Ζούμε σε μια εποχή με έντονο διχασμό, απόλυτες σκέψεις και μεγάλη δυσκολία στον διάλογο και την επικοινωνία. Η οριακή σκέψη «άσπρο-μαύρο» είναι ιδιαίτερα εμφανής στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτήν την πραγματικότητα τη βλέπουν, τη διαβάζουν, την απορροφούν τα παιδιά και οι έφηβοι. Ταυτόχρονα έχουν να αντιμετωπίσουν και τα προβλήματα των οικογενειών τους, που είναι οικονομικής ή συναισθηματικής φύσης. Τα παιδιά και οι έφηβοι στρέφονται με τη σειρά τους στο διαδίκτυο, δηλαδή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα βιντεοπαιχνίδια. Ο εθισμός στο διαδίκτυο είναι μία νέα μορφή εξάρτησης. Η Συμπεριφορά Εξάρτησης από το Διαδίκτυο (ΣΕΔ) ορίζεται ως η απώλεια του ελέγχου ανάλογα με τη χρήση του. Το φαινόμενο αυτό με το πέρασμα του χρόνου μπορεί να οδηγήσει σε ελάττωση των κοινωνικών δεξιοτήτων και απομόνωση, επίσης συμβάλει στην παραμέληση σχολικών και δημιουργικών δραστηριοτήτων, της υγείας, της προσωπικής φροντίδας καθώς και της υγιεινής του ατόμου (Gao& Su, 2009).
ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΣΤΕΡΗΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΝ ΨΗΦΙΑΚΟ ΚΟΣΜΟ, ΣΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΒΥΘΙΖΟΝΤΑΙ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΜΕ ΜΙΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ.
Για να βρούμε ποια θα είναι αυτή η εναλλακτική είναι σημαντικό να σκεφτούμε τι τους παρέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα βιντεοπαιχνίδια, τι υποκαθιστούν τελικά και γιατί είναι τόσο συναρπαστικά.
Ένα βιντεοπαιχνίδι στη βάση του είναι μια ιστορία. Είναι ένας ήρωας που ζει μια περιπέτεια. Είναι τελικά ένας άλλος εαυτός του παιδιού, που στην οθόνη μπορεί να είναι τέλειος ή παντοδύναμος, να νικά τους εχθρούς, να εκτονώνεται. Ένας αντίστοιχος ψευδής εαυτός υπάρχει και στην κοινωνική δικτύωση. Ο έφηβος θα καταφέρει μετά από ώρα να βγάλει μια φωτογραφία, θα την επεξεργαστεί με φίλτρα και ύστερα θα προβάλλει στους άλλους την εικόνα αυτού που θα ήθελε να είναι. Μέσω της κοινωνικής δικτύωσης και μερικές φορές μέσω των διαδικτυακών βιντεοπαιχνιδιών τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν επίσης την αίσθηση της επικοινωνίας. Ένας από τους κύριους λόγους συμμετοχής σε διαδικτυακούς τόπους, καταγράφεται το διαδραστικό του κομμάτι, μέσα από την παροχή βοήθειας, τη φιλία και τη σύναψη σχέσεων.
Πώς μπορούμε να δώσουμε την ευκαιρία στα παιδιά και τους εφήβους να ταυτιστούν με έναν ήρωα και μέσα από αυτόν να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους; Πώς μπορούμε να τους βοηθήσουμε να επικοινωνήσουν αληθινά και να προβάλουν τον αληθινό τους εαυτό, που σε αυτήν την ηλικία τόσο διακαώς αναζητούν; Ένας τρόπος ίσως είναι οι ιστορίες ως παιδαγωγικό εργαλείο στην τάξη.
Η σύνθεση και η αφήγηση ιστοριών υπάρχουν όσο υπάρχει και ο ανθρώπινος πολιτισμός. Οι ιστορίες είναι ένας τρόπος να επεξεργαστούμε εσωτερικά και εξωτερικά ζητήματα συναισθηματικά και υπαρξιακά, να εκφραστούμε, να ζήσουμε τελικά μια κάθαρση, όπως έχει υποστηρίξει ο Αριστοτέλης για το δράμα. Θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται στα σχολεία για να βοηθούν τους μαθητές να δομούν εσωτερικά τα όσα τους συμβαίνουν, τα όσα σκέφτονται, τα όσα βλέπουν γύρω τους. Η ιστορία που θα δημιουργήσει ένα παιδί μπορεί να σου μιλήσει μέσα σε λίγα λεπτά για βασικά θέματα που το απασχολούν. Μπορεί να το βοηθήσει να έρθει σε επαφή με τις δυσκολίες του, τα όνειρά του, με την εσωτερική του δύναμη. Με μια ιστορία μπορούμε να δούμε τη διαφορετική πλευρά του κάθε ήρωα και άρα τις διαφορετικές πλευρές της πραγματικότητας. Μπορούμε να μάθουμε να ακούμε τον διπλανό μας αλλά και να πάρουμε διδάγματα για αναπόφευκτες αλήθειες της ζωής, όπως η απώλεια, η αποτυχία, η διαφορετικότητα, η μοναξιά, η ανθρώπινη αδυναμία. Ο Victor Frankl έχει γράψει πως το συναίσθημα, το οποίο σημαίνει πόνος, παύει να είναι πόνος μόλις δημιουργήσουμε μια σαφή και ακριβή εικόνα του.
Δουλεύοντας με παιδιά και εφήβους (τυπικής ανάπτυξης και με αναπτυξιακές δυσκολίες) με βασικό άξονα τη σύνθεση ιστοριών βλέπω όλο και περισσότερο πως τα παιδιά και οι έφηβοι έχουν μέσα τους τις ιστορίες. Όταν τους προσεγγίσεις με σωστό τρόπο, με σεβασμό, χωρίς κριτική και είσαι έτοιμος να ακούσεις αυτό που θα πουν, να διαβάσεις αυτό που θα γράψουν, απολαμβάνουν αυτήν την επικοινωνία και τη ζητούν. Η Φρανσουάζ Ντολτό έχει γράψει πόσο σημαντικό είναι να αναγνωρίζουμε στα παιδιά «υπόσταση υποκειμένου». Κάθε παιδί έχει επιθυμίες, συγκινήσεις και γνώμη που ίσως διαφέρει από τη δική μας και αυτό πρέπει να το θυμόμαστε. Μέσα από τις ιστορίες μπορεί να εκφράσει με ασφαλή τρόπο τις επιθυμίες, τις συγκινήσεις, τη γνώμη του.
Η σύνθεση ιστοριών είναι ίσως μια έμφυτη ικανότητα που υπάρχει στον άνθρωπο από νωρίς. Εμφανίζεται όμως νωρίς και στη διαδικασία της ανάπτυξης. Τα παιδιά τριών ετών θα πουν μια ιστορία, όταν θα μας δείξουν τη ζωγραφιά τους. Σύμφωνα με τον Ζάχαρη, «το πληροφοριακό περιεχόμενο της παιδικής ιχνογράφησης μπορεί να θεωρηθεί ως αφήγηση εικόνων». Ίσως αυτή η ικανότητα, επειδή δεν ενισχύεται από το περιβάλλον, σταδιακά χάνεται. Θα έπρεπε να την ενισχύει το εκπαιδευτικό σύστημα, αν θέλει να βγάζει ανθρώπους δημιουργικούς, με ελεύθερη σκέψη, που δεν φοβούνται να εκφράσουν το είναι τους, που δεν μισούν, που αγαπούν τη μάθηση, που μπορούν να εκτίθενται και να παραλλάσουν ευέλικτα αυτό που δημιουργούν. Σύμφωνα με την Judith Aron Rubin, δημιουργική διαδικασία σημαίνει «μαθαίνω να αφήνομαι» και χρειάζεται να προχωράμε με τα μάτια ανοιχτά σεβόμενοι την αξία του κάθε παιδιού και τη δύναμη των καλλιτεχνικών διαδικασιών.
Και η Νευροψυχολογία επιβεβαιώνει τη συμβολή των ιστοριών στη συναισθηματική νοημοσύνη. Φαίνεται πως η δραστηριότητα των κατοπτρικών νευρώνων του εγκεφάλου, όταν βιώνουμε ένα γεγονός είναι ίδια με τη δραστηριότητα των κατοπτρικών νευρώνων, όταν φανταζόμαστε έναν άνθρωπο να βιώνει το γεγονός. Αυτή η δραστηριότητα είναι κλειδί για την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης (Carr et al, 2003). Αυτό συμβαίνει όταν συνθέτουμε, αφηγούμαστε ή ακούμε μια ιστορία. Για να έχει ένας άνθρωπος υγιείς και λειτουργικές σχέσεις είναι απαραίτητο να έχει ενσυναίσθηση.
Σύμφωνα με τη Θεωρία της Διεύρυνσης και Δόμησης Θετικών Συναισθημάτων της Barbara Fredrickson, που διατυπώθηκε μετά από σειρά ερευνών, τα θετικά συναισθήματα σχετίζονται με την αύξηση της δημιουργικότητας, της αισιοδοξίας και της ποιότητας ζωής. Οξύνουν την προσοχή και την αντίληψη, βελτιώνουν τη γνωστική ικανότητα, παρακινούν σε δράση, προσφέρουν περισσότερους φυσικούς, κοινωνικούς και διανοητικούς πόρους, ερεθίσματα και ισχυρότερα κίνητρα. Το σχολείο του 21ου αιώνα λοιπόν καλείται να έχει περισσότερη χαρά και λιγότερο καταναγκασμό. Φαίνεται πως η χαρά δεν εμποδίζει αλλά αντίθετα διευκολύνει τη μάθηση. Οι ιστορίες είναι ένας τρόπος να μάθουν τα παιδιά, που περιλαμβάνει και την αναψυχή.
Αν θέλουμε τα παιδιά μας να μην εθίζονται στις οθόνες, πρέπει να τους δώσουμε εναλλακτικές έτσι ώστε να μπορούν να εκφράζουν και να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους σε έναν κόσμο που όλο και περισσότερο διχάζεται, όλο και περισσότερο μισεί. Μήπως θα πρέπει τελικά να χρησιμοποιήσουμε τις λέξεις και τα βιβλία όχι μόνο για να βαραίνουμε τις τσάντες των μαθητών, αλλά και για να ελαφρύνουμε την ψυχή τους;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου