Είναι εξαιρετικά δύσκολο μου φαίνεται για οποιονδήποτε άλλον να έχει λιγότερο σε εκτίμηση τον εαυτό του ή ακόμα για οποιονδήποτε άλλον να με έχει σε λιγότερη εκτίμηση από ό,τι εγώ έχω σε εκτίμηση τον εαυτό μου.
Εκτιμώ πως ανήκω στο συνηθισμένο είδος ανθρώπων, με τη μόνη διαφορά πως θεωρώ ότι εκεί πράγματι ανήκω· ένοχος των πιο παρακατιανών και χυδαίων ελαττωμάτων, που όμως ούτε απαρνιέμαι ούτε δικαιολογώ· και δίνω αξία στον εαυτό μου μόνο από το γεγονός ότι ξέρω την αξία μου.
Γιατί, για να λέω την αλήθεια, όποια μορφή και αν πάρουν, όταν πρόκειται για το προϊόντα του νου μου, ποτέ δεν ξεπήδησε κάτι από μένα που να με γέμιζε. Και η επιδοκιμασία των άλλων δεν με αποζημιώνει. Τα γούστα μου αντιλαμβάνονται λεπτές διακρίσεις και δύσκολα ικανοποιούνται, ιδιαιτέρως σε ό,τι σχετίζεται με το άτομό μου· απαρνιέμαι αδιάκοπα τον εαυτό μου και τον νιώθω παντού να αμφιρρέπει και να κάμπτεται από αδυναμία. Τίποτα από ό,τι βρίσκεται στην κατοχή μου δεν ικανοποιεί την κρίση μου. Η ματιά μου είναι αρκετά καθάρια και υπό έλεγχο, αλλά θολώνει όταν είναι να βγάλει αποτέλεσμα, όπως διαπίστωσα ξεκάθαρα στην περίπτωση της ποίησης. Την αγαπώ απέραντα· είμαι αρκετά καλός κριτής των έργων των άλλων· η αλήθεια όμως είναι πως όταν βαλθώ να καταπιαστώ με την ποίηση, είμαι σαν παιδί: βρίσκω τον εαυτό μου ανυπόφορο. Μπορείς να αστειεύεσαι οπουδήποτε αλλού, όχι όμως στην ποίηση:
τους μέτριους ποιητές δεν ανέχονται
ούτε οι θεοί ούτε οι άνθρωποι ούτε όσοι προβάλλουν τα έργα τους
(ΟΡΑΤΙΟΣ)
Ας έδινε ο Θεός αυτή η φράση να βρισκόταν στην πρόσοψη των μαγαζιών όλων των τυπογράφων μας, για να απαγορεύει την είσοδο σε τόσους στιχουργούς:
πράγματι
κανείς δεν είναι πιο αμέριμνος απ’ τον κακό ποιητή.
(ΜΑΡΤΙΑΛΗΣ)
Γιατί να μην έχουμε ανθρώπους [σαν και αυτούς τους Έλληνες που θα αναφέρω]; Ο Διονύσιος ο Πρεσβύτερος δεν είχε από τον εαυτό του τίποτα σε εκτίμηση όσο την ποίησή του. Στην περίοδο των Ολυμπιακών αγώνων, εκτός από άρματα που ξεπερνούσαν όλα τα άλλα σε μεγαλοπρέπεια, έστειλε επίσης σκηνές και κιόσκια βασιλικά, χρυσωμένα και σκεπασμένα με χαλιά για τους ποιητές και μουσικούς που είχαν να παρουσιάσουν τους στίχους του. Όταν ήρθε η ώρα να απαγγελθούν οι στίχοι του, η χάρη και η αρτιότητα της απαγγελίας τράβηξαν στην αρχή την προσοχή του πλήθους· όταν όμως λίγο αργότερα ήρθε η ώρα να ζυγίσει τη μωρολογία του έργου, το κοινό έδειξε πρώτα περιφρόνηση και καθώς η κρίση του άρχισε να γίνεται αυστηρότερη, κυριεύτηκε σε λίγο από μανία και έτρεξε να γκρεμίσει και να ξεσκίσει από αγανάκτηση όλα τα κιόσκια. Και όταν τα άρματά του δεν έκαμαν τίποτα της προκοπής στις αρματοδρομίες και το πλοίο που έφερνε πίσω τους ανθρώπους του έχασε τη Σικελία, σπρώχτηκε από την τρικυμία και κομματιάστηκε πέφτοντας στην ακτή του Τάραντα, ο κόσμος θεώρησε βέβαιο πως ήταν κατατρεγμός των θεών, που είχαν οργισθεί, όπως και το κοινό, για εκείνη την κακή ποίηση. Και οι ίδιοι οι ναύτες που είχαν γλυτώσει από το ναυάγιο, έρχονταν συνεπίκουροι σε αυτήν τη γνώμη του κόσμου, με την οποία επίσης φάνηκε να συμφωνεί κάπως ο χρησμός που προείπε το θάνατό του. Ο χρησμός δήλωσε πως ο Διονύσιος θα πλησίαζε στο τέλος του, όταν θα είχε νικήσει εκείνους που άξιζαν περισσότερο από αυτόν, πράγμα που ο Διονύσιος ερμήνευσε ότι αφορούσε τους Καρχηδόνιους, που τον ξεπερνούσαν σε δύναμη. Και πολεμώντας εναντίον τους απέφευγε συχνά τη νίκη και τη μετρίαζε, για να μην υποστεί τη μοίρα που είχε προβλέψει εκείνη η προφητεία, όμως ερμήνευσε στραβά: γιατί ο θεός αναφερόταν στην εποχή που κέρδισε (με μεροληψίες και αδίκως) το βραβείο στην Αθήνα από καλύτερους τραγικούς ποιητές από ό,τι ο ίδιος, έχοντας δώσει να παίξουν στο διαγωνισμό το έργο του “Τα Λήναια”· ύστερα από αυτήν τη νίκη πέθανε ξαφνικά και εξαιτίας εν μέρει της υπερβολικής χαράς που τον κατέλαβε λόγω αυτού του γεγονότος.
Τα έργα μου απέχουν τόσο από το να μου προσφέρουν ικανοποίηση, ώστε όσες φορές και αν τα αναψηλαφώ, τόσες φορές με σκάζουν:
σαν τα ξαναδιαβάζω, ντρέπομαι που τα έγραψα,
γιατί εγώ που τα έγραψα βλέπω πολλά που κρίνω άξια να
σβηστούν.
(ΟΒΙΔΙΟΣ)
Εξ αυτού συμπεραίνω πως οι παραγωγές εκείνων των γόνιμων και μεγάλων πνευμάτων των περασμένων καιρών είναι πολύ πιο πέρα από το έσχατο όριο όπου απλώνεται η φαντασία και η επιθυμία μου. Τα γραπτά τους δεν με ικανοποιούν και με γεμίζουν μόνο, αλλά μου φέρνουν απορία και με κάνουν να μαρμαρώνω από θαυμασμό. Κρίνω την ομορφιά τους· τη βλέπω, αν όχι ως την άκρη, τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό, ώστε μου είναι αδύνατο να προσπαθήσω να τη φτάσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου