Το γεγονός ότι «το πιο σωστό πολίτευμα» δεν κατονομάζεται ούτε προσδιορίζεται τοπικά ή χρονικά καταδεικνύει ότι δεν πρόκειται για κάποιο υπαρκτό, εφαρμοσμένο τρόπο διακυβέρνησης, αλλά για το πολίτευμα που ο Αριστοτέλης έχει στο μυαλό του ως ιδανικό. Με άλλα λόγια το αποκαλούμενο ως απόλυτα σωστό είναι προσωπική θεωρητική κατασκευή που αυτομάτως υποβιβάζει όλα τα άλλα, αφού δεν πρόκειται για απόλυτα σωστά, αλλά για κατά συνθήκη σωστά, σύμφωνα με τον τρόπο που πραγματώνονται. Είναι δηλαδή η αναγκαστική απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη. Υπό αυτή την έννοια ο διαχωρισμός των πολιτευμάτων σε ορθά και στρεβλά δεν αναιρείται. Τα ορθά είναι πράγματι ορθά και τα στρεβλά είναι πράγματι στρεβλά με τη διευκρίνιση ότι αναφερόμαστε στην πρακτική διάστασή τους. Κι αυτό ακριβώς εννοεί ο Αριστοτέλης με τον όρο «αληθινές παρεκβάσεις», προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι αναφέρεται στην πολιτειακή εφαρμογή όλων αυτών κι όχι σε θεωρητικές κατασκευές προς αναζήτηση του ιδανικού πολιτεύματος: «Επίσης υπολογίζονται στις παρεκβάσεις, αλλά οι αληθινές παρεκβάσεις είναι παρεκβάσεις αυτών, όπως αρχικά είπαμε». Και οι παρεκβάσεις είναι της βασιλείας η τυραννία, της αριστοκρατίας η ολιγαρχία και της πολιτείας η δημοκρατία.
Η πολιτεία είναι το πολίτευμα που παρουσιάζει στοιχεία και ολιγαρχικά και δημοκρατικά: «Γιατί, με απλά λόγια, η πολιτεία είναι μείξη ολιγαρχίας και δημοκρατίας». Το κατά πόσο αυτή η μείξη είναι πετυχημένη ή όχι μπορεί κανείς να το διαπιστώσει από το δυσδιάκριτο του καθορισμού του νέου πολιτεύματος: «Κριτήριο ότι έχουν συνδυαστεί σωστά η δημοκρατία και η ολιγαρχία είναι όταν το ίδιο το πολίτευμα (που προκύπτει από τη μείξη) αφήνει περιθώρια να αποκαλείται και δημοκρατία και ολιγαρχία. Φαίνεται ότι εκείνοι που το αποκαλούν έτσι, το παθαίνουν αυτό, επειδή ο συνδυασμός των στοιχείων είναι πετυχημένος».
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη της Σπάρτης: «Αυτό συμβαίνει και στο χαρακτηρισμό του πολιτεύματος των Λακεδαιμονίων». Τα δημοκρατικά στοιχεία του σπαρτιατικού πολιτεύματος δε φαίνονται μόνο στη δυνατότητα του λαού να εκλέγει τους πέντε εφόρους ή να διεκδικεί αυτό το αξίωμα ο κάθε πολίτης ξεχωριστά [«ο λαός εκλέγει τη μία από τις δύο μεγάλες αρχές και στην άλλη μετέχει (εκλέγει τη γερουσία και μετέχει στην αρχή των εφόρων)»], αλλά και στο γεγονός ότι ο τρόπος της οργάνωσης του κράτους σε πολλά (άκρως καθοριστικά) ζητήματα τίθεται πάνω από τις ταξικές διαφορές: «Πολλοί ισχυρίζονται ότι πρόκειται για δημοκρατία, γιατί η οργάνωσή του περιέχει πολλά δημοκρατικά στοιχεία, όπως πρώτα πρώτα η ανατροφή των παιδιών (την ίδια ανατροφή έχουν τα παιδιά των πλουσίων με τα παιδιά των φτωχών και την ίδια αγωγή δέχονται που θα δέχονταν και τα φτωχά παιδιά».
Από τη στιγμή που έχει ήδη καταστεί σαφές ότι, πέρα από τη δυνατότητα της συμμετοχής, η δημοκρατία και η ολιγαρχία διαχωρίζονται από τον τρόπο διαχείρισης των ταξικών διαφορών, είναι φανερό ότι τα στοιχεία που αμβλύνουν τις ταξικές διαφορές είναι στοιχεία δημοκρατικά, ενώ εκείνα που τις οξύνουν είναι ολιγαρχικά. Κατά συνέπεια ένα δημοκρατικό πολίτευμα θα ήθελε ένα εκπαιδευτικό σύστημα ανεπηρέαστο από την ταξική ανισότητα παρέχοντας ίσες ευκαιρίες σε όλους ή, για να το θέσουμε αντιστρόφως, όσο περισσότερο αναπαράγεται η ταξική ανισότητα και στην εκπαίδευση, τόσο πιο ολιγαρχικό είναι και το πολίτευμα. Το κατά πόσο το σπαρτιατικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα διατηρεί το φιλελεύθερο πνεύμα που αρμόζει σε μια δημοκρατία δεν απασχολεί τον Αριστοτέλη. (Στο όγδοο και τελευταίο βιβλίο των Πολιτικών θα αναφερθεί ξανά στο σύστημα εκπαίδευσης των Λακεδαιμονίων εστιάζοντας στο γεγονός ότι είναι κοινό για όλους και ότι εκφράζει τα ιδεώδη της πόλης, όπως πρέπει να κάνει ένα σύστημα εκπαίδευσης). Αυτό που προβάλλεται ως καθαρά δημοκρατικό στοιχείο είναι η άμβλυνση των ταξικών διαφορών που δεν αφορά μόνο τη σχολική – παιδική ηλικία, αλλά ολόκληρη τη ζωή του Σπαρτιάτη: «Το ίδιο και στην εφηβική ηλικία και όταν γίνονται άντρες, με τον ίδιο τρόπο ζουν (γιατί δεν ξεχωρίζει καθόλου ο πλούσιος από το φτωχό). Έτσι όλοι τρώνε την ίδια τροφή στα συσσίτια και τα ενδύματα του πλούσιου είναι τέτοια που θα μπορούσε να τα κατασκευάσει και να τα φορέσει οποιοσδήποτε φτωχός».
Από την άλλη δε θα ήταν παράλογο να χαρακτηρίσει κανείς το πολίτευμα της Σπάρτης ολιγαρχία: «Άλλοι ωστόσο έχουν τη γνώμη ότι πρόκειται για ολιγαρχία (το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων), επειδή περιέχει πολλά ολιγαρχικά στοιχεία, όπως ότι όλες οι αρχές είναι αιρετές και καμία κληρωτή, ότι λίγοι αποφασίζουν τις ποινές του θανάτου και της εξορίας και πολλά άλλα τέτοια». Ο συγκεντρωτισμός στην εξουσία είναι σαφώς δείγμα ολιγαρχικό. Το γεγονός ότι το αιρετό όλων των αξιωμάτων συγκαταλέγεται στα ολιγαρχικά στοιχεία, αναδεικνύει το χαρακτήρα της αθηναϊκής δημοκρατικής ισότητας, αφού, από θέση αρχής, θεωρούταν όλοι οι πολίτες ικανοί να διαχειριστούν την εξουσία – όπως και να κρίνουν επάξια ένα καλλιτεχνικό έργο. Η αθηναϊκή δημοκρατική αγωγή, από μόνη της, ήταν ικανή εγγύηση για την ποιότητα των πολιτών. Στη Σπάρτη αυτού του είδους η ισότητα δε φαίνεται να ήταν αποδεκτή, γι’ αυτό και κανένα αξίωμα δεν αποτελούσε αντικείμενο κλήρωσης. Η ψηφοφορία αφορούσε την ανάδειξη του άξιου – ή έστω του αξιότερου: «Όμως το πολίτευμα με το σωστό συνδυασμό χρειάζεται να φαίνεται ότι έχει στοιχεία και από τα δύο πολιτεύματα και συγχρόνως κανένα από αυτά, να διατηρείται με τα δικά του μέσα και όχι με τη συνδρομή εξωτερικών παραγόντων».
Το βέβαιο είναι ότι η ολιγαρχία, η δημοκρατία και η αριστοκρατία καθορίζονται από τη βούληση των περισσότερων, αρκεί να έχουν πολιτικά δικαιώματα: «Κοινός τόπος όλων των πολιτευμάτων είναι η αποδοχή της αρχής πλειοψηφίας στη λήψη των αποφάσεων. Διότι και στην ολιγαρχία και στην αριστοκρατία και στις δημοκρατίες κυρίαρχη ισχύ έχει ό,τι αποφασίσει η πλειοψηφία αυτών που έχουν πολιτικά δικαιώματα». Οι πολιτειακές παρεξηγήσεις ξεκινούν από το γεγονός ότι για τους περισσότερους το μοναδικό κριτήριο που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη στο διαχωρισμό των πολιτών είναι ο πλούτος. Χωρίζοντας τους σε πλούσιους και φτωχούς, αναγκαστικά εστιάζουν στην ολιγαρχία και τη δημοκρατία, αφού η ολιγαρχία προβάλλει ως βασικό πρόταγμα τον πλούτο και η δημοκρατία την ελευθερία. Και στις δύο περιπτώσεις δε δίνεται η πρέπουσα σημασία στο στοιχείο της αρετής, που αφορά πρωτίστως την αριστοκρατία, αφού από τη μια στη δημοκρατία η ισοπεδωτική ισότητα απαξιώνει τον άριστο και από την άλλη στην ολιγαρχία η αρετή ταυτίζεται με την ευπρέπεια που προβάλλουν οι άνθρωποι του πλούτου: «οι εύποροι φαίνεται ότι έχουν εκείνα για τα οποία αδικούν οι άδικοι, και γι’ αυτό αποκαλούνται ευπρεπείς, με εξαιρετικό ήθος και επιφανείς».
Η διαστρέβλωση αυτή σε συνδυασμό με την αρχή της πλειοψηφίας που επιβάλλει τις επιθυμίες των πολλών (αρκεί βέβαια να πληρούν τα κριτήρια ώστε να είναι πολίτες κι εδώ στηρίζεται ο μηχανισμός του αποκλεισμού που επιβάλλουν οι ολιγαρχίες), δίνουν πολλές φορές την ψευδαίσθηση της πολιτείας: «Αυτό σε πάρα πολλές πόλεις εκλαμβάνεται <κακώς> ως κάποιο είδος πολιτείας, γιατί λαμβάνεται υπόψη μόνο ο συνδυασμός των ευπόρων και των απόρων, δηλαδή του πλούτου και της ελευθερίας, καθώς σε πάρα πολλές πόλεις φαίνεται ότι οι εύποροι παίρνουν τις θέσεις των ευπρεπών και σπουδαίων στο ήθος ανθρώπων».
Το ζήτημα της αρετής περνά σε δεύτερη μοίρα αλλοιώνοντας τον τρόπο που οι πολλοί αντιλαμβάνονται τα πολιτεύματα: «Επειδή όμως τρία είναι τα στοιχεία που απαιτούν ίσο μερίδιο στο πολίτευμα, η ελευθερία, ο πλούτος και η αρετή (το τέταρτο, η ευγενική καταγωγή, ακολουθεί τα δύο, γιατί η ευγενική καταγωγή είναι πατρογονικός πλούτος και αρετή), γίνεται φανερό ότι τον ένα συνδυασμό από τους δύο, αυτόν των ευπόρων και των απόρων, πρέπει να τον ονομάσουμε πολιτεία και το συνδυασμό με τα τρία στοιχεία αριστοκρατία και μάλιστα αυτόν από τα άλλα είδη αριστοκρατίας εκτός από το αληθινό και άριστο είδος της», (θα λέγαμε ιδανικό που γίνεται αντιληπτό μόνο ως ιδέα). Και βέβαια αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «συνδυασμό ευπόρων και απόρων» δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνύπαρξη που καταφέρνει να υπερπηδήσει τις ταξικές διαφορές εξασφαλίζοντας την αρμονία και τη συνοχή της πόλης. Γι’ αυτό και η αρχή της πλειοψηφίας δίνει πολλές φορές την ψευδαίσθηση της πολιτείας. Γιατί πολλές φορές ισχύει στρεβλά (μην ξεχνάμε ότι αφορά μόνο τους ελεύθερους πολίτες), ενώ άλλες, αν και ισχύει, δεν μπορεί να συγκαλύψει τις έντονες κοινωνικές διαμάχες. Γι’ αυτό προτείνεται ως πολιτεία το πολίτευμα της Σπάρτης. Γιατί οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να διαμορφώσουν έναν τέτοιο τρόπο ζωής, ώστε οι ταξικές διαφορές να έχουν δευτερεύουσα σημασία ή τουλάχιστον να μην επιφέρουν την πόλωση και το διχασμό ανάμεσα στους πολίτες.
Η αριστοκρατία αφορά την αρμονική συνύπαρξη και των φτωχών και των πλουσίων και των αρίστων. Είναι δηλαδή το πολίτευμα που όχι μόνο καταφέρνει να ξεπεράσει τις ταξικές διαφορές, αλλά επιλύνει και το ζήτημα της αξιοκρατίας, αφήνοντας το δρόμο ανοιχτό για την ανάδειξη του πραγματικά ικανότερου. Πρόκειται σαφώς για το τελειότερο σύστημα, αφού εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή αρμονία εκμεταλλευόμενο τους καταλληλότερους ανθρώπους προς όφελος της πόλης. Κι αυτή ακριβώς είναι η λεπτή διαφορά που την ξεχωρίζει από την πολιτεία. Όμως, από τη στιγμή που η πολιτεία καταφέρνει να διασφαλίσει την αρμονία ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς είναι απολύτως φανερό ότι καταφέρνει να αποδώσει την έννοια της αξιοκρατίας, αφού ο πλούτος του άλλου μπορεί να γίνει σεβαστός μόνο αν αποδοθεί στην αξία του. Ο άδικος πλούτος, ο πλούτος που επήλθε σε βάρος του κοινού συμφέροντος και διατηρείται ως απόρροια της ανίσχυρης, κι ως εκ τούτου κατευθυνόμενης, δικαιοσύνης, στην περίπτωση της πολιτείας, δε θα μπορούσε να γίνει ανεκτός.
Από αυτή την άποψη η πολιτεία δεν θα μπορούσε να έχει υπόσταση αν δεν κατοχύρωνε, ως προϋπόθεση, την αναγνώριση της αξίας του άλλου. Κι εδώ ερχόμαστε και πάλι μπροστά στην ανάγκη της δικαιοσύνης και του νόμου, αφού χωρίς αυτά θα ήταν αδύνατο να υπάρξει εμπιστοσύνη, απαραίτητη αφετηρία της αναγνώρισης. Το να τονιζόταν ότι και η αριστοκρατία βασίζεται πρωτίστως πάνω στο δυνατό θεσμό της δικαιοσύνης θα ήταν μάλλον περιττό: «Υπάρχει ακόμη η αντίληψη ότι είναι αδύνατον να ευνομείται πόλη που δεν την κυβερνά η αριστοκρατία αλλά η φαυλοκρατία, όπως και μια πόλη που δεν ευνομείται, να την κυβερνά η αριστοκρατία. Η ευνομία δε συνίσταται στη σωστή μεν θέσπιση των νόμων, αλλά στη μη συμμόρφωση των πολιτών σε αυτούς. Γι’ αυτό και ευνομία σημαίνει: πρώτον ότι οι πολίτες συμμορφώνονται στους θεσπισμένους νόμους και δεύτερον ότι οι νόμοι στους οποίους υπακούν οι πολίτες είναι σωστά θεσπισμένοι». Γι’ αυτό και το τελικό συμπέρασμα του Αριστοτέλη: «Τέλος έγινε φανερό ότι δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους η αριστοκρατία και η πολιτεία». Κι αυτός είναι και ο λόγος που το πολίτευμα της Σπάρτης προτείνεται ως πρότυπο για την κατανόηση και της πολιτείας και της αριστοκρατίας: «Αριστοκρατικό είναι» (εννοείται το πολίτευμα) «και αν αποβλέπει στα δύο μόνο από αυτά, στην αρετή και στο λαό, για παράδειγμα το σπαρτιατικό πολίτευμα, και υπάρχει μείξη των δύο στοιχείων, της δημοκρατίας και της αρετής».
Κι αν για τον καθορισμό της πολιτείας η έννοια της μείξης των στοιχείων της δημοκρατίας και της ολιγαρχίας θεωρείται ασαφής, ο Αριστοτέλης παραθέτει το παράδειγμα του εισοδήματος προκειμένου να τη διαφωτίσει: «Για παράδειγμα στις δημοκρατίες η συμμετοχή κάποιου στην εκκλησία του δήμου δεν προϋποθέτει κανένα εισόδημα ή εξαιρετικά ελάχιστο, στις ολιγαρχίες όμως πολύ μεγάλο. Κανένας από τους δύο αυτούς θεσμούς δε μπορεί να είναι κοινός, παρά μόνον αν οριστεί ο μέσος όρος των εισοδημάτων αυτών». Κι αν αυτό δεν είναι αρκετά διαφωτιστικό προτείνεται επίσης ο συνδυασμός των δύο συστημάτων: «δηλαδή η αξιοποίηση μερικών στοιχείων από τον ολιγαρχικό νόμο και μερικών από το δημοκρατικό. Εννοώ, για να δώσω ένα παράδειγμα, ότι στις δημοκρατίες οι αρχές είναι κληρωτές αλλά στις ολιγαρχίες αιρετές. Και είναι γνώρισμα της δημοκρατίας να μην απαιτείται εισόδημα για την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων, αντίθετα με την ολιγαρχία που επιβάλλει ως όρο το εισόδημα. Θεσμός αριστοκρατίας και πολιτείας προκύπτει, αν συνδυάσουμε παίρνοντας ένα στοιχείο από κάθε πολίτευμα. Έτσι από την ολιγαρχία αξιοποιείται το ότι οι αρχές είναι αιρετές και από τη δημοκρατία ότι δεν απαιτείται εισόδημα».
Η μεσότητα, ως πάγια αριστοτελική οπτική, δε θα μπορούσε να απέχει από τη διαμόρφωση των πολιτικών αντιλήψεων. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο πολιτεύματα που προτείνονται ως καλύτερα προέρχονται από το συνδυασμό της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας εστιάζοντας στη διαμόρφωση του μέσου όρου. Ο μέσος όρος λειτουργώντας ως απόλυτη αναζήτηση του σωστού, είτε στην περίπτωση του καθορισμού του εισοδήματος είτε στη συγκρότηση του θεσμικού πλαισίου των πολιτευμάτων, είναι ο καθοριστικότερος παράγοντας της πολιτειακής ισορροπίας. Εξάλλου, το πολίτευμα, ως τρόπος οργάνωσης της κοινωνίας, θα ήταν αδύνατο να μην επιδράσει εξισορροπητικά, αφού η αρμονία, στην οποία και στοχεύει, δεν είναι τίποτε άλλο από την εξισορρόπηση των διαρκώς αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων. Πετυχημένο είναι το πολίτευμα που επιφέρει τη συνοχή κι αυτός είναι ο δρόμος της καθολικής αποδοχής. Το πολίτευμα που κινείται στα άκρα εξυπηρετώντας συγκεκριμένα συμφέροντα δε θα μπορούσε παρά να φέρει τη δυσαρέσκεια, δηλαδή την επιθυμία για αλλαγή και την εκούσια αποχή των πολιτών απ’ τις διαδικασίες: «να μην είναι περισσότεροι εκείνοι που επιθυμούν την αποχή τους από το πολίτευμα (αυτό το στοιχείο θα βρισκόταν και στο φαύλο πολίτευμα) ούτε και κάποια μερίδα της πόλης να επιθυμεί άλλο πολίτευμα».
Η ακραία εκδοχή της εξουσίας που αποσκοπεί μόνο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτών που την ασκούν είναι η τυραννία: «είναι δικαιολογημένο να μιλήσουμε για την τυραννίδα στο τέλος, επειδή έχει τα γνωρίσματα του πολιτεύματος στο μικρότερο βαθμό από όλα τ’ άλλα πολιτεύματα, ενώ εμείς ερευνούμε σχετικά με το πολίτευμα». Η τυραννία, ως θλιβερή πολιτειακή εκδοχή δεν μπορεί παρά να εκφράζει την καταπίεση του λαού προς όφελος του τυράννου. Καταλύονται όλες οι ελευθερίες και κάθε έννοια δικαιοσύνης και ισότητας στερείται νοήματος. Επί της ουσίας δε μιλάμε για πολίτευμα, αφού δεν τίθεται κανένα θέμα υπεράσπισης των κοινωνικών αξιών. Το μόνο που μένει είναι ο φόβος και η υποκρισία της δήθεν νομιμότητας. Τα πρώτα δύο είδη της τυραννίας αφορούν τη βαρβαρική βασιλεία και την αισυμνητία: «Ωστόσο τα δύο αυτά είδη τυραννίδας διαφοροποιούνται μεταξύ τους. Εμφανίζονταν ως βασιλείες, επειδή είχαν σύνταγμα και η άσκηση της μοναρχικής εξουσίας είχε τη λαϊκή συγκατάθεση, και ως τυραννίδες, γιατί η εξουσία ασκούνταν αυταρχικά και αυθαίρετα».
Το χειρότερο είδος τυραννίας είναι το τρίτο, αφού λειτουργεί περισσότερο καταπιεστικά: «Τέτοιου είδους τυραννίδα συνιστά κατ’ ανάγκη η μοναχική άσκηση της εξουσίας από έναν, ο οποίος εξουσιάζει τους όμοιούς του και τους καλύτερους από αυτόν αδιακρίτως, αποβλέποντας προς το συμφέρον του και μόνο και όχι προς το συμφέρον των αρχομένων. Για το λόγο αυτό είναι ανεπιθύμητη από το λαό, γιατί κανένας ελεύθερος άνθρωπος δεν υπομένει εκούσια μια τέτοια εξουσία».
Κι αυτή ακριβώς είναι και η υποθήκη της ανατροπής της. Καμία τυραννία δε μπορεί να διαρκέσει επ’ άπειρο, γιατί είναι αδύνατο να γίνει ανεκτή. Το πολίτευμα που δεν έχει τη λαϊκή συγκατάθεση είναι καταδικασμένο. Γι’ αυτό και οι πιο επαίσχυντοι δικτάτορες παριστάνουν τους νομιμόφρονες. Μήπως και τηρηθούν τα προσχήματα. Η τυραννίδα είναι η καταστροφή της πολιτείας. Είναι η μόνιμη απειλή και μπορεί να υλοποιηθεί μόνο όταν το πολίτευμα διαστρεβλώνεται, είτε από την άποψη της ισοπεδωτικής δημοκρατίας είτε από την πλευρά της άμετρα συγκεντρωτικής ολιγαρχίας. Γι’ αυτό οι πολίτες πρέπει να είναι σε διαρκή εγρήγορση. Γι’ αυτό πρέπει να ελέγχουν αδιάκοπα τους διαχειριστές της εξουσίας. Γιατί σε τελική ανάλυση, ο λαός είναι ο μόνος εγγυητής του πολιτεύματος.
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου