Αφού πάλεψα, αφού εξάντλησα την αυθάδη περηφάνια μου, αποθαρρυμένος από την αχρηστία των προσπαθειών μου, αποφάσισα να εγκαταλείψω τη συναναστροφή των ανθρώπων.
Όχι, όχι, δεν έψαξα για ερημονήσι, δεν υπάρχουν πια.
Κατέφυγα μονάχα στις γυναίκες.
Το ξέρετε, δεν καταδικάζουν καμιά αδυναμία στην πραγματικότητα: θα προσπαθούσαν μάλλον να ταπεινώσουν ή να αφοπλίσουν τις δυνάμεις μας.
Γι' αυτό κι η γυναίκα είναι η ανταμοιβή όχι του πολεμιστή, αλλά του εγκληματία.
Είναι το λιμάνι του, το καταφύγιό του, στο κρεβάτι της γυναίκας τον πιάνουν κατά κανόνα.
Αυτή άραγε δεν είναι ό,τι μας απομένει απ' τον επίγειο παράδεισο;
Χαμένος, έτρεξα στο φυσικό μου λιμάνι.
Μα δεν έλεγα πια λόγια.
Έπαιζα ακόμα λιγάκι, από συνήθεια· έλειπε όμως η ευρηματικότητα.
Διστάζω να το ομολογήσω, από φόβο μην πω ξανά παχιά λόγια: νομίζω πως την εποχή εκείνη ένιωσα την ανάγκη ενός έρωτα.
Αισχρό, έτσι;
Όπως και να 'χει, ένιωθα έναν βουβό πόνο, ένα είδος στέρησης που μ' έκανε πιο άδειο και μου επέτρεπε, εν μέρει από ανάγκη και εν μέρει από περιέργεια, να αναλάβω κάποιες υποχρεώσεις.
Εφόσον είχα ανάγκη ν' αγαπήσω και να αγαπηθώ, πίστεψα πως ήμουν ερωτευμένος.
Έκανα, μ' άλλα λόγια, το βλάκα.
Έπιανα ξαφνικά τον εαυτό μου να κάνει συχνά μια ερώτηση που, ως έμπειρος άντρας, μέχρι τότε την απέφευγα πάντοτε.
Άκουγα τον εαυτό μου να με ρωτάει: "Μ' αγαπάς";
Ξέρετε ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις είθισται να σου απαντάς: "Κι εσύ";
Αν έλεγα ναι, βρισκόμουν δεσμευμένος πέρα από τα πραγματικά μου αισθήματα.
Αν τολμούσα να πω όχι, κινδύνευα να μη μ' αγαπούν πια και υπέφερα.
Όσο λοιπόν το συναίσθημα όπου είχα ελπίσει να βρω ανάπαυση απειλούνταν, τόσο το απαιτούσα από τη σύντροφό μου.
Προχωρούσα έτσι, σε όλο και πιο ρητές υποσχέσεις και κατέληγα ν' απαιτώ απ' την καρδιά μου ένα συναίσθημα όλο και αχανέστερο.
Αλμπέρ Καμύ, Η πτώση
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου