μικρό παραπόταμο Σενέ και στα δάση του Ξουλμόν και του Φιουλί. Το γαλλικό δεξί πλευρό στηριζόταν στον ποταμό και στο χωριό Στέενκιρκ –περίπου 50 χλμ. νοτιοδυτικά των Βρυξελλών– ενώ το μέτωπό του καλυπτόταν από τα δάση.
Ο Γουλιέλμος είχε καταφέρει να συγκεντρώσει 70.000 άνδρες, κυρίως Γερμανούς και Ολλανδούς. Υπήρχαν ακόμα λίγοι Αυστριακοί, Δανοί και περίπου 8.000 Άγγλοι. Όλο το σχέδιο της επίθεσης βασιζόταν στο στοιχείο του αιφνιδιασμού. Λίγες μέρες πριν ο Γουλιέλμος είχε ανακαλύψει έναν Γάλλο κατάσκοπο στο στρατόπεδό του.
Ο κατάσκοπος βασανίστηκε και υποχρεώθηκε να μιλήσει. Στη συνέχεια, τον υποχρέωσαν να γράψει μια ιδιόχειρη επιστολή στον ντε Λουξεμπούργκ, στην οποία του σύστηνε να μην ανησυχεί για τις συμμαχικές κινήσεις της επόμενης μέρας. «Πρόκειται για αποσπάσματα που αναζητούν νομή για τα άλογα», έγραφε.
Παραπλανημένος από τον αντίπαλο, ο Γουλιέλμος συνήγειρε το στρατό το βράδυ της 2ας Αυγούστου 1692, με σκοπό να επιτεθεί με το πρώτο φως της 3ης Αυγούστου. Μία ώρα πριν το ξημέρωμα ο Γουλιέλμος διέταξε την εμπροσθοφυλακή του, υπό τον δούκα της Βυρτεμβέργης, να κινηθεί μαζί με αποσπάσματα μηχανικού, μέσω των δασών, για να ανοίξει δρόμο για την προέλαση και του όγκου της στρατιάς. Ο Γουλιέλμος έταξε στην εμπροσθοφυλακή περί τους 5.000 άνδρες, με 8 τάγματα σε πρώτο κλιμάκιο. Η υπόλοιπη στρατιά κινήθηκε, μια ώρα αργότερα, σε τρεις φάλαγγες.
Προσπαθώντας να διέλθουν από το δάσος με πολλές δυσκολίες, η εμπροσθοφυλακή του Γουλιέλμου έφτασε τελικά στο ξέφωτο, πέραν του οποίου βρισκόταν το γαλλικό στρατόπεδο.
Στο μεταξύ, οι Γάλλοι σκοποί είχαν φυσικά αντιληφθεί τις κινήσεις των συμμάχων και έστελναν συνεχείς αναφορές στον ντε Λουξεμπούργκ. Εκείνος, όμως, καθησυχασμένος από την επιστολή του κατασκόπου του, τις αγνοούσε. Όταν όμως οι αναφορές άρχισαν να πληθαίνουν αποφάσισε να μεταβεί ο ίδιος στη γραμμή των προφυλακών και να δει τι τέλος πάντων συμβαίνει. Τη στιγμή που έφτασε το 1ο Τάγμα Τυφεκιοφόρων της αγγλικής βασιλικής φρουράς, είχε μόλις περάσει το δάσος και είχε αρχίσει να αναπτύσσεται σε διάταξη μάχης. Τότε μόνο ο ντε Λουξεμπούργκ κατάλαβε ότι είχε εξαπατηθεί.
Αμέσως επέστρεψε καλπάζοντας στο στρατόπεδο και έθεσε τη στρατιά του επί ποδός πολέμου. Άμεσα, το σύνταγμα επιφυλακής, ντε Μπουρμπονέ, έλαβε θέσεις απέναντι από τους Άγγλους βασιλικούς φρουρούς. Τα υπόλοιπα γαλλικά συντάγματα έσπευδαν να αναλάβουν όπλα. Το πυροβολικό δε είχε ήδη αρχίσει να βάλλει. Ήταν η κρίσιμη στιγμή της μάχης. Αν τότε τα συμμαχικά τμήματα προήλαυναν με ψυχή, πριν οι Γάλλοι προλάβουν να αναπτυχθούν, η μάχη θα είχε λήξει με περιφανή τους νίκη. Δεν πρόλαβαν όμως. Τα τμήματά τους αντιμετώπισαν δυσκολίες στο να διέλθουν τα δάση, και πολύτιμος χρόνος χάθηκε.
Έτσι, οι Γάλλοι πρόλαβαν να αντιδράσουν. Απέναντι από τα οκτώ αποκομμένα τάγματα της συμμαχικής εμπροσθοφυλακής σχηματίστηκε σε απίστευτα σύντομο χρονικό διάστημα ένα συμπαγές μέτωπο με τέσσερις γραμμές μάχης. Ο ντε Λουξεμπούργκ είχε προλάβει. Με συγκεντρωμένες τις δυνάμεις του, άρχισε τώρα να πιέζει τους συμμάχους.
Ο Γουλιέλμος είχε επίσης καταφέρει να συγκεντρώσει 15.000 άνδρες υπό τις διαταγές του, στο πλάτωμα, απέναντι από τους Γάλλους. Όμως ούτε το ιππικό του είχε καταφέρει να αναπτύξει, για να υποστηρίξει τους πεζούς του –το ιππικό κινούνταν ακόμα πιο δύσκολα εντός των δασών– ούτε επιπλέον πεζικό μπόρεσε να αναπτύξει κατά μέτωπο, αφού πίσω του οι τρεις φάλαγγες πορείας αναμείχθηκαν σε απίστευτο βαθμό. Με τις ανεπαρκείς αυτές δυνάμεις και με την υποστήριξη λίγων ιλών αγγλικού ιππικού, ο Γουλιέλμος αποφάσισε να επιτεθεί κατά της ισχυρής γαλλικής γραμμής.
Τα αγγλικά τάγματα της φρουράς πίεσαν το κοινό γαλλικό πεζικό και κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα μικρό ρήγμα στη γαλλική διάταξη. Αλλά ο ντε Λουξεμπούργκ είχε ήδη στη διάθεσή του όλες τις εφεδρείες του. Έτσι, όταν δημιουργήθηκε το ρήγμα, όχι μόνο δεν ανησύχησε, αλλά το εκμεταλλεύτηκε για να ρίξει στη μάχη το δικό του επίλεκτο πεζικό, τα περίφημα τάγματα της Guard Francaises και Guard Swiss. Οι επίλεκτοι Γάλλοι και Ελβετοί φρουροί του βασιλιά άρχισαν να ανατρέπουν τα συμμαχικά τάγματα, το ένα μετά το άλλο, αδιαφορώντας για τις απώλειες.
Η συμμαχική γραμμή παρ’ όλα αυτά δεν διασπάστηκε, αλλά τραβήχτηκε προς τα πίσω. Ήταν φανερό πως έπρεπε να διαταχθεί γενική υποχώρηση. Και πράγματι ο Γουλιέλμος διέταξε τους άνδρες του να αποσυρθούν. Οι Γάλλοι τους καταδίωξαν, αλλά εντός του δάσους δεν μπορούσαν να πολεμήσουν το ίδιο καλά.
Κατόπιν συνεχών αψιμαχιών εντός των δασών, οι σύμμαχοι επέστρεψαν τα μεσάνυχτα της 3ης Αυγούστου, ηττημένοι στο στρατόπεδό τους. Οι απώλειες ήταν βαριές και για τους δύο αντιπάλους. Οι Γάλλοι είχαν περί τους 7.000 νεκρούς και τραυματίες, ενώ οι σύμμαχοι έχασαν περί τους 12.000 άνδρες και 1.400 από αυτούς πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Η μάχη του Νέερβιντεν
Το 1693 ο ντε Λουξεμπούργκ, επικεφαλής μεγάλων δυνάμεων, βάδισε εντός της Φλάνδρας και πολιόρκησε τη σημαντική πόλη Ου. Ήλπιζε φυσικά να καταλάβει την πόλη, αλλά και να αναγκάσει τον Γουλιέλμο να σπεύσει με το στρατό του και να δώσει μάχη γι’ αυτή, πιστεύοντας ότι σίγουρα θα επικρατούσε. Ο Γουλιέλμος πράγματι κινήθηκε προς την πόλη, αλλά όταν διαπίστωσε πως ο στρατός του υστερούσε σημαντικά έναντι του γαλλικού, αποφάσισε να αναπτύξει τις δυνάμεις του σε μια οχυρή τοποθεσία μεταξύ των χωριών Λάντεν, Νέερβιντεν, Λάερ και Έλισεμ.
Αφού ενίσχυσε τις φρουρές της Λιέγης και του Μάαστριχ με 8.000 άνδρες, έταξε τους υπόλοιπους 50.000 άνδρες του κατά μήκος της τοποθεσίας, την οποία και οχύρωσε με σειρές χαρακωμάτων, ιππικών φραγμάτων (Σεβό ντε Φρις), σε μήκος 6 χλμ. περίπου, με τα χωριά να αποτελούν σημεία στηρίγματος της αμυντικής τοποθεσίας. Το χωριό Νέερβιντεν αποτελούσε το κέντρο της τοποθεσίας.
Η στρατιά του Γουλιέλμου αριθμούσε, όπως αναφέρθηκε, περί τους 50.000 άνδρες – Άγγλους, Σκότους, Ολλανδούς, Δανούς, Πρώσους, Βαυαρούς και άλλους Γερμανούς. Στο δεξιό έταξε επτά αγγλικά και σκοτικά συντάγματα. Μεταξύ των χωριών Λάερ και Νέερβιντεν τάχθηκαν έξι τάγματα σκληροτράχηλων Πρώσων. Στο Νέερβιντεν τάχθηκαν δύο βρετανικά τάγματα βασιλικών φρουρών, ένα τάγμα Ολλανδών φρουρών και Γερμανοί από το Ανόβερο.
Το υπόλοιπο πεζικό τάχθηκε στο αριστερό, με τις εφεδρικές δυνάμεις να παρατάσσονται στο κέντρο. Πίσω από το πεζικό τάχθηκε το ιππικό. Τα 100 περίπου πυροβόλα της στρατιάς τάχθηκαν όλα στην πρώτη γραμμή. Ο Γουλιέλμος σκόπευε να δημιουργήσει μια ζώνη θανάτου ενώπιον του μετώπου του. Στόχος τους ήταν να υποχρεώσει τους Γάλλους να επιτεθούν εναντίον της οχυρωμένης τοποθεσίας τους και να τους κάνει να «ματώσουν».
Ο ντε Λουξεμπούργκ δέχτηκε την πρόκληση, και στις 29 Ιουλίου 1693 βρέθηκε ενώπιον της αντίπαλης τοποθεσίας, επικεφαλής μιας ισχυρής στρατιάς 80.000 ανδρών. Από αυτούς, τα 3/5 περίπου ήταν ιππείς και οι υπόλοιποι πεζοί. Ωστόσο, μέρος των Γάλλων ιππέων ήταν δραγόνοι, άνδρες δηλαδή που ήταν εκπαιδευμένοι να αφιππεύουν και να μάχονται πεζοί. Διέθετε επίσης περί τα 150 πυροβόλα, τα περισσότερα μικρού διαμετρήματος.
Ο ντε Λουξεμπούργκ έταξε τον στρατό του ως εξής: στο κέντρο έταξε 36.000 άνδρες σε οκτώ επάλληλες γραμμές εφόδου, με ιππείς και πεζούς να εναλλάσσονται. Εκεί τάχθηκαν και τα επίλεκτα τάγματα της Γαλλικής και Ελβετικής Φρουράς του Λουδοβίκου ΙΔ’. Στο δεξιό του, ο ντε Λουξεμπούργκ έταξε 15.000 πεζούς υπό τον πρίγκιπα ντε Κοντί και 2.500 αφιππευμένους δραγόνους ως πλαγιοφυλακή. Στο αριστερό του έταξε 20.000 πεζούς και 8.000 ιππείς, με τη διαταγή να συγκλίνουν σταδιακά προς το κέντρο και να επιτεθούν στα χωριά Λάερ και Νέερβιντεν.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο ντε Λουξεμπούργκ έδωσε τη διαταγή. Τα γαλλικά πυροβόλα βρυχήθηκαν, για να λάβουν άμεση απάντηση από τα εχθρικά. Ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, χωρίς όμως σοβαρά αποτελέσματα λόγω της οχύρωσης των συμμαχικών τμημάτων. Παράλληλα, ο ντε Λουξεμπούργκ διέταξε έξι συντάγματα πεζικού να επιτεθούν στο Λάερ και στο Νέερβιντεν.
Στο Νέερβιντεν τα γαλλικά τμήματα σάρωσαν τους Πρώσους και κατέλαβαν το χωριό. Προχώρησαν όμως υπερβολικά, και τότε δέχτηκαν την αντεπίθεση των Βαυαρών θωρακοφόρων, που τηρούνταν σε εφεδρεία. Η επίθεση των Βαυαρών θωρακοφόρων έπληξε τους Γάλλους στο πλευρό και τους έτρεψε σε άτακτη φυγή, στην οποία παρέσυραν και τα τμήματα που ακολουθούσαν. Έτσι απέτυχε η γαλλική επίθεση στο κέντρο. Βλέποντας την αποτυχία αυτή, ο ντε Λουξεμπούργκ απαγκίστρωσε και τα υπόλοιπα τμήματά του που πολεμούσαν για την κατάληψη των γειτονικών χωριών.
Μόλις αναδιοργάνωσε τις δυνάμεις του, ο ντε Λουξεμπούργκ εξαπέλυσε και νέα επίθεση, και πάλι κατά του Λάερ και του Νέερβιντεν. Τα χωριά καταλήφθηκαν εκ νέου, αλλά με την αποστολή ενισχύσεων ανακαταλήφθηκαν από τους συμμάχους. Η μάχη δεν φαινόταν να μπορεί να κερδηθεί για τους Γάλλους, οι οποίοι είχαν ήδη υποστεί πολύ σοβαρές απώλειες. Όλοι οι στρατηγοί ήταν απογοητευμένοι. Όλοι, εκτός από τον ντε Λουξεμπούργκ. Έβλεπε ότι και τα συμμαχικά τμήματα είχαν υποστεί μεγάλες απώλειες και ότι υπερείχε σημαντικά αριθμητικά αυτών.
Έτσι, αναδιοργάνωσε για μία ακόμα φορά τις δυνάμεις του και εξαπέλυσε, περί τις 14.00, την τελική του επίθεση κατά του κέντρου της συμμαχικής διάταξης, του χωριού Νέερβιντεν. Με επικεφαλής τα τάγματα της Γαλλικής Φρουράς, οι γαλλικές δυνάμεις συνέτριψαν κάθε αντίσταση και κατέλαβαν το χωριό, καλυπτόμενοι από την ελβετική φρουρά, η οποία απέκρουσε τη νέα απόπειρα των Βαυαρών θωρακοφόρων να επέμβουν.
Τα συμμαχικά τμήματα υποχώρησαν μαχόμενα, προσπαθώντας να σχηματίσουν μια νέα γραμμή άμυνας, πίσω από το χωριό. Τότε όμως επενέβη το επίλεκτο, και πάνω από όλα ξεκούραστο, γαλλικό ιππικό της φρουράς.
Παρά τη λυσσώδη αντίσταση των συμμαχικών τμημάτων, οι γαλλικές δυνάμεις προωθήθηκαν σταδιακά και διέσπασαν την οχυρωμένη ζώνη σε όλο της το πλάτος. Ο Γουλιέλμος, ο οποίος κατά τη διάρκεια της μάχης δεν φάνηκε να ενασκεί ενεργή διοίκηση, επιχείρησε τώρα, απολύτως καθυστερημένα, να ενισχύσει το καταρρέον κέντρο του με δυνάμεις από τα μη εμπλεκόμενα στη μάχη πλευρά του – ιδίως από το δεξιό του. Μέσα στη σύγχυση όμως που δημιούργησε το ρήγμα στο κέντρο, τίποτα δεν μπορούσε να διορθωθεί. Σύντομα, οι συμμαχικές μονάδες που δεν είχαν καταστραφεί είχαν τραπεί σε φυγή. Μόνο η γενναία αντίσταση έξι αγγλικών συνταγμάτων ιππικού, απέτρεψε την ολοκληρωτική καταστροφή των υπολειμμάτων της συμμαχικής στρατιάς.
Οι απώλειες των συμμάχων ήταν βαρύτατες. Περισσότεροι από 10.500 άνδρες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και άλλοι 1.500 αιχμαλωτίστηκαν. Η μικρή αναλογία μεταξύ αιχμαλώτων και νεκρών αποδίδει καλύτερα από κάθε περιγραφή το είδος του αγώνα που διεξήχθη και το φανατισμό των ανδρών εκατέρωθεν.
Οι γαλλικές απώλειες από την άλλη, έφτασαν τους 8.000 νεκρούς και τραυματίες. Επίσης, οι Γάλλοι κυρίευσαν 80 συμμαχικά πυροβόλα και επτά πλωτές γέφυρες των συμμάχων. Επρόκειτο για μια μεγάλη καταστροφή. Ο Γουλιέλμος, αντί να «ματώσει» τους Γάλλους, υπέστη δεινή ήττα και είδε το δικό του στρατό να καταστρέφεται. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι από τότε δεν τόλμησε ξανά να αντιπαραταχθεί στον γαλλικό στρατό παρά μόνο μετά το θάνατο –το 1695– του μεγάλου στρατάρχη ντε Λουξεμπούργκ!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου