Μετά την κατάρρευση των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς ο Λύσανδρος δεν είχε άλλη σκέψη από την πόλη της Αθήνας. Η πολιορκία και η τελική κυρίευσή της ήταν η μοιραία κατάληξη των εξελίξεων και η ολοκληρωτική επικράτηση της Σπάρτης.
Εξάλλου, δεν υπήρχε πλέον πόλη που να δηλώνει σύμμαχος των Αθηναίων εκτός από τη Σάμο: «ο Λύσανδρος ήρθε με διακόσια πλοία από τον Ελλήσποντο στη Λέσβο, όπου έβαλε τάξη στη Μυτιλήνη και στις άλλες πόλεις του νησιού. Έστειλε και τον Ετεόνικο με δέκα πλοία στα μέρη της Θράκης, κι αυτός κατόρθωσε ολόκληρη η περιοχή να πάρει το μέρος των Λακεδαιμονίων. Άλλωστε ευθύς μετά τη ναυμαχία εγκατέλειψε τους Αθηναίους κι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός από τη Σάμο, όπου ο λαός έσφαξε τους αφέντες και κατέλαβε την εξουσία στην πόλη». (2,2,5-6).
Ούτε στο Βυζάντιο ούτε στην Καλχηδόνα συνάντησε ο Λύσανδρος την παραμικρή αντίσταση. Τα πράγματα είχαν ξεκαθαρίσει οριστικά· στο συμμαχικό χάρτη υπήρχαν μόνο οι Λακεδαιμόνιοι και η πολιορκία της Αθήνας ήταν η τελευταία πράξη. Γι’ αυτό και ο Λύσανδρος, όπου συναντούσε αθηναϊκές φρουρές τις άφηνε να φύγουν με την προϋπόθεση ότι θα πήγαιναν στην Αθήνα και πουθενά αλλού: «Στην Αθήνα έστελνε ο Λύσανδρος τις αθηναϊκές φρουρές, καθώς κι όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε – δεν εγγυόταν ασφάλεια παρά μόνο σ’ αυτούς που ταξίδευαν για κει, κι όχι γι’ αλλού, με τη σκέψη ότι όσο περισσότεροι μαζεύονταν στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα τρόφιμα». (2,2,2).
Ο Λύσανδρος δε χάνει καθόλου χρόνο είτε με άσκοπες κινήσεις εντυπωσιασμού είτε με επίδειξη δύναμης είτε με περιττές θριαμβολογίες. Λειτουργεί αυστηρά, μεθοδικά, απολύτως οργανωμένα, ολοκληρώνοντας το σχέδιό του βήμα – βήμα, όπως οφείλει να κάνει ένας στρατηγός. Τώρα, αυτό που έχει στο μυαλό του είναι να συγκεντρώσει όλα τα ποντίκια στη φάκα. Όσο περισσότεροι μαζευτούν στην πόλη της Αθήνας, τόσο καλύτερα για εκείνον.
Από την άλλη μεριά, οι Αθηναίοι βρίσκονται σε πανικό: «Νύχτα έφερε η “Πάραλος” την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα, και θρήνος σύρθηκε από τον Πειραιά στα Μακρά Τείχη και στην πόλη καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα, έτσι που κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα – δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους Μηλίους, στους Ιστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες». (2,2,3).
Κι εδώ βέβαια, δεν πρέπει να γίνει λόγος για τα γνωστά φιλοσπαρτιατικά αισθήματα του Ξενοφώντα, αλλά για το ότι πράγματι οι Αθηναίοι, όντας κυρίαρχοι, διέπραξαν εγκλήματα, τα οποία τώρα καλούνται να πληρώσουν. Η περίπτωση της Μήλου, που περιγράφεται έξοχα στο πέμπτο βιβλίο του Θουκυδίδη, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές. Η επιβολή, το αίσθημα του ανίκητου και η διάθεση του παραδειγματισμού προς όλους όσοι σκέφτονται να «αυθαδιάσουν» δεν μπορούν παρά να γεννήσουν το ανελέητο. Κι αυτός είναι ο κυνισμός της ισχύος, που νιώθει ότι δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Δεν υπάρχει ισχύς που να μην προβεί σε εγκλήματα πολέμου. Είναι αναπόφευκτα· την κατοχυρώνουν. Κατόπιν αυτών οι «διαπραγματεύσεις» γίνονται ευκολότερες. Οι «σύμμαχοι» θα δυσκολευτούν να φέρουν αντιρρήσεις. Εξάλλου, και το δίκαιο η ισχύς θα το καθορίσει.
Το βέβαιο είναι ότι στην παρούσα φάση ούτε οι Αθηναίοι είχαν καιρό για χάσιμο: «Την άλλη μέρα ωστόσο συγκάλεσαν τη Συνέλευση, κι εκεί αποφάσισαν να φράξουν τα λιμάνια τους εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές και γενικά να ετοιμάσουν την πόλη για πολιορκία». (2,2,4).
Όταν όμως ο Λύσανδρος έφτασε στην Αίγινα κι έδωσε πίσω την πόλη στους Αιγινήτες, όπως έκανε και στη Μήλο, κι όταν άρχισε να λεηλατεί τη Σαλαμίνα, για να αγκυροβολήσει στον Πειραιά, τα πράγματα έσφιξαν πολύ στην Αθήνα: «Οι Αθηναίοι πολιορκημένοι κι από στεριά κι από θάλασσα, βρέθηκαν σε πολύ στενόχωρη θέση: μήτε καράβια είχαν, μήτε συμμάχους, μήτε τρόφιμα, και πίστευαν ότι τίποτε δεν τους έσωζε σαν έλειψαν ολότελα τα τρόφιμα έστειλαν πρεσβεία στον Άγι με την πρόταση να γίνουν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων, κρατώντας όμως τα Τείχη και τον Πειραιά – μ’ αυτούς τους όρους ήταν έτοιμοι να κάνουν συνθήκη». (2,2,10-11).
Φυσικά, ο Άγις τους παρέπεμψε στη σπαρτιατική ηγεσία των πέντε εφόρων, αφού ο ίδιος δεν είχε καμιά δικαιοδοσία να πάρει τέτοιες αποφάσεις. Κι όταν οι απεσταλμένοι έφτασαν στη Σελλασία για να συναντήσουν τους εφόρους πήραν την απάντηση: «να γυρίσουν πίσω από κει που βρίσκονταν, κι αν θέλουν στ’ αλήθεια ειρήνη να βάλουν πιο πολύ μυαλό κι έπειτα να ξανάρθουν». (2,2,13).
Οι Αθηναίοι δεν είναι πλέον σε θέση να θέτουν όρους. Οι διαπραγματεύσεις χρειάζονται να έχεις κάτι, που να μπορείς να το ανταλλάξεις. Αυτός που δεν έχει τίποτα, καλό είναι και να μη ζητάει, αφού οι αξιώσεις του δεν έχουν αντίκρισμα. Οι Σπαρτιάτες δεν μπορούν να πάρουν στα σοβαρά την αθηναϊκή πρεσβεία. Υποδεικνύουν ότι πρέπει να «βάλουν πιο πολύ μυαλό». Θα το κάνουν, όταν πεινάσουν περισσότερο. Δεν υπάρχει λόγος για βιασύνες.
Το αστείο είναι ότι οι Αθηναίοι μάλλον έτρεφαν ελπίδες γι’ αυτή την πρεσβεία. Περίμεναν την απάντηση εναγωνίως. Η απελπισία θολώνει την κρίση. Τα νέα ήταν γι’ αυτούς μια καινούργια συμφορά σαν να επρόκειτο για κάτι αναπάντεχο: «Μόλις οι πρέσβεις γύρισαν πίσω και τ’ ανέφεραν αυτά στην πόλη, απελπίστηκαν όλοι: ο εχθρός είχε σκοπό να τους υποδουλώσει, πίστευαν, και πάντως, ώσπου να στείλουν καινούργιους πρέσβεις, θα πέθαιναν πολλοί από την πείνα. Μολοντούτο κανένας δεν τολμούσε να προτείνει να γκρεμίσουν τα Τείχη· τον Αρχέστρατο, που είπε στη Βουλή ότι το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να δεχτούν ειρήνη με τους όρους των Λακεδαιμονίων – και όρος ήταν να γκρεμιστούν τα Μακρά Τείχη σε μήκος δέκα σταδίων το καθένα -, τον φυλάκισαν, και βγήκε ψήφισμα που απαγόρευε να υποβάλλονται τέτοιες προτάσεις». (2,2,14-15).
Κι όταν η απελπισία μετουσιώνει το παράλογο σε ελπίδα, το μόνο που μένει είναι εκείνος που θα το εκμεταλλευτεί. Ο Θηραμένης, ο άνθρωπος που πρωτοστάτησε στο ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 π. Χ. και στην ντροπιαστική εκτέλεση των στρατηγών, επειδή δήθεν εγκατέλειψαν τους ναυαγούς – ενώ ήταν δική του ευθύνη – βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο: «Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, όταν ο Θηραμένης είπε στη Συνέλευση ότι αν θελήσουν να τον στείλουν στο Λύσανδρο θα ξέρει, γυρίζοντας, για ποιον λόγο είν’ ανένδοτοι οι Λακεδαιμόνιοι στο ζήτημα των Τειχών – αν το κάνουν με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για να ‘χουν κάποια εγγύηση». (2,2,16).
Στην απελπισία, αυτός που αυτoπροτείνεται ως σωτήρας δε χρειάζεται να δώσει εξηγήσεις. Ούτε καν να καταθέσει τη στρατηγική του. Τι θα έλεγε δηλαδή στο Λύσανδρο και θα έπαιρνε τις πληροφορίες που υποσχόταν; Πώς θα τον έπειθε να του τα εκμυστηρευτεί αυτά; Μήπως ο Λύσανδρος ήταν αφελής και θα μπορούσε να τον ξεγελάσει; Σε τέτοιες στιγμές τα ερωτήματα αυτού του είδους δεν έχουν αξία. Αυτό που προέχει είναι το θράσος του δημαγωγού, που θα μπορέσει να διαχειριστεί επωφελώς (για τον ίδιο) τα αισθήματα του πλήθους. Κι ο Θηραμένης, όπως δείχνει και το παρελθόν, ήταν ειδήμων στη λαϊκή χειραγώγηση: «Όταν τον έστειλαν, έμεινε κοντά στο Λύσανδρο περισσότερο από τρεις μήνες, παραφυλάγοντας την ώρα που οι τροφές θα σώνονταν ολωσδιόλου κι οι Αθηναίοι θα ‘ταν πρόθυμοι να δεχτούν ό,τι τους έλεγαν». (2,2,16).
Ο Θηραμένης δεν έτρεφε καμία αυταπάτη. Οι απόλυτοι κυρίαρχοι θα επέβαλλαν τους όρους που ήθελαν. Οι διαπραγματεύσεις για το γκρέμισμα ή όχι των τειχών δεν είχαν κανένα νόημα. Οι Σπαρτιάτες όχι μόνο θα γκρέμιζαν τα τείχη, αλλά θα καθόριζαν και την πολιτική σκηνή της πόλης κατά πώς ήθελαν. Κι αυτή ήταν η μεγάλη του ευκαιρία. Δίνοντας τα διαπιστευτήριά του στους κατακτητές θα έβγαινε ξεκάθαρα κερδισμένος. Δε θα μπορούσε να βρει συνθήκες πιο ευνοϊκές. Οι Αθηναίοι θα έχουν κρεμάσει πάνω του όλες τους τις ελπίδες και οι Σπαρτιάτες θα ξέρουν ότι μπορούν να βασίζονται σ’ αυτόν.
Το μόνο που έμενε ήταν να διαχειριστεί πειστικά το λαό των Αθηναίων: «Γύρισε λοιπόν τον τέταρτο μήνα κι ανέφερε στη Συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος δεν τον άφηνε ως τότε να φύγει, και τώρα του λέει να πάει στη Λακεδαίμονα επειδή δεν έχει ο ίδιος εξουσία ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις του, παρά μόνο οι έφοροι. Τότε οι Αθηναίοι τον εκλέξαν να πάει στη Λακεδαίμονα πρέσβης με γενική πληρεξουσιότητα, μαζί μ’ άλλους εννιά». (2,2,17).
Η Συνέλευση που έγινε στη Σελλασία ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και τους άλλους συμμάχους υπήρξε θυελλώδης: «Εκεί διαμαρτυρήθηκαν πολλοί άλλοι Έλληνες, και ιδίως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι, λέγοντας ότι δεν πρέπει να κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους, αλλά να τους αφανίσουν». (2,2,19).
Τα πράγματα φαινόταν δύσκολα για την Αθήνα. Αυτό που επικράτησε ήταν η σύνεση των Λακεδαιμονίων: «Οι Λακεδαιμόνιοι όμως δήλωσαν ότι αρνούνται να υποδουλώσουν πόλη ελληνική που τόσες υπηρεσίες είχε προσφέρει τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα». (2,2,20).
Δεν είναι εύκολο να παρασύρει κανείς τους Σπαρτιάτες και η εκδίκηση, που όλοι ζητάν, δεν είναι προϊόν νηφάλιας κρίσης. Οι Σπαρτιάτες θα αποφύγουν αυτό το λάθος δυσαρεστώντας τους συμμάχους. Κι αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο δίδαγμα που προσέφεραν στην ιστορία. Φυσικά, όπως επισημαίνει και ο Ρόδης Ρούφος, ο μεγαλύτερος κίνδυνος «που απείλησε ποτέ την Ελλάδα» είναι οι περσικοί πόλεμοι, όπου η συνεισφορά των Αθηναίων ήταν ανεκτίμητη. Το ότι, προκειμένου να νικήσουν, οι Λακεδαιμόνιοι σύναψαν συμφωνία με τον Πέρση βασιλιά δεν αναφέρθηκε από κανένα· ούτε έγινε λόγος για το περσικό χρήμα, που συνέβαλε στη νίκη. Μετά την επικράτηση δεν έχουν θέση οι δυσάρεστες λεπτομέρειες.
Αυτό που προείχε – και πολύ σωστά – ήταν το ενωτικό κλίμα, τώρα που ο πόλεμος είχε τελειώσει. Κι εδώ δε χρειάζονται υποθέσεις για το τι θα έκαναν οι Αθηναίοι, αν βρίσκονταν στη θέση των Σπαρτιατών, γιατί η ιστορία δε γράφεται από υποθέσεις αλλά από γεγονότα. Και γεγονότα είναι οι όροι που επέβαλλαν οι Σπαρτιάτες προκειμένου να γίνει ειρήνη: «οι Αθηναίοι θα γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα Τείχη του Πειραιά, θα παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, θα φέρουν πίσω τους εξόριστους, θα ‘χουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους και θα εκστρατεύουν μαζί τους στη στεριά και στη θάλασσα, όπου τους οδηγούν αυτοί». (2,2,20).
Τα χειρότερα είχαν αποφευχθεί. Οι Σπαρτιάτες εμπόδισαν τους συμμάχους να προβούν σε ωμότητες και ο Θηραμένης τους Αθηναίους απ’ το να επιχειρήσουν καμία τρέλα. Ο χρόνος που κύλησε άσκοπα έφερε την έσχατη εξαθλίωση στην πόλη. Υπό αυτές τις συνθήκες όλα είναι διαπραγματεύσιμα: «Καθώς έμπαιναν στην πόλη,» (εννοείται ο Θηραμένης με τους πρέσβεις) «τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, τρέμοντας μην τυχόν γύριζαν άπρακτοι· δεν άντεχαν άλλη αναβολή, τόσο πολλοί ήταν οι θάνατοι από την πείνα. Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανέφεραν τους όρους που έβαζαν οι Λακεδαιμόνιοι για ειρήνη· στ’ όνομα όλων μίλησε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να εισακούσουν τους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Μερικοί αντιμίλησαν, η μεγάλη πλειοψηφία όμως τον επιδοκίμασε κι αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη». (2,2,21-22).
Ο Θηραμένης ήταν αδιαπραγμάτευτα ο μεγάλος νικητής. Το όνειρό του να ηγείται μιας ολιγαρχικής διακυβέρνησης στην Αθήνα ήταν σχεδόν βεβαιότητα. Το 411 π. Χ. οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη ώριμες κι αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει. Τώρα όμως πατούσε σε στέρεες βάσεις. Οι Σπαρτιάτες θα ήταν αδύνατο να επιτρέψουν μια δημοκρατική διακυβέρνηση. Θα επέβαλλαν ολιγαρχία και φυσικά θα προτιμούσαν ανθρώπους εμπιστοσύνης. Πολύ περισσότερο όταν οι άνθρωποι αυτοί είχαν και λαϊκή αποδοχή.
Η εγκαθίδρυση της ολιγαρχίας στην πιο παραδοσιακή δημοκρατική δύναμη του αρχαίου κόσμου δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα. Απαιτούσε την αποδυνάμωση της πόλης και τη βοήθεια από ξένο δάκτυλο. Την πρώτη φορά το επιχείρησε σε μια πολύ δύσκολη στιγμή, μετά τη συμφορά της Σικελίας, προκειμένου να εκμαιεύσει τη βοήθεια των Περσών εκμεταλλευόμενος το διπλό παιχνίδι του Αλκιβιάδη. Τώρα εκμεταλλεύεται την οριστική συμφορά έχοντας πίσω του τις πλάτες της Σπάρτης.
Οι φιλοδοξίες του Θηραμένη δε θα μπορούσαν να υλοποιηθούν χωρίς την αθηναϊκή υποδούλωση. Έναν κόσμο βαθιά δημοκρατικό, παρά τις στρεβλώσεις, δεν μπορείς να τον πείσεις να στραφεί στην ολιγαρχία. Πρέπει να την επιβάλλεις. Από αυτή την άποψη, ο Θηραμένης πρέπει να ήταν ευχαριστημένος με την ήττα. Οι ομοϊδεάτες του είχαν νικήσει και μπορούσε να αναρριχηθεί στην εξουσία με τους όρους που ήθελε. Προς το παρόν, βέβαια, όλοι φαίνονταν ευχαριστημένοι. Η απειλή της εξόντωσης είχε αποφευχθεί και η ασφυκτική πολιορκία λάμβανε τέλος: «βάλθηκαν με πολλή όρεξη να γκρεμίζουν τα Τείχη, στους ήχους αυλού που έπαιζαν κορίτσια – νομίζοντας ότι από κείνη τη μέρα ελευθερωνόταν η Ελλάδα». (2,2,23). Οι Αθηναίοι δεν υποψιάζονταν ακόμη τα δεινά που θα επακολουθούσαν.
Ξενοφώντος, Ελληνικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου