Ο Αμμώνιος (έτος γενν. Ι75 μ.Χ.) δεν έγραψε όπως και ο Σωκράτης, απολύτως τίποτα η ζωή και η διδασκαλία του περιβάλλονται για τον λόγο αυτό από πυκνό μυστήριο. Όπως μας αναφέρει ο Πορφύριος μετέπειτα μαθητής του Πλωτίνου, οι ίδιοι οι μαθητές του Βρέννιος, Ωριγένης και Πλωτίνος είχαν συμφωνήσει να μην αποκαλύψουν τίποτα για τις διδαχές του. Οι λιγοστές σωζόμενες μαρτυρίες για τον Αμμώνιο περιορίζονται κυρίως στους: Νεμέσιο, Περί φύσεως ανθρώπου και Ιεροκλή, Περί προνοίας, όπως αναφέρεται από τον Φώτιο.
Για την Νεοπλατωνική σχολή του Αμμωνίου, το Εν βρίσκεται στην κορυφή της πυραμίδας όλων των όντων. Είναι άρρητο, διότι τα μόνα πράγματα που μπορούν να αντιληφθούμε είναι αυτά που συνιστούν αποτελέσματα κάποιων αιτίων.
.
Το Εν είναι απολύτως αναίτιο και δεν γίνεται γνωστό ούτε μέσω της καταφατικής, ούτε μέσω της αποφατικής θεολογίας. Ως προς την ύπαρξη του Ενός δεν είναι δυνατό να έχουμε αποδείξεις, αλλά μόνο ενδείξεις. Από το Εν παράγονται η νοητή Μονάς και η νοητή Δυάς.
Η Μονάς είναι η μεταφυσική αρχή της ενότητας, της συνέχειας, της ομοιότητας και της ταυτότητας στο σύμπαν. Αντίθετα, η Δυάς είναι η μεταφυσική αρχή της διαίρεσης, της ετερότητας και του πλήθους στο σύμπαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Δυάς είναι και η μεταφυσική αρχή του κακού.
Τέτοια αρχή δεν υπάρχει, διότι ως κακό ορίζεται η εκούσια απομάκρυνση κάποιου ανθρώπου από το αγαθό, το οποίο του είναι γνωστό εκ των προτέρων, αφού διαθέτει κοινές έννοιες δοσμένες από το Δημιουργό. Αμέσως μετά ιεραρχικά ακολουθούν ένα πλήθος κατώτερων Θεοτήτων. O Δημιουργός δεν ανήκει στα εμπειρικά δεδομένα, ούτε γίνεται αντικείμενο παρατήρησης, εν τούτοις είναι δυνατό να γίνει αντιληπτός ως ένα βαθμό, από τον άνθρωπο, δια μέσω των ομοιοτήτων μεταξύ του αισθητού και του νοητού κόσμου.
.
Η τάξη που διέπει το σύμπαν δίνει μια ιδέα για την ύπαρξη του Δημιουργού, που είναι υπεύθυνος γι' αυτήν την τάξη. Στην ουσία, όμως η γνήσια επαφή με το Δημιουργό συντελείται με την ενόραση. Αυτή εξασφαλίζει μια μυστική ένωση με το Δημιουργό, η οποία δεν είναι γνώση με την κυριολεκτική σημασία του όρου.
.
Κυριότεροι των Νεο-Πλατωνιστών ήταν οι: Πλωτίνος, Πορφύριος, Ιάμβλιχος, Ωριγένης, Πλούταρχος ο Αθηναίος, Πρόκλος, Μαρίνος, Ισίδωρος, Στοβαίος, Δαμάσκιος, Σιμπλίκιος, Σαλλούστιος, Θέων ο Αλεξανδρεύς, Υπατία, Συνέσιος, Ιεροκλής, Λογγίνος.
.
Ο Νεοπλατωνισμός επηρέασε την Βυζαντινή σκέψη μέσω του Διονυσίου Αρεοπαγίτη και του Μιχαήλ Ψελλού, γονιμοποίησε τη μεσαιωνική σκέψη μέσω του Αγίου Αυγουστίνου, ενώ επηρέασε και την Ισλαμική φιλοσοφία με την έλευση των Αράβων. Γενικεύοντας (μιας και οι Νεοπλατωνικοί διαφοροποιούνταν μεταξύ τους) θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κάποια γενικά χαρακτηριστικά της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας.
Υπάρχει μια πολλαπλότητα σε κοσμικό επίπεδο, η οποία ακολουθεί μία ιεραρχία, όπου τo κάθε επίπεδο εκπορεύεται από το ανώτερό του. Η τελευταία και χαμηλότερη βαθμίδα περιλαμβάνει τον φυσικό κόσμο, ο οποίος υπάρχει στον χρόνο και στον χώρο και είναι αντιληπτός δια των αισθήσεων.
Το ύψιστο επίπεδο του όντος, και μέσω αυτού οτιδήποτε αισθητό υπάρχει, απορρέει από την έσχατη αρχή, που είναι απόλυτα απελευθερωμένη από προσδιορισμούς και περιορισμούς, και υπερβαίνει εντελώς κάθε νοητή πραγματικότητα. Επειδή δεν έχει περιορισμούς, δεν έχει χαρακτηριστικά γνωρίσματα ή προσδιορισμούς είναι άρρητο, μπορεί να ονομαστεί κατ’ υπέρβαση ως «Εν», ή «Αγαθόν» ως πηγή κάθε τελειότητας.
Εφόσον η ανώτατη αυτή αρχή είναι εντελώς απλή και απροσδιόριστη (ή στερείται ιδιαζόντων χαρακτηριστικών), η γνώση του ανθρώπου μπορεί να επιτευχθεί μόνον εάν υψώσει κανείς το πνεύμα του σε μια άμεση ένωση μαζί της, που δεν μπορεί κανείς να την φανταστεί ή να την περιγράψει.
Ο Νεοπλατωνισμός θέλησε να αναδείξει την υπέρτατη αρετή, την οποία αντιπροσωπεύουν άνθρωποι που θεωρήθηκε ότι διέθεταν εξαιρετική ωριμότητα και θεωρητική διαύγεια. Παρά όλα αυτά, συνδύαζαν εκτός από τη διδασκαλία, υπερφυσικά χαρίσματα, όπως την πρόβλεψη του μέλλοντος, διαίσθηση, αιώρηση, μαγικές επικλήσεις και επωδές.
Προσχώρησαν στον πανθεϊσμό και συνέχισαν το παγανιστικό ιδεώδες, αν και αποδέχονται όλοι την προτεραιότητα της μία και μόνης, έστω απροσδιόριστης, πρώτης αρχής του παντός. Από αυτήν την αρχή απορρέει το σύνολο του υπαρκτού σύμφωνα με τις διαβαθμίσεις των υποστάσεων, που μετέχουν, λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα με τη μακρινή ή κοντινή απόσταση τους, στην αρχή δηλαδή στο Αγαθό, τον Θεό ή το Εν.
.
Η προσέγγιση του τελευταίου προϋποθέτει μία λογική προετοιμασία και ένα είδος ενατένισης, που ομοιάζει με την εισχώρηση κατά τις μυστηριακές τελετές, στα άδυτα των αδύτων (Unio Mystica).
Ο Πλωτίνος
Ο Πλωτίνος ( 204- 270 μ.χ) υπήρξε κατά γενική ομολογία ο τελευταίος μεγάλος φιλόσοφος της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, πριν την επικράτηση του Χριστιανισμού και το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών.
Ο Πλωτίνος είχε έρθει σ΄ επαφή με πολλούς Αλεξανδρινούς φιλοσόφους της εποχής και είχε απογοητευτεί. Κάποια στιγμή ένας φίλος του τον οδήγησε στον Αμμώνιο Σακά, τον οποίο άκουσε ο Πλωτίνος ενώ δίδασκε. Ενθουσιάστηκε και είπε πρός τον φίλο του: «Αυτός είναι που αναζητούσα!». Έμεινε μαζί του 11 χρόνια.
Το 244 μ.χ σε ηλικία 40 χρόνων εγκαθίσταται στη Ρώμη, και ανοίγει την σχολή του στα πρότυπα του φιλόσοφου που θαύμαζε απεριόριστα του Πλάτωνα. Το 254 μ.χ Ο Πλωτίνος σε ηλικία 50 ετών αρχίζει το συγγραφικό του έργο, γράφοντας συνολικά 54 βιβλία. Το 263 μ.χ έρχεται στην σχολή του Πλωτίνου σε ηλικία 30 χρόνων ο Πορφύριος, ο οποίος μετά τον θάνατο του διδασκάλου του, συγκέντρωσε τα συγγράμματα του και τα διαίρεσε σε έξι Eννεάδες. Σήμερα γνωρίζουμε την σκέψη του Πλωτίνου κυρίως μέσα από το έργο «Εννεάδες», του μαθητή του Πορφύριου. ΔΕΣ: Ο Διάλογος του Πλωτίνου και του μαθητή του, Πορφύριου
Πριν περάσουμε στην καταγραφή της ζωής και της σκέψης του Πλωτίνου, είναι σκόπιμο να γίνει αναφορά στην εποχή στην οποία έζησε ο Πλωτίνος, καθώς αυτή ήταν μια από τις πιο ταραγμένες εποχές στην μακρά ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Η Αλεξάνδρεια ήδη από την εποχή των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχε καταστεί το πνευματικό κέντρο όλου του γνωστού τότε κόσμου, με αποτέλεσμα την συσσώρευση γνώσης και την ανάπτυξη ενός θρησκευτικού συγκρητισμού.
Ο συγκρητισμός χαρακτήρισε σε μεγάλο βαθμό την Ελληνιστική θρησκεία, για αυτό και διακρινόταν η τάση προς αναζήτηση μίας μοναδικής και απόλυτης θεότητας που θα αφομοίωνε όλες τις διαφορές και τις ανομοιότητες των πολλαπλών θεοτήτων. Η ανάμειξη των πληθυσμών ευνόησε τη βαθμιαία διάδοση και εξάπλωση της λατρείας ανατολικών θεοτήτων: των αιγυπτιακών Ίσιδος και Σαράπιδος, της μεγάλης Mητέρας των θεών Κυβέλης και του συντρόφου της Άττι, του φρυγικού Μην, των ασσυριακών Ατάργατι, Χαδάδ, Μελκάρτ, Αστάρτης, Σαβάζιου και πολυάριθμων ακόμα..
Στη μεταβατική εποχή του 2ου,3ου,και 4ου αιώνα μ.Χ που εξετάζουμε, ο αρχαίος κόσμος έσβηνε αργά και επώδυνα με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία να μεταστοιχειώνεται σε κάτι άλλο που ακόμα κανείς δεν ήταν σε θέση να καταλάβει. Η αβεβαιότητα της εποχής επιβεβαιώνεται από τους αυτοκράτορες της. Από τους σχεδόν 30 αυτοκράτορες που ανέβηκαν στον θρόνο της Ρώμης, στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα, ένας μόνον πέθανε στο κρεβάτι του και αυτός λόγω του ότι ήταν ήδη πολύ γέρος!
Η αναρχία, η ηθική και η κοινωνική κατάπτωση συνεπικουρούμενη από τις ορδές των βαρβάρων οι οποίοι επέδρασαν διαδοχικά, μετατρέποντας τις άλλοτε ακμάζουσες επαρχίες της αυτοκρατορίας σε κρανίου τόπο, έθεσαν επιτακτικά την ανάγκη αναζήτησης ελπίδας και την στροφή του ατόμου στην μεταφυσική, στην μαγεία και στον μυστικισμό, που υποθάλπεται από την διάχυτη θρησκευτικότητα των όμορων ανατολικών δοξασιών. Τεράστια συνεπώς αποβαίνει η έλξη που ασκούν τα διάφορα οργανωμένα Μυστήρια με τις ποικίλες, πλην όμως συγκλίνουσες τελετουργίες τους της μύησης, του θανάτου, της λύτρωσης και ανάστασης.
Δεν είναι τυχαίο ίσως πως αυτή ακριβώς την εποχή μία νέα θρησκεία ο χριστιανισμός κέρδιζε συνέχεια έδαφος εις βάρος της εθνικής θρησκείας. Να σημειωθεί εδώ ότι όπως συμβαίνει σε όλες τις μεταβατικές περιόδους, οι εθνικοί αντιπροσώπευαν τη συντήρηση, τον παλιό κόσμο που έπρεπε να φύγει από τη μέση για να πάρει τη θέση του ο καινούργιος. Ο καινούργιος κόσμος ήταν οι Χριστιανοί. Από τη μια λοιπόν έχουμε τους εθνικούς που αγωνίζονται να διατηρήσουν τον κόσμο τους όπως τον ήξεραν και από την άλλη τους χριστιανούς που μάχονται να κατεδαφίσουν αυτόν τον κόσμο και να χτίσουν ένα καινούργιο. Είναι μια εποχή μεγάλης αναστάτωσης και σύγκρουσης ιδεών που καλεί τους ανθρώπους να συνταχθούν είτε με τη μία είτε με την άλλη άποψη.
Είναι μία εποχή συνεχών πολέμων, που είχε ως αποτέλεσμα να έχουν πλημμυρίσει τα αστικά κέντρα από εκατοντάδες χιλιάδες ορφανά και δούλους, όπου η ανθρώπινη ζωή έχανε όλο και περισσότερο την αξία της και τα αισθήματα ενοχής είχαν ευρύτατα επικρατήσει.
Τότε ο Χριστιανισμός προσέφερε στους απόκληρους την υποθετική υπόσχεση καλύτερης κληρονομιάς σε έναν άλλο κόσμο. Η Εκκλησία προσέφερε τα απαραίτητα μιας κοινωνικής ασφάλειας. Φρόντιζε τις χήρες και τα ορφανά, τους γέροντες, τους άνεργους και τους αναπήρους, προσέφερε τα έξοδα κηδείας των φτωχών και νοσηλευτικές υπηρεσίες σε εποχές επιδημιών. Αυτό το αποδεικνύουν τα λόγια του Ιουλιανού του «παραβάτη» που αποδίδει την επιτυχία των χριστιανών:
«Στην υποτιθέμενη φιλανθρωπία τους απέναντι στους ξένους, στην υποτιθέμενη αυστηρότητα του τρόπου ζωής τους».
Παρόλα αυτά ο Χριστιανισμός στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα, ήταν μια υπόθεση που αφορούσε αποκλειστικά τις αγράμματες λαϊκές μάζες και όχι τους φιλοσόφους. Ακόμα και έτσι όμως σ’ αυτό το ζοφερό κλίμα, η Ελληνική φιλοσοφία που σε μεγάλο βαθμό απηχούσε εποχές σφρίγους και πολιτιστικής ακμής του αρχαίου κόσμου, δεν μπορούσε να γεμίσει τις ψυχές των ανθρώπων και προπαντός, δεν μπορούσε να τους δώσει μια πειστική ερμηνεία για τα πάθη της ζωής, όταν ακόμα και η ίδια η ζωή τους κινδύνευε διαρκώς.
Τελικά η Ελληνική σκέψη πέρασε από μια δημιουργική συνάντηση με τον Χριστιανισμό και υπέστη «βασικές μεταμορφώσεις», που ενώ δεν εξαφανίζουν την ελληνικότητα της την κάνουν όμως να αλλάξει προσανατολισμό, να απόκτηση στοιχεία που δεν τα είχε προηγουμένως.
Ο Πλωτίνος γνώριζε τον Χριστιανισμό, και μάλιστα ψέγει τους γνωστικούς (αίρεση των πρωτοχρστιανών) για έλλειψη ηθικής διδασκαλίας και τους καταλογίζει ηδονισμό. Όπως χαρακτηριστικά δίδασκε τους μαθητές του:
«Το είδος της φιλοσοφίας που αναζητούμε, μαζί με όλα τα άλλα καλά προσφέρει την απλότητα με την καθαρή σκέψη, την σεμνότητα και όχι την αυθάδεια, το θάρρος με την λογική και μετ’ ασφάλειας πολλής και ευλάβειας και πλείστης εποπτείας. Το αντίπαλο των Γνωστικών είναι κτισμένο πάνω σε εντελώς αντίθετες αρχές.» (ΙΙ.9.1468-44)
Ο Πλωτίνος καταγόταν από εύπορη οικογένεια κοπτών της Αιγύπτου, και είχε άριστη μόρφωση. Σε ηλικία 8 ετών λέγεται ότι ήδη φοιτούσε σε γνωστές σχολές και απάγγειλε απ’ έξω αποσπάσματα ποιητών! Φυλετικά δεν ήταν ούτε Έλληνας, ούτε Ρωμαίος, ωστόσο του έδωσαν Ρωμαϊκό όνομα και Ελληνική παιδεία. Θεωρούσε τον εαυτό του επίγονο του Πλάτωνα.
Σκεπτόταν με αφετηρία τα έργα του Πλάτωνα και ουσιαστικά κράτησε από αυτά την αρχική θέση του Πλατωνισμού, η οποία διαχώριζε τον αισθητό κόσμο από τον κόσμο των Ιδεών. Θεωρούσε τον πρώτο κατώτερο και επιζητούσε άμεσα την απελευθέρωση και την αποδέσμευση του ανθρώπου από αυτόν. Η απελευθέρωση από το σώμα και η ομοίωση προς τον θεό αποτέλεσε τον πυρήνα της φιλοσοφίας του Πλωτίνου.
Σε ηλικία 39 ετών αποφάσισε να καταταχθεί στις λεγεώνες του τότε αυτοκράτορα Γορδιανού, ο οποίος ετοιμάζονταν να επιστρατεύσει στα βάθη της Περσίας. Προφανώς, ο στόχος του δεν ήταν να διακριθεί ως καλός στρατιώτης της Ρώμης αλλά να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα για τις ανατολικές φιλοσοφίες. Ο μαθητής του Πορφύριος αναφέρει γενικά ότι διακατεχόταν από μία ενθουσιώδη έφεση για τη βαρβαρική φιλοσοφία.
Ακόμη, ο ίδιος αναφέρει, ότι επηρεάστηκε από τους Ινδούς, όταν ταξίδεψε μαζί με τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ’ στην εκστρατεία του. Ατυχώς ο Γορδιανος δολοφονήθηκε ο στρατός του διαλύθηκε και ο Πλωτίνος έμεινε για κάποιο χρονικό δίαστημα στα βάθη της Ανατολίας. Αργότερα ταξίδεψε στην αιώνια πόλη την Ρώμη.
Σε ηλικία 40 ετών ανοίγει φιλοσοφική σχολή στη Ρώμη, όπου δίδαξε για 25 χρόνια. Τον παρουσιάζουν σαν ευφυή ομιλητή, ενθουσιώδη και μεταδοτικό. Γνώριζε σε βάθος τους χαρακτήρες των ανθρώπων, ήταν ευγενικός, γαλήνιος και πάντα στη διάθεση των μαθητών του που τους δίδασκε πώς να ξεχωρίζουν την φιλοσοφία από την σοφιστική.
Η γοητευτική προσωπικότητα του Πλωτίνου, οι βαθιές γνώσεις του και ο πρωτότυπος τρόπος διδασκαλίας του, εντυπωσίασαν την ρωμαϊκή αριστοκρατία. Με τη διδασκαλία του ο Πλωτίνος προσέλκυε ολόκληρες οικογένειες. Ετοιμοθάνατες γυναίκες παρέδιδαν τα παιδιά τους στη φροντίδα του δασκάλου, που βρέθηκε να προστατεύει πολλά παιδιά (ανάμεσα στους θαυμαστές του ήταν κι ο αυτοκράτορας Γαληνός και η γυναίκα του) αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα το ρόλο του κηδεμόνα, του δάσκαλου της φιλοσοφίας και του έμπιστου φίλου.
Εκμεταλλευόμενος τη συμπάθεια του αυτοκρατορικού ζεύγους, τους πρότεινε να ανοικοδομήσουν μια κατεστραμμένη πόλη στην Καμπανία (κάποτε πόλη των φιλοσόφων) η οποία θα ονομαζόταν Πλατωνόπολις και θα διοικείτε με βάση τους πλατωνικούς νόμους. Επενέβησαν όμως αλλά πρόσωπα του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος από φθόνο ή απλώς από κακεντρέχεια, μοχθηρία ή κάποια άλλη αιτία και ματαίωσαν το σχέδιο.
Ο τρόπος διδασκαλίας του χαρακτηριζόταν από ειλικρίνεια και αμεσότητα, χωρίς δογματισμούς, γι΄ αυτό οι μαθητές του ονομάστηκαν «Φιλαλήθεις».
Κάθε καινούργιος μαθητής, που κρίνονταν άξιος αποδοχής από το δάσκαλο, μυούνταν στις φιλοσοφικές ιδέες της σχολής του από τους παλαιότερους μαθητές γνωστοί μαθητές του ήταν ο Αμμέλιος που έμεινε 24 χρόνια κοντά του, ο συγκλητικός Ρογατιανός που εγκατέλειψε τα αξιώματα και την περιουσία του για να ζήσει σύμφωνα με τη φιλοσοφία και ο Πορφύριος που ασχολήθηκε με τη συλλογή και τη συγγραφή των έργων του Πλωτίνου αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του. Οι Εννεάδες αποτελούν ένα κατόρθωμα του Πορφυρίου, καθώς δίχως αυτόν δεν θα γνωρίζαμε σήμερα τίποτα από την φιλοσοφία του Πλωτίνου.
Ο Πορφύριος αναφέρει πως ο Πλωτίνος αντελήφθη κάποτε ότι ήταν έτοιμος να βάλει τέλος στη ζωή του. Ο Δάσκαλος του τον βοήθησε να κατανοήσει τον εαυτό του και κατόπιν τον παρακίνησε να φύγει για ένα μεγάλο ταξίδι. Ο Πορφύριος αφηγείται πως η παρέμβαση αυτή του έσωσε κυριολεκτικά τη ζωή και τον βοήθησε να ξαναβρεί το χαμένο νόημα της.
Σύμφωνα με τα λόγια του Πορφύριου, «ζωγράφισε το πορτραίτο ενός από τους πιο ασυνήθιστους ανθρώπους της εποχής του, ενός ανθρώπου που αφιέρωσε τη ζωή του στην υπηρεσία των άλλων και ταυτόχρονα στον κόσμο του πνεύματος». Οπως σημειώνει ο Πορφύριος στο έργο του, «όταν μιλούσε, η νόηση φανερωνόταν μέχρι το πρόσωπό του, λάμποντας με το φως της. Ηταν πάντα θελκτικός στην όψη, όμως τότε γινόταν ακόμη πιο ωραίος στη θέαση. Ένας λεπτός ιδρώτας τον κάλυπτε και η πραότητα του έλαμπε από μέσα του ενώ, όταν απαντούσε στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν, έδειχνε την προσήνεια και την πνευματική του ρώμη».
Ο Πορφύριος αναφέρει πως ο Πλωτίνος δεν προκαλούσε ποτέ συζήτηση γύρω από το θέμα των προγόνων του, των γονέων του ή για τον τόπο της γέννησής του. Σύμφωνα με τον Πορφύριο, αυτό οφειλόταν κυρίως στην ασκητική αποστροφή του για τη σωματική του υπόσταση. Μόνο κρυφά μπορούσαν να φιλοτεχνήσουν ένα πορτραίτο του Πλωτίνου. Η απάντησή του, όταν του ζήτησε ο μαθητής του Αμέλιος να καθίσει μπροστά σε έναν ζωγράφο, βασίσθηκε στην πλατωνική αρχή «είδωλο ενός ειδώλου»:
«Δεν αρκεί που κουβαλάμε το είδωλο με το οποίο η φύση μας έχει περιβάλει αλλά έχεις την απαίτηση να δεχθώ ν’ αφήσω πίσω μου και ένα ανθεκτικότερο στον χρόνο είδωλο του ειδώλου, σαν να πρόκειται για κάτι αξιοθέατο»;
Γι' αυτό τον λόγο ο Αμέλιος συνεννοήθηκε με τον ζωγράφο και φίλο του Καρτέριο, να αποτυπώσει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του Πλωτίνου, κατά τη διάρκεια των διαλέξεων του. Κατόπιν, φιλοτέχνησε από μνήμης ένα πρώτο σχέδιο και με τη βοήθεια του Αμέλιου προέκυψε εν αγνοία του Πλωτίνου ένα άψογο πορτραίτο.
Μας πληροφορεί επίσης πως (αφότου έγινε μέλος του κύκλου το 263), ο δάσκαλός του χρησιμοποιούσε ποικίλα γραπτά, όπως αυτά του Πλάτωνα και των περιπατητικών, του Νουμήνιου ή του Αλεξάνδρου, ως βάση για να παρουσιάσει τη δική του πραγματεία και διατριβή. Ο Πλωτίνος κατέγραψε τους στοχασμούς του μετά το 253, μέσα σε 16 χρόνια, σε μια σειρά δυσανάγνωστων χειρογράφων, που ουσιαστικά χρειαζόντουσαν αποκρυπτογράφηση για να αναγνωσθούν. Όταν έγραφε κάτι διαλογιζόμενος τις πραμάτειες του, τις έγραφε χωρίς διακοπή σαν να αντέγραφε βιβλίο, μη επανερχόμενος ποτέ να τις ξαναδιαβάσει ίσως λόγω της κακής του όρασης.
Ήταν επίσης γραμμένα με αλληγορικό τρόπο και αινιγματική διατύπωση, έτσι ώστε δεν μπορούν να κατανοηθούν από τον απλό , μη μυημένο αναγνώστη.
Ο Πορφύριος χώρισε το έργο του Πλωτίνου, σε έξι ενότητες, κάθε μια εκ των οποίων περιέχει εννέα πραμάτειες. Γι αυτό και το ονόμασε Εννεάδες. Η επιλογή του αριθμού εννέα, ως βάση της δομής του έργου του Πλωτίνου, μάλλον δεν ήταν τυχαία. Το εννέα είναι το τετράγωνο του τρία και κατά την Πυθαγόρεια αριθμολογία, κατέχει τη θέση του «τέλειου αριθμού», εφόσον τετραγωνίζει, άρα «ολοκληρώνει» τον τριαδικό αριθμό του πλήρους ανθρώπου [Νους, Ψυχη, Σωμα].
Ένα μέρος της ανεκτίμητης αξίας του Πλωτινικού έργου είναι το ότι εμπεριέχει και σηματοδοτεί εκ νέου, τις κυριότερες στοχαστικές ανακαλύψεις των μεγάλων σχολών σκέψης της αρχαιότητας, από τους Πυθαγόρειους έως τους Στωικούς.
Εν – Νους – Ψυχή,
Ουσιαστικά στις Εννεάδες επανεισάγονται οι έννοιες του «Είναι» και του «Γίγνεσθαι», της Ενότητας και της Διαλεκτικής, ο δυϊσμος του Πλάτωνα και η γνωσιοθεωρία των σοφιστών, η κριτική ανάλυση των Στωϊκων και η ατομική θεωρια του Δημόκριτου και παράλληλα ενοποιούνται και εναρμονίζονται σε ένα στοχαστικό Όλον, εντός του οποίου επαναβρίσκει η κάθε μια την αρμονική της θέση.
Στην πρώτη Εννεάδα περιλαμβάνονται τα λεγάμενα ηθικά θέματα, ενώ η δεύτερη και η τρίτη περιλαμβάνουν πραγματείες για τη φυσική φιλοσοφία και την κοσμολογία, για τις οποίες παρέχονται κάποιες ορθολογικές εξηγήσεις στην τρίτη Εννεάδα. Ο Δημήτρης Βελισσαρόπουλος, στο έργο του «Ελληνες και Ινδοί» σημειώνει πως τα υπομνήματα τα οποία προσέθεσε, οφείλονται στις παρακλήσεις των φίλων του, που ζητούσαν διευκρινίσεις σε διάφορα σημεία.
Η τέταρτη Εννεάδα αναφέρεται στην ψυχή ενώ η πέμπτη στον Νου. Ακολουθεί η έκτη, στην οποία περιέχονται θέματα για τους αριθμούς, περί του Ενός και περί των γενών του Οντος. Η θεματική ενότητα της πρώτης, τέταρτης και πέμπτης Εννεάδας είναι κατά κάποιο τρόπο αξιολογότερη από τις υπόλοιπες, αλλά και σε αυτές η προσδοκία μιας συστηματικής πραγμάτευσης εμφανίζεται απατηλή.
.
Πυρήνας της Πλωτινικής φιλοσοφίας, είναι οι τρεις οντολογικές βαθμίδες του Όντος, Εν – Νους – Ψυχή. Οι τρεις υποστάσεις αυτές υποστάσεις δημιουργούν τις κατώτερες πραγματικότητες, ακτινοβολώντας από το ανώτερο στο κατώτερο, ως μία αναγκαστική συνέπεια της ίδιας του της ύπαρξης.
Το Εν είναι άνευ σχήματος, μορφής τέλειο και υπερπλήρες, αποτελώντας την αρχή κάθε πράγματος. Το Εν δεν έχει ιδιότητες αλλά εντός της συνθήκης της ύπαρξης απορρέει από αυτό ο Νούς και επειδή το Εν διατηρείται αναλλοίωτο και είναι πέραν από οποιασδήποτε μεταβολής. Δεν είναι η ζωή αλλά η ζωή είναι αποτύπωμα του Ενός, με τον ίδιο τρόπο που οι πατημασιές είναι το αποτύπωμα του στο ανθρώπινου περάσματος πάνω στην άμμο. Τα όντα όχι μόνο προέρχονται από ένα μοναδικό Ον, αλλά και επιστρέφουν σε αυτό, δεχόμενος το «Από το Ένα στα πολλά και από τα πολλά στο Ένα».
Το Εν από την υπερπληρότητα του γίνεται πολλά, δίχως να χάνει τον εαυτό του, και τα πολλά τείνουν από την φύση τους στο Εν. Η κίνηση του όντος από το Εν στα πολλά και από τα πολλά στο Εν , εκφράζει μία νέα αντίληψη του Ηρακλείτειου «οδός πάνω και κάτω μία», δηλαδή του διπλού δρόμου, όπου πραγματώνεται η γέννηση.
Η ιεραρχία των υποστάσεων μπορεί να παρασταθεί με μία λαμπερή φωτιά – η οποία συμβολίζει το Έν – και η οποία καίει στην κορυφή ενός βουνού τη νύχτα φωτίζοντας τον χώρο σε μία ορισμένη απόσταση τριγύρω. Όσο απομακρυνόμαστε από την πηγή του φωτός τόσο πιο αδύναμος γίνεται ο φωτισμός. Ώσπου φτάνουμε σε μία περιοχή όπου η φωταύγεια είναι αμυδρή. Το μέρος που παραμένει στο σκοτάδι συμβολίζει για τον Πλωτίνο την άμορφη ύλη. Η Ψυχή προσδίδει κάλλος και αγαθότητα στον υλικό κόσμο αντανακλώντας την υπόσταση του Νου.
Ο Νους απορρέει από τον Εν όπως το ψύχος από μιαν αιώνια νιφάδα χιονιού. Πως το Εν γεννά τον Νου; To EΝ στραφόμενο προς τον εαυτό του έχει ένα όραμα., και το όραμα αυτό είναι ο Νους. Ο Νους έχει την ιδιότητα να μερίζεται, κάτι που δεν έχει το ΕΝ, προς το οποίο είναι στραμμένο το βλέμμα του. Παρά την δυνατότητα να μερισθεί, στο Νου υπάρχει ενότητα αν και είναι ο δημιουργός των πάντων από το επίπεδο του, με τις νοητές ουσίες - αρχέτυπα τις Πλατωνικές ιδέες που δίνουν την μορφή. Ο Νους είναι η άμεση πηγή τής Κοσμικής ψυχής , και ο πρόδρομος του ρόλου της.
Την ψυχή την γεννά ο Νους με την ίδια διαδικασίια που το ΕΝ γεννά το ΝΟΥ, ως αποτέλεσμα της ανάγκης του ανώτερου και τελειότερου να παράγει. Τοποθετεί την κοσμική ψυχή ως μια ουσία που βρίσκεται ενδιάμεσα στο νου και στον αισθητό κόσμο- ύλη φύση, λέγοντας ότι είναι εκείνο που υπάρχει ανάμεσα στα αισθητά και σ` εκείνη την απολύτως αδιαίρετη φύση και φέρει σε ένωση αυτές τις δύο άκρως αντίθετες φύσεις. Αυτό το πραγματοποιεί γιατί μπορεί να μετέχει και στις δύο φύσεις, χάριν στο γεγονός ότι μπορεί να είναι συγχρόνως διαιρετή και αδιαίρετη.
Συνεχίζει αναπτύσσοντας τα χαρακτηριστικά που έχει η ψυχή όντας «μεριστή» ουσία μέσα στον κόσμο των σωμάτων και όντας «αμέριστη» μέσα στην ουσία απ` όπου κατάγεται. Η ψυχή, λοιπόν, ενώ πρωταρχικά είναι «αμέριστη» ουσία γίνεται «μεριστή» με την έλευση της στα σώματα, αφού αυτά δεν μπορούν να τη δεχτούν χωρίς μερισμό. Με αυτόν τον τρόπο είναι πάνω από αυτά, κοντά σε αυτά και μέσα σε αυτά. Όταν τα σώματα διαιρούνται, διαιρείται και εκείνη αλλά συνεχίζει να αποτελεί ένα Όλον σε κάθε ένα διαιρεμένο μέρος, παρόλο που γίνεται πολλά παραμένει πάντα το ίδιο.
Με την πολλαπλή της ενότητα η ψυχή χορηγεί ζωή σε όλα τα μέρη, ενώ με την αδιαίρετη ενότητά της τα κατευθύνει με φρόνηση. Συγχρόνως με την παρουσία της στον αισθητό κόσμο, μπορεί να βρίσκεται και κοντά σ` εκείνη την απόλυτα αδιαίρετη ουσία, που της προσδίδει τον αδιαίρετο χαρακτήρα και από την οποία κατάγεται, όντας η συνέχειά της και έχοντας το έναυσμα από εκείνη σπεύδει από τη μία προς την άλλη φύση και εγκαθιστά τον εαυτό της στο μέσο των δύο.
.
Παρομοιάζει τις ψυχές με το φως του ήλιου το οποίο προερχόμενο από μία μοναδική πηγή, όταν φτάσει στη γη χωρίζεται και φωτίζει κάθε σπίτι αλλά ουσιαστικά δεν διαιρείται αλλά εξακολουθεί να είναι ένα.
Συμπερασματικά οδηγούμαστε στο γεγονός του ότι η ψυχή του παντός διατηρεί πάντοτε την υπερβατική της θέση, ως το σημείο της ψυχής που είναι πάντοτε αδιαίρετο και αχώριστο, που δεν σχετίζεται με στροφή προς τα πράγμα τα του εδώ κόσμου. Ενώ οι δικές μας (επιμέρους ατομικές) ψυχές έρχονται κάτω, διότι το δικό τους μέρος είναι προσδιορισμένο στην περιοχή αυτή, και έτσι έλκονται και στρέφονται προς το στοιχείο που χρειάζεται τη φροντίδα τους κατά ένα μέρος, ενώ το υπόλοιπο της ψυχής μας, που έχει την ίδια μορφή όπως το ανώτερο μέρος της ψυχής του παντός παραμένει στο νοητό κόσμο.
Όσον αφορά τις επιμέρους (ατομικές) ψυχές, ο Πλωτίνος υποστηρίζει πως αυτές σύμφωνα με τη διάθεση που έχουν λάβει από τον νου χωρίζονται σε διάφορα είδη, έτσι διάκεινται ανάλογα με τη μορφή η οποία έρχεται προς αυτές από τον νου. Κάθε ψυχή επομένως κατέρχεται προς ένα σώμα, έτοιμο σύμφωνα με την ομοιότητά του προς τη διάθεση της ψυχής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αν μία ψυχή ομοιώθηκε σε άνθρωπο, εκδηλώνεται στον αισθητό κόσμο ανθρώπινο σώμα-μορφή και άλλες ψυχές σε διάφορα είδη ζώων.
Μας επισημαίνει λοιπόν ότι οι επιμέρους ψυχές δεν απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο σε ανθρώπους αλλά και σε άλλες μορφές ζωής, δεδομένου του ότι υπάρχουν διάφορα είδη ψυχών. Είναι φανερό πως ο Πλωτίνος πίστευε όπως και ο Πλάτων, πως η ανθρώπινη ψυχή ερχόταν από ψηλά και εμπεριείχε συγκεκριμένες «πληροφορίες» (δυνάμεις) από τον κόσμο των ιδεών. Όταν βυθίζεται στον υλικό κόσμο, έναν κόσμο όχι τόσο του «είναι» όσο του «γίγνεσθαι», η ψυχή μπερδεύεται, ταράζεται και παρεμποδίζεται από το γεγονός ότι είναι ενσώματη ( Έννεάς 4, 1.8′ 4 I 4)·
Οι ψυχές των ανθρώπων καθώς και οι άλλες επιμέρους ψυχές, αντίθετα από την ψυχή του παντός, δεν ποιούν το σώμα του οποίου λαμβάνουν τη φροντίδα και διαμέσου του οποίου εκδηλώνονται, αλλά ελκύονται προς τον ίδιο δημιουργημένο κόσμο (από την ψυχή του παντός) αισθητό κόσμο και κατεβαίνουν προς τα σώματα μέσα στα οποία λαμβάνουν γένεση, ορμώμενες άνωθεν από τη λογική τους αρχή, την ενωμένη με τον νου, χωρίς ωστόσο να απομακρύνονται από αυτήν.
Είναι, περιγράφει ο Πλωτίνος, σαν το κεφάλι τους να στηρίζεται επάνω από τον «ουρανό» ενώ το μεσαίο μέρος τους αναγκάζεται να φροντίσει αυτό στο οποίο έφτασαν και οι άκρες τους είναι ενωμένες με αυτό.
Με την κάθοδό τους στο σύμπαν, οι (ατομικές) ψυχές δεν λειτουργούν ξέχωρα από αυτό αλλά έρχονται σε συμφωνία με αυτό, εναρμονίζονται με τους νόμους του και ακολουθούν την κυκλική του κίνηση Όπως και το σύμπαν δρα σε συμφωνία με τα νοητά όντα και ακολουθεί τους νόμους που ο νους ορίζει σ’ αυτό δια μέσου της ψυχής του παντός. Όλα μέσα στο σύμπαν συμβαίνουν βάση ενός προδιαγεγραμμένου σχεδίου από τον νου.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο υπάρχει μία καθορισμένη τάξη, ένας αναπόδραστος νόμος, που υποχρεώνει το κάθε τι να γεννάται και να εκδηλώνεται στη σωστή χρονική στιγμή. Έτσι κάθε ψυχή έχει τον δικό της χρόνο που όταν αυτός έρχεται, εκείνη καλείται, κατεβαίνει και εισδύει στο κατάλληλο σώμα. Κάθε είδος (ψυχής) έχει τη δική του «μοίρα» και χρονική στιγμή.
Όταν οι ψυχές ξεκινούν την κάθοδό τους προς τον αισθητό κόσμο πηγαίνουν πρώτα στον «ουρανό» όπου εκεί προσλαμβάνουν σώμα. Αφού προσλάβουν σώμα προχωρούν μέσω αυτού προς τα σώματα με περισσότερη γεώδη σύσταση έως το σημείο που μπορούν να εκταθούν σε μήκος . Ο Πλωτίνος αναφέρεται στον «ουρανό», λέγοντας ότι είναι το ανώτερο πεδίο του αισθητού κόσμου και θεωρεί τη γη ως το τελευταίο (κατώτερο) από τα πεδία του.
Τα ουράνια μέρη είναι αυτά που εμψυχώνονται πρώτα και επίσης αυτά, κατά τον Πλωτίνο, έχουν την ικανότητα να μετέχουν της ψυχής και να την συνακολουθούν στο έργο της. Οι ψυχές φωτίζουν τον ουρανό, δίνοντάς του το μεγαλύτερο και πρώτο μέρος του εαυτού τους, φωτίζουν επίσης και τον υπόλοιπο κόσμο (τα ενδιάμεσα πεδία;) με τα δευτερεύοντα μέρη τους. Αυτές οι ψυχές που κατεβαίνουν περισσότερο, ρίχνουν και το φως τους χαμηλότερα, δεν είναι καλό όμως για αυτές να προχωρήσουν πολύ, επισημαίνει ο Πλωτίνος.
.
Μερικές από τις ψυχές έρχονται από τον ουρανό προς τα κατώτερα σώματα, ωστόσο ανά κάποια χρονικά διαστήματα ελευθερώνονται απ’ αυτά και μπορούν έτσι, ομοίως και αυτές, να βρίσκονται εντός της λογικής αρχής όπως και η ψυχή του παντός, η οποία ποτέ δε στρέφεται προς τον αισθητό κόσμο. Από το ένα χρονικό διάστημα στο άλλο, επιστρέφουν στην ίδια κατάσταση, σε μια διαδοχική σειρά καθορισμένων ζωών. Εκτελώντας την πορεία τους μέσα σε αυτές τις ζωές, ολοκληρώνονται σύμφωνα με μία και μοναδική λογική αρχή.
Υπάρχουν και κάποιες ψυχές όπου με την κάθοδό τους σε κατώτερα σώματα εγκλωβίζονται όλο και περισσότερο μέσα στην ύλη, με αποτέλεσμα να «βαρύνουν» και να βυθιστούν στη λήθη, να χάσουν την επαφή τους δηλαδή με το ανώτερο μέρος τους τη λογική τους αρχή, να χάσουν τον εαυτό τους, το είναι τους, έλκοντας ακόμη περισσότερο αυτό που βαραίνει επάνω τους (την υλική μορφή). Καταλήγουν με αυτόν τον τρόπο, να εισέρχονται από το ένα σώμα στο άλλο, χωρίς καμιά ανάπαυλα.
Με τον καιρό γίνονται διαφορετικές και στρέφονται ολοένα και περισσότερο «σ’ αυτό που τους ανήκει» (στη σωματική μορφή) και έρμαια πια καταλαμβάνονται από τα δεσμά που μόνες τους έδεσαν λίγο-λίγο μ’ αυτά τον εαυτό τους. Ανήμπορες να αναστρέψουν με οποιοδήποτε τρόπο την κατάσταση αυτή, αφήνονται στη φροντίδα της φύσης.
«Αρχή του κακού στις ψυχές είναι η τόλμη, η γέννεση, η πρώτη ετερότητης και η βούληση να ανήκουν στον εαυτόν τους. Απολαμβάνουν την ανεξαρτησία των κινήσεων τους και πορεύονται σε δρόμο που είναι αντίθετος πτος τον Θεό σαν παιδιά αποσπασθέντα από τον πατέρα τους και ανατράφονται μακριά του, που αγνοούν τόσο τον εαυτόν τους όσο και Εκείνον.» (V.1.1.1-10)
Στο αντίθετο άκρο όμως υπάρχουν και οι ψυχές που ενώ υπόκεινται στη μοίρα του υλικού κόσμου, με τον ερχομό τους σε κατώτερα σώματα, δεν παύουν να ανήκουν στον εαυτό τους. Δέχονται να υπομείνουν όλα όσα είναι αναγκαία, μπορούν όμως ταυτόχρονα να ανήκουν στον εαυτό τους σε όλα όσα είναι δικά τους έργα, ζώντας σύμφωνα με μιαν άλλη νομοθεσία, την νομοθεσία που διέπει όλα τα όντα, που εις γνώσιν τους παρέχουν τον εαυτό τους σε αυτόν τον θεσμό.
Ο θεσμός αυτός είναι φτιαγμένος από όλες τις εδώ λογικές αρχές και αιτίες και από τα έργα των ψυχών, καθώς και από τους νόμους που προέρχονται από τον νοητό κόσμο. Έτσι μπορούν να τελούν κάθε τους έργο, μέσα σ’ αυτές, έξω από αυτές και γύρω από αυτές με πλήρη αρμονία και απόλυτη επίγνωση.
Η Φύση, αποτελεί γέννημα της Ψυχής, (η Ψυχή είναι γέννημα του Νου, ο Νους είναι γέννημα του Ενός), και γεννάει τον φυσικό μας κόσμο. Σε ένα τέτοιο οντολογικό και κοσμολογικό πλαίσιο ο κόσμος για τον Πλωτίνο είναι ένα έμψυχο ζωντανό ον που περιέχει όλα τα ζωντανά όντα και αντλεί την ύπαρξή του από την Ψυχή, τον Νου και το έσχατο Ένα. Ο άνθρωπος στο ιεραρχικό σύστημα του Πλωτίνου διατηρεί μία ανωτερότητα σε σχέση με τον υπόλοιπο ζωικό, φυτικό και ορυκτό κόσμο.
Η 'Υλη είναι η κατώτερη βαθμίδα στην κλίμακα της οντολογικής ιεραρχίας, γι' αυτό και η πιο υποχθόνια και σκοτεινή, λόγω της μακρινής απόστασής της από το Εν. Η ύπαρξή της συνίσταται στη διείσδυση της ψυχής μέσα της. Συνεπώς, πριν συμβεί αυτό, η ύλη είναι ανύπαρκτη, είναι μη ον. Όταν λοιπόν η δημιουργική ψυχή εισέρχεται μέσα της, αποκτώντας ταυτόχρονα μορφή, η ύλη δεν χάνει ουσιαστικά την ιδιότητά της, όπως δεν χάνει την ιδιότητά του το θήλυ, όταν λαμβάνει τον σπόρο του άρρενος.
.
Η κάθοδος της ψυχής προς το σώμα, δηλαδή την ύλη, σηματοδοτεί την είσοδό της στον αισθητό κόσμο. Παρά την «πτώση» της ύλης ο Πλωτίνος δεν απορρίπτει τον εξωτερικό μας κόσμο, δέχεται πως είναι ωραίος και εκθειάζει μάλιστα το κάλλος του. Δεν είναι περίεργο λοιπόν ότι στην Εννεάδα ΙΙΙ.2.3.1-15 21-5 & ΙΙΙ 2.17.66-89 λέει τα εξής:
«Λάθος θα ήταν να μεμφόμαστε τον κόσμο αυτό και να λέμε ότι δεν είναι ο ωραιότερος και ο τελειότερος μεταξύ των ενσωμάτων όντων. Ούτε πρέπει να κατηγορούμε εκείνον που είναι η αιτία της υπαρξεως του, δηλαδή το Πρώτον, αφού ο κόσμος υπάχει κατ’ ανάγκην και δεν είναι προιόν μίας λελογισμένης προθέσεως. Ένα ανώτερο Ον δημιουργεί εκ φύσεως ένα ομοειδές προς αυτό το ίδιο. Αλλά και αν ήταν προιόν λελογισμένης σκέψεως, ο Δημιουργός του δεν θα είχε κανένα λόγο να αισχύνεται. Το έργο του συνθέτει ένα δημιουργημα ‘πάγκαλον και αυτάρκες και φίλον αυτώ’, ενωμένο σε όλα του τα μέρη, μεγάλα ή μικρά, το κάθε ένα από τα οποία πρέπει να ατενίζουμε σε συσχετσμό με το Όλονενώ το όλον λαμβάνεται υπ’ όψη χωρίς τις μικρολεπτομέρεις του. Αν δεν λαμβάνουμε υπ’ όψη το όλον θα ήταν σαν να παίρναμε μία τρίχα κάποιου ή ένα δάκτυλο και να αγνοούσαμε τον ‘πάντα άνθρωπο’, και τον Θείον θέαμα που παρουσίαζει. Τότε θα ακούγαμε να λέγει ο κόσμος ως δημιουργημα: Εμένα με έκαμε ο Θεός και προέλθων από αυτόν είμαι τέλειος. Περικλείω εντός μου όλα τα έμψυχα όντα, είμαι αυτάρκης και ουδενός έχω ανάγκη, επειδή περιέχω πάντα τα όντα, φυτά, ζώα, και πάντα τα γεννητά. 'Εχω εντός μου πολλούς Θεούς, λαούς, ολόκληρους διαμόνων, και καλές ψυχές, καθώς και ανθρώπους των οποίων η αρετή συνθέτει την ευδαιμονία.
Ο κόσμος αυτός είναι ωραίος διότι κάθε Ον δεν είναι μία άψυχη πέτρα αλλά προσφέρει τη φωνή του για να συμβάλει στην αρμονική ενότητα του. Φωνή του κάθε όντος είναι η ζωή του που μπορεί να είναι σύντομη, μέτρια ή ατελής. Ο αυλός όμως του Πανός δεν δίδει μία και μόνο φωνή. Δίδει και ελαφρές και αμυδρές που συντελούν εν τούτοις στην αρμονία του συνολικού ήχου που βγαίνει από αυτόν. Διότι η αρμονία κατανέμεται σε άνισα μέρη και οι ήχοι που συμβάλουν στην παραγωγή της αποτελείται από όλες τις άλλες.
.
Ετσι λοιπόν ναι μεν ο λόγος του Συμπαντος είναι ένας και αυτός, όμως δεν κατανέμεται σε ίσα μέρη. Έτσι συμβαίνει και στον αυλό του Πανός ή σε άλλα μουσικά όργανα, όπου υπάρχουν σύριγγες διαφόρου μεγέθους, η κάθε μία από τις οποίες έχει τη θέση της και δίδει τον αντίστοιχο ήχο, σε συνάρτηση με την θέση άλλων...»
Θεμελιώδης πεποίθηση του Πλωτίνου ήταν ότι ο άνθρωπος φέρει μέσα του το Θείο και αξίζει, εφόσον αποκτά επίγνωση αυτού, να προσπαθεί να το συμφιλιώνει με το θείο του σύμπαντος. Όντας ο τελευταίος διανοητής της αρχαιότητας, ο Πλωτίνος επιδίδεται στη ζήτηση του πραγματικού εαυτού και σαν τον γλύπτη, που προσπαθεί να αποτυπώσει σε ένα κομμάτι πέτρα τη μορφή που θα φέρει στο φως την αυθεντική, την ιδεατή ομορφιά, δηλαδή το νοητό κάλλος, επιχειρεί μέσα στο έργο του να φιλοτεχνήσει την πνευματική άσκηση της ψυχής. Αναφέρει σχετικά:
«Γύρισε μέσα σου και δες. Αν δεν βλέπεις ακόμη τον εαυτό σου την ομορφιά, πράξε όπως ο γλύπτης που επιθυμεί να δημιουργήσει ένα ωραίο άγαλμα: αφαιρεί, ξύνει λειαίνει, καθαρίζει, μέχρι να φανεί πάνω στο άγαλμα ένα όμορφο πρόσωπο. Κι εσύ, λοιπόν, όπως αυτός, αφαίρεσε το περιττό, ίσιωσε το στρεβλό, φώτισε ό,τι σκοτεινό και μην παύεις να ‘λαξεύεις’ το δικό σου ‘άγαλμα’ έως ότου αστράψει πάνω του η θεϊκή λάμψη της αρετής, έως ότου δεις ‘τη Σωφροσύνη να έχει ανέβει στο ιερό της βάθρο’… Εσύ έγινες αυτό; Εσύ αυτό το είδες;… Αν βλέπεις ότι, ναι, αυτό έγινες, ότι ήδη έγινες αυτό που είδες, πάρε θάρρος και εμπιστέψου τον εαυτό σου, αφού ανέβηκες ως εδώ, δεν χρειάζεσαι πια οδηγό, κράτα το βλέμμα σου σταθερό και κοίτα!» (Ι 6, 9, 7.)
Η ύλη του αγάλματος σχηματίζεται σιγά-σιγά με αυτό που βλέπει ο γλύπτης, αφ’ ης στιγμής άγαλμα και γλύπτης γίνουν ένα, μιας ψυχής οι δυο, το άγαλμα πια ταυτίζεται με το ίδιο το θέαμα, η ομορφιά δεν είναι παρά μια κατάσταση απόλυτης απλότητας, καθαρό φως.
Ο προορισμός του ανθρώπου θα ήταν να ανέβει εκ νέου το επικλινές της παρακμής, να αναζητήσει την οδό της επιστροφής, και να γίνει όσον το δυνατόν όμοιος με το Εν, με τον Θεόν. Μια τέτοια ομοίωση ή ακόμα μια ένωση με τον Θεό δεν είναι μια απλή θεωρητική βούληση, καθώς όλοι έχουμε μέσα μας κάτι που μοιάζει με το Έν, συνεπώς μπορούμε να το συλλάβουμε με αιφνίδια ενόραση.
«Καθώς παραδεχόμαστε ότι κάθε Θείο και όντως ον έχει μια αγαθή και έμφρονα ζωή, πρέπει μετά από αυτό να εξετάσουμε τη συνέχεια, αρχίζοντας από την ψυχή μας και βρίσκοντας ποια είναι η φύση της... να την εξετάσει αφαιρώντας ή μάλλον ο αφαιρώντας δει τον εαυτό του και ας πιστέψει ότι είναι αθάνατος, όταν θεαθεί τον εαυτό του ερχόμενο στο νοητό και καθαρό κόσμο. Πράγματι, θα δει έναν νου που βλέπει όχι κάτι αισθητό ούτε κάτι από τα θνητά πράγματα, αλλά κατανοεί το αιώνιο μέσω του αιώνιου στοιχείου του, και όλα τα πράγματα στην περιοχή του νοητού, κόσμος νοητός ο ίδιος και φωτισμένος, καταυγάζεται από την αλήθεια που προέρχεται από το αγαθό, αυτήν που στέλνει λάμψεις αλήθειας σε όλα τα νοητά. Έτσι πολλές φορές θα θεωρήσει ότι είναι σωστό αυτό που λέγεται: «Χαίρετε, εγώ είμαι για σας ένας αθάνατος θεός» που έχει ανέβει προς την περιοχή του θείου και έχει ατενίσει την ομοιότητα με αυτό. Εάν όμως η κάθαρση μας οδηγεί σε γνώση του άριστου, τότε αναφαίνονται και οι επιστήμες που βρίσκονται στο ενδιάμεσο, εκείνες βέβαια που είναι πραγματικές επιστήμες. Διότι, φυσικά, όχι με το να τρέχει έξω η ψυχή «βλέπει την σωφροσύνη και την δικαιοσύνη» αλλά αυτήν καθαυτήν, στην κατανόηση του εαυτού της και αυτού που ήταν προηγουμένως,βλέποντάς τα σαν αγάλματα εγκατεστημένα σε αυτήν, έχοντάς τα καθαρίσει από τη σκουριά του χρόνου που τα είχε σκεπάσει…»
Η ανάβαση προς το ΑΓΑΘΟΝ παρομοιάζεται με μια μυητική διαδικασία κάθαρσης, όπου αφαιρούμε τα «ενδύματα», τα «σώματά» μας και βρισκόμαστε «γυμνοί» μπροστά του και αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε ΑΥΤΟ.
.
Ετσι λοιπόν ναι μεν ο λόγος του Συμπαντος είναι ένας και αυτός, όμως δεν κατανέμεται σε ίσα μέρη. Έτσι συμβαίνει και στον αυλό του Πανός ή σε άλλα μουσικά όργανα, όπου υπάρχουν σύριγγες διαφόρου μεγέθους, η κάθε μία από τις οποίες έχει τη θέση της και δίδει τον αντίστοιχο ήχο, σε συνάρτηση με την θέση άλλων...»
Θεμελιώδης πεποίθηση του Πλωτίνου ήταν ότι ο άνθρωπος φέρει μέσα του το Θείο και αξίζει, εφόσον αποκτά επίγνωση αυτού, να προσπαθεί να το συμφιλιώνει με το θείο του σύμπαντος. Όντας ο τελευταίος διανοητής της αρχαιότητας, ο Πλωτίνος επιδίδεται στη ζήτηση του πραγματικού εαυτού και σαν τον γλύπτη, που προσπαθεί να αποτυπώσει σε ένα κομμάτι πέτρα τη μορφή που θα φέρει στο φως την αυθεντική, την ιδεατή ομορφιά, δηλαδή το νοητό κάλλος, επιχειρεί μέσα στο έργο του να φιλοτεχνήσει την πνευματική άσκηση της ψυχής. Αναφέρει σχετικά:
«Γύρισε μέσα σου και δες. Αν δεν βλέπεις ακόμη τον εαυτό σου την ομορφιά, πράξε όπως ο γλύπτης που επιθυμεί να δημιουργήσει ένα ωραίο άγαλμα: αφαιρεί, ξύνει λειαίνει, καθαρίζει, μέχρι να φανεί πάνω στο άγαλμα ένα όμορφο πρόσωπο. Κι εσύ, λοιπόν, όπως αυτός, αφαίρεσε το περιττό, ίσιωσε το στρεβλό, φώτισε ό,τι σκοτεινό και μην παύεις να ‘λαξεύεις’ το δικό σου ‘άγαλμα’ έως ότου αστράψει πάνω του η θεϊκή λάμψη της αρετής, έως ότου δεις ‘τη Σωφροσύνη να έχει ανέβει στο ιερό της βάθρο’… Εσύ έγινες αυτό; Εσύ αυτό το είδες;… Αν βλέπεις ότι, ναι, αυτό έγινες, ότι ήδη έγινες αυτό που είδες, πάρε θάρρος και εμπιστέψου τον εαυτό σου, αφού ανέβηκες ως εδώ, δεν χρειάζεσαι πια οδηγό, κράτα το βλέμμα σου σταθερό και κοίτα!» (Ι 6, 9, 7.)
Η ύλη του αγάλματος σχηματίζεται σιγά-σιγά με αυτό που βλέπει ο γλύπτης, αφ’ ης στιγμής άγαλμα και γλύπτης γίνουν ένα, μιας ψυχής οι δυο, το άγαλμα πια ταυτίζεται με το ίδιο το θέαμα, η ομορφιά δεν είναι παρά μια κατάσταση απόλυτης απλότητας, καθαρό φως.
Ο προορισμός του ανθρώπου θα ήταν να ανέβει εκ νέου το επικλινές της παρακμής, να αναζητήσει την οδό της επιστροφής, και να γίνει όσον το δυνατόν όμοιος με το Εν, με τον Θεόν. Μια τέτοια ομοίωση ή ακόμα μια ένωση με τον Θεό δεν είναι μια απλή θεωρητική βούληση, καθώς όλοι έχουμε μέσα μας κάτι που μοιάζει με το Έν, συνεπώς μπορούμε να το συλλάβουμε με αιφνίδια ενόραση.
«Καθώς παραδεχόμαστε ότι κάθε Θείο και όντως ον έχει μια αγαθή και έμφρονα ζωή, πρέπει μετά από αυτό να εξετάσουμε τη συνέχεια, αρχίζοντας από την ψυχή μας και βρίσκοντας ποια είναι η φύση της... να την εξετάσει αφαιρώντας ή μάλλον ο αφαιρώντας δει τον εαυτό του και ας πιστέψει ότι είναι αθάνατος, όταν θεαθεί τον εαυτό του ερχόμενο στο νοητό και καθαρό κόσμο. Πράγματι, θα δει έναν νου που βλέπει όχι κάτι αισθητό ούτε κάτι από τα θνητά πράγματα, αλλά κατανοεί το αιώνιο μέσω του αιώνιου στοιχείου του, και όλα τα πράγματα στην περιοχή του νοητού, κόσμος νοητός ο ίδιος και φωτισμένος, καταυγάζεται από την αλήθεια που προέρχεται από το αγαθό, αυτήν που στέλνει λάμψεις αλήθειας σε όλα τα νοητά. Έτσι πολλές φορές θα θεωρήσει ότι είναι σωστό αυτό που λέγεται: «Χαίρετε, εγώ είμαι για σας ένας αθάνατος θεός» που έχει ανέβει προς την περιοχή του θείου και έχει ατενίσει την ομοιότητα με αυτό. Εάν όμως η κάθαρση μας οδηγεί σε γνώση του άριστου, τότε αναφαίνονται και οι επιστήμες που βρίσκονται στο ενδιάμεσο, εκείνες βέβαια που είναι πραγματικές επιστήμες. Διότι, φυσικά, όχι με το να τρέχει έξω η ψυχή «βλέπει την σωφροσύνη και την δικαιοσύνη» αλλά αυτήν καθαυτήν, στην κατανόηση του εαυτού της και αυτού που ήταν προηγουμένως,βλέποντάς τα σαν αγάλματα εγκατεστημένα σε αυτήν, έχοντάς τα καθαρίσει από τη σκουριά του χρόνου που τα είχε σκεπάσει…»
Η ανάβαση προς το ΑΓΑΘΟΝ παρομοιάζεται με μια μυητική διαδικασία κάθαρσης, όπου αφαιρούμε τα «ενδύματα», τα «σώματά» μας και βρισκόμαστε «γυμνοί» μπροστά του και αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε ΑΥΤΟ.
Η προσέγγιση του Θείου για τον Πλωτίνο είναι νοητική και όχι σωματική όπως σε ορισμένες ανατολικές θρησκείες, ή μυσταγωγική όπως σε ορισμένους μυστικούς. Δεν επιβάλλει ούτε ασκήσεις αναπνοής, ούτε ομφαλοσκοπία, ούτε επαναλήψεις ιερών ονομάτων και καμία τελετουργία δεν απαιτείται για να προκαλέσει την εμπειρία.
Για τον Πλωτίνο αυτή η εμπειρία είναι φυσικό γεγονός και όχι υπερφυσική χάρη, όπως συμβαίνει στον Χριστιανισμό και στον Μουσουλμανισμό. Η φιλοσοφία -και όχι οι διάφορες μυστηριακές θρησκείες- είναι το μέσον για να απελευθερωθεί κανείς από την καταπίεση του υλικού κόσμου των ανθρώπων -που προσλαμβάνεται ως ένας κόσμος καταστροφής, βασάνων, πολέμου και πείνας, αρρώστιας και θανάτου-, αλλά επίσης και ως ένας κόσμος όπου λάμπει η αλήθεια και όπου οι φθαρτές εικόνες αποκαλύπτουν τα ιδεώδη αρχέτυπα τους.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο μαθητής του Αμέλιος, ο ίδιος πρόσφερε συχνά θυσίες στους θεούς και γι’ αυτό το λόγο έπαιρνε μέρος στις πανάρχαιες τελετές – γιορτές. Όταν κάλεσε το Πλωτίνο σε μία από αυτές εκείνος του απάντησε ότι: «Οι Θεοί πρέπει να έρχονται σε εμένα και όχι εγώ να πηγαίνω σ’ αυτούς», δείχνοντας έτσι ότι ο μόνος δρόμος της ένωσης με το θείο ξεκινάει πάντα από πάνω προς τα κάτω και όχι το αντίθετο.
Οι μαγικές επίσης τελετές όπως προαναφέρθηκε ήταν αρκετά διαδεδομένες την εποχή του, ο Πλωτίνος όμως δεν άφηνε τον ανώτερο εαυτό να επηρεαστεί από αυτές. Σύμφωνα με τον Πλωτίνο η μαγεία δεν επιδρά στις ανώτερες ψυχές των ανθρώπων και των θεών ενώ ο σοφός είναι ικανός να αντισταθεί σε οποιαδήποτε μαγική προσβολή στον ψυχοφυσικό του οργανισμό με τη δική του ισχυρότερη δραστηριότητα. Έτσι, όταν ο μάγος Ολύμπιος έστρεψε τις μαγικές τέχνες εναντίον του, ο Πλωτίνος κατάφερε να αντιστρέψει τη δύναμη της μαγείας. Στο τέλος, ο Ολύμπιος, επειδή κινδύνεψε πολλές φορές να πάθει ζημιά ο ίδιος, σταμάτησε αυτές τις τεχνικές.
Άλλο περιστατικό αναφέρει ότι ένας Αιγύπτιος ιερέας που επισκέφτηκε τη Ρώμη, θέλησε για να δείξει τη σοφία του , κάνοντας να παρουσιαστεί ο δαίμονας που προστάτευε τον Πλωτίνο. Εκείνος δέχτηκε και κατόπιν μίας ειδικής τελετουργίας που έγινε στο Ισείο (το πιο καθαρό μέρος που βρήκε στη Ρώμη) εμφανίστηκε ένας θεός που δεν άνηκε στο γένος των δαιμόνων. Τότε ο ιερέας αναφώνησε: «Είσαι μακάριος γιατί έχεις προστάτη θεό και όχι κατώτερα όντα».
.
Ίσως για αυτό οι σύγχρονοί του απέδιδαν σε αυτόν ανώτερες υπερφυσικές ή ψυχολογικές ικανότητες, όπως φαίνεται από την ανακάλυψη του ενόχου μίας κλοπής. Επρόκειτο για έναν δούλο της χήρας Χιόνης, η οποία ζούσε μαζί του και της οποίας είχε χαθεί το πολύτιμο περιδέραιο.
Η μυστικιστική προσέγγιση του Θείου
Η θέα του Απολύτου και μέσω αυτής η ένωση με το θείο είναι ο ύψιστος σκοπός της ανθρώπινης ζωής, είναι ο σκοπός που συμπίπτει με την τέλεια ευδαιμονία.Όπως ο οφθαλμός οράται τα αισθητά αντικείμενα μόνο μέσω του νου, έτσι και η ψυχή βλέπει τα αντικείμενα μόνο μέσω του φωτός που εκπορεύονται από το Εν.
Η μυστική έκσταση. Η ταύτιση της ψυχής με το Εν σημαίνει μετάβαση από τον αισθητό κόσμο στον υπεραισθητό , από το νοητό στον υπερνοητό. Η ψυχή, ο νους, οι ιδέες ταυτίζονται με το Εν. Όλα κατάγονται απ΄ αυτό και ανάγονται σ΄ αυτό.
Στον Πλωτίνο, οι μυστικιστικές καταστάσεις αποτελούν την κορύφωση, ενός φιλοσοφικού στοχασμού. Η απόκτηση των αρετών είναι μια βαθμίδα, ένα στάδιο φυγής από την περιοχή του αισθητού κόσμου. Η μυστική ένωση και η θέωση μπορούν να πραγματοποιηθούν όταν η ψυχή είναι απλή και καθαρή, και φωτίζεται. Η θέα του Αγαθού και η μυστική ένωση με το θείο προϋποθέτει μακρόχρονη άσκηση και κάθαρση της ψυχής.
.
Απαραίτητη προϋπόθεση των εκστατικών καταστάσεων αποτελεί η ηθική τελείωση, η σταδιακή αποξένωση του ανθρώπου από κάθε υλική ατέλεια, δηλαδή η τελείωση που αποκτάται μέσω της ασκητικής ζωής. Για τον Πλωτίνο η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την βαθμιαία άνοδο του ανθρώπου από τον υλικό κόσμο σε εκείνον των Ιδεών και από εκεί στην ύπαρξη του Εν, το οποίο βρίσκεται πάνω από κάθε ιδιότητα και κατηγορία. Από αυτό το Εν ως θεϊκή αρχή και υπέρ ύπαρξη, προέρχεται το πάν μέσω απορροιών, ο Νους και η ύλη ως Φύση.
To ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής κατά τον Πλωτίνο, είναι ένα «εις εαυτόν» εσωτερικό ταξίδι, καθώς η ψυχή «ήξει ουκ εις άλλα, αλλά εις εαυτόν». «Πάντα είσω», τα πάντα είναι μέσα μας, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλωτίνος. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα τα εξωτερικά, στραμμένοι ολοκληρωτικά προς τα μέσα.Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί. Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο. Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα. ( Πλωτ. Εννεάδ. VI 9.10.20, vi, ix, 11,38 & vi 7,34,12, VI 9.11.5)
Σύμφωνα με τον Πορφύριο ( Βίος Πλωτ. 23,7) η μυστικιστική προσέγγιση του Θείου από τον Πλωτίνο, επιτεύχθηκε μέσω του διαλογισμού και των μεθόδων που υποδεικνύει ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο. Η μέθοδος ανάβασης προς το θείο συνεπώς αφορά μία νοητική και όχι σωματική προσπάθεια, δίχως ειδικές τελετουργίες και επαναλήψεις ιερών ονομάτων. Στις επιστολές ο Πλάτωνας (Ζ Επιστ. 341 c-d ) αποκαλύπτει πως:
«Η γνώση της ουσίας του όντος έρχεται σαν αποτέλεσμα του συνεχούς στοχασμού – διαλογισμού σχετικά με το θέμα και της επικοινωνίας με αυτό, ώσπου ξαφνικά, ξεπηδά όπως η φωτιά που ανάβει από τον σπινθήρα. Έτσι γεννιέται στην ψυχή και τρέφει ή ίδιο τον εαυτό της.»
Η μυστική ένωση είναι πληρότητα θείας ευδοκίας και υπαρξιακής ευδαιμονίας. Υπάρχει μια ξαφνική τελεσιουργία όπου Ψυχή και Αγαθό γίνονται Ένα. Η μυστική βίωση στους κόλπους του Είναι, του Υπέρτατου Αγαθού του αμήχανου Κάλλους και του Πρώτου, αποτελεί τον αφανισμό του ανθρωπίνου όντος. Ο Πλωτίνος περιγράφει το αίσθημα της «μυστικιστικής ένωσης» (το οποίο κατόρθωσε μόνο τέσσερις φορές στην ζωή του σύμφωνα με τον μαθητή του Πορφύριο) με το Θείο, το Εν (Εννεάδες IV .8.1.1-11):
«Πολλάκις αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και εισελθών στον ίδιο τον εαυτό μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο. Μέσα στο εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο σημείο. Είναι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε νοητού. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και νύν" ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου)».
Η ψυχή εισέρχεται στα άδυτα του θείου κάλλους και έμπλεος ευδαιμονίας Θεϊκής εξίσταται των ανθρώπινων εμπαιγμάτων και ενώνεται με το Αρχέγονο Όν. Όταν η θέα, το θεάσθαι έχει ολοκληρωθεί αρχίζει η ιεροτελεστία της μυστικής ένωσης.Στην κατάσταση της έκστασης ο Πλωτίνος αναφέρει πως πλημμύριζε από ένα μεταφυσικό φως, όπως λέει:
«Δεν είναι γνωστό από πού ήρθε το φως, από έξω ή από μέσα», και όταν έπαυσε να βλέπει το φως εξηγεί: «Ήταν λοιπόν μέσα και ωστόσο όχι μέσα. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε: δεν υπάρχει ένα ‘από πού’, επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου».
Για τον Πλωτίνο αυτή η εμπειρία είναι φυσικό γεγονός και όχι υπερφυσική χάρη, όπως συμβαίνει π.χ στον Χριστιανισμό. Και αυτό διότι για τον Πλωτίνο ο άνθρωπος δεν αποτελεί μία τυχαία υπόσταση της απορροής ακτινοβολίας του Εν, αλλά ένα πλάσμα με ελεύθερη βούληση, ικανό να επιστρέψει στην πηγή του και πηγή των πάντων το ΕΝ. Ο προορισμός του ανθρώπου είναι αναζητήσει το Θείο, και να γίνει όσον το δυνατόν όμοιος με το Εν, με τον Θεό. Μια τέτοια ομοίωση ή ακόμα μια ένωση με τον Θεό δεν είναι μια απλή θεωρητική βούληση, καθώς όλοι έχουμε μέσα μας κάτι που μοιάζει με το Έν, συνεπώς μπορούμε να το συλλάβουμε με αιφνίδια ενόραση καθώς όπως αναφέρει (Εννεάδες ΙΙΙ, 8, 9):
«Διότι κάτι από αυτό (το Έν) υπάρχει μέσα μας. Και μάλιστα δεν υπάρχει τόπος όπου αυτό να μην υπάρχει, σε όσα μπορούν να συμμετέχουν τούτου. Διότι οπουδήποτε κι αν θέσεις αυτό που είναι ικανό να το συλλάβει μπορείς εκεί να συλλάβεις το πανταχού παρόν. Είναι σαν μία φωνή που γεμίζει έναν κενό χώρο. Κάθε άνθρωπος που θα στήσει αυτί σε ένα οποιοδήποτε σημείο αυτού του χώρου, θα συλλάβει την φωνή ολόκληρη, κι όμως όχι ολόκληρη».
Για τον Πλωτίνο ο άνθρωπος οφείλει να δώσει την μάχη στον παρόντα χρόνο, όχι μόνο μετά θάνατον με μία απλή βίωση των αρετών, με στόχο λίγες μόνο εκστατικές καταστάσεις της συνείδησης (όσο ο Πορφύριος βρισκόταν κοντά του ο δάσκαλός του έφτασε τέσσερις φορές στην έκσταση, ενώ ο ίδιος ο Πορφύριος μόνο μία, σε ηλικία εξήντα οκτώ ετών).
Μετά τον θάνατο του Πλωτίνου το 270, ο μαθητής του Αμέλιος ρώτησε τον Απόλλωνα πού βρισκόταν η ψυχή του Πλωτίνου. Τότε ο θεός απάντησε δίνοντας έναν χρησμό υπό τη μορφή ποιήματος. Σε γενικές γραμμές αυτός ανέφερε πως η ψυχή του μεγάλου φιλοσόφου κατοικεί σε ένα μέρος όπου ισχύουν δίκαιοι νόμοι, και παραμένει αγνή και αμόλυντη. Μολονότι ο Πλωτίνος προσπάθησε πολλές φορές κατά τη γήινη ζωή του (όσο δηλαδή η ψυχή του ζούσε μέσα στο σώμα του) να αντιταχθεί «στην άγρια ταραχή, στις τρικυμίας τη ζάλη», συχνά του φανερωνόταν το όραμα της κατοικίας των μακαρίων, ένα όραμα που έπρεπε να αποτελέσει τον τελικό του στόχο.
Το όραμά του αυτό λοιπόν δεν μπορούσε να το σβήσει η ανηθικότητα και η απανθρωπιά της σαρκικής ζωής. Ο Πλωτίνος, όμως, συνέχισε ο Απόλλων, είχε απαλλαγεί πια από τη διαφθορά και η ψυχή του έδρευε σε έναν τόπο ιερό, μαζί με αυτές του Πλάτωνα, του Πυθαγόρα, του Αιακού, του Δία, του Μίνωα και του αδελφού του Ραδάμανθυ. Ο ύμνος προς τιμήν του Πλωτίνου τελείωνε με μια προσφώνηση στις Μούσες να τελειώσουν το τραγούδι τους, αφού αυτός ό,τι είχε να πει με τη χρυσή του λύρα για την άφθαρτη και ευτυχισμένη ψυχή του φιλοσόφου το είχε ολοκληρώσει.
Πέθανε το 270 μ.Χ. έχοντας ζήσει έως τα 66 του χρόνια. Δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν πότε ακριβώς είχε γεννηθεί, ούτε την ημέρα των γενεθλίων του, επειδή δεν ήθελε κανείς να κάνει θυσίες ή γεύματα για τα γενέθλιά του, παρόλο που στα παραδοσιακά γενέθλια του Πλάτωνα και του Σωκράτη τελούσε θυσίες και παρέθετε γεύμα στους συντρόφους του.
Ο Ευστόχιος ιατρός και μαθητής του, περιγράφει τις τελευταίες στιγμές του Πλωτίνου. Ο ίδιος ο Ευστόχιος είχε αργήσει, να έλθει για να περιποιηθεί τον δάσκαλο του. Όταν τελικώς έφτασε ο Πλωτίνος του είπε: «Σε περίμενα πολύ, Αγωνίζομαι πολύ να επιστρέψω τον Θεό που βρίσκεται μέσα σας στο Θείον που βρίσκεται μέσα σε όλα». Μόλις είπε τα λόγια αυτά ένα φίδι σύρθηκε κάτω από το κρεββάτι που ήταν ξαπλωμένος και χάθηκε μέσα σε μία τρύπα και χάθηκε. Την ίδια στιγμή ο Πλωτίνος πέθανε.
Μετά τον Πλωτίνο οι νεοπλατωνικοί στράφηκαν σε θεουργικές πρακτικές επηρεασμένες από την Αίγυπτο – Βαβυλωνιακή μυστηριακή μαγική παράδοση, για την επίτευξη της ένωσης με το Θείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου