§ 279. Τα ριζικά ουσιαστικά (§ 21) σώζονται γενικά μόνον ως μεμονωμένες λέξεις (πούς, ναύς, ἅλς κτλ.), γιατί ως μονοσύλλαβες λέξεις δεν είχαν αρκετή βαρύτητα· ως στοιχεία σχηματισμού χρησιμοποιούνται μόνο στο β΄ συνθετικό συνθέτων, όπου η μονοσυλλαβία τους δεν είναι πλέον αισθητή: πρόσ-φυξ § 44 , ἄ-ζυξ § 62 , βου-πλήξ, χέρ-νιψ § 102 , οἰστρο-πλήξ § 105 .
Ι. -ο- και -ᾱ-
§ 280. Αξιοσημείωτη είναι μόνον η χρήση ως ρηματικού ονόματος. Το -ο- σχηματίζει με οξυτονισμό nomina agentis: ἀγός 'οδηγός' (Όμ.) από το ἄγειν, τροφός 'ο, η τροφός' (Όμ.) από το τρέφειν, ἀοιδός 'τραγουδιστής' (Όμ.) από το ἀείδειν, τροχός 'δρομέας > τροχός' (Όμ.) από το τρέχειν· με βαρυτονισμό nomina agentis (ονόματα που δηλώνουν ενέργεια): γόνος 'απόγονος' (Όμ.) από το γεν- (γένος, γενέσθαι), τρόχος 'τρέξιμο' (κλασ.) από το τρέχειν· και οι δύο ομάδες έγιναν σημαντικές για τη σύνθεση ως β΄ συνθετικά: πρόσ-φορος § 44 , δύσ-φορος § 62 , ψυχο-πομπός § 97 (κουρο-τρόφος § 152) θεό-πομπος § 106 .
§ 281. Τα ριζικά αφηρημένα ουσιαστικά σε - ά̄ (-ή) είναι αρχαία κληρονομιά και παραμένουν ακόμη ζωντανά στους ιστορικούς χρόνους (πρβ. § 21): φθορά 'εξολόθρευση' (κλασ.) από το φθερ-, χαρά (κλασ.) από το χαρ-ῆναι, ἀρχή (Όμ.) από το ἄρχειν, σφαγή 'θυσία, φόνος' (κλασ.) από το σφαγ-, φυγή (Όμ.) από το φεύγειν. Από την κλασική εποχή και μετά αυτά τα ουσιαστικά παράγονται ιδίως από διάφορα αφωνόληκτα[1] ρήματα δείχνοντας προτίμηση στο μέσο ή δασύ[2] χαρακτήρα του θέματος: διδαχή 'διδασκαλία' (κλασ.), παρμένο από το διδάξαι κτλ. [3], ἀλλαγή 'ανταλλαγή, μεταβολή' (κλασ.) από το ἀλλάσσειν (αρχικά μάλλον *ἀλλακ-), κατα-σκαφή 'υπονόμευση, γκρέμισμα' (κλασ.) από το σκάπ-τειν (παλιότερο σκαπ-άνη 'φτυάρι', νεότερο σκαφ-ῆναι, μάλλον κατά το ταφ-ῆναι).
Σχετικά με το -ο- ως "συνθετικό φωνήεν" δες § 129, ως "συνθετικό επίθημα" § 148.
§ 282. Το -ᾱ- χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει θηλυκό πρόσωπο από αρσενικά σε -ος: θεός - θεά (Όμ., πλάι στη χρήση του θεός ως θηλυκού), κασίγνητος - κασιγνήτη (Όμ.), ξεῖνος - ξείνη (Ύμνος στη Δήμητρα, Πίνδαρος κτλ.). Τα λατινικά γνωρίζουν την ίδια εξέλιξη σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα: deus - dea 'θεός - θεά', equus - equa 'ίππος - φοράδα'· παρ' όλ' αυτά μπορούμε ν' αποδώσουμε το πολύ τις απαρχές αυτού του φαινομένου της μετάπλασης στην κοινή βασική γλώσσα· ως πρότυπα λειτούργησαν φυσικά τα επίθετα σε - os,-ā (- om ).
Σχετικά με τα συγκεκομμένα ονόματα σε -ᾶς, που η προέλευσή τους είναι αβέβαιη, δες § 164 · το ίδιο -ᾶς σχηματίζει, ιδίως στην ελληνιστική εποχή και αργότερα, με χαϊδευτική έννοια δριμείς χαρακτηρισμούς προσώπων όπως φαγᾶς (Κρατίνος) από το φαγ-εῖν, λαρυγγᾶς 'φωνακλάς' (μεταγενέστερο) από το λαρυγγ-.
-----------------------
[1] Κατά την αρχαία παράδοση, ἄφωνα είναι τα σύμφωνα που σήμερα θα χαρακτηρίζονταν στοματικά κλειστά, δηλαδή τα [p phb t thd k khg] (π φ β τ θ δ κ χ γ), επομένως όχι τα [s m n l r dz] (σ μ ν λ ρ ζ), που ονομάζονταν ἡμίφωνα.
[2] "Δασέα" σύμφωνα είναι τα [phthkh]. "Μέσα" σύμφωνα είναι τα αντίστοιχα ηχηρά [b d g]. Ο όρος οφείλεται σε έλλειψη κατανόησης από τους αλεξανδρινούς γραμματικούς της διάκρισης: ηχηρά - άηχα σύμφωνα. Καθώς τα [phthkh] είχαν "δασύτητα", και τα αντίστοιχα "ψιλά", δηλαδή "σκέτα" [p t k] δεν είχαν, θεώρησαν την τρίτη ομάδα των [b d g] σαν κάτι "ενδιάμεσο". Αντίστοιχη έλλειψη κατανόησης στο σημασιοσυνταχτικό τομέα διαπιστώνεται με την ονομασία "μέσο ρήμα" για τους τύπους που δεν ήταν ούτε ενεργητικοί ούτε παθητικοί.
[3] διδάσκω (Όμ.) από το *δι-δάσ-σκω από το δαῆναι 'μαθαίνω', δήνεα 'συμβουλές' από το *δασ-ν-, δηλαδή αρχικά κανένα απολύτως υπερωικό θέμα· το διδάξαι (Όμ.) από το *διδάσκ-σαι υιοθέτησε το ενεστωτικό θέμα (πρβ. διδάσκ-αλος 'δάσκαλος' § 324 και ἀλύσκειν - ἀλύξαι)· από εκεί στη συνέχεια διδαχ-θῆναι, δε-διδαχ-έναι και διδαχ-ή·
§ 281. Τα ριζικά αφηρημένα ουσιαστικά σε - ά̄ (-ή) είναι αρχαία κληρονομιά και παραμένουν ακόμη ζωντανά στους ιστορικούς χρόνους (πρβ. § 21): φθορά 'εξολόθρευση' (κλασ.) από το φθερ-, χαρά (κλασ.) από το χαρ-ῆναι, ἀρχή (Όμ.) από το ἄρχειν, σφαγή 'θυσία, φόνος' (κλασ.) από το σφαγ-, φυγή (Όμ.) από το φεύγειν. Από την κλασική εποχή και μετά αυτά τα ουσιαστικά παράγονται ιδίως από διάφορα αφωνόληκτα[1] ρήματα δείχνοντας προτίμηση στο μέσο ή δασύ[2] χαρακτήρα του θέματος: διδαχή 'διδασκαλία' (κλασ.), παρμένο από το διδάξαι κτλ. [3], ἀλλαγή 'ανταλλαγή, μεταβολή' (κλασ.) από το ἀλλάσσειν (αρχικά μάλλον *ἀλλακ-), κατα-σκαφή 'υπονόμευση, γκρέμισμα' (κλασ.) από το σκάπ-τειν (παλιότερο σκαπ-άνη 'φτυάρι', νεότερο σκαφ-ῆναι, μάλλον κατά το ταφ-ῆναι).
Σχετικά με το -ο- ως "συνθετικό φωνήεν" δες § 129, ως "συνθετικό επίθημα" § 148.
§ 282. Το -ᾱ- χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει θηλυκό πρόσωπο από αρσενικά σε -ος: θεός - θεά (Όμ., πλάι στη χρήση του θεός ως θηλυκού), κασίγνητος - κασιγνήτη (Όμ.), ξεῖνος - ξείνη (Ύμνος στη Δήμητρα, Πίνδαρος κτλ.). Τα λατινικά γνωρίζουν την ίδια εξέλιξη σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα: deus - dea 'θεός - θεά', equus - equa 'ίππος - φοράδα'· παρ' όλ' αυτά μπορούμε ν' αποδώσουμε το πολύ τις απαρχές αυτού του φαινομένου της μετάπλασης στην κοινή βασική γλώσσα· ως πρότυπα λειτούργησαν φυσικά τα επίθετα σε - os,-ā (- om ).
Σχετικά με τα συγκεκομμένα ονόματα σε -ᾶς, που η προέλευσή τους είναι αβέβαιη, δες § 164 · το ίδιο -ᾶς σχηματίζει, ιδίως στην ελληνιστική εποχή και αργότερα, με χαϊδευτική έννοια δριμείς χαρακτηρισμούς προσώπων όπως φαγᾶς (Κρατίνος) από το φαγ-εῖν, λαρυγγᾶς 'φωνακλάς' (μεταγενέστερο) από το λαρυγγ-.
-----------------------
[1] Κατά την αρχαία παράδοση, ἄφωνα είναι τα σύμφωνα που σήμερα θα χαρακτηρίζονταν στοματικά κλειστά, δηλαδή τα [p phb t thd k khg] (π φ β τ θ δ κ χ γ), επομένως όχι τα [s m n l r dz] (σ μ ν λ ρ ζ), που ονομάζονταν ἡμίφωνα.
[2] "Δασέα" σύμφωνα είναι τα [phthkh]. "Μέσα" σύμφωνα είναι τα αντίστοιχα ηχηρά [b d g]. Ο όρος οφείλεται σε έλλειψη κατανόησης από τους αλεξανδρινούς γραμματικούς της διάκρισης: ηχηρά - άηχα σύμφωνα. Καθώς τα [phthkh] είχαν "δασύτητα", και τα αντίστοιχα "ψιλά", δηλαδή "σκέτα" [p t k] δεν είχαν, θεώρησαν την τρίτη ομάδα των [b d g] σαν κάτι "ενδιάμεσο". Αντίστοιχη έλλειψη κατανόησης στο σημασιοσυνταχτικό τομέα διαπιστώνεται με την ονομασία "μέσο ρήμα" για τους τύπους που δεν ήταν ούτε ενεργητικοί ούτε παθητικοί.
[3] διδάσκω (Όμ.) από το *δι-δάσ-σκω από το δαῆναι 'μαθαίνω', δήνεα 'συμβουλές' από το *δασ-ν-, δηλαδή αρχικά κανένα απολύτως υπερωικό θέμα· το διδάξαι (Όμ.) από το *διδάσκ-σαι υιοθέτησε το ενεστωτικό θέμα (πρβ. διδάσκ-αλος 'δάσκαλος' § 324 και ἀλύσκειν - ἀλύξαι)· από εκεί στη συνέχεια διδαχ-θῆναι, δε-διδαχ-έναι και διδαχ-ή·
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου