Η Αριστοτελική Τελεολογία, δηλαδή η θεώρηση για την Φύση ως έχουσα έναν «Σκοπό», ο οποίος επιτελείται με βάση τους Φυσικούς Νόμους, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα θεώρηση των πραγμάτων. Έτσι, σχεδόν το σύνολο της μεσαιωνικής Γραμματείας αλλά και οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, έψαχναν για έναν σκοπό σε κάθε δημιούργημα του Κόσμου.
Η σύγχρονη επιστημονική μεθοδολογία όμως, δεν είναι οντολογικά τελεολογική αφού δεν θεωρεί ότι οι μεταβολές στην φύση επιτελούν κάποιο βαθύτερα κρυμμένο σχέδιο. Παρά ταύτα, η Τελεολογία αποτελεί ένα χρήσιμο επιστημονικό εξηγητικό εργαλείο στην επιμέρους ανάλυση των φυσικών φαινομένων, αφού μας βοηθάει να διερευνήσουμε τις φυσικές αναγκαιότητες που ορίζουν επί παραδείγματι τα φαινόμενα της Εξέλιξης. Ο ανθρώπινος κόκκυγας, λόγου χάρη, αποτελεί εξελικτικό υπόλειμμα της ουράς που υπέστρεψε δαρβινικά λόγω μη χρήσης.
Η επιστημονική μεθοδολογία, κινείται από τα παρατηρησιακά δεδομένα προς την δόμηση θεωριών και όχι αντίστροφα. Δεν χρησιμοποιούμε δηλαδή κάποια παρατηρησιακά δεδομένα για να δικαιολογήσουμε ήδη υπάρχουσες τελεολογικές μας θεωρήσεις – cherry picking – αλλά δομούμε τις θεωρίες μας με βάση την Πραγματικότητα. Το σημείο αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μιας και φαίνεται ότι για το ίδιο σύνολο παρατηρησιακών δεδομένων μπορούν να δομηθούν περισσότερες της μιας θεωρίες και μηχανισμοί. Η ιστορία της επιστήμης μας προσφέρει το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Κοπέρνικου, ο οποίος πρότεινε το Ηλιοκεντρικό του Σύστημα με βάση τα ίδια παρατηρησιακά δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για το Πτολεμαϊκό – Αριστοτελικό γεωκεντρικό κοσμοείδωλο. Ο ίδιος ο Κοπέρνικος δεν προσέθεσε νέα αστρονομικά δεδομένα, αλλά διατύπωσε μια θεωρία επί των ήδη υπαρχόντων αστρονομικών παρατηρήσεων.
Ας σημειωθεί εδώ η συστηματική απόκρυψη εκ μέρους του Κοπέρνικου και των συνεργατών του, της ηλιοκεντρικής θεωρίας του Αρίσταρχου του Σάμιου περί το 250 π.Χ.. Το γεγονός αυτό μας υποδεικνύει δύο σημαντικά ζητήματα που χρήζουν ανάλυσης:
Πρώτον, ότι η επιστημονική «πρόοδος» δεν είναι ούτε αυτονόητη, ούτε δεδομένη, ούτε αναγκαία. Μπορεί στην ιστορία της ανθρωπότητας να υπάρξουν σημαντικά πισωγυρίσματα, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, και να χρειαστούν χιλιάδες χρόνια για να επανέλθουμε από τον Αρίσταρχο και την «Αναγέννηση του Αρχιμήδη» στον Επιστημονικό Διαφωτισμό.
Δεύτερον, φαίνεται ότι η Επιστήμη δεν έχει τέλος. Δεν θα συναντήσουμε ποτέ την απόλυτη αλήθεια, μιας και ο νους του ανθρώπου είναι πεπερασμένος και πιθανότατα ανίκανος να συλλάβει το σύνολο των κοσμικών λειτουργιών και συγχρόνως να κοιτάζει με επάρκεια και τον ίδιο του τον εαυτό. Σημαντικές θεωρίες , θεωρήματα και μαθηματικές ενδείξεις, όπως η Σχετικότητα, τα Θεωρήματα Μη Πληρότητας του Godel, η διττή σωματιδιακή και κυματική φύση της ύλης και η Αρχή της Αβεβαιότητος του Heisenberg, μας υπενθυμίζουν το πεπερασμένο των δυνατοτήτων μας. Παρά ταύτα, η Επιστημονική Μέθοδος αποτελεί το μεγαλύτερο επίτευγμα του ανθρώπινου πνεύματος αν και όπως φαίνεται, είμαστε καταδικασμένοι να πλησιάζουμε όλο και περισσότερο προς την Πραγματικότητα, αλλά να μην την φτάνουμε ποτέ. Ας θυμηθούμε το «Καράβι του Neurath» που δεν πιάνει ποτέ λιμάνι και επισκευάζεται εν πλω…
Το πεπερασμένο όριο της επιστημονικής γνώσης δεν την καθιστά καθόλου κατώτερη έναντι άλλων δογματικών πεδίων. Ακριβώς το αντίθετο: Καταδεικνύει την προοδευτική φύση της και την συνεχή ανάγκη για βελτίωση. Η Επιστήμη δεν είναι, λοιπόν, στατική: Αναθεωρεί Μπεϋζιανά τις απόψεις της υπό το φως των νέων επιστημονικών δεδομένων. Δεν μένει αρτηριοσκληρωτικά προσκολλημένη σε δόγματα.
Η κριτική στις επιστημονικές θεωρίες είναι απολύτως επιθυμητή. Οι αλλαγές στην Επιστήμη όμως, οφείλουν να γίνονται μόνο στη βάση καλύτερης Επιστήμης και όχι με τη χρήση αστήρικτων Θεωριών Συνωμοσίας, προσωπικών απόψεων και πολιτικών ή οικονομικών πιέσεων. Κι εδώ, αναγκαία, επέρχεται μια σημαντική προσθήκη: Το απαραίτητο συμπλήρωμα της άσκησης της Επιστήμης, είναι η άσκησή της με τρόπο που να υπηρετεί την Ανθρωπότητα και τον Πλανήτη. Αυτό μας εισάγει σε μια τελευταία σκέψη:
Η επιστημονική σκέψη αποτελεί ιδιαίτερα χρήσιμο και προοδευτικό τρόπο άσκησης Πολιτικής, αφού κινείται με βάση την πρόοδο, την διόρθωση των ατελειών και δεν διεκδικεί απόλυτες αλήθειες. Στηρίζει έτσι, τον διάλογο με επιχειρήματα και Ορθό Λόγο, αντί της επιβολής. Αυτό είναι και το εγγενές πρόβλημα των Ιδεολογιών που δεν ενσωματώνουν εντός τους διορθωτικούς και προσαρμοστικούς μηχανισμούς, ενώ προσπαθούν να «μολύνει» και τον ίδια τη διαδικασία σκέψης δια του Λόγου.
Η εισαγωγή της επιστημονικής μεθόδου στην κοινωνική και πολιτική ζωή απαιτεί κάτι περισσότερο από την αιτούμενη ψυχρή αντικειμενικότητα της Επιστήμης: Απαιτεί ακεραιότητα, ανθρωπιά, ουδετερότητα, συνέπεια και πνευματική εντιμότητα. Γυρίζοντας, λοιπόν, πίσω στους Έλληνες θα απαιτήσουμε την άσκηση της επιστημονικής μεθόδου με αρετή:
«Πάσα τε επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται»
(Πλάτων: Μενέξενος 347 α)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου