3. Τα ρήματα σε -οῦν
§ 198. Η σημασία των ρημάτων σε -οῦν είναι "επιτελεστική" ή "οργανική", δηλαδή σημαίνουν 'καθιστώ' ή 'εφοδιάζω με κάτι': ὀρθοῦν 'καθιστώ ορθό > ανορθώνω' από το ὀρθός 'όρθιος', στεφανοῦν 'εφοδιάζω με στεφάνι > στεφανώνω' από το στέφανος 'στεφάνι'. Μια παραφυάδα της επιτελεστικής σημασίας είναι η 'θεωρώ ως - ': δικαιοῦν 'θεωρώ δίκαιο' από το δίκαιος ή 'μεταχειρίζομαι ως - ': δηιοῦν (δῃοῦν) 'μεταχειρίζομαι ως εχθρό > σκοτώνω, καταστρέφω' από το δήιος 'εχθρικός'. Η επιτελεστική και η οργανική σημασία συχνά εφάπτονται· υπάρχουν ρήματα που έχουν και τις δύο σημασίες: θηριοῦσθαι 'γίνομαι θηρίο > γίνομαι βάναυσος' και 'γεμίζω με σκουλήκια > σκουληκιάζω', ανάλογα με τα συμφραζόμενα της πρότασης· μερικές φορές καταλήγουν στην ίδια σημασία: κολποῦν 'κάνω (το πανί) κοίλο' ή 'εφοδιάζω με κοίλωμα'.
§ 199. Η οργανική σημασία έγινε επίσης αγαπητή με πολλές εξειδικεύσεις:
'δημιουργώ πάθη ή σωματικές καταστάσεις (Μεσ. - οδηγούμαι σε)': χολοῦν 'γεμίζω με οργή > εξοργίζω', οἰνοῦν 'μεθώ', θυμοῦσθαι 'οργίζομαι'.
'ζημιώνω, τιμωρώ' ή 'δωρίζω, αμείβω με -': θανατοῦν 'δίνω το θάνατο > τιμωρώ με θάνατο', στεφανοῦν 'αμείβω με στεφάνι'.
'κάνω καλό ή κακό· μεταχειρίζομαι με καλό ή κακό τρόπο': κακοῦν 'κάνω κακό (κακόν) > κακομεταχειρίζομαι', ζηλοῦν 'αντιμετωπίζω με φθονερό θαυμασμό > αμιλλώμαι, εξυμνώ, ζηλεύω'.
§ 200. Το αντίθετο της "οργανικής" χρήσης είναι η "αφαιρετική", που δεν είναι άγνωστη και σε άλλους ρηματικούς τύπους και σε συγγενικές γλώσσες (πρβ. γερμ. k ö pfen 'αποκεφαλίζω', sch ä len 'ξεφλουδίζω', λατ. truncus 'κορμός' - truncare 'κουτσουρεύω' και -ίζειν: γυιοῦν 'παραλύω τα μέλη' (Όμ.) από το γυῖα 'μέλη' (σχετικά με το γυιός 'παράλυτος' δες § 24), λεπυριῶσαι· ἐξαχυριῶσαι 'ξεφλουδίζω' (Ησύχιος) από το λεπύριον 'μικρός φλοιός'. Ασφαλώς συχνότερα προηγείται μια αφαιρετική πρόθεση (πρβ. γερμ. ent - haupten 'αποκεφαλίζω', ent - h ü lsen 'αποφλοιώνω'): ἀπο-γυιοῦν (Όμ.), ἐκ-λεπυροῦν (χωρίο στα Anecdota του Bekker).
§ 201. Σε ορισμένες περιπτώσεις μεταξύ ενεργητικού και μέσου ρήματος υπάρχει σχέση αλληλεξάρτησης, καθώς το ενεργητικό σημαίνει 'δίνω, προξενώ', ενώ το μέσο 'δίνομαι, δέχομαι': κομίζειν 'μεταφέρω' - κομίζεσθαι 'μου μεταφέρεται, υποδέχομαι'· το ίδιο και στα ρήματα σε -οῦν:
πιστοῦν 'εξασφαλίζω > υποχρεώνω' - πιστοῦσθαι 'εξασφαλίζομαι > παίρνω εγγυήσεις'.
σημειοῦν 'εφοδιάζω με σημάδι > σημειώνω' - σημειοῦσθαι 'αντιλαμβάνομαι ως ένδειξη' μισθοῦν 'δίνω για ενοικίαση > εκμισθώνω' - μισθοῦσθαι 'παίρνω για ενοικίαση > μισθώνω'.
§ 202. Η δημιουργία των ρημάτων σε -οῦν είναι σε γενικές γραμμές σαφής αλλά όχι σε όλες της τις λεπτομέρειες. Σύμφωνα με την § 187 τα παλιά μετονοματικά από θέματα σε ο λήγουν σε -εῖν· κατά συνέπεια το -οῦν πρέπει να είναι καινοτομία της ελληνικής. Την αφετηρία πρέπει αναμφίβολα να την αναζητήσουμε στα ρήματα σε -ᾶν. Οι σημασιολογικές σχέσεις μεταξύ ονόματος και μετονοματικού είναι ποικίλες στα ρήματα σε -ᾶν, και ιδίως η οργανική χρήση μαζί με τα παρακλάδια της, που παρουσιάσαμε παραπάνω (§ 199 , 201), εμφανίζεται συχνότερα σε αυτά· π.χ.:
'τιμωρώ, δωρίζω': τιμᾶν 'τιμώ' (τιμή), λωβᾶσθαι 'εξυβρίζω' (λώβη).
'κάνω καλό ή κακό': ἀνιᾶν 'στενοχωρώ' (ἀνία), ἀπατᾶν 'εξαπατώ' (ἀπάτη).
'δίνω, δίνομαι': ἐγγυᾶν 'δίνω εγγύηση' - ἐγγυᾶσθαι 'παίρνω εγγύηση' (ἐγγύη).
§ 203. Σύμφωνα με τέτοια πρότυπα, όπου το -ᾶσαι κτλ. βρισκόταν πλάι σε ουσιαστικά σε -ᾱ, από το θεματικό χαρακτήρα -ο-/-ω- σχηματίστηκε ένα -ῶσαι κτλ. Παράλληλα προέκυψε ένα δεύτερο: μετονοματικά σε -ᾶν μπορούσαν από παλιά να σχηματίζονται από επίθετα με θέμα σε ο, επειδή το θηλυκό τους σε -ᾱ χρησιμοποιόταν συχνά ως αφηρημένο· καθώς όμως η σχέση με τα επίθετα σε ο παρέμενε ζωντανή στη συνείδηση, εύκολα μπορούσε να γίνει αφομοίωση με τη βάση, και έτσι το -ᾶσαι κτλ. μετασχηματίστηκε σε -ῶσαι. Το -ω- φαίνεται ότι δέχτηκε ακόμη ειδικά την υποστήριξη παλιότερων σχηματισμών σε -ō- tus από επίθετα σε ο (aegr -ō- tus 'άρρωστος' από το aeger 'άρρωστος'· αυτό το αποδεικνύουν λιγότερο οι όχι πολλές μαρτυρίες για το -ωτός και περισσότερο η προτίμηση των τύπων του παθ. αορ. (και του μεσο-παθητικού εν γένει), που συνδέονται πολύ στενά με το ρηματικό επίθετο. Το ότι οι εξωενεστωτικοί χρόνοι προηγήθηκαν στο σχηματισμό των νέων κατηγοριών αποδεικνύεται αναμφίβολα από τη στατιστική των τύπων των ρημάτων σε -οῦν στον Όμηρο: πρώτο, οι ενεστωτικοί τύποι σε σύγκριση με τους εξωενεστωτικούς είναι πολύ λιγότεροι από όσους λήγουν σε -ᾶν και -εῖν, και, δεύτερο, είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό συνηρημένοι, ανήκουν δηλαδή στο νεότερο στρώμα της ομηρικής γλώσσας.
§ 204. Παρ' όλη την τεράστια αναλογική εξάπλωση του τύπου -οῦν στη μεθομηρική περίοδο (στον Όμηρο βρίσκεται ακόμη στις απαρχές της [1]) δεν χρειάζεται να προϋποθέτουμε για κάθε ρήμα πως έχει κάποια ιδιαίτερη μορφολογική ή σημασιολογική αφετηρία. Η πολύ διαδεδομένη έννοια 'καθιστώ -, εφοδιάζω με -', που από την αρχή συνδέθηκε με το -οῦν, ήταν σε πάρα πολλές περιπτώσεις υπεραρκετή για το νέο σχηματισμό· ασφαλώς μια στενότερη σημασιολογική συγγένεια πρέπει να λειτούργησε βοηθητικά. Σίγουρα τη χρήση του -οῦν ευνόησε σημαντικά η ευκολία με την οποία ο Έλληνας χρησιμοποιούσε τη θεματική απόληξη -ο- και σε άλλα θέματα (§ 10). Τέλος, θα μπορούσε να συντέλεσε μερικές φορές η διφυΐα στο σχηματισμό του θέματος των βάσεων· καθώς κάποιος μπορούσε να συσχετίσει π.χ. το σκοτοῦν 'σκοτεινιάζω', το μετονοματικό του ὁ σκότος, και με το μεταγενέστερο τὸ σκότος, ήταν εύκολο να σχηματίσει ρήματα σε -οῦν και από άλλα ουδέτερα σε -ος.
§ 205. Παραδείγματα παράγωγων από ποικίλα θέματα:
Πολυάριθμα είναι ιδίως όσα προέρχονται από θέματα σε -ᾱ, ίσως μια απόδειξη για το ότι πολλά μετασχηματίστηκαν από θέματα σε -ᾶν: γεφυροῦν 'γεφυρώνω' από το γέφυρα, θυροῦν 'εφοδιάζω με πόρτες' από το θύρα 'πόρτα', ζημιοῦν 'τιμωρώ' από το ζημία 'τιμωρία'.
Από θέματα σε s (σχετικά με το σκοτοῦν πρβ. § 204): ὑψοῦν 'υψώνω' από το ὕψος ουδ. κατά το ταπεινοῦν 'ταπεινώνω' από το ταπεινός.
ἑλκοῦν 'προκαλώ φλεγμονή', μεσ. 'πυορροώ' από το ἕλκος ουδ. 'τραύμα' κατά το πυοῦσθαι 'πυορροώ' από το πῦον (και πῦος ουδ.!).
ἀσθενοῦν 'εξασθενώ' από το ἀσθενής 'αδύναμος' μάλλον ως αντίστοιχο του ἀσθενεῖν 'είμαι αδύναμος, άρρωστος' (που σχηματίστηκε όπως περιγράφεται στην § 196) κατά το πρότυπο ζευγαριών όπως καρτερεῖν 'είμαι δυνατός, αντέχω' - καρτεροῦν 'καθιστώ δυνατό' (πρβ. § 16), ίσως και κατά το ἰσχυροῦν 'ενισχύω' (από το ἰσχυρός), παρότι αυτό μαρτυρείται αργότερα από το ἀσθενοῦν.
Από συμφωνόληκτα θέματα:
στομοῦν 'εφοδιάζω με στόμιο ή αιχμή', επίσης 'βουλώνω το στόμιο' (χωριστικό) από το στόμα 'στόμιο, αιχμή'· κατά τα άλλα -ματοῦν από ουδέτερα σε -μα: στεμματοῦν 'στέφω' από το στέμμα (πρβ. στεφανοῦν), κτλ.
ἐξ-αεροῦν 'εξαερίζω, εξατμίζω' από το ἀερ- 'αέρας' κατά το (ἐξ-)ἀνεμοῦν 'εξανεμίζω, φυσώ· μετατρέπω σε αέρα > ματαιώνω' από το ἄνεμος.
ἐλεφαντοῦν 'διακοσμώ με ελεφαντόδοντο' από το ἐλεφαντ- 'ελέφαντας, ελεφαντόδοντο' κατά τα ἀργυροῦν, χρυσοῦν, σιδηροῦν.
μαστιγοῦν 'μαστιγώνω' από το μαστιγ- 'μαστίγιο' κατά το θανατοῦν (§ 199), ζημιοῦν (δες παραπάνω).
§ 206. Μια ιδιόμορφη ομάδα σχηματίζουν τα παράγωγα συγκριτικών επιθέτων όπως ἐλασσοῦν, ἐλαττοῦν 'περιορίζω, ελαττώνω' από το ἐλάσσων, ἐλάττων· ἐσσοῦσθαι (ιων.· αττ. ἡττᾶσθαι δες § 185) 'υποκύπτω' από το ἔσσων (ἥττων). Πιθανόν το ουδέτερο ἔλασσον κτλ., που ήταν βέβαια πολύ συχνό στο συγκριτικό βαθμό (και ως επίρρημα, πρβ. επίσης ἐλασσοῦν τι = ἔλασσον ποιεῖν τι) τέθηκαν στην ίδια βαθμίδα με το ουδέτερο των επιθέτων σε ο [2].
§ 207. Μερικές επιμέρους αναλογίες μνημονεύθηκαν ήδη παραπάνω· ας προσθέσουμε εδώ ακόμη δύο δείγματα ομάδων αναλογιών:
Αρκετά παράγωγα σε -οῦν από θέματα σε ο σήμαιναν 'αλείφω με, επιχρίω', π.χ. βροτοῦσθαι (βρότος 'αίμα'), γυψοῦν (γύψος 'κιμωλία'), ἐλαιοῦν (ἔλαιον 'λάδι'), μιλτοῦν (μίλτος 'μίνιο') κ.ά. Με αυτά συνενώθηκαν και παράγωγα από θέματα σε -ᾱ και από συμφωνόληκτα: πισσοῦν (πίσσα), ῥητινοῦν (ῥητίνη 'ρετσίνι'), αἱματοῦν (αἷμα), κηλιδοῦν (κηλίς, -ῖδος 'λεκές'), μελιτοῦν (μέλι, -ιτος), διασκατοῦσθαι (σκῶρ, σκατός 'περιττώματα').
Για τους γιατρούς, ανάμεσα στις σωματικές καταστάσεις (§ 199) ιδιαίτερο ρόλο παίζουν οι ασθένειες: ἰκτεροῦσθαι 'παθαίνω ίκτερο (ἴκτερος)', καρκινοῦσθαι (καρκίνος), ὑδεροῦσθαι (ὕδερος 'υδρωπικία'). Σύμφωνα με αυτά και τα γαγγραινοῦσθαι (γάγγραινα), φλυκταινοῦσθαι (φλύκταινα 'φουσκάλα εγκαύματος'), ὑδατοῦσθαι (ὑδατ-) = ὑδεροῦσθαι. Βελτίωση μιας νοσηρής κατάστασης: ἐπουλοῦσθαι 'επουλώνομαι' (οὐλή).
--------------------------------
[1] Από θέματα σε ᾱ γεφυροῦν, κορυφοῦν, παχνοῦν, ῥιζοῦν, από συμφωνόληκτα θέματα ἀπύρωτος και σφηκοῦν, επίσης γουνοῦσθαι από το γόνυ - γουνός.
[2] Πρβ. την αντίστροφη μεθερμηνεία των ουδετέρων σε -ον στα ἄμεινον, χέρειον, χεῖρον (αρχικά επίθετα σε ο) και του -πλάσιον (αρσ. παλιότερο -πλάσιος, νεότερο -πλασίων).
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου