«Ο κόσμος που ζούμε είναι ο καλύτερος δυνατός» (G. W. Leibniz). Η φράση αυτή υπήρξε η απάντηση του G. W. Leibniz στο ερώτημα «πώς είναι δυνατόν γεγονότα, που εμπεριέχουν το κακό ή επηρεάζονται από το κακό να είναι συμβατά με την έννοια του Θεού, ως ηθικά τέλειου, παντοδύναμου και δημιουργού των πάντων;» ή ακόμα να είναι συμβατά με τον άνθρωπο, το νοήμων αυτό όν, που θα έπρεπε, από τη φύση του να διεκδικεί το καλύτερο και το ύψιστο, όχι μόνο εγωιστικά για τη διαιώνιση του είδους του ή από το ένστικτο της επιβίωσής του, αλλά για να γίνει ο βίος του πιο ανεκτός και υποφερτός καθόλη τη θητεία του πάνω στη γη.
Η απάντησή του στήριζε την επιχειρηματολογία της έλλειψης τελειότητας στον κόσμο με τη διατύπωση «ο καλύτερος δυνατός» , που δηλώνει την αδυναμία όχι μόνο του νοήμονος όντος, του ανθρώπου, να τελειοποιηθεί, αλλά και την αδυναμία του δημιουργού, που πιθανόν είχε κάποιο λόγο, ώστε το δημιούργημά του να είναι μόνο «αρκετά καλό», τοποθετώντας έτσι την αρχή του κακού στην ουσία της δημιουργίας και κατ’ επέκταση στη φύση του ανθρώπου. Η ύπαρξη όμως αντιθέτων, όπως καλό – κακό, θα έπρεπε να επιφέρει την επιθυμητή ισορροπία ή την αρμονία, όπως επισημαίνει ο Πλάτων.
Από τον 18ο αιώνα, την εποχή της επικράτησης των συστημάτων του ορθολογισμού στη διανόηση, πέρασαν πολλά χρόνια. Ακολούθησε ο ιδεαλισμός , με κορυφαίους τον Kant και τον Hegel , η απαισιοδοξία με τον Schopenhauer, η βουλησιαρχία, ο θετικισμός, ο υλισμός, ο πραγματισμός, για να φθάσουμε στη σύγχρονη εποχή, που ίσως στο πλαίσιο του κοινωνικού και πνευματικού φαίνεσθαι και υπάρχειν θα ήταν δυνατόν να χαρακτηριστεί του «απόλυτου παραλογισμού», καθόσον πολιτικά συστήματα, ηγέτες, ομάδες πολυεθνικών, ειδήμονες της πολιτικής επιστήμης και των οικονομικών, που αναλαμβάνουν να κυβερνήσουν και να καθοδηγήσουν αυτόν τον «μη τέλειο» κόσμο, αντί την ανύψωση και την ευδαιμονία, από αδυσώπητη απληστία ορισμένων εξ αυτών προς πλούτο και εξουσία, κατευθύνουν τα πλήθη στη δυστυχία, την πείνα, την ανεργία, την ανέχεια, την απόλυτη εξόντωση και καταστροφή, σαν να μην έφθαναν οι επιπλέον προσωπικές ή φυσικές δυστυχίες και θεομηνίες.
Όταν ο Thomas Hobbes έγραφε πως «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος», η Αγγλία ζούσε τις επιδράσεις του εμφύλιου πολέμου, όπου σε τέτοιες περιπτώσεις οι εγκληματικές ενέργειες σε βάρος συνανθρώπων προέρχονται από εσφαλμένες ηθικές αντιλήψεις. Για το λόγο αυτό ο Hobbes προσπάθησε να συγκροτήσει ένα σύγγραμμα με ορθές κοινωνικές και ηθικές αρχές. Σ’ αυτό, απαιτεί από τον πολιτικό ηγέτη μιας κοινωνίας, να εργαστεί για την εφαρμογή των αρχών βάσει των οποίων θα ζουν οι άνθρωποι ως κοινωνικά και νοήμονα όντα. Το φυσικό και κοινωνικό δίκαιο, που διακηρύσσει ο Hobbes θεμελιώνεται στην καθολική λογικότητα και σε «κοινούς κανόνες για όλους τους ανθρώπους».
Κατά την άποψή του, οι νόμοι της φύσης υπαγορεύουν την ενέργεια του νου και ως εκ τούτου επηρεάζονται το είναι και το γίγνεσθαι των ανθρώπινων πραγμάτων. Γι’ αυτό αναφέρθηκε στο ένστικτο της αυτοδιατήρησης του ανθρώπου. Αλλά αυτό που ολοκληρώνει την ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία είναι οι προσωπικές αρετές του ατόμου καθώς και οι ηθικές . Τόσο η ατομική όσο και η ηθική τελείωση υποκινείται από τη συνεχή και δημιουργική δύναμη του νου. Όμως τα ανεξέλεγκτα ένστικτα του ανθρώπου οδηγούν μερικούς σε διαρκή ετοιμότητα, προκειμένου να διασφαλισθεί η ατομική του ύπαρξη από τις επιβουλές των άλλων.
Προκειμένου ο άνθρωπος να διασφαλίσει τη ζωή του, συνήψε συμμαχίες, που μερικές φορές ήταν αθέμιτες. Όσοι αναδείχτηκαν ως πολιτικοί ηγέτες, ανακάλυψαν πόση ανάγκη είχαν των συμμαχιών αυτών, για την ικανοποίηση των επιθυμιών και φιλοδοξιών τους. Ο ίδιος όμως ο Hobbes φοβόταν τη δημιουργία χαοτικής κοινωνίας εξαιτίας των αθέμιτων συμμαχιών, δηλ την κοινωνία στην οποία δεν υπάρχει τάξη , αρμονία και πειθαρχία , όπου ούτε η ζωή των πολιτών ούτε τα υλικά αγαθά αυτών είναι κατοχυρωμένα προς διασφάλιση της ευδαιμονίας τους . Το αδύναμο και καταδικαστέο σημείο της θεωρίας του εντοπίζεται στο γεγονός ότι, υποστηρίζει πως την ευνομία μπορεί να εξασφαλίσει η αυταρχική εφαρμογή των νόμων, παραβλέποντας την περίπτωση ότι η απόλυτη αυταρχία και ιδιαίτερα η άσκησή της από ένα άτομο αποτελεί το άλλο άκρο της χαοτικής κοινωνίας και κατά συνέπεια οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα.
Οι πολιτικές θεωρίες των δύο μεγάλων φιλοσόφων θα μπορούσαν να θεωρηθούν διαχρονικές στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής επικαιρότητας. Το «νοήμων ον» αρκέστηκε στο «καλύτερο δυνατό» και αποδέχτηκε το «λυκώδες ένστικτό του» αδιαφορώντας ή παραμελώντας τη νοημοσύνη του, το χάρισμα αυτό που το διαφοροποιεί από τα άλλα όντα του ζωικού βασιλείου και του δίνει τη δυνατότητα είτε να ανυψωθεί είτε να βαραθρωθεί από δική του πρωτοβουλία και μόνο. Το καλό και το κακό είναι έννοιες που υπάρχουν στην ουσία του ανθρώπου και του κόσμου γενικότερα. Η ισορροπία ή η υπερίσχυση του ενός επί του άλλου είναι προσωπική επιλογή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου