Κυριακή 19 Μαΐου 2024

ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Η αρετή είναι θεμελιακή έννοια της ηθικής. Σημαίνει τελειότητα κυρίως των πνευματικών δυνάμεων, των εκδηλουμένων στις πράξεις. Κατά τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Παν/μίου Αθηνών Κ. Σπετσιέρη, «η πεποίθησις αυτή αποβαίνει πυξίς ζωής ευγενεστέρας μερίδος του Ελληνισμού και Ρωμαϊσμού, διαδοθείσα δια των Στωϊκών θεωριών». (1)

Το προαιώνιο Ελληνικό πολιτιστικό άσμα, που ασταμάτητα μέλπουν οι λύρες του Απόλλωνα από τα βάθη των αιώνων, έτερψε και έθρεψε, τέρπει και τρέφει την ανθρωπότητα όλη, «διδάσκοντάς της την ουσία της Ζωής, τη χαρά της Ζωής, την αξία της ελευθερίας, την αθανασία του πνεύματος, την Ανθρώπινη, μ’ ένα λόγο, Αρετή, που αποτελεί την ύψιστη επίτευξη και την ύπατη τελείωση της ύπαρξης των λογικών όντων…».

Η τραγικότητα της αεικύμαντης ανθρώπινης Μοίρας συνίσταται στον ατελεύτητο αγώνα, στην αείδρομη προσπάθεια να υψωθούμε σε μια «τελείωση», που να συγκρατεί και να διαιωνίζει την ανθρώπινη διάρκειά μας, που να αχεί συθέμελα στις συνειδήσεις όλων των Ανθρώπων και να τις δονεί σύψυχα σαν ασίγητο και αείλαλο μήνυμα, σαν ανεκρίζωτη και ανέκρωτη κατηγορηματική προσταγή. Είναι συνεχής υπέρβαση του τώρα προς το τέλειο, διαρκής κίνηση προς το αγαθό.

Όπως αποκαλύπτουν τα ομηρικά έπη, ο όρος αρετή αρχικά, στην αρχαία Ελλάδα, υποδηλούσε όχι μόνο ανθρώπινα προτερήματα, αλλά και διακεκριμένες ιδιότητες των Θεών ή και ζώων επίλεκτου είδους. Στις τελευταίες, όμως, ραψωδίες των ομηρικών έπων (2), εμφανίζεται η αρετή με κάποιο ηθικό περιεχόμενο.

Ο Ησίοδος παρουσιάζει την αρετή, με κατεξοχήν ηθικό υπόβαθρο, στο έργο του «Έργα και Ημέραι». (3)

Μετέπειτα, στην αρχαία Ελλάδα, με ακαταπόνητη εμμονή, ασχολήθηκε και μελέτησε την έννοια της αρετής η φιλοσοφία. Ο Κων/νος Δεσποτόπουλος, πρύτανης της Παντείου, επισημαίνει σχετικά: «Ο κλονισμός της καθιερωμένης ηθικής αξιολογίας, σύνδρομος και απότοκος της αναταραχής των όρων της κοινωνικής ζωής, στα χρόνια πριν την ακμή της φιλοσοφίας και ύστερα, εκφρασμένος μάλιστα σε ακραία ένταση με την υπερκριτική των σοφιστών, είχε δημιουργήσει την ιστορική ανάγκη, άρα και την ευκαιρία, να τεθεί ριζικά το ηθικό πρόβλημα, έτσι και το πρόβλημα της αρετής». (4)

Υψούται και εξαίρεται η αρετή, σαν θεμελιακό και βασικό κοινωνικό αγαθό των Ελλήνων, από τον Ηρόδοτο/VII 102/, με τα λόγια που ο έκπτωτος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος απευθύνει προς το βασιλιά της Περσίας Ξέρξη: «τη Ελλάδι πενίη μεν αεί κοτε σύντροφός έστι, αρετή δε επακτός έστι, από τε σοφίης κατεργασμένη και νόμου ισχυρού. Τη διαχρεωμένη η Ελλάς την τε πενίην απαμύνεται και την δεσποσύνην».

Ο Σωκράτης εξέλαβε την αρετή επιστήμη ή φρόνηση ή σοφία, ανεξάρτητη από την αυθαιρεσία του υποκειμένου, ώστε η ύπαρξη της γνώσης να εγγυάται την παρουσία και της αρετής «ώσθ’ άμα συμβαίνειν ειδέναι τε την δικαιοσύνην και είναι δίκαιον». Συνεπώς, ο Σωκράτης, όπως άλλωστε μαρτυρεί και το απόφθεγμά του «ουδείς εκών κακός», θεωρούσε αξερίζωτο και αμάραντο στήριγμα της ηθικής συμπεριφοράς τη λογική του ανθρώπου και την άκαμπτη επιβολή και επιρροή της επάνω στις άλλες ψυχικές δυνάμεις, από φυσιολογικό αντιδραστικό σπασμό της ζωντάνιας της.

Ο Πλάτωνας, όμως, με θαυμαστή καθαρότητα παρουσίασε την ατέλεια της σωκρατικής έννοιας της αρετής, σαν σοφίας ή επιστήμης, στο διάλογο «Μένων», στον οποίο αποθαρρυντικά καταλήγει: «αρετή αν είη ούτε φύσει ούτε διδακτόν, αλλά θεία μοίρα παραγιγνομένη άνευ νου, οις αν παραγίγνηται». (5) Εξακρίβωσε ότι οι παντοδαπές αλογικές δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής, πολύτροπες και πολυώνυμες, – φόβοι, πόθοι, πάθη – αντιστρατευόμενες στην υψηλοφάνταστη, δημιουργική δύναμη της λογικής, κλυδωνίζουν και κλονίζουν τη θέση ότι η γνώση ή επίγνωση των υπαγορεύσεων της αρετής οδηγεί, απαρασάλευτα και σταθερά, στην πραγμάτωση και ενσάρκωση της αρετής.

Μετά, όμως, από την απογοητευτική αυτή θέση, ο Πλάτωνας, στο έργο του «Πολιτεία», επιδιώκει και κατορθώνει μια συνθετική έννοια της αρετής, δοσμένη με μεγαλόπνοη και υψήγορη ανάπτυξη και προσαρμοσμένη, μεγαλήγορα, σε μια σύμφωνη θεωρία της ψυχής, που διακρίνει τρία βασικά μέρη της : «λογιστικόν», «θυμοειδές», «επιθυμητικόν». (6)

Θεωρείται σκόπιμο και εποικοδομητικό να τονιστεί ιδιαίτερα ότι ο Πλάτωνας εξαίρει το «θυμοειδές», το αγωνιστικό μέρος της ψυχής, δηλαδή το βουλητικό στοιχείο, όπως, επίσης, προβάλλει και το άλλο δυναμικό ψυχικό στοιχείο, τον «έρωτα», αποσπώντας και εξαπολύοντας και αυτόν, σαν έκπαγλο όραμα, πάνω από τη βοή και το θόρυβο του «επιθυμητικού».

Ο Κων/νος Δεσποτόπουλος γράφει: «Προβλήθηκαν, εξ άλλου, από τον Πλάτωνα, και ο έρωας και το θυμοειδές στην ιδιαίτερη λειτουργία τους: ο έρως, όπου αβίαστο ανάβλυσμα του συναισθήματος είτε αυθόρμητο άνοιγμα της φαντασίας, όπως στην ποίηση. Το θυμοειδές, όπου κατανίκηση αντιδράσεων είτε υπερνίκηση εμποδίων, όπως στην πράξη». (7)

Ο τριμερής διαχωρισμός της ανθρώπινης ψυχής και η ανάθεση ιδιαίτερου έργου στο καθένα από τα τρία μέρη, παρέχει την κρηπίδα για το σύστημα των αρετών, όπου εναρμονισμένες διαλάμπουν σαν άπεφθος χρυσός η ανδρεία, η σωφροσύνη και η σοφία, τρεις κύριες αρετές καταξιωμένες τότε στην ελληνική πραγματικότητα και κυρωμένες με χρυσή, αλύμαντη σφραγίδα στις ελληνικές συνειδήσεις.

Η σύνθεση, συνεργία και αρμονική συνένωση των τριών αυτών βασικών αρετών συνεπιφέρει και συγκροτεί, σε κατάκορφη έξαρση, κοσμογονική, κοσμοπλαστική, μια συνολική αρετή, που ονομάζεται από τον Πλάτωνα «δικαιοσύνη». Η συνολική αυτή αρετή ενδημεί στην εσωτερική άρθρωση της ψυχής, θάλλει με την ευταξία και ευπείθεια των ψυχικών δυνάμεων, ακμάζει με την έλλογη ελευθερία σκέψης και δράσης. Οι ζωοδότες χυμοί και ανθοφυείς δυνάμεις της «δικαιοσύνης», της άυλης αυτής κιβωτού των ηθικών αξιών, εδραιώνουν την εσωτερική μας αρμονία και συνοχή, άρα θεμελιώνουν, απαρασάλευτα, την ενότητα της προσωπικότητάς μας. Προβάλλεται από τον Πλάτωνα η «δικαιοσύνη» σαν καθορισμένη «έξις», συνεπώς, μάλλον σαν υπαρξιακός, γονοτυπικός τρόπος και όχι σαν απλή αποδοχή και επιδοκιμασία κανόνων συμπεριφοράς.

Η αρετοπλασία, η βασική αυτή επιδίωξη της «ορθής πολιτείας» (8), βασίζεται, για την πραγμάτωσή της, σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία της αρετής και της ψυχής, στην ολική αρετή, δηλαδή στην άρτια ηθική συγκρότηση του ανθρώπου, τη «δικαιοσύνη».

Η αρετοπλαστική, όμως, λειτουργία της ορθής πολιτείας υλοποιείται και πραγματώνεται με τη ζωοποιό συνεργία δύο ιδιόνομων παραγόντων, που συνεπιτελούν οιαδήποτε διάπλαση ολικά του ανθρώπου: της «φύσεως» και της «τροφής» ή, χαρακτηριστικότερα, «τροφής τε και παιδείας».

«Φύσις» είναι οι βιολογικές και γονοτυπικές δυνάμεις και τάσεις του ανθρώπου. «Τροφή» ή «τροφή τε και παιδεία» είναι οι πολυειδείς και πολύμορφες επιδράσεις, που δέχεται ο άνθρωπος από το περιβάλλον, συστηματικά και μεθοδικά ή αμέθοδα και τυχαία. Η αρμονική συνύπαρξη και η ευάρεστη συνήχηση των δύο αυτών σημαντικών ψυχοπλαστικών παραγόντων εξασφαλίζει τη διάπλαση του ανθρώπου στην αρετή. Η ανθρωπολογική αυτή διαπίστωση για την αρετή αποτελεί υπερκέραση του διπλού αρνητικού πλατωνικού συμπεράσματος: «αρετή αν είη ούτε φύσει ούτε διδακτόν» (9). «Φύσις» και «τροφή τε και παιδεία» αποτελούν, αναμφίβολα, στοιχεία προσδιοριστικά της ανθρώπινης προσωπικότητας. Συνεπώς, επισημαίνει ο πρύτανης Κων/νος Δεσποτόπουλος, «με την ανθρωπολογική αυτή διαπίστωση θεμελιώνεται η ακραία και ολοκληρωτική μέριμνα, ώστε να υπάρξει στην ορθή πολιτεία και η «φύσις» του ανθρώπου «βελτίστη», και, προπάντων, η «τροφή τε και παιδεία» του «αρίστη»». (10)

Η σημαντική και κρίσιμη συμβολή της «φύσεως», για τον αρμονικό σχηματισμό της ανθρώπινης προσωπικότητας, αποτελεί πρωταρχικό και επίμονο θέμα της πλατωνικής θεωρίας του ανθρώπου. Ο εκλεκτός ψυχικός προικισμός της ανθρώπινης φύσης θεωρείται αναγκαίος και απαραίτητος για τη μεγαλουργία του ανθρώπου «σμικρά δε φύσις ουδέν μέγα ουδέποτε ουδένα ούτε ιδιώτην ούτε πόλιν δρα» (11).

Η υψηλή και αναμφισβήτητη συνδρομή της «φύσεως» του ανθρώπου, για τη συγκρότηση της προσωπικότητας και τη διάκρισή του σε όποιο τομέα της ζωής, έχει το φυσικό επακολούθημα να συμπλέκεται με την «φύσιν» του ανθρώπου η λύση του πολιτικού και κοινωνικού προβλήματος. (12)

Εξάλλου, σημαντικής αξίας, για τη διάπλαση ολικά του ανθρώπου στην αρετή, κρίνεται η «τροφή τε και παιδεία». Άνθρωπος με εξαίρετη «φύσιν», αλλά χωρίς σωστή παιδεία, θεωρείται άνθρωπος δίχως «νου», του οποίου η κατάκτηση απαιτεί αποκλειστική προσήλωση, ένθερμο ζήλο και ανυπόκριτη αγάπη (13). Η απουσία σωστής «τροφής τε και παιδείας» αποτελεί το βασικό παράγοντα «που ανθρώπινες φύσεις εκλεκτές καταλήγουν να διαπλαστούν σε ανθρώπινους τύπους κατ’ εξοχήν κακούς» (14). Αλλά και αντίθετα, το γεγονός της χλεύης και προσβολής της φιλοσοφίας από ορισμένους ψευτοφιλοσόφους, που επίψογα και επίμεπτα την εκπροσωπούν, ερμηνεύεται «με την παροχή της άριστης παιδείας σε ανθρώπους χωρίς εξαίρετο από τη φύση τους ψυχικό προικισμό». (15)

Επιτυχέστατα και ευστοχότατα ο πρύτανης Κ. Δεσποτόπουλος τονίζει: «Η επίγνωση της αποφασιστικής αυτής συμβολής της παιδείας, της εναρμονισμένης στην «φύσιν», για την αίσια και γόνιμη διάπλαση της ανθρώπινης προσωπικότητας έχει την εύλογη συνέπεια να εξαίρεται η μοναδική αξία της παιδείας για τη λύση του πολιτικού προβλήματος, αλλά και να προάγεται, πραγματικά, η παιδεία σε κύριο λειτούργημα, για τη λύση του κοινωνικού προβλήματος, όπως και για την ακμή, ακόμη και τη βιολογική, της πολιτείας». (16)

Η «δικαιοσύνη», απόρροια της συνένωσης των τριών βασικών αρετών,: ανδρείας, σωφροσύνης και σοφίας, είναι θεμελιώδες στοιχείο, απαρασάλευτο έρμα και ακατάβλητη υψωτική δύναμη, αστείρευτη πηγή ευκρασίας, ευρωστίας και εύπνοιας της ορθής πολιτείας. Για να συμβεί όμως αυτό, είναι επιτακτική ανάγκη η θέση του κάθε ανθρώπου στο κοινωνικό σύνολο, στο πλέγμα των διανθρώπινων σχέσεων, που είναι η πολιτική κοινωνία ή η πολιτεία, να πραγματοποιείται σύμφωνα, κυρίως, με τα χαρίσματα και τις ελλείψεις ή αδυναμίες, που γονοτυπικά ενυπάρχουν στη «φύσιν» του και σύμφωνα ακόμη με την επίδοσή του στην παιδεία ή την πρόοδό του σε άλλες φάσεις της ζωής.

Έτσι η «δικαιοσύνη» εξυφαίνει την άριστη συναρμολόγηση της πολιτείας, τοποθετώντας κάθε άνθρωπο στην τάξη και αλληλουχία της.

Η αρχή της δικαιοσύνης, επίσης, εξασφαλίζει την πιο καλύτερη προσφορά του συγκεκριμένου ανθρώπου και, επομένως, την πιο εξαίρετη συμβολή του στην εξυπηρέτηση του συνόλου των ανθρώπων της πολιτικής κοινωνίας, «που ο καθένας τους είναι αυτάξιος σκοπός της». Αυτή κατορθώνει την άμεμπτη αντιμετώπιση του κάθε ανθρώπου σαν αυτοσκοπού, με τον ορθό καθορισμό της λειτουργίας του στην πολιτεία, σύμφωνα, κυρίως, με τα φυσικά προτερήματά του. Έτσι, όμως, εξασφαλίζεται η πιο ρωμαλέα, η πιο ωραία κατάφαση της ζωής, έτσι ανάβει η θρυαλλίδα της άκρατης ευδαιμονίας του ανθρώπου, καθώς η άψογη λειτουργική συμμετοχή στη ζωή είναι και εξαίρετη συμμέθεξη στα αγαθά της ζωής.

Ο Πλάτωνας θεωρεί το «φύσει δίκαιον και καλόν και σώφρον και πάντα τα τοιαύτα», οδηγητικά και καθοριστικά για την «κατασκευή» της «αρίστης πόλεως».

Στην κλίμακα των υπερβατικών αξιών, που εμπνέουν τους αληθινούς φιλοσόφους, για την «κατασκευή», μετεπαναστατικά, της «ορθής πολιτείας», κορυφαία θέση παίρνει το «φύσει δίκαιον», καθώς θεμελιώδη αξία, για την ύπαρξη της κοινωνίας, είναι η δικαιοσύνη, που είναι και η συνολική αρετή του ανθρώπου.

Στην ομάδα των υπερβατικών αρετών, των οδηγητικών για την «κατασκευή» της «αρίστης πόλεως», συγκαταλέγεται και το «καλόν». Φυσικά, δε θα ήταν ορθό να υποστηριχτεί ότι η πλατωνική θεωρία της δικαιοσύνης και της πολιτικής επηρεάζεται, οπωσδήποτε και απόλυτα, από την πλατωνική θεωρία του έρωτα και της ομορφιάς, που εκφράζεται στους διαλόγους «Συμπόσιον» και «Φαίδρος». Η επενέργεια του «καλού», στην ανοικοδόμηση της «ορθής πολιτείας» και στη διάπλαση του άριστου τύπου ανθρώπου, πρέπει να εντοπιστεί στη σημαντική συμβολή της ομορφιάς για τη διάπλαση της ανθρώπινης ευαισθησίας και στην αξιόλογη προσφορά της αισθητικής αγωγής για την τροπή του ανθρώπινου ψυχισμού προς τις ηθικές αξίες.

Η άλλη αρετή, η εμπνευστική για τη συγκρότηση της «ορθής πολιτείας», το «σώφρον», που αντιστοιχεί στην αρετή «σωφροσύνη», θεωρείται από τον Πλάτωνα απόλυτα αναγκαία και αναντίρρητα συντελεστική για την εξασφάλιση της λειτουργικής συνοχής της κοινωνίας, βασισμένη στην ομόνοια, σύμπνοια και ομοθυμία των πολιτών. Ίσως, φοβάται ο Πλάτωνας «μήπως η επαναστατική ορμή πριν από τη θεμελίωση της «αρίστης πόλεως», παρασύρει σε πρωτοβουλίες έξαλλες».

Η συμπληρωματική και αόριστη φράση: «και πάντα τα τοιαύτα» αποκαλύπτει και υποδηλώνει την καθολική άνθηση πλούσιων ανθρώπινων ικανοτήτων και ενδόφωτη και ενεργητική βίωση σωρείας δυνατοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης.

Ο Αριστοτέλης εξέτασε και αντιμετώπισε το θέμα της αρετής (17) με αναλυτικές ερμηνείες και ολοκληρωμένες αναπτύξεις, σε στενή συνάφεια και αλληλεξάρτηση με το ζήτημα της ευδαιμονίας (18).

Εξαρχής, η ανερεύνηση της αρετής επιδιώκεται από τον Αριστοτέλη με αποκλεισμό της αρετής του σώματος και με σαφείς και εύχυμες ψυχολογικές διαφορίσεις, προσδιοριστικές του λογικού πεδίου της.

Η διάκριση δύο ειδών ελλόγου, «δηλαδή του αυτοκαθοριστικού ή καθοριστικού τυχόν και του επιθυμητικού σε αντιδιαστολή προς το ετεροκαθόριστο έτσι επιθυμητικόν» οδηγεί σε μια ανάλογη διάκριση δύο ειδών αρετής: «διορίζεται δε και η αρετή κατά την διαφοράν ταύτην. Λέγομεν γαρ αυτών τας μεν διανοητικάς, τας δε ηθικάς, σοφίαν μεν και σύνεσιν και φρόνησιν διανοητικάς, ελευθεριότητα δε και σωφροσύνην ηθικάς…».

Ο Κων/νος Δεσποτόπουλος αναφέρει σχετικά: «Η διάκριση αυτή διανοητικών αρετών και ηθικών αρετών, η στηριγμένη σε οντολογική διάκριση των στοιχείων της ψυχής, και, συγκεκριμένα, του στοιχείου της με λόγο αυτόδοτο και του στοιχείου της με λόγο ετερόδοτο, εξηγείται ήδη και με προβολή της γενετικής διαφοράς των δύο ειδών της αρετής: «διττής δε της αρετής ούσης… η μεν διανοητική το πλείον εκ διδασκαλίας έχει και την γένεσιν και την αύξησιν, διόπερ εμπειρίας δείται και χρόνου, ή δ’ ηθική εξ έθους περιγίγνεται, όθεν και τούνομα έσχηκε μικρόν παρεκκλίνον από του έθους» (19).

Βασικό συστατικό στοιχείο της αρετής, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η αποφυγή των δύο κάθε φορά ακροτήτων, (20) ενώ σημαντική αξία για το κάθε θέμα της αρετής έχει «η ριζική διάταση της ψυχής με την ηδονή και τη λύπη» (21).

Ύστερα από αξιόλογες αναλύσεις και επεξηγήσεις, τίθεται το ερώτημα: «τι εστίν η αρετή». Η απάντηση είναι ουσιαστική: «επεί ουν τα εν τη ψυχή γινόμενα τρία εστί, πάθη δυνάμεις έξεις, τούτων αν τι είη η αρετή».

Διευκρινίζεται, όμως, ότι η αρετή δεν είναι δυνατό να συμπεριληφθεί στα «πάθη», δηλαδή «επιθυμίαν οργήν φόβον θράσος φθόνον χαράν φιλίαν μίσος πόθον ζήλον έλεος, όλως οις έπεται ηδονή ή λύπη», ούτε και στις «δυνάμεις», και, συνεπώς, καταλήγουμε θετικά στο αναντίρρητο συμπέρασμα: «ει ουν μήτε πάθη εισίν αι αρεταί μήτε δυνάμεις, λείπεται έξεις αυτάς είναι» (22)

Ανευρέθηκε και εντοπίστηκε έτσι το γένος και η καταγωγή της αρετής, όμως, η προσπάθεια συνεχίζεται, γιατί για το σαφή και ολοκληρωμένο καθορισμό της: «δει δε μη μόνον ούτως ειπείν, ότι έξις, αλλά και ποια τις», δηλαδή η αρετή. Τονίζεται ήδη και πάλι η καίρια σημασία που έχει, για την αρετή και γενικότερα, η επίτευξη του μέσου και η αποφυγή των ακροτήτων (23) σε αντιστοιχία με την αριστοτελική θεωρία για τις «εναντιότητες» (24).

Ήδη, ύστερα από τις βάσιμες αυτές αποζητήσεις και ανερευνήσεις και ουσιώδεις εκτυλίξεις και αναλυτικές ερμηνείες, δίνεται ο περιώνυμος ορισμός της αρετής: «έστιν άρα η αρετή έξις προαιρετική, εν μεσότητι ούσα τη προς ημάς, ωρισμένη λόγω και ω αν ο φρόνιμος ορίσειεν» (25).

Η αρετή στην εννοιακή της άποψη εμφανίζεται σαν μεσότητα, ενώ στην αξιακή της εκδοχή σαν ακρότητα, δηλαδή σαν «άκρατη είτε ακέραιη έφεση ή και ενσάρκωση της αξίας».

Επειδή συχνά επιταγή και αίτημα της αρετής είναι η επίτευξη του «μέσου», ο Αριστοτέλης, αφού παρουσιάζει μια σειρά από συγκεκριμένες αρετές μαζί με τις πλαισιωτικές τους κακίες, παραθέτει μια διδασκαλία για τον τρόπο πραγματοποίησης του «μέσου».

Συγκεφαλαιώνεται δε η πρακτική αυτή διδασκαλία με τις εχέφρονες και ήρεμες αυτές απόψεις: «… η μέση έξις εν πάσιν επαινετή, αποκλίνειν δε δει οτέ μεν την υπερβολήν οτέ δε την έλλειψιν. Ούτω γαρ ράστα του μέσου και του ευ τευξόμεθα».

Η αρετή, γνώρισμα των εκλεκτών φύσεων, ανώτερο ήθος του ανθρώπου, είναι ηθικό αγώνισμα, είναι άθλος. Αυτή μας οπτασιάζει και μας αναδείχνει σε ακάματους σπορείς ελπιδοφόρων χρησμών στα πέρατα της οικουμένης.

Αυτή μας οδηγεί στην κατάφωτη θεϊκή αποκάλυψη πως ό,τι χάθηκε στο φανερό κόσμο της υλικής ζωής μπορεί ν’ ανακτηθεί στης ψυχικής ζωής το μυστικό κόσμο.

Η απάντηση είναι καταφατική στο πόσο έχουμε δίκαιο να νιώθουμε περήφανοι και γεμάτοι ελπίδα. «Η απόφαση απόκειται στον άνθρωπο.», τονίζει ο Έριχ Φρομ, «Απόκειται στην ικανότητά του να πάρει τον εαυτό του, τη ζωή και την ευτυχία του στα σοβαρά. Απόκειται στην επιθυμία του να αντιμετωπίσει το ηθικό πρόβλημα, το δικό του και της κοινωνίας του. Απόκειται στο θάρρος του να είναι ο εαυτός του και να υπάρχει για τον εαυτό του». (26).

Ηθικό μας έρμα και υψωτική δύναμη ας είναι η ενδόφωτη και ενεργητική βίωση της αρετής, αυτής που ανθίζει γνήσιες ανθρωπιστικές ιδέες και δίνει πραγματικό νόημα στην ύπαρξή μας και στηρίζει το κύριο έργο του ανθρώπου στη ζωή, δηλαδή να δώσει γένεση στον εαυτό του, να γίνει αυτό που είναι δυνητικά.

Υμνούμε τη ρίζα του ψυχικού μας δέντρου, την αείζωη, αειθαλή και αείκαρπη, που κι αν όλα τ’ άλλα φυλλορροήσουν, κεραυνωθούν και σβήσουν, αυτή είναι ακόμα ικανή να δώσει, από τα κατάβαθα του Κόσμου, «ζωοποιούς χυμούς και ανθοφόρες δυνάμεις». Στην αρετή τον απέραντο αίνο αναπέμπω, σ’ αυτή που απευθύνονται και ανήκουν οι υμνητικοί εναρκτήριοι στίχοι του παιάνα προς Ερμεία, που έγραψε σαν φιλόσοφος αγωνιστής ο Αριστοτέλης:

«Αρετά πολύμοχθε γένει βροτείω,
θήραμα κάλλιστον βίω,
σας πέρι, παρθένε, μορφάς,
και θανείν ζηλωτός εν Ελλάδι πότμος,
και πόνους τλήναι μαλερούς και ακάμαντας
». (27).
------------------------
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
  1. Κων. Σπετσιέρη, Η ψυχική ζωή του ανθρώπου, Αθήναι, 1960, σελ. 366
  2. π.χ. Ομήρου, Ιλιάδα, Ο 641 κ. επ.
  3. Ησίοδου, Έργα και Ημέραι, 289 – 292: «της δ’ αρετής ιδρώτα θεοί προπάροιθεν έθηκαν αθάνατοι, μακρός δε και όρθιος οίμος ες αυτήν και τρηχύς το πρώτον, επήν δ’ εις άκρον ίκηαι, ρηιδίη δη έπειτα πέλει, χαλεπή περ εούσα». (Μπροστά στην αρετή οι αθάνατοι θεοί έβαλαν τον ιδρώτα. Ο δρόμος δε προς αυτήν είναι μακρύς και ανηφορικός και στην αρχή ανώμαλος. Όταν, όμως, πλησιάζει προς το τέλος, από εκεί πια γίνεται εύκολος, από δύσκολος που ήταν πριν).
  4. Κ.Ι. Δεσποτόπουλου, Μελετήματα Φιλοσοφίας, Αθήναι, 1978, σελ. 113
  5. Πλάτωνα, Μένων, 99ε – 100α
  6. Πλάτωνα, Πολιτεία, Η, 553, c,d
  7. Κ.Ι. Δεσποτόπουλου, Μελετήματα Φιλοσοφίας, Αθήναι, 1978, σελ. 116
  8. Ο όρος «ορθή πολιτεία» χρησιμοποιείται από τον ίδιο τον Πλάτωνα, ιδέ Πολιτεία, 544α, 449α και Επιστολή Ζ΄ 330ε
  9. Πλάτωνα, Μένων, 99ε
  10. Κ.Ι. Δεσποτόπουλου, Πολιτική Φιλοσοφία του Πλάτωνος, Αθήναι, 1980, έκδ. Β΄, σελ. 58
  11. Πλάτωνα, Πολιτεία, 495b. Πβλ και 491ε: «ασθενή δε φύσιν μεγάλων ούτε αγαθών ούτε κακών αιτίαν ποτέ έσεσθαι».
  12. Πλάτωνα, Πολιτεία: «τοις μεν προσήκει φύσει άπτεσθαι τε φιλοσοφίας ηγεμονεύειν τ΄ εν πόλει, τοις δ’ άλλοις μήτε άπτεσθαι ακολουθείν τε τω ηγουμένω», 474bc
  13. Πλάτωνα, Πολιτεία: «νους ουκ ένεστιν αυτώ, δείται δε, το δε ου κτητόν μη δουλεύσαντι τη κτήσει αυτού», 494d
  14. Πλάτωνα, Πολιτεία: «και τα ψυχάς… τας ευφυεστάτας κακής παιδαγωγίας τυχούσας διαφερόντως κακάς γίγνεσθαι», 419ε
  15. Πλάτωνα, Πολιτεία: «οίαι ούσαι φύσεις ψυχών εις ανάξιον και μείζον εαυτών αφικνούμεναι, επιτήδευμα…» 491α
  16. Κ.Ι. Δεσποτόπουλου, Πολιτική Φιλοσοφία του Πλάτωνος, Αθήναι, 1980, έκδ. Β΄, σελ. 62
  17. Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, Α13 – Γ8, 1102α – 1115α
  18. Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια: «επεί δ’ εστίν η ευδαιμονία ψυχής ενέργειά τις κατ΄ αρετήν τελείαν, περί αρετής επισκεπτέον», 1102α
  19. Κ.Ι. Δεσποτοπούλου, Μελετήματα Φιλοσοφίας, Αθήναι, 1978, σελ. 121
  20. Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια: «πρώτον ουν τούτο θεωρητέον, ότι τα τοιαύτα πέφυκεν υπ’ ενδείας και υπερβολής φθείρεσθαι… ώσπερ επί της ισχύος και της υγείας… ούτως ουν και επί σωφροσύνης και ανδρείας έχει και των άλλων αρετών», 1104α
  21. Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια: «περί ηδονάς γαρ και λύπας εστίν η ηθική αρετή, δια μεν γαρ την ηδονήν τα φαύλα πράττομεν, δια δε την λύπην των καλών απεχόμεθα… και δια τούτ’ αν ειη η αρετή περί ηδονάς και λύπας», 1104b
  22. Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, 1106α
  23. Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, 1106α – 1106b
  24. Αριστοτέλη, Μετά τα Φυσικά, Δ 10, Ι5-9, κ.άλλ.
  25. Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, 1106b – 1107α
  26. Έριχ Φρομ, Ο άνθρωπος για τον εαυτό του, Αθήναι, 1974, μτφρ. Δημ. Θεοδωρακάτου, σελ. 310
  27. «Αρετή, που αποκτιέσαι με πολύ κόπο απ’ το ανθρώπινο γένος, είσαι ο πιο ωραίος σκοπός της ζωής, για τη δική σου αγνή μορφή και να πεθάνει κανείς στην Ελλάδα θεωρείται ο πιο αξιοζήλευτος θάνατος, ακόμα και να υπομείνει πόνους σφοδρούς και ακατάπαυστους. » Αριστοτέλη, Ύμνος στην αρετή, Ανθ. Στοβ Α, 12.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου