Ο Αριστοτέλης στο έργο του Περί Ψυχής συνεχίζοντας τη διερεύνηση των αισθήσεων θα εμβαθύνει περισσότερο στο ζήτημα της όσφρησης: «η όσφρηση πραγματοποιείται χάρη σε κάποιο ενδιάμεσο στοιχείο, τον αέρα για παράδειγμα ή το νερό· γιατί και τα ζώα που βρίσκονται μέσα στο νερό δίνουν την εντύπωση πως έχουν την αίσθηση της οσμής» (421b 10-11).
Για να δοθούν κι επιπλέον πληροφορίες: «Και ισχύει το ίδιο για τα έναιμα και για τα άναιμα, όπως και για εκείνα που ζουν στον αέρα· γιατί μερικά από τα ένυδρα ξεκινούν από μακριά για να βρουν την τροφή, όταν αντιληφθούν την οσμή της» (421b 12-14). Ο Αριστοτέλης για μια ακόμη φορά βασίζεται στην παρατήρηση μεταφέροντας στο συλλογισμό του τα αποτελέσματά της.
Η φιλοσοφική του σκέψη, αλληλένδετη με τα συμπεράσματα των φυσικών επιστημών, ξεδιπλώνεται συμπλέοντας με τις υποδείξεις των ατράνταχτων δεδομένων. Τα ένυδρα ζώα μέσω της όσφρησης είναι σε θέση να ταξιδέψουν μεγάλες αποστάσεις μέσα στο νερό προκειμένου να βρουν τροφή. Η φιλοσοφική σκέψη είναι αδύνατο να μη συμπεριλάβει στις έρευνές της αυτή την ακλόνητη αλήθεια.
Επί της ουσίας παρακολουθούμε τη φιλοσοφική προσέγγιση της ψυχής μέσα από καθαρά υλικές βάσεις. Η ψυχή, αν και άυλη, υπόκειται στους νόμους της ύλης που εκφράζονται από τα χειροπιαστά δεδομένα της παρατήρησης. Εντασσόμενη μέσα στο σώμα κι έχοντας ως προϋπόθεση την ύπαρξή του για να λειτουργήσει, από θέση αρχής τίθεται μέσα στο πλαίσιο της διερεύνησης της ύλης. Οτιδήποτε ξεπερνά αυτή την αρχή κρίνεται αδιάφορο, αφού είναι αδύνατο να αποδειχθεί χειροπιαστά παραμένοντας στο πλαίσιο μιας θεωρίας που η αποδοχή ή η απόρριψή της επαφίεται στην καλή θέληση του αναγνώστη.
Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης είναι αδύνατο να ικανοποιηθεί από την περί ψυχής θεωρία του Πλάτωνα που βασίζεται σε κατασκευές από θέση αρχής αναπόδεικτες. Το αδύνατο της υλικής τεκμηρίωσης των πλατωνικών ιδιοτήτων της ψυχής τόσο στον τομέα της αθανασίας της όσο και στη δυνατότητα να αλλάζει σώματα και να μεταστρέφεται ενθυμούμενη το αγαθό είναι αδύνατο να συμβιβαστεί με την αυστηρή αριστοτελική μεθοδολογία. Και μόνο ο ασαφής τρόπος που θέτει ο Πλάτωνας την έννοια του αγαθού αρκεί για να επιφέρει την αμφισβήτηση του μαθητή του.
Ο Αριστοτέλης επιθυμεί να φέρει στη φιλοσοφική σκέψη τα επιστημονικά δεδομένα που προϋποθέτουν τη μελέτη και την αυστηρή παρατήρηση της ύλης ως απαρέγκλιτη ιδεολογική βάση κάθε θεωρητικού σχήματος που μπορεί να υποστηριχθεί. Φιλοσοφική αντίληψη που στερείται υλικού υπόβαθρου μοιάζει μετέωρη, αφού αναγκαστικά δε θεμελιώνεται στις αναμφισβήτητες αρχές που μόνο η ύλη μπορεί να προσδώσει.
Το ότι η ψυχή δεν υφίσταται χωρίς το σώμα καταδεικνύει ότι οι ιδιότητες της σωματικής ύλης δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αφορούν και την ψυχή δίνοντάς της το υλικό επίχρισμα που θα αποτελέσει αφετηρία της έρευνας. Η μελέτη της σωματικής λειτουργίας και η διεξοδική διερεύνηση των αισθήσεων, ως ξεκάθαρη σωματική απόρροια, καταδεικνύουν επακριβώς τις αυστηρά υλικές, δηλαδή αδιαπραγμάτευτα επιστημονικές διαστάσεις, που υπαγορεύουν οι απαιτήσεις της συνεπέστερης ορθολογικής μεθοδολογίας. Η ψυχή αποδιδόμενη ως μορφή του σώματος θα υπαχθεί το πλησιέστερο δυνατό σε αυτούς τους όρους που ασφαλώς αποκλείουν κάθε δυνατότητα αθανασίας ή μετάβασης ή παντογνωσίας ή οτιδήποτε τέτοιο.
Από αυτή την άποψη, τα αισθητικά χαρακτηριστικά των ψαριών κρίνονται άκρως ενδιαφέροντα, αφού οι αισθήσεις δεν μπορούν παρά να λειτουργήσουν ως όργανα που θα θρέψουν την ψυχή με τις εμπειρίες που είναι σε θέση να προσφέρουν. Η κατάδειξη των διαφορετικών αισθητικών δυνατοτήτων των όντων δεν είναι παρά η κατάδειξη της διαφορετικότητας που πλάθουν τις γνωστικές τους εμπειρίες, δηλαδή η διαφοροποίηση της ψυχής τους που διαμορφώνεται μέσα σε άλλα δεδομένα αντίληψης. Σε τελική ανάλυση, για κάθε ον η ψυχή του είναι αλληλένδετη με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον κόσμο, δηλαδή τον τρόπο που λειτουργούν οι αισθήσεις του. Από αυτή την άποψη, οι διαφορές αυτών ανάμεσα στα ζώα κρίνονται εξόχως ενδιαφέρουσες.
Κατ’ επέκταση, οι διαφορές των αισθητικών ερεθισμάτων του ανθρώπου θα καθρεφτίσουν και τη διαφορετικότητα της δικής του ψυχής σε σχέση με τα άλλα όντα: «Γι’ αυτό και φαίνεται να υπάρχει δυσκολία, αν όλα τα ζώα οσφραίνονται με τον ίδιο τρόπο, ενώ ο άνθρωπος οσφραίνεται όταν εισπνέει· ενώ, όταν δεν εισπνέει, αλλά εκπνέει ή κρατά την αναπνοή του, δεν οσφραίνεται ούτε από μακριά ούτε από κοντά, ακόμη κι αν τοποθετήσουμε το οσφραντό στο εσωτερικό και πάνω στο ρουθούνι» (421b 14-18).
Η αδυναμία του ανθρώπου να αισθανθεί την οσμή πέρα από τη στιγμή της εισπνοής αποτελεί κατά τον Αριστοτέλη ιδιαίτερο γνώρισμά του, αφού όλα τα άλλα ζώα δεν υφίστανται τέτοιο περιορισμό: «… να μην αισθάνονται χωρίς να αναπνέουν είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ανθρώπων· κι αυτό γίνεται φανερό σε όσους το επιχειρήσουν. Επομένως, τα άναιμα, αφού δεν αναπνέουν, μπορεί να έχουν κάποια άλλη αίσθηση πέρα από αυτές για τις οποίες μιλούμε» (421b 20-23).
Το να διαπιστώσει κανείς το αδύνατο της όσφρησης τη στιγμή που δεν αναπνέει είναι εύκολο. Ο ισχυρισμός, όμως, ότι το ίδιο δεν ισχύει σε κανένα άλλο ζώο χρειάζεται τη δική του επαλήθευση, καθώς δεν μπορεί να γίνει από θέση αρχής δεκτό κάτι τέτοιο. Όσο για την υπόθεση ότι τα άναιμα ενδεχομένως να έχουν κάποια άλλη αίσθηση που αγνοούμε, ο Αριστοτέλης θα σπεύσει να τη διαψεύσει: «Αλλά αυτό είναι αδύνατο, αφού αισθάνονται την οσμή· γιατί η αίσθηση του οσφραντού είναι όσφρηση και εκείνου που μυρίζει άσχημα και εκείνου που μυρίζει καλά. Ακόμη, είναι φανερό πως πεθαίνουν από τις ισχυρές οσμές από τις οποίες πεθαίνει και ο άνθρωπος· όπως για παράδειγμα από την οσμή της ασφάλτου και του θείου και των παρόμοιων. Απαραίτητα, λοιπόν, έχουν όσφρηση αλλά χωρίς να αναπνέουν» (421b 23-28).
Το κατά πόσο τα ζώα και οι άνθρωποι πεθαίνουν λόγω οσμής από το θείο ή την άσφαλτο είναι κάτι που επίσης οφείλει να διερευνηθεί. Το ζήτημα όμως δεν έχει να κάνει με υποδείξεις τέτοιου είδους, αλλά με τη συγκρότηση της μεθοδολογίας που κατατίθεται ως αιώνιο εργαλείο στην ανθρωπότητα. Θα έλεγε κανείς ότι εκτυλίσσεται η μέθοδος που θα επιφέρει την καθαρή επιστημονική έρευνα των σύγχρονων δεδομένων.
Ο Αριστοτέλης χωρίς όργανα μέτρησης, χωρίς δυνατότητες αξιόπιστης πειραματικής επαλήθευσης, χωρίς εργαλεία που να καταδεικνύουν τις δυνατότητες των ζώων, αλλά με βάση τις προσωπικές-ανθρώπινες αντιληπτικές δυνατότητες θα προσπαθήσει να διεισδύσει στη φύση όλων των όντων βγάζοντας καθολικά συμπεράσματα. Η απόπειρα κατάδειξης όλων των λεπτομερειών και όλων των λεπτών αποχρώσεων σε κάθε θέμα που διερευνάται είναι η μεθοδολογική παρακαταθήκη του Αριστοτέλη προς την ανθρωπότητα. Η άποψη ότι θεμελιώνει την επιστημονική έρευνα δεν κρίνεται υπερβολική.
Όμως, οι διαφορές των αισθήσεων του ανθρώπου με τα άλλα όντα δεν αφορούν μόνο την όσφρηση: «Φαίνεται τώρα ότι στους ανθρώπους αυτό το αισθητήριο διαφέρει από το ίδιο αισθητήριο των άλλων ζώων, όπως διαφέρουν τα ανθρώπινα μάτια από τα μάτια των σκληροφθάλμων· γιατί τα μάτια του ανθρώπου έχουν τα βλέφαρα για προφύλαξη και σαν κάλυμμα, κι αν ο άνθρωπος δεν τα κινήσει ή δεν τα ανασηκώσει, δε βλέπει· τα σκληρόφθαλμα ζώα, όμως, δεν έχουν τίποτα παρόμοιο, αλλά βλέπουν αμέσως όσα συμβαίνουν μέσα στο διαφανές» (421b 29-34).
Υπενθυμίζοντας ότι ως διαφανές ορίζεται η ουσία που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα μάτια και το αντικείμενο της όρασης επιτρέποντας τη λειτουργία της γίνεται σαφές πως και σε αυτή την περίπτωση τα όντα συμπεριφέρονται με διαφορετικό τρόπο. Η κατασκευή των ματιών διαφέρει προσδίδοντας διαφορετικές δυνατότητες. Άλλα ζώα έχουν οξυμμένη όραση κι άλλα όχι, ενώ κάποια μπορεί να μην έχουν και καθόλου.
Τα σκληρόφθαλμα έχουν διαρκώς ανοιχτά τα μάτια χωρίς τη δυνατότητα να τα προστατεύουν από τα βλέφαρα. Η διαφοροποίηση αυτή, όσο μικρή ή επουσιώδης κι αν φαίνεται, σηματοδοτεί μια χαοτική απόσταση ανάμεσα στα όντα σε σχέση με την αντιληπτική δυνατότητα της όρασης.
Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει την αναλογία ανάμεσα στην όσφρηση και την όραση καταδεικνύοντας το διαφορετικό τρόπο που λειτουργούν από ζώο σε ζώο: «Έτσι, και το αισθητήριο της όσφρησης σε άλλα ζώα είναι ακάλυπτο, όπως το μάτι, ενώ σε άλλα που δέχονται μέσα τους τον αέρα έχει επικάλυμμα, το οποίο όταν αναπνέουν αποκαλύπτεται, καθώς διευρύνονται τότε οι φλέβες και οι πόροι. Και γι’ αυτό τα ζώα που αναπνέουν δε μυρίζουν μέσα στο νερό· γιατί, για να οσφρανθούν, είναι ανάγκη να αναπνέουν και αυτό είναι αδύνατο να το κάνουν μέσα στο νερό» (422a 1-7).
Οι δυνατότητες και οι συνθήκες διαφέρουν καταδεικνύοντας τη διαφορετική σωματική κατασκευή των όντων, που σε άλλα επιτρέπει και σε άλλα δεν επιτρέπει να συμπεριφερθούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Το βέβαιο είναι ότι σε όλες τις αισθήσεις αντιστοιχούν κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: «Η οσμή έχει να κάνει με το ξηρό, όπως η γεύση με το υγρό στοιχείο· και το αισθητήριο της όσφρησης είναι δυνάμει ξηρό» (422a 7-9).
Ο Αριστοτέλης θα προχωρήσει στην αίσθηση της γεύσης: «Το γευστό, τώρα, είναι κάτι απτό· και αυτό είναι η αιτία που δεν είναι αισθητό μέσω κάποιου ενδιάμεσου ξένου σώματος· γιατί ούτε η αφή γίνεται έτσι αισθητή» (422a 10-12).
Για να συμπληρώσει αμέσως: «Και το σώμα στο οποίο υπάρχει η γεύση, το γευστό δηλαδή, βρίσκεται μέσα στο υγρό, που θεωρείται ύλη του· και το υγρό είναι κάτι απτό. Γι’ αυτό, ακόμη κι αν βρισκόμασταν μέσα στο νερό, θα το αισθανόμασταν, αν έριχναν μέσα κάτι γλυκό· και δε θα είχαμε την αίσθηση αυτή χάρη στο ενδιάμεσο, αλλά επειδή το γλυκό αναμίχθηκε με το υγρό, όπως γίνεται και με το ποτό. Το χρώμα, όμως, δε γίνεται ορατό έτσι, δηλαδή με την ανάμιξη ούτε με τις απορροές του» (422a 12-17).
Η απευθείας αίσθηση της γεύσης που δε χρειάζεται καμία διαμεσολάβηση ανάμεσα στο αισθητήριο όργανο που θα την καταγράψει και την ουσία που θα την προσφέρει τη διαφοροποιεί από την όραση που χωρίς τη διαμεσολάβηση του διαφανούς (αέρα) είναι αδύνατο να γίνει αντιληπτή. Όμως, το γεγονός ότι η γεύση βρίσκεται μέσα στο υγρό, πέρα από το γεγονός ότι η ανάμιξή του γλυκού με το υγρό στοιχείο δεν ακυρώνει την αίσθησή του (σε αντίθεση με το χρώμα), έχει και μια επιπλέον απόδειξη: «… τίποτα δεν προκαλεί το αίσθημα της γεύσης χωρίς υγρότητα, αλλά είτε σε εντελέχεια είτε σε δυνατότητα πρέπει να έχει υγρότητα, όπως για παράδειγμα το αλμυρό· γιατί αυτό και εύκολα λιώνει και ασκεί αυτή του την ενέργεια πάνω στη γλώσσα» (422a 19-22).
Και όχι μόνο αυτό: «Επειδή το γευστό είναι υγρό, είναι ανάγκη και το αισθητήριό του ούτε υγρό σε εντελέχεια να είναι ούτε πάλι να είναι αδύνατο να υγραίνεται. Είναι ανάγκη να υγρανθεί, επομένως, εκείνο που μπορεί να υγραίνεται χωρίς να καταστρέφεται, αλλά δεν είναι υγρό, δηλαδή το αισθητήριο της γεύσης. Και η απόδειξη είναι πως η γλώσσα δεν αισθάνεται ούτε όταν είναι κατάξηρη ούτε όταν είναι πολύ υγρή· γιατί στην τελευταία περίπτωση η επαφή γίνεται με την αρχική υγρασία της γλώσσας· και είναι όπως, όταν, αφού δοκιμάσει κάποιος πρώτα μια ισχυρή γεύση, δοκιμάζει μετά κάποια άλλη. Έτσι συμβαίνει και με τους άρρωστους, στους οποίους όλα φαίνονται πικρά, επειδή αισθάνονται με τη γλώσσα γεμάτη μια τέτοια υγρότητα» (422b 11).
Το κατά πόσο μπορεί να πείθουν οι συλλογισμοί που κατατάσσουν τη γεύση στο υγρό επαφίεται στην κρίση του καθενός. Το βέβαιο είναι ότι η ίδια η διαδικασία της γευστικής αντίληψης παραπέμπει στην υγρότητα με την έκκριση του σάλιου μέσα στο στόμα. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει με βεβαιότητα την άποψη ότι το υγρό μπορεί να θεωρηθεί «ύλη της γεύσης» (422a 13).
Από κει και πέρα, ο Αριστοτέλης θα αναφερθεί στα είδη των γεύσεων ακολουθώντας την αυστηρότητα της μεθοδολογίας του: «Τα είδη τώρα των γεύσεων, όπως συμβαίνει και στα χρώματα, στην απλούστερη μορφή τους είναι τα αντίθετα: το γλυκό και το πικρό· και το πρώτο το ακολουθεί το λιπαρό, ενώ το άλλο το αλμυρό· ενώ ανάμεσα σε αυτά υπάρχει το δριμύ και το τραχύ και το στυφό και το ξινό· γιατί, περίπου, αυτές φαίνεται πως είναι οι διαφορές στις γεύσεις. Επομένως, η ικανότητα της γεύσης είναι αυτή που δυνάμει έχει τις ιδιότητες που αναφέραμε, ενώ γευστό είναι εκείνο που την κάνει να περάσει στην εντελέχεια» (422b 11-17).
Η κατάδειξη των γευστικών αποχρώσεων θα τεθεί ως επιπλέον παράγοντας της διαμόρφωσης της ψυχής. Η ψυχή τρεφόμενη από τις εμπειρίες δεν μπορεί παρά να διαπλάθεται από τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Οι αισθήσεις είναι δυνατό να συνδεθούν με μνήμες, δηλαδή να προσδώσουν συναισθηματική διάσταση σε ό,τι αντιλαμβάνονται. Τα τραγούδια, ως καλλιτεχνική εκδοχή του ήχου είναι σε θέση να οδηγήσουν σε έντονες συναισθηματικές εξάρσεις επιτείνοντας τόσο τη χαρά όσο και τη λύπη.
Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να λειτουργήσουν τα χρώματα σε έναν πίνακα ζωγραφικής. Η γεύση δεν εξαιρείται από αυτού του είδους τη δυναμική. Γεύσεις και μυρωδιές συνδεόμενες με συνήθειες και συναισθήματα παλαιών εποχών που δε θα επιστρέψουν μπορούν να γεννήσουν συγκινήσεις. Η γεύση του παραδοσιακού ψωμιού που θυμίζει εκείνο της γιαγιάς και που παραπέμπει ευθέως σε συναισθήματα της παιδικής ηλικίας που δε θα ξανάρθει είναι πρωτίστως συναισθηματικό θέμα.
Η ψυχή θα γεννήσει συναισθήματα που αναπόσπαστα συνδέονται με τις αισθήσεις. Κι αυτή ακριβώς είναι η λειτουργία της ψυχής, που είναι άυλη και που λειτουργεί με τρόπο επίσης άυλο κι ωστόσο τόσο στενά αλληλένδετο με τον υλικό κόσμο. Θα έλεγε κανείς ότι βρισκόμαστε μπροστά στην άυλη εκδοχή της ύλης.
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου