Πυροφόρος μουσείο Επιδαύρου |
Η «Πομπή των Παναθηναίων» (λατρεία της θεάς Αθηνάς), ξεκινούσε από το «Πομπείον» (4ος αι. π.Χ.), πλάι στα τείχη του Κεραμεικού, και περνώντας από την αρχαία Αγορά έφθανε στην Ακρόπολη.
Οι λαμπάδες (θυρσοί -λυχνάρια) ήταν και το σύμβολο των Καβείρων. Κατά την τέλεση των Καβειρίων μυστηρίων στην Λήμνο επίσης, πριν από τις τελετές έσβηναν κάθε φωτιά στο νησί, έως ότου έρθει η ιερή φλόγα την Δήλου.
ΟΙ μύησεις γινόταν τη νύχτα, υπό το φως των δαδιών και λυχναριών των μυημένων που παραβρίσκονταν στην τελετή. Πλήθος είναι τα λυχνάρια που βρέθηκαν στις ανασκαφές με εγχάρακτο το γράμμα «Θ» δηλωτικό των Μεγάλων Θεών.
Στα Ασκληπιεία της αρχαιότητας επίσης, οι πυροφόροι έφεραν δάδες. Σε επιγραφές ιαμάτων, καλείται ο πυροφόρος και παις ο των θεών πυρφορών. Οι πυρφόροι ήταν βοηθοί στις ιατρικές εργασίες, οι οποίες λάμβαναν χώρα στα φημισμένα Ασκληπιεία.
Ο πυροφόρος προσφέρει πολλά αναθήματα στους θεούς, το ίδιο βέβαια και ο ιερεύς πολλές φορές προσφέρει από κοινού μετά από τον ιερέα (Επιδ. επιγρ. 56, 59) και άλλοτε εις το όνομα του ιερέως με αναγραμμένο και το δικό του όνομα για να δηλωθεί η χρονολογία στο ανάθημα. Ο πυροφόρος δεν μπορεί να τελέσει για δεύτερο έτος ή να γίνει ισόβιος.Το αξίωμα του είναι ενιαύσιο και σε μεταγενέστερη περίοδο γίνεται σπουδαίο.
Λόγω της σχέσης του θεού Ασκληπιού με τα μυστήρια στην Ελευσίνα και το ιερό της λατρείας των Ελευσίνιων θεών, κατά την μεταγενέστερη ρωμαϊκή περίοδο, οι ιερείς του Ασκληπιού φέρουν και τίτλους του ιερατικού αξιώματος των ιερέων της Ελευσίνος.
Έτσι ο ιερεύς του Ασκληπιού ονομάζεται και δαδούχος των Ελευσίνιων μυστηρίων, ο δε ιερεύς Διογένης,ο οποίος φέρει και τα περισσότερα αναθήματα, ονομάζεται σε αυτά Δηούς πρόπολος και ταυτόχρονα και ιεροφάντης.
Επανερχόμενος στο «Πομπείον» ο Παυσανίας, ομιλεί περί κτίσματος που χρησίμευε για την προπαρασκευή των πομπών (προφανώς εννοεί την πομπή των Παναθηναίων).
Πολυάριθμα ίχνη από τρύπες πασσάλων, διασκορπισμένα σε μεγάλη ακτίνα εντός του χώρου, αποτελούν σαφείς ενδείξεις ότι πριν από την ανέγερση του κλασσικού Πομπείου κατασκευάζονταν εκεί προσωρινά καταλύματα (σκηνές ή τέντες), που χρησιμοποιήθηκαν ως εγκαταστάσεις για την διοργάνωση της εορτής των Παναθηναίων.
Τα λείψανα που διατηρούνται σήμερα κατά χώρας αποκαθιστούν το Πομπείον ως μακρόστενο κτίριο ορθογώνιας κάτοψης με περίστυλη εσωτερική αυλή, δυτικά και βορείως της οποίας ανοίγονταν εφαπτόμενες με αυτήν συνεχόμενες αίθουσες συμποσίων, και με μνημειακό πρόπυλο στο βόρειο τμήμα της ανατολικής πλευράς του.
Στην περιβαλλόμενη από κίονες αυλή θα μπορούσε να χωρέσει το πλοίο της πομπής των Παναθηναίων, στα ιστία του οποίου αναρτούσαν τον πέπλο της θεάς Αθηνάς, με τον οποίο θα έντυναν το πανάρχαιο λατρευτικό ξόανό της στην Ακρόπολη.
Οι αίθουσες συμποσίων πιθανότατα προορίζονταν για την συνάθροιση των αξιωματούχων της πόλης για την εορταστική συνεστίαση προς τιμήν της Αθηνάς, στην οποία συμμετείχε και ο υπόλοιπος λαός, που συγκεντρωνόταν μάλλον σε γειτονικό χώρο (στην μεγάλη αυλή του Διπύλο.
Εάν κρίνουμε από την ευρύχωρη περίστυλη αυλή και τις επιγραφές εφήβων στην εσωτερική πλευρά της, το Πομπείον πρέπει να λειτούργησε και ως γυμνάσιο για την άθληση των νέων, ίσως ακόμα και ως σιταποθήκη σε περιόδους που παρουσιαζόταν ανάγκη.
Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, φαίνεται ότι η είσοδος στον χώρο του ήταν ελεύθερη για όλους· αυτό συνάγεται και από την μαρτυρία του Διογένους του Λαέρτιου, ο οποίος μας πληροφορεί ότι στο Πομπείον ήταν στημένος ένας χάλκινος ανδριάντας του Σωκράτους, έργο του Λυσίππου, και ότι εκεί διέτριβε κατά διαστήματα ο φιλόσοφος Διογένης.
Τέλος, ο Πλούταρχος αναφέρει την ύπαρξη μιας τοιχογραφίας, όπου απεικονιζόταν ο ρήτορας Ισοκράτης, μαζί με άλλες τοιχογραφίες κωμωδιογράφων, μεταξύ των οποίων θα συγκαταλεγόταν και ο Μένανδρος, του οποίου το όνομα σώζεται στο εσωτερικό του κτιρίου, δίπλα από την μικρή θύρα.
Με την εισβολή των Ρωμαίων του Σύλλα το 86 π.Χ. το Πομπείον καταστράφηκε, για να αντικατασταθεί, έπειτα από μία μακρά περίοδο ερήμωσης, κατά τον 2ο αι. μ.Χ., μάλλον επί αυτοκράτορος Αντωνίνου Πίου (138-161 μ.Χ.), από ένα νέο ευρύχωρο τρίκλιτο κτίσμα με στοές, το λεγόμενο «κτίριο των αποθηκών».
Το οικοδόμημα αυτό ισοπεδώθηκε κατά την εισβολή των Ερούλων το 267 μ.Χ. Έναν περίπου αιώνα αργότερα, την θέση του πήραν δύο επιμήκεις στοές εμπορικού χαρακτήρα, οι οποίες στέγαζαν καταστήματα και έφεραν αψιδόμορφη πύλη σε σχήμα θριαμβικού τόξου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου