ΠΛ Τιμ 29b–31b
Αναγκαία η χρήση του "εἰκότος λόγου" – Ο κόσμος είναι έλλογο έμβιο ον, πλήρες και μοναδικό
Αναγκαία η χρήση του "εἰκότος λόγου" – Ο κόσμος είναι έλλογο έμβιο ον, πλήρες και μοναδικό
Μετά τον Σωκράτη (βλ. και ΠΛ Τιμ 24d–26c) πήρε τον λόγο ο πυθαγορικός φιλόσοφος Τίμαιος, ο οποίος αναφέρθηκε στον Δημιουργό, που έφτιαξε το τέλειο δημιούργημά του, τον κόσμο, με βάση ένα ιδεατό και αιώνιο υπόδειγμα.
[29b] μέγιστον δὴ παντὸς ἄρξασθαι
κατὰ φύσιν ἀρχήν. ὧδε οὖν περί τε εἰκόνος καὶ περὶ τοῦ
παραδείγματος αὐτῆς διοριστέον, ὡς ἄρα τοὺς λόγους, ὧνπέρ
εἰσιν ἐξηγηταί, τούτων αὐτῶν καὶ συγγενεῖς ὄντας· τοῦ
μὲν οὖν μονίμου καὶ βεβαίου καὶ μετὰ νοῦ καταφανοῦς
μονίμους καὶ ἀμεταπτώτους ―καθ’ ὅσον οἷόν τε καὶ ἀνε-
λέγκτοις προσήκει λόγοις εἶναι καὶ ἀνικήτοις, τούτου δεῖ
[29c] μηδὲν ἐλλείπειν― τοὺς δὲ τοῦ πρὸς μὲν ἐκεῖνο ἀπεικασθέν-
τος, ὄντος δὲ εἰκόνος εἰκότας ἀνὰ λόγον τε ἐκείνων ὄντας·
ὅτιπερ πρὸς γένεσιν οὐσία, τοῦτο πρὸς πίστιν ἀλήθεια.
ἐὰν οὖν, ὦ Σώκρατες, πολλὰ πολλῶν πέρι, θεῶν καὶ τῆς
τοῦ παντὸς γενέσεως, μὴ δυνατοὶ γιγνώμεθα πάντῃ πάντως
αὐτοὺς ἑαυτοῖς ὁμολογουμένους λόγους καὶ ἀπηκριβωμένους
ἀποδοῦναι, μὴ θαυμάσῃς· ἀλλ’ ἐὰν ἄρα μηδενὸς ἧττον παρε-
χώμεθα εἰκότας, ἀγαπᾶν χρή, μεμνημένους ὡς ὁ λέγων ἐγὼ
[29d] ὑμεῖς τε οἱ κριταὶ φύσιν ἀνθρωπίνην ἔχομεν, ὥστε περὶ
τούτων τὸν εἰκότα μῦθον ἀποδεχομένους πρέπει τούτου μηδὲν
ἔτι πέρα ζητεῖν.
ΣΩ. Ἄριστα, ὦ Τίμαιε, παντάπασί τε ὡς κελεύεις ἀπο-
δεκτέον· τὸ μὲν οὖν προοίμιον θαυμασίως ἀπεδεξάμεθά σου,
τὸν δὲ δὴ νόμον ἡμῖν ἐφεξῆς πέραινε.
ΤΙ. Λέγωμεν δὴ δι’ ἥντινα αἰτίαν γένεσιν καὶ τὸ πᾶν
[29e] τόδε ὁ συνιστὰς συνέστησεν. ἀγαθὸς ἦν, ἀγαθῷ δὲ οὐδεὶς
περὶ οὐδενὸς οὐδέποτε ἐγγίγνεται φθόνος· τούτου δ’ ἐκτὸς
ὢν πάντα ὅτι μάλιστα ἐβουλήθη γενέσθαι παραπλήσια ἑαυτῷ.
ταύτην δὴ γενέσεως καὶ κόσμου μάλιστ’ ἄν τις ἀρχὴν κυριω-
[30a] τάτην παρ’ ἀνδρῶν φρονίμων ἀποδεχόμενος ὀρθότατα ἀπο-
δέχοιτ’ ἄν. βουληθεὶς γὰρ ὁ θεὸς ἀγαθὰ μὲν πάντα, φλαῦρον
δὲ μηδὲν εἶναι κατὰ δύναμιν, οὕτω δὴ πᾶν ὅσον ἦν ὁρατὸν
παραλαβὼν οὐχ ἡσυχίαν ἄγον ἀλλὰ κινούμενον πλημμελῶς
καὶ ἀτάκτως, εἰς τάξιν αὐτὸ ἤγαγεν ἐκ τῆς ἀταξίας, ἡγη-
σάμενος ἐκεῖνο τούτου πάντως ἄμεινον. θέμις δ’ οὔτ’ ἦν
οὔτ’ ἔστιν τῷ ἀρίστῳ δρᾶν ἄλλο πλὴν τὸ κάλλιστον·
[30b] λογισάμενος οὖν ηὕρισκεν ἐκ τῶν κατὰ φύσιν ὁρατῶν οὐδὲν
ἀνόητον τοῦ νοῦν ἔχοντος ὅλον ὅλου κάλλιον ἔσεσθαί ποτε
ἔργον, νοῦν δ’ αὖ χωρὶς ψυχῆς ἀδύνατον παραγενέσθαι τῳ.
διὰ δὴ τὸν λογισμὸν τόνδε νοῦν μὲν ἐν ψυχῇ, ψυχὴν δ’ ἐν
σώματι συνιστὰς τὸ πᾶν συνετεκταίνετο, ὅπως ὅτι κάλλιστον
εἴη κατὰ φύσιν ἄριστόν τε ἔργον ἀπειργασμένος. οὕτως
οὖν δὴ κατὰ λόγον τὸν εἰκότα δεῖ λέγειν τόνδε τὸν κόσμον
ζῷον ἔμψυχον ἔννουν τε τῇ ἀληθείᾳ διὰ τὴν τοῦ θεοῦ
[30c] γενέσθαι πρόνοιαν.
Τούτου δ’ ὑπάρχοντος αὖ τὰ τούτοις ἐφεξῆς ἡμῖν λεκτέον,
τίνι τῶν ζῴων αὐτὸν εἰς ὁμοιότητα ὁ συνιστὰς συνέστησεν.
τῶν μὲν οὖν ἐν μέρους εἴδει πεφυκότων μηδενὶ καταξιώσωμεν
―ἀτελεῖ γὰρ ἐοικὸς οὐδέν ποτ’ ἂν γένοιτο καλόν― οὗ δ’
ἔστιν τἆλλα ζῷα καθ’ ἓν καὶ κατὰ γένη μόρια, τούτῳ πάν-
των ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τιθῶμεν. τὰ γὰρ δὴ νοητὰ ζῷα
πάντα ἐκεῖνο ἐν ἑαυτῷ περιλαβὸν ἔχει, καθάπερ ὅδε ὁ
[30d] κόσμος ἡμᾶς ὅσα τε ἄλλα θρέμματα συνέστηκεν ὁρατά. τῷ
γὰρ τῶν νοουμένων καλλίστῳ καὶ κατὰ πάντα τελέῳ μάλιστα
αὐτὸν ὁ θεὸς ὁμοιῶσαι βουληθεὶς ζῷον ἓν ὁρατόν, πάνθ’ ὅσα
[31a] αὐτοῦ κατὰ φύσιν συγγενῆ ζῷα ἐντὸς ἔχον ἑαυτοῦ, συνέστησε.
πότερον οὖν ὀρθῶς ἕνα οὐρανὸν προσειρήκαμεν, ἢ πολλοὺς
καὶ ἀπείρους λέγειν ἦν ὀρθότερον; ἕνα, εἴπερ κατὰ τὸ
παράδειγμα δεδημιουργημένος ἔσται. τὸ γὰρ περιέχον πάντα
ὁπόσα νοητὰ ζῷα μεθ’ ἑτέρου δεύτερον οὐκ ἄν ποτ’ εἴη·
πάλιν γὰρ ἂν ἕτερον εἶναι τὸ περὶ ἐκείνω δέοι ζῷον, οὗ μέρος
ἂν εἴτην ἐκείνω, καὶ οὐκ ἂν ἔτι ἐκείνοιν ἀλλ’ ἐκείνῳ τῷ
περιέχοντι τόδ’ ἂν ἀφωμοιωμένον λέγοιτο ὀρθότερον. ἵνα
[31b] οὖν τόδε κατὰ τὴν μόνωσιν ὅμοιον ᾖ τῷ παντελεῖ ζῴῳ, διὰ
ταῦτα οὔτε δύο οὔτ’ ἀπείρους ἐποίησεν ὁ ποιῶν κόσμους, ἀλλ’
εἷς ὅδε μονογενὴς οὐρανὸς γεγονὼς ἔστιν καὶ ἔτ’ ἔσται.
***
Βασικωτάτην σημασίαν έχει δια κάθε τι το ν' αρχίζη κανείς από την φυσικήν του αρχήν. Διά την εικόνα λοιπόν και διά το πρότυπόν της πρέπει να καθορίσωμεν ότι τα επιχειρήματά μας πρέπει να είναι συγγενή προς τα πράγματα που εξηγούν. Προκειμένου δε να εξηγήσωμεν το μόνιμον, το σταθερόν, το διά της σκέψεως μόνον αντιληπτόν, πρέπει να στηριχθώμεν εις συλλογισμούς μονίμους και σταθερούς που να μη είναι δυνατόν ν' αποδειχθούν εσφαλμένοι ή να κλονισθούν, εφ' όσον τούτο είναι κατορθωτόν, όπως αρμόζει να είναι οι περί του «είναι» συλλογισμοί· ως προς αυτό να μη υστερούν καθόλου. Ως προς τους συλλογισμούς που αφορούν το πράγμα εκείνο, το οποίον έγινε με πρότυπον το αμετάβλητον και επομένως είναι εικών εκείνου, πρέπει να είναι πιθανοφανείς και ανάλογοι προς τους πρώτους· όποια σχέσις υπάρχει μεταξύ γενέσεως και ουσίας, όντος, η αυτή υπάρχει .μεταξύ πίστεως και αληθείας. Να μη σου φανή λοιπόν παράδοξον, Σωκράτη, εάν, ενώ πολλοί έχουν ειπεί πολλά περί των θεών και της προελεύσεως του σύμπαντος, και ημείς δεν δυνηθώμεν να παρατάξωμεν συλλογισμούς από πάσης πλευράς τελείως αποδεδειγμένους και συνεπείς προς τον εαυτόν τους· εάν όμως σου παρουσιάσωμεν συλλογισμούς όχι ολιγώτερον πιθανούς από κανένα άλλον, πρέπει να μείνωμεν ευχαριστημένοι, λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι και εγώ ο ομιλητής και σεις οι κριταί είμεθα άνθρωποι, ώστε, εάν δεχθώμεν περί αυτών των ζητημάτων μίαν πιθανήν ερμηνείαν, δεν πρέπει να ζητώμεν τίποτε άλλο περισσότερον απ' αυτό.
ΣΩ. Πολύ καλά, Τίμαιε· πρέπει να παραδεχθώμεν αυτά που μας ζητείς. Το προοίμιον λοιπόν της ομιλίας σου το εδέχθημεν με θαυμασμόν∙ εν συνεχεία τώρα, ανάπτυξέ μας και τον νόμον.
ΤΙ. Ας ίδωμεν λοιπόν δια ποίον λόγον εδημιούργησεν ο δημιουργός την γένεσιν και ολόκληρον αυτό το σύμπαν. Ήτο αγαθός· ο αγαθός δεν έχει ποτέ μέσα του κανένα φθόνον δια κανένα πράγμα· και αφού δεν είχε κανένα φθόνον, ηθέλησε να γίνουν τα πάντα όσον ήτο δυνατόν όμοια με τον εαυτόν του. Όποιος λοιπόν παραδέχεται ότι αυτή είναι η σπουδαιοτέρα αρχή της γενέσεως και του κόσμου, αφού το ακούει από φρονίμους ανθρώπους, θα κάμη πολύ καλά. Διότι ο θεός, επειδή ηθέλησε να είναι όλα τα πράγματα καλά και να μην είναι κανένα ανάξιον λόγου, όσον τούτο ήτο δυνατόν, αφού παρέλαβεν όλην την ορατήν ύλην, η οποία δεν παρέμενεν ήσυχος αλλά εκινείτο εσφαλμένως και ατάκτως, την έβαλε από την αταξίαν εις την τάξιν, νομίσας ότι η τάξις οπωσδήποτε ήτο καλυτέρα της αταξίας. Εις τον άριστον ούτε ήτο ούτε είναι επιτετραμμένον να κάμη τίποτε άλλο εκτός από το ωραιότατον. Αφού λοιπόν εσκέφθη καλά, είπεν ότι από τα εκ φύσεως ορατά πράγματα, αν κάτι δεν έχει νουν, δεν θα είναι ποτέ, ως σύνολον, έργον καλύτερον από ένα άλλο σύνολον που έχει νουν, αλλά και ότι νους χωρίς ψυχήν είναι αδύνατον να υπάρξη εις τίποτε. Ύστερα απ' αυτήν την σκέψιν, αφού έβαλε νουν εις την ψυχήν και την ψυχήν εις σώμα, κατεσκεύασε το σύμπαν δια να κατορθώση ένα έργον που να είναι όσον το δυνατόν ωραιότερον και άριστον κατά την φύσιν του. Έτσι λοιπόν πρέπει να παραδεχώμεθα, σύμφωνα με την λογικήν, ότι αυτός ο κόσμος, ο ζωντανός, ο έμψυχος, ο νουνεχής, εδημιουργήθη, πραγματικώς ένεκα της θείας προνοίας. Και αφού το πράγμα είναι έτσι, πρέπει εν συνεχεία να εξετάσωμεν το εξής: ο δημιουργός, που εδημιούργησεν αυτόν τον κόσμον, ποίον άλλον ζωντανόν κόσμον είχεν υπ' όψιν του και τον έκαμεν όμοιον προς εκείνον.
Δεν πρέπει να τον θεωρήσωμεν, ότι είναι όμοιος με κανένα κόσμον που εκ φύσεως είναι μέρος ενός άλλου· διότι, αν ομοιάζει με κάτι το ατελές, δεν είναι δυνατόν ποτέ να είναι καλός∙ ας παραδεχθώμεν λοιπόν ότι αυτός είναι ομοιότατος, περισσότερον από κάθε άλλον, με εκείνον τον ζωντανόν κόσμον, του οποίου είναι μέρος όλα τα άλλα ζωντανά όντα και ως άτομα και ως σύνολον. Διότι εκείνος ο κόσμος περιέχει μέσα του όλα τα άλλα νοητά ζώα, όπως αυτός εδώ ο κόσμος περιέχει ημάς και όλα τα άλλα ζωντανά όντα που βλέπομεν. Διότι ο θεός, θελήσας να εξομοιώση τον κόσμον αυτόν με τον καλύτερον και τελειότερον καθ' όλα από όλους τους νοητούς, εδημιούργησεν ένα ζωντανόν κόσμον ορατόν που περιέχει μέσα του όλα τα συγγενικά προς τον εαυτόν του ζώα. Είχαμεν δίκαιον λοιπόν που παρεδέχθημεν ένα ουρανόν, ή θα ήτο καλύτερον να δεχθώμεν ότι είναι πολλοί και άπειροι; Ένας βέβαια θα είναι, αν πραγματικά έχει δημιουργηθή κατά το πρότυπον. Διότι εκείνο που περιλαμβάνει όλα τα νοητά ζώα που υπάρχουν δεν είναι δυνατόν να είναι δεύτερον μαζί με κάτι άλλο∙ διότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα εχρειάζετο να υπάρχη κάποιο άλλο ζωντανόν όν που να περιλαμβάνη τα δύο άλλα, τα οποία θα ήσαν τότε μέρη εκείνου, και τότε θα ήτο σωστότερο να λέγωμεν, ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι όμοιος με εκείνα τα δύο άλλα με το ένα, που περιέχει και τα δύο εκείνα. Διά να είναι λοιπόν ο κόσμος αυτός μόνος του όμοιος με το υπερτέλειον ζωντανόν ον, ο δημιουργός δεν έπλασεν ούτε δύο ούτε απείρους κόσμους· ένας και μοναδικός είναι αυτός εδώ ο ουρανός και πάντοτε έτσι θα είναι.
Βασικωτάτην σημασίαν έχει δια κάθε τι το ν' αρχίζη κανείς από την φυσικήν του αρχήν. Διά την εικόνα λοιπόν και διά το πρότυπόν της πρέπει να καθορίσωμεν ότι τα επιχειρήματά μας πρέπει να είναι συγγενή προς τα πράγματα που εξηγούν. Προκειμένου δε να εξηγήσωμεν το μόνιμον, το σταθερόν, το διά της σκέψεως μόνον αντιληπτόν, πρέπει να στηριχθώμεν εις συλλογισμούς μονίμους και σταθερούς που να μη είναι δυνατόν ν' αποδειχθούν εσφαλμένοι ή να κλονισθούν, εφ' όσον τούτο είναι κατορθωτόν, όπως αρμόζει να είναι οι περί του «είναι» συλλογισμοί· ως προς αυτό να μη υστερούν καθόλου. Ως προς τους συλλογισμούς που αφορούν το πράγμα εκείνο, το οποίον έγινε με πρότυπον το αμετάβλητον και επομένως είναι εικών εκείνου, πρέπει να είναι πιθανοφανείς και ανάλογοι προς τους πρώτους· όποια σχέσις υπάρχει μεταξύ γενέσεως και ουσίας, όντος, η αυτή υπάρχει .μεταξύ πίστεως και αληθείας. Να μη σου φανή λοιπόν παράδοξον, Σωκράτη, εάν, ενώ πολλοί έχουν ειπεί πολλά περί των θεών και της προελεύσεως του σύμπαντος, και ημείς δεν δυνηθώμεν να παρατάξωμεν συλλογισμούς από πάσης πλευράς τελείως αποδεδειγμένους και συνεπείς προς τον εαυτόν τους· εάν όμως σου παρουσιάσωμεν συλλογισμούς όχι ολιγώτερον πιθανούς από κανένα άλλον, πρέπει να μείνωμεν ευχαριστημένοι, λαμβάνοντες υπ' όψιν ότι και εγώ ο ομιλητής και σεις οι κριταί είμεθα άνθρωποι, ώστε, εάν δεχθώμεν περί αυτών των ζητημάτων μίαν πιθανήν ερμηνείαν, δεν πρέπει να ζητώμεν τίποτε άλλο περισσότερον απ' αυτό.
ΣΩ. Πολύ καλά, Τίμαιε· πρέπει να παραδεχθώμεν αυτά που μας ζητείς. Το προοίμιον λοιπόν της ομιλίας σου το εδέχθημεν με θαυμασμόν∙ εν συνεχεία τώρα, ανάπτυξέ μας και τον νόμον.
ΤΙ. Ας ίδωμεν λοιπόν δια ποίον λόγον εδημιούργησεν ο δημιουργός την γένεσιν και ολόκληρον αυτό το σύμπαν. Ήτο αγαθός· ο αγαθός δεν έχει ποτέ μέσα του κανένα φθόνον δια κανένα πράγμα· και αφού δεν είχε κανένα φθόνον, ηθέλησε να γίνουν τα πάντα όσον ήτο δυνατόν όμοια με τον εαυτόν του. Όποιος λοιπόν παραδέχεται ότι αυτή είναι η σπουδαιοτέρα αρχή της γενέσεως και του κόσμου, αφού το ακούει από φρονίμους ανθρώπους, θα κάμη πολύ καλά. Διότι ο θεός, επειδή ηθέλησε να είναι όλα τα πράγματα καλά και να μην είναι κανένα ανάξιον λόγου, όσον τούτο ήτο δυνατόν, αφού παρέλαβεν όλην την ορατήν ύλην, η οποία δεν παρέμενεν ήσυχος αλλά εκινείτο εσφαλμένως και ατάκτως, την έβαλε από την αταξίαν εις την τάξιν, νομίσας ότι η τάξις οπωσδήποτε ήτο καλυτέρα της αταξίας. Εις τον άριστον ούτε ήτο ούτε είναι επιτετραμμένον να κάμη τίποτε άλλο εκτός από το ωραιότατον. Αφού λοιπόν εσκέφθη καλά, είπεν ότι από τα εκ φύσεως ορατά πράγματα, αν κάτι δεν έχει νουν, δεν θα είναι ποτέ, ως σύνολον, έργον καλύτερον από ένα άλλο σύνολον που έχει νουν, αλλά και ότι νους χωρίς ψυχήν είναι αδύνατον να υπάρξη εις τίποτε. Ύστερα απ' αυτήν την σκέψιν, αφού έβαλε νουν εις την ψυχήν και την ψυχήν εις σώμα, κατεσκεύασε το σύμπαν δια να κατορθώση ένα έργον που να είναι όσον το δυνατόν ωραιότερον και άριστον κατά την φύσιν του. Έτσι λοιπόν πρέπει να παραδεχώμεθα, σύμφωνα με την λογικήν, ότι αυτός ο κόσμος, ο ζωντανός, ο έμψυχος, ο νουνεχής, εδημιουργήθη, πραγματικώς ένεκα της θείας προνοίας. Και αφού το πράγμα είναι έτσι, πρέπει εν συνεχεία να εξετάσωμεν το εξής: ο δημιουργός, που εδημιούργησεν αυτόν τον κόσμον, ποίον άλλον ζωντανόν κόσμον είχεν υπ' όψιν του και τον έκαμεν όμοιον προς εκείνον.
Δεν πρέπει να τον θεωρήσωμεν, ότι είναι όμοιος με κανένα κόσμον που εκ φύσεως είναι μέρος ενός άλλου· διότι, αν ομοιάζει με κάτι το ατελές, δεν είναι δυνατόν ποτέ να είναι καλός∙ ας παραδεχθώμεν λοιπόν ότι αυτός είναι ομοιότατος, περισσότερον από κάθε άλλον, με εκείνον τον ζωντανόν κόσμον, του οποίου είναι μέρος όλα τα άλλα ζωντανά όντα και ως άτομα και ως σύνολον. Διότι εκείνος ο κόσμος περιέχει μέσα του όλα τα άλλα νοητά ζώα, όπως αυτός εδώ ο κόσμος περιέχει ημάς και όλα τα άλλα ζωντανά όντα που βλέπομεν. Διότι ο θεός, θελήσας να εξομοιώση τον κόσμον αυτόν με τον καλύτερον και τελειότερον καθ' όλα από όλους τους νοητούς, εδημιούργησεν ένα ζωντανόν κόσμον ορατόν που περιέχει μέσα του όλα τα συγγενικά προς τον εαυτόν του ζώα. Είχαμεν δίκαιον λοιπόν που παρεδέχθημεν ένα ουρανόν, ή θα ήτο καλύτερον να δεχθώμεν ότι είναι πολλοί και άπειροι; Ένας βέβαια θα είναι, αν πραγματικά έχει δημιουργηθή κατά το πρότυπον. Διότι εκείνο που περιλαμβάνει όλα τα νοητά ζώα που υπάρχουν δεν είναι δυνατόν να είναι δεύτερον μαζί με κάτι άλλο∙ διότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, θα εχρειάζετο να υπάρχη κάποιο άλλο ζωντανόν όν που να περιλαμβάνη τα δύο άλλα, τα οποία θα ήσαν τότε μέρη εκείνου, και τότε θα ήτο σωστότερο να λέγωμεν, ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι όμοιος με εκείνα τα δύο άλλα με το ένα, που περιέχει και τα δύο εκείνα. Διά να είναι λοιπόν ο κόσμος αυτός μόνος του όμοιος με το υπερτέλειον ζωντανόν ον, ο δημιουργός δεν έπλασεν ούτε δύο ούτε απείρους κόσμους· ένας και μοναδικός είναι αυτός εδώ ο ουρανός και πάντοτε έτσι θα είναι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου